Ολοι γνωρίζουμε πως πολλοί από τους δημιουργούς της σύγχρονης ελληνικής κουλτούρας (και μάλιστα μερικές από τις εξέχουσες μορφές) βίωναν την ομοφυλοφιλία τους εν κρυπτώ, αν και το έργο τους εκπορευόταν από μια κοινή ομοφυλόφιλη συνείδηση και ταυτοχρόνως παρέδιδε μια οριστική ετυμηγορία για το «εθνικώς» ομοφυλόφιλο. Γι' αυτούς τους καλλιτέχνες, το να δουλεύουν μέσα στη συνθήκη της ντουλάπας σήμαινε μια καθημερινή και λεπτό προς λεπτό πάλη με τον κόσμο τους, η οποία οριζόταν από το εχθρικό κοινωνικό περιβάλλον, τις πολιτισμικές εικασίες, όπως και τα κοινά αισθητικά ίχνη που επιβεβαίωναν την άτυπη συμπαρουσία τους στο πολιτισμικό γίγνεσθαι.
Παρόλο που τα ΛΟΑΤΚΙ+ κινήματα στην Ελλάδα εξελίσσονταν ριζοσπαστικά από τη δεκαετία του 1970, η «γκέι» θεατρική αισθητική δεν φαίνεται να ακολούθησε τον ίδιο παρεμβατικό δρόμο, καμουφλάροντας συχνά την όποια ομοφυλόφιλη ταυτότητά της πίσω από αισθησιακούς λυρισμούς, εικόνες άγριων αρσενικών, πολιτικές γκέι ρεπερτορίου και προβολές ομοερωτικών μεταφορών και «υπονοουμένων».
Η εικόνα αυτή συμφωνεί απόλυτα με τον παραδοσιακό ορισμό του γκέι θεάτρου στην Ευρώπη και την Αμερική από τη δεκαετία του 1960, το οποίο εφορμούσε «από μια γκέι ευαισθησία ή αισθητική, ακόμη κι αν απουσίαζε μια πιο συγκεκριμένη ομοφυλόφιλη αφήγηση» (The Cambridge Paperback Guide to Theatre, 1996) είτε μυθοπλαστική είτε από προσωπική μαρτυρία.
Με συγκεκριμένο, λοιπόν, τρόπο μπορούμε να ορίσουμε μια σημαντική διάκριση μεταξύ της προ-κινηματικής τέχνης που χρησιμοποιούσε την απόκρυψη, την παραλλαγή και τους συμβολισμούς ως εργαλεία άτυπης κατάταξής της σε μια ομοφυλόφιλη αισθητική, και της μετα-κινηματικής απελευθέρωσης των ομολογιών και των αισθητικών, όσο κι αν η διάκριση αυτή καθυστέρησε χρονικά στην Ελλάδα μέχρι σχεδόν τον 21ο αιώνα (σε σχέση με την εξέλιξη των κινημάτων).
Από την ντουλάπα στο κουίρ
Πριν από τον 21ο αιώνα, το θέατρο στην Ελλάδα σχεδόν ποτέ δεν στρατεύτηκε υπέρ μιας σοβαρής παραδοχής της ομοφυλοφιλίας του, ενώ η παλιά και ασφαλής αισθητική ντουλάπα μέσα από την οποία έβγαιναν οι μάσκες του γκέι μοντερνισμού, είτε ως ειρωνικό βλέμμα και «gay παρωδία» (π.χ. στην περίπτωση του Ανδρέα Βουτσινά - ο χαρακτηρισμός έρχεται από την αρνητική κριτική του Γιάννη Βαρβέρη για την «Ελένη» του ΚΘΒΕ, 1982) είτε ως «ποίηση» και εκπαίδευση των λαϊκών αγοριών (π.χ. στην περίπτωση του Καρόλου Κουν) είτε ως πλέγμα ομοερωτικών υπονοουμένων και εικόνων (π.χ. στην περίπτωση του Μίνωα Βολανάκη), ήταν προφανώς μια σιωπηλή επιτέλεση της ομοφυλοφιλίας. Σίγουρα όμως, η στάση αυτή εκκινούσε διακριτικά «από μια γλωσσική πράξη σιωπής» που δεν ήταν μια «συγκεκριμένη» σιωπή, επειδή ακριβώς «επισώρευε ακρίβεια» (Eve Kosofsky Sedgwick, Epistemology of the Closet, Los Angeles, 1990) και ομοφυλοφιλία στα έργα τέχνης.
Από την άλλη μεριά, στη νεοελληνική λογοτεχνία του «coming-out» παγιώθηκαν συγκεκριμένες θεματικές στερεοτυπίες τόσο σταθερά που για έναν περίπου αιώνα ο γκέι «λόγος» στην Ελλάδα πραγματευόταν σχεδόν πάντα τα ίδια θέματα, συνθέτοντας την «εθνική» κοσμοαντίληψη για την ομοφυλοφιλία και μια απαράλλακτη λογοτεχνική εικόνα βιωμένου ομοφυλόφιλου βίου.
Τα ιδεολογικά μοτίβα της αντίληψης αυτής για τον Εαυτό ήταν τόσο διαχρονικά που ουσιαστικά αποτέλεσαν σχηματοποιημένες όψεις της κοινωνικής επιτέλεσης και της απαξίωσης της ομοφυλοφιλίας, σε τέτοιο βαθμό που έχουν ήδη συγκροτήσει, κατά τη γνώμη μου, τα βασικά χαρακτηριστικά ενός νεοελληνικού «γκέι κανόνα». Ταυτόχρονα, η διαμόρφωση μιας αισθητικής της αντίρρησης περιχαρακώθηκε γύρω από συγκεκριμένα υπαρξιακά «σχήματα» που όρισαν τελικά και ανεπανόρθωτα την αισθητική εικόνα της ομοφυλοφιλίας και το εθνικό μας «γκέι δράμα».
Τέτοια «σχήματα» ήταν η δυστυχία του γκέι βίου και η αποτύπωση της ομοφυλοφιλίας ως αμαρτίας, νόσου ή κουσουριού∙ η μυθοποίηση της αρρενωπότητας και της λαϊκότητας (και σπανιότερα, η ρομαντικοποίηση της ομοφυλοφιλίας)∙ η απεικόνιση ενός ανοίκειου ή νομοτελειακά κακού κόσμου και μιας χώρας-εχθρού∙ η αποδοχή της κοινωνικής απαξίωσης και ταυτόχρονα η άρνηση στράτευσης, ενώ η απεικόνιση του περιθωρίου με τα πάρκα, τα λαϊκά αγόρια και τα αγόρια με τις στολές δεν μνημείωσαν μόνο τη βιοπολιτική του γκέι εαυτού, αλλά και τις ίδιες τις «πολιτικές» του cruising και της ελεύθερης διάθεσης του σώματος.
Από τον Χριστιανόπουλο και τον Ιωάννου μέχρι τον Κουμανταρέα και τον Χρονά τα γκέι και λεσβιακά μπλουζ θρηνούσαν για έναν ζοφερό κόσμο, υπερασπίζοντας ταυτοχρόνως το πάσχειν, αλλά και το «δεν ντρέπομαι» για ό,τι μου αναλογεί ως ταυτότητα και γραφή. Και αυτά τα στοιχειακά χαρακτηριστικά ήταν που έχρισαν τελικά «τους γκέι συγγραφείς κανονικούς (canonical) και δηλαδή κυρίαρχους στην γκέι κουλτούρα» (Robert Drake, The Gay Canon, New York, 1998).
Κουίρ ελληνικότητα
Η δεκαετία του 2010 σηματοδότησε τη στιγμή που οι κουίρ καλλιτέχνες σταματούν να πεθαίνουν σα χώρα και αποκηρύσσουν οριστικά όλες τις φροντίδες που απέβλεπαν «στο ευσυνείδητο σφουγγάρισμα των εθνικών μνημείων» (έτσι όπως τις κατήγγειλε ο Κώστας Ταχτσής στο ποίημα «Αθήνα (Ελλάς) 1957»). Αν πάλι θεωρήσουμε ότι η ζωγραφική του Γιάννη Τσαρούχη, για παράδειγμα, ανήκει σε κάποιον γκέι μοντερνισμό που βίωνε την ελληνικότητα με ομοφυλόφιλη «παλληκαροσύνη» (Ευγένιος Δ. Ματθιόπουλος, «Προσεγγίζοντας με σεμνή αναίδεια τη ζωή και το έργο του Γιάννη Τσαρούχη», Αθήνα, 2009), το πιο ωφέλιμο ιδεολογικά γνώρισμα της κουίρ τέχνης από την άλλη μεριά είναι η ανευλαβής θέαση της ελληνικότητας και η αποδόμηση των θεσμικών συμβόλων και εικόνων της.
Βάζοντας σημαίες δίπλα σε αγγούρια, drag queen σε παραδοσιακές στολές, ξιφολόγχες πίσω από σκυμμένους ναύτες, εύζωνες να ερωτεύονται και σημαίες να καίγονται, η κουίρ Τέχνη ανασυντάσσει τις «κανονικές» αναπαραστάσεις των ιδεολογιών μ' ένα βλέμμα χλευαστικό που υπονομεύει κάθε ηγεμονική αναπαράσταση της χώρας και κάθε είδους εθνική και κοινωνική κανονικότητα.
Αυτή η αντίφραση απέναντι στις σταθερά παγιωμένες πολιτισμικές δομές αποδεικνύει πως η κουίρ τέχνη σήμερα ενέχει πρωτίστως την αποδοχή ενός αιτήματος για ριζική ανάταξη της κατά τα άλλα αθάνατης Ελλάδας του φωτός.
Στο πλαίσιο αυτό είναι πολλοί οι Ελληνες καλλιτέχνες που έχουν επιλέξει μια πιο κριτική στάση απέναντι στις πολιτισμικές τυποποιήσεις με σκοπό να «απαλλοτριώσουν» και να ανακτήσουν κριτικά μια «Ελλάδα» για λογαριασμό τους. Η εμμονική ευλάβεια των μπιζού ντε καντ στην ανοικοδόμηση «τοπίων» από περιθωριοποιημένες αισθητικές, η ειρωνική απομυθοποίηση «εθνικών» εικόνων και ιστορικών χώρων από την ομάδα Osmosis, η στρατευμένη κουίρ αισθητική και το τρας των Nova Melancholia, η αισθητική του δρόμου και του Butch στο θέατρο της Αντζελας Μπρούσκου, το διαλυτικό κιτς και ο αισθητικός μηδενισμός της ομάδας ΦΥΤΑ (ιδρυτικός στόχος της οποίας είναι η απάλειψη των εννοιών της ελληνικής παράδοσης και της ελληνικότητας), η αιρετική συμβολολογία του Ανδρέα Καραγιάν, τα μεικτά υβρίδια σωμάτων στο έργο του Δημήτρη Παπαϊωάννου είναι μόνο μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα της ελληνικής κουίρ αισθητικής.
Ταυτόχρονα, η κουίρ τέχνη στην Ελλάδα δεν ακολουθεί μόνο μια σταθερά αναπολογητική τακτική, αλλά υποκλέπτει ειρωνικά την ετεροκανονική, «απολλώνεια» Ελλάδα για να τη διασύρει και να αποκαλύψει τα «λεβέντικα» εγκλήματά της. Στο κλίμα αυτής της ρευστής μετα-παραδοσιακότητας, η ταυτότητα γίνεται ένα αντανακλαστικά οργανωμένο εγχείρημα και ένα προτσές αυτο-οργάνωσης που προωθεί στα άκρα την υπονόμευση των κοινωνικών συστημάτων φύλου και σεξουαλικότητας, όπως συμβαίνει, για παράδειγμα, σε ένα drag-show στο BΕqueer ή οπουδήποτε αλλού.
Η πλαστότητα των «βασιλισσών» του drag δημιουργεί νέα παραστασιακά σώματα, τα οποία δεν ταιριάζουν σε καμιά παραδοσιακή διχοτομία (πραγματικό-ψεύτικο, ανδρικό-γυναικείο, κανονικό-μη κανονικό). Πρόκειται για ένα τερατώδες έργο Τέχνης που δοξάζει με τον πιο κουίρ τρόπο κάθε απόδραση από το «φυσικό», προσφέροντας μια διευρυμένη αλήθεια για τον άνθρωπο.
Σε μια χώρα που λάτρεψε τις ευρυθμίες και τις ευταξίες, το να μετασχηματίζει κανείς κάτι σε κουίρ σημαίνει να παρενοχλεί, να διαταράσσει και να αποδιοργανώνει, εξερευνώντας νέες πιθανότητες έξω από τις πατριαρχικές, ηγεμονικές και ετεροκανονικές πρακτικές και πέρα από τα δοξασμένα εθνικά μεγαλεία.
Εχουμε σίγουρα σταματήσει να πεθαίνουμε σα χώρα, όμως θα πενθούμε πάντα σαν παιδιά, δοξολογώντας τους δικούς μας νεκρούς και τους μάρτυρες κάπως έτσι: «Σπίτια, κεφάλια, πρόσωπα, χαμόγελα χωμένα σε μαξιλάρια. Οι άνθρωποι ζούνε πετώντας κλεισμένοι σ' ένα καρφιτσόκουτο» (Γιάννης Κοντραφούρης, Τα παιδιά πενθούν).
*Επίκουρος Καθηγητής Θεατρολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος «Αόρατη Ιστορία: Διαδρομές, βιώματα, πολιτικές των ΛΟΑΤΚΙ+ στην Ελλάδα», που κυκλοφόρησε με την «Εφ.Συν.» - Σαββατοκύριακο στις 8 Ιουνίου 2019. Μπορείτε να διαβάσετε τα κείμενα σε ηλεκτρονική μορφή επιλέγοντας το αντίστοιχο λινκ από τον κατάλογο περιεχομένων που ακολουθεί ή να ξεφυλλίσετε και να διαβάσετε ολόκληρο το τεύχος στην εφαρμογή issuu μετά τον κατάλογο περιεχομένων.
Περιεχόμενα Τεύχους
● Εισαγωγή, σελ. 2
● Νίκος Μυλωνάς (συνέντευξη στο Θεοδόση Γκελτή), Ένας «φίλος της Ντόροθυ» στην Ελλάδα, σελ. 3
● Σόνια, Λεσβίωμα, σελ. 4
● Ι.Κ., Το ζητούμενο είναι το τέλος της ντροπής, σελ. 4
● Αρης Μπατσιούλας, 20th Century Boy, σελ. 5
● Ρηνιώ Συμεωνίδου, Το υπέροχα ποικιλόμορφο φάσμα του βιολογικού φύλου: Ιντερσεξ παιδιά και άνευ όρων αγάπη, σελ. 6
● Ελενα – Ολγα Χρηστίδη, Μεγαλώνοντας σε μια κουίρ οικογένεια τη δεκαετία του ‘90, σελ. 7
● Αννα Κουρουπού, Συγγρού… σελ. 8
● PASSPORT, Καμία ομοφοβική στολή, καμία τρανσφοβική εντολή, καμία ρατσιστική εξουσία, σελ. 9
● Μπέττυ Βακαλίδου, Το τρανς κίνημα όπως το έζησα, σελ. 10
● Θωμάς Ξωμερίτης, Ηρωική έξοδος, δύσκολη ελευθερία, σελ. 11
● Δήμητρα Τζανάκη, Από το 1871 μέχρι το 1950: Γενεαλογία φύλου και σεξουαλικότητας, σελ. 12-13
● Κώστας Γιαννακόπουλος, Μια διάχυτη ομοφυλοφιλία στη μεταπολεμική Ελλάδα, σελ. 14-15
● Θεοδόσης Γκελτής, Από το 1976 μέχρι το 1990, Το κίνημα για την απελευθέρωση της ομοφυλόφιλης επιθυμίας, σελ. 16-18
● Πάολα Ρεβενιώτη (συνέντευξη στο Θεοδόση Γκελτή), Όταν βάζεις τη φούστα δεν την ξαναβγάζεις, σελ. 18
● Χρήστος Ρούσος (συνέντευξη στο Θεοδόση Γκελτή), Στη φυλακή γνώρισα έρωτες που τους λέω κινηματογραφικούς, σελ. 19
● Ειρήνη Πετροπούλου, Από το 1990 μέχρι το 2004: Δράσεις, ορατότητα, συνεργασίες, σελ. 20 – 21
● Νέλη Καούνη, Από το 2005 μέχρι σήμερα: Εκρηξη ακτιβιστικής δραστηριότητας και ενδοσκόπηση, σελ. 22-25
● Λεσβιακή Ομάδα Αθήνας, 18 χρόνια, 700 συναντήσεις, σελ. 26
● Φίλιππος Παγάνης, Σπάζοντας το καλούπι, σελ. 27
● Γιώργος – Κυβέλη, Εξω από το δίπολο, σελ. 27
● Μενέλας, Επιζώντες της ετεροκανονικότητας: η πορνογραφία και εγώ, σελ. 28
● ΕΜΑΝΤΕΣ, ΛΟΑΤΚΙ+ πρόσφυγες: Μειονότητα μέσα στη μειονότητα, σελ. 29
● Νάνσυ Παπαθανασίου, Ελενα-Ολγα Χρηστίδη, Αμφισβητώντας την αυθεντία: τα κινήματα απέναντι στην «επιστήμη», σελ. 30-31
● Γιώργος Παπαδοπετράκης, Αντώνης Πούλιος, Το HIV/AIDS και η μετάδοση του στίγματος, σελ. 32-33
● Δέσποινα Χρονάκη, Κατασκευάζοντας τη μη ετεροκανονική συνθήκη στη δημοφιλή κουλτούρα, σελ. 34
● Γιώργος Σαμπατακάκης, Κουίρ σαν χώρα ή βγαίνοντας με κέφι από την ντουλάπα της Μεταπολίτευσης, σελ. 35
● Κωνσταντίνος Κυριακός, Για την ερωτική διαφορά στην ελληνική σκηνή: παραστάσεις με σημασία, σελ. 36-37
● Αν Πελεγκρίνι, Fuck Stonewall, σελ. 38-39
● Αλεξάνδρα Χαλκιά, Εχουν πράγματι αλλάξει τα πάντα;, σελ. 39
● Ελενα – Ολγα Χρηστίδη, Νάνσυ Παπαθανασίου, Ο δρόμος έχει τη δική σου ιστορία, σελ. 40
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας