Για πρώτη φορά συνέβη το 1970: Ο Τζορτζ Σκοτ αρνήθηκε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για το «Πάττον, ο θρύλος της Νορμανδίας», δηλώνοντας ότι τα βραβεία της βιομηχανίας έβαζαν μόνο τους ηθοποιούς τον έναν απέναντι στον άλλον, αναφερόμενος σε ολόκληρη την τελετή ως «δίωρη παρέλαση κρέατος». Είχαν ήδη βέβαια προηγηθεί και άλλοι, που δεν αρνήθηκαν, αλλά μποϊκόταραν την τελετή (όπως οι ηθοποιοί Ρίτσαρντ Μπάρτον και Ελίζαμπεθ Τέιλορ, οι οποίοι είχαν ανακοινώσει το συγκεκριμένο μποϊκοτάζ στα Οσκαρ, το 1966, με κύριο λόγο το ότι ο Μάρλον Μπράντο είχε προταθεί ήδη τότε τέσσερις φορές, χωρίς να κερδίσει κανένα βραβείο). Παρόμοια περιστατικά είχαμε και σε βραβεύσεις πέραν του καλλιτεχνικού χώρου, όπως για παράδειγμα όταν ο Ζαν Πολ Σαρτρ αρνήθηκε να παραλάβει το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1964, λέγοντας μεταξύ άλλων πως «ο συγγραφέας πρέπει να αρνηθεί να μετατρέψει τον εαυτό του σε όργανο, ακόμα κι αν αυτό συμβαίνει κάτω από τις πιο τιμητικές περιστάσεις».
Φυσικά, τα μεγέθη του εξωτερικού με της Ελλάδας είναι ασύγκριτα. Οχι σε ποιότητες αλλά σε μέγεθος. Αλλο τα Οσκαρ και τα Νόμπελ και άλλο τα Βραβεία του Αθηνοράματος ή της Ελληνικής Ενωσης Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών ή τα «Μελίνα Μερκούρη». Ωστόσο, ίσως όλα τα βραβεία, κάθε μεγέθους και σπουδαιότητας (που και αυτή, εν τέλει, υποκειμενικά καθορίζεται, μέσω συγκεκριμένων μηχανισμών), έχουν κάποια κοινά: είναι υποκειμενικά, φέρουν συγκεκριμένους τρόπους που θέτουν τις υποψηφιότητες και κυρίως πάντα -πόσο μάλλον τις τελευταίες δεκαετίες και χρόνια- εμπεριέχουν πολιτικό πρόσημο. Εξυπηρετούν δηλαδή και κάτι άλλο, πέραν μιας επιβράβευσης ενός έργου. Το ζήτημα είναι σε τι ποσοστό γίνεται αυτό.
Στη μικρή μας Ελλάδα, αλλά τεράστια όσον αφορά το πολιτιστικό της κεφάλαιο, σήμερα, Δευτέρα 27/05, γίνεται η απονομή των βραβείων «Μελίνα Μερκούρη». Πρόκειται για έναν θεσμό που θεσπίστηκε το 2007, με πρωτοβουλία του «Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη», αφορά γυναίκες ηθοποιούς (το αντίστοιχο για άντρες είναι το «Χορν») και συνοδεύεται από χρηματικό έπαθλο και την καρφίτσα της σπουδαίας Μελίνας, που η βραβευμένη ηθοποιός την κρατά για έναν χρόνο. Φέτος, οι υποψήφιες είναι πέντε (Νεφέλη Μαϊστράλη, Ειρήνη Μακρή, Ελίνα Ρίζου, Νάνσυ Σιδέρη και Πηνελόπη Τσιλίκα), ωστόσο μία από αυτές αρνήθηκε την υποψηφιότητά της. Συνομιλήσαμε με τη Νάνσυ Σιδέρη, την προηγούμενη Παρασκευή, όταν και μας ενημέρωσε για την απόφασή της. Αυτή ήταν να δημοσιοποιήσει σε μία επιστολή, που δεν ζήτησε να διαβαστεί στην τελετή, ότι δεν δέχεται την υποψηφιότητά της. Σε αυτήν αναφέρει πως, πέραν του πόσο περήφανη είναι για τις παραστάσεις για τις οποίες είναι υποψήφια και για τις συνεργασίες αυτές («Ονειρο καλοκαιρινής νύχτας» του Ουίλιαμ Σέξπιρ, σε σκηνοθεσία Εκτορα Λυγίζου, Εθνική Λυρική Σκηνή – Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, «Τρικυμία» του Ουίλιαμ Σέξπιρ, σε σκηνοθεσία Μάριου Παναγιώτου, Θέατρο Μουσούρη και «Σπιρτόκουτο – The Musical», βασισμένο στην ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Νιάρρου, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Ιδρύματος Ωνάση Κεντρική Σκηνή), παρ' όλα αυτά προβληματίζεται «για το τι εξυπηρετούν τα βραβεία εν γένει. Εχουν άραγε όλοι οι καλλιτέχνες ίσες ευκαιρίες να αναδειχθεί το έργο τους και άρα να διακριθούν; Και, τελικά, τι προωθεί η νοοτροπία της ατομικής διάκρισης διαχρονικά; Θα μπορούσε η ενίσχυση των καλλιτεχνών να συμβεί με λιγότερο ανταγωνιστικούς όρους; Φυσικά, υπάρχουν στιγμές που η αξιολόγηση κρίνεται απαραίτητη, αλλά δεν χρειάζεται η σύγκριση να είναι διαρκής σε όλα τα πεδία της ανθρώπινης δημιουργίας και, σίγουρα, δεν πιστεύω ότι (και) η τέχνη πρέπει να καλλιεργεί συνείδηση ιεραρχίας».
«Κινούμαστε σε έναν ανταγωνιστικό χώρο, με διακρίσεις, και σε περιβάλλοντα που σε πολλές περιπτώσεις δεν έχουν υγιή χαρακτηριστικά. Τα εργασιακά μας δικαιώματα έχουν καταπατηθεί εδώ και χρόνια. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα, λοιπόν, η ατομική τιμητική διάκριση ενδέχεται να αποκτά και αρνητική χροιά. Για μένα, η ηθική ικανοποίηση συνδέεται με την επιτακτική ανάγκη να αναγνωρίσει η πολιτεία συνολικά τους αγώνες που δίνουμε κάθε μέρα για αξιοπρεπή διαβίωση και εργασιακά δικαιώματα στον χώρο των τεχνών, ενάντια στη συστηματική απαξίωση που βιώνουμε εδώ και πολλά χρόνια, με αποκορύφωμα το Προεδρικό Διάταγμα 85/2022», αναφέρει χαρακτηριστικά και καταλήγει: «Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω ότι αντιλαμβάνομαι την τέχνη ως ένα πεδίο ανοιχτό. Σημαντικό κομμάτι της βασίζεται στον χώρο που δημιουργεί, για καθετί διαφορετικό και μη αποδεκτό πολλές φορές από την κοινωνία ως κατώτερο, ανεπαρκές ή περιττό. Αγαπώ το θέατρο και με το παρόν κείμενο δεν θα ήθελα να προσβάλω κανέναν άνθρωπο, ούτε θεωρώ κατακριτέα τη συμμετοχή οποιουδήποτε σε μία απονομή βραβείων, πόσο μάλλον όταν αυτά συνοδεύονται από ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Προσωπικά, όμως, για τους λόγους που προανέφερα, θα επιθυμούσα να μη συμπεριληφθώ στις φετινές υποψηφιότητες».
Από την εκτενή συνομιλία μαζί της καταλάβαμε πως για την ίδια είναι πρωταρχική η ανάγκη για τη μη γαλούχηση σε μια κοινωνία όπου, σχεδόν από τη γέννησή μας, συμπεριλαμβανόμαστε σε μια συγκριτική διαδικασία και πως, ειδικά όσον αφορά τον θεατρικό χώρο, η ιεράρχηση ονομάτων και προσώπων δεν βοηθά ουσιαστικά ούτε στην επίλυση των προβλημάτων του χώρου ούτε στις σχέσεις ανάμεσα στους ηθοποιούς, ειδικά όταν πολλοί από αυτούς και ταλαντούχοι δεν έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης στα βραβεία (σ.σ. κάποιος από την παραγωγή ή το εκάστοτε θέατρο συνήθως καλεί την επιτροπή ώστε να δει την παράσταση και να αποφασίσει, εν γνώσει του θιάσου). Η ίδια άφησε πολλούς προβληματισμούς να αναδυθούν σε σχέση με το σε τι πραγματικά βοηθούν αυτά τα βραβεία τον χώρο των ηθοποιών και η αλήθεια είναι πως πράγματι είναι ευκαιρία ν' ανοίξει και θεσμικά αλλά και στην κοινωνία αυτός ο διάλογος: Στ' αλήθεια, ποιον εν τέλει εξυπηρετούν πραγματικά τα βραβεία αυτά (και δεν αναφερόμαστε μόνο στο «Μελίνα»), τι προωθούν και ποιες αξίες προωθούν; Της ανταγωνιστικότητας; Της αριστείας; Με ποια «αντικειμενικά» κριτήρια; Τα ερωτήματα είναι πολλά και φυσικά επ' ουδενί δεν έχουν να κάνουν με την αξία ή μη των υποψηφίων ή και της όποιας επιτροπής.
Θυμίζουμε πως και ο Βαγγέλης Αμπατζής, που ως πρωτοεμφανιζόμενος το 2016 είχε προταθεί για βραβείο «Κουν», είχε αρνηθεί την υποψηφιότητά του για τα βραβεία της Ενωσης Κριτικών Θεάτρου, προβληματιζόμενος πάνω στο ίδιο πλαίσιο με τη Νάνσυ και καταδεικνύοντας τότε δύο βασικά ερωτήματα: σχετικά με το με ποιους όρους γίνονται οι βραβεύσεις και με το τι παράγει η κουλτούρα των βραβεύσεων.
Θα πάρουν άραγε θέση οι θεσμικοί παράγοντες απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα; Μπορούν τα όποια βραβεία να αντικατασταθούν με κάτι άλλο, όπως π.χ. υποτροφίες ή άλλου είδους στήριξη του ελληνικού θεάτρου; Πάντως, η βράβευση γίνεται απόψε και μένει να δούμε αν κάποιος/α θα σχολιάσει κάτι επί των παραπάνω. Ωστόσο, το θέμα άνοιξε...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας