Την επιλογή του μας την είπε εξαρχής: «Δεν θέλω άλλες... φιλοσοφίες. Επιλέγω τη ζωή». Αυτό μας είπε ο Μπορίς Λοζκίν, ο οποίος θεωρείται ένας από τους πλέον ιδιαίτερους σκηνοθέτες στη Γαλλία, έχοντας βραβευτεί (ο ίδιος και οι ηθοποιοί του) αρκετές φορές με Σεζάρ. Στην Ελλάδα βρέθηκε για την προβολή της τελευταίας του ταινίας «Το Παρίσι του Σουλεϊμάν», στο πλαίσιο του γαλλόφωνου Φεστιβάλ Κινηματογράφου πριν από λίγες εβδομάδες, ενώ είχε κάνει την ελληνική του πρεμιέρα στο φετινό 65ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Από χθες, προβάλλεται κανονικά και στα ελληνικά σινεμά, σε διανομή Filmtrade.
Η ταινία έχει ήδη κάνει εκπληκτική επιτυχία στη Γαλλία, ενώ έχει λάβει πλήθος φεστιβαλικών και ακαδημαϊκών διακρίσεων, μεταξύ των οποίων το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο περσινό Φεστιβάλ των Κανών (2024), όπου παίχτηκε στο τμήμα «Ενα κάποιο βλέμμα», καθώς και το Βραβείο Ανδρικής Ερμηνείας για τον πρωταγωνιστή Αμπου Σανγκάρε -ο οποίος είναι απολύτως ερασιτέχνης!
«Μόνοι μ’ ένα κινητό»
Ο Λοζκίν τον επέλεξε μέσα από την έρευνά του για την ταινία. Το φιλμ είναι, με απλά λόγια, μία σύγχρονη αστική Οδύσσεια: μόνο που ο «Οδυσσέας» τώρα είναι μαύρος και μετανάστης από τη Γουινέα στη Γαλλία. Εργάζεται ως διανομέας: κάνει ντελίβερι με το ποδήλατό του, περιμένοντας να εγκριθεί η αίτηση ασύλου του.
Ολη η ιστορία βασίζεται σε μία απολύτως πραγματική κοινωνικοπολιτική κατάσταση: αντίστοιχοι μετανάστες κάνουν ακριβώς το ίδιο, δίχως να έχουν κανένα άλλο στοιχείο «επικοινωνίας» με τη χώρα όπου βρίσκονται, εκτός από το κινητό τους. «Η εικόνα αυτών των διανομέων με ποδήλατο με στοίχειωνε. Πρόκειται για ανθρώπους, μετανάστες πάντα, που είναι ουσιαστικοί για την κοινωνία, καθώς παρέχουν τροφή ως βασικό αγαθό, αλλά συχνά παραμένουν αόρατοι. Ταυτόχρονα, βιώνουν μία ατέρμονη απομόνωση και μοναξιά, με το τηλέφωνό τους να αποτελεί τον μοναδικό σύνδεσμο με τον εξωτερικό κόσμο: εκεί λαμβάνουν τις παραγγελίες μέσω συγκεκριμένης εφαρμογής και μέσω αυτού πληρώνονται, δίχως να έχουν δει ποτέ το πρόσωπο του εργοδότη τους. Ετσι, είναι δέσμιοι μιας «διαδικτυακής» εργοδοσίας, που τους κρατάει δέσμιους -αρκετές φορές δεν τους πληρώνει καν (πληρώνονται με τη βδομάδα και ποτέ δεν λαμβάνουν φιλοδώρημα, καθώς ο πελάτης έχει προπληρώσει την παραγγελία του στην εφαρμογή). Αρα ούτε βλέπουν πρόσωπα ούτε έχουν πρόσωπο. Λες και η πόλη έχει “στοιχειωθεί” από ανθρώπους-φαντάσματα, οι οποίοι περιμένουν να αποκτήσουν υπόσταση, μόλις τακτοποιηθούν (αν τακτοποιηθούν) τα χαρτιά τους», μας λέει ο σκηνοθέτης.
«Ερευνώντας αυτή την “αόρατη” πραγματικότητα, που συνεχώς κινείται στην πόλη, αναρωτήθηκα: και αν κινηματογραφούσα το Παρίσι σαν μια ξένη πόλη, της οποίας δεν γνωρίζουμε τους κώδικες, όπου κάθε αστυνομικός είναι μια απειλή, όπου οι κάτοικοι είναι εχθρικοί και απρόσωποι, γεμάτοι υπεροψία; Από τις εργατικές πολυκατοικίες στα προάστια μέχρι τα αστικά κτίρια του κέντρου, από τα McDonald’s μέχρι τους επαγγελματικούς χώρους, από τα κέντρα έκτακτης στέγασης μέχρι τα βαγόνια του RER, κινηματογράφησα την πόλη μου, μερικές φορές ακόμα και τη γειτονιά μου, αλλά από μια οπτική γωνία που, αν και είναι μπροστά στα μάτια μας, δεν τη βλέπουμε. Οπως ακριβώς δεν φαίνεται και μία άλλη πλευρά: η ψηφιακή οικονομία μέσω εφαρμογών. Οπότε το φιλμ, ουσιαστικά, καταπιάνεται με δύο θέματα: τη μετανάστευση και την οικονομία. Το πώς μας επηρεάζουν και το πόσο “άυλες” έννοιες μπορούν να γίνουν, με διόλου ευχάριστα αποτελέσματα.
»Στο Παρίσι υπολογίζουμε ότι ένα ποσοστό ανάμεσα στο 50% και το 80% των διανομέων είναι άνθρωποι που δεν έχουν χαρτιά. Μιλάμε για ανθρώπους που είναι σχεδόν απολύτως μόνοι. Μόνος τους “σύμβουλος”, χάρτης, εργοδότης, πελάτης, είναι εφαρμογές στο κινητό -νομίζετε πως εμείς, που δεν κάνουμε αυτή τη δουλειά, είμαστε περισσότερο αποσυνδεδεμένοι από τις εφαρμογές των κινητών; Μέσω της τεχνολογίας πλέον δημιουργούμε σχέσεις, δημιουργούμε προσωπικότητες (πραγματικές ή εικονικές), ψηφίζουμε, είμαστε πολιτικά όντα, ψωνίζουμε, εργαζόμαστε», μας λέει. Με άλλα λόγια, ο Λοζκίν φαινομενικά δημιούργησε ένα σημερινό θρίλερ, όπου ο αστικός χώρος συμπρωταγωνιστεί, αλλά ουσιαστικά είναι μια περιγραφή όλης της κοινωνίας.
Οσο για τον Αμπου Σανγκάρε, που υποδύεται τον Σουλεϊμάν και βραβεύτηκε στις Κάννες, δεν είναι καν ερασιτέχνης ηθοποιός -είναι ένας 23χρονος εργάτης μετανάστης από τη Γουινέα. «Μαζί με την Αλίν Νταλμπίς, ντοκιμαντερίστρια και η ίδια και υπεύθυνη κάστινγκ στην ταινία, κάναμε μία εκτεταμένη έρευνα στον χώρο της διανομής: συναντήσαμε δεκάδες από αυτά τα παιδιά, που μας μίλησαν με λεπτομέρειες για τη δουλειά τους, τις δυσκολίες, τις αλητείες και τις απάτες εκ μέρους των εργοδοτών. Κοινό χαρακτηριστικο σε όλες τις παραπάνω αφηγήσεις ήταν το ζήτημα της παροχής ασύλου, των χαρτιών: τα πηγαινέλα στις υπηρεσίες, η ανυπομονησία, η προσδοκία για μία “φυσιολογική” ζωή, το δράμα, αν όλα καταρρεύσουν. Εν τω μεταξύ, στον ενδιάμεσο χώρο και χρόνο από τη στιγμή που έφυγαν διωκόμενοι από την πατρίδα τους έως να λάβουν ή όχι άσυλο, διανύουν μία “Οδύσσεια”, από την οποία όμως λείπουν οι σύντροφοι του Οδυσσέα.
»Επιστρέφοντας στο θέμα του κάστινγκ, με την Αλίν αποφασίσαμε και σχεδόν όλοι οι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες. Αλλοι διανομείς πραγματικοί, άλλοι εργαζόμενοι σε άλλες εργασίες που απαιτούν σωματικό κόπο. Μέσω μιας οργάνωσης, γνωριστήκαμε με την κοινότητα των Γουινέζων και εκεί είδαμε τον Αμπού Σανγκάρε. Ηταν 23 ετών, αλλά ήταν στη Γαλλία ήδη επτά χρόνια, ως ανήλικος δηλαδή. Η έκταση της παρουσίας του, ο δυναμισμός του, η φωνή και η ένταση του βλέμματός του μας έπεισε ότι είχαμε βρει τον πρωταγωνιστή μας. Ο οποίος τελικά βραβεύτηκε κιόλας στις Κάννες. Ο ίδιος είναι μηχανικός αυτοκινήτων, οπότε μας πήρε αρκετές μέρες ώστε να προσαρμοστεί στις κινήσεις και την ψυχοσύνθεση ενός διανομέα με ποδήλατο. Σε αυτόν τον χρόνο, εγώ ουσιαστικά ξαναέγραψα το σενάριο, με τον ίδιο πλέον στο μυαλό μου ως μία πολύ συγκεκριμένη προσωπικότητα -που ήταν αυτή του ίδιου του Αμπου. Και έχω να σας πω πως αυτό είναι που λατρεύω στους μη επαγγελματίες ηθοποιούς: δεν μπορούν, παρά να είναι ο εαυτός τους. Αρα ο δικός μου ρόλος είναι απλώς να αποδεχτώ και να απαθανατίσω στο φακό τη μοναδικότητά τους. Ο,τι δηλαδή ήθελα να τονίσω και στο φιλμ: να δούμε τους αόρατους ανθρώπους ως άτομα με προσωπικότητα και όχι ως κάποιον που μας φέρνει κάτι να φάμε», διευκρινίζει ο Λοζκίν.
Καριέρα
Οχι ότι και ο ίδιος δεν είναι μία ιδιαίτερη προσωπικότητα: απόφοιτος της École Normale Supérieure στο τμήμα Φιλοσοφίας, με διατριβή με θέμα «Κρίσεις και Ιστορία», αποφάσισε να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και την ακαδημαϊκή του καριέρα... για να ταξιδέψει! Εγκατέλειψε τα βιβλία του (αυτά που διάβαζε και αυτά που έγραφε), σταμάτησε να διαβάζει πλέον φιλοσοφίες και ξεκίνησε να κάνει πράξη όλα όσα είχε αποφασίσει πως άξιζαν από τα όσα είχε μάθει: έφυγε για το Βιετνάμ, όπου είχε ζήσει παλιότερα και μιλούσε ήδη τη γλώσσα. Εκεί κατάλαβε πως θα συνέχιζε ως σκηνοθέτης. Πράγματι, γύρισε δύο ντοκιμαντέρ, τα «Ceux qui restent» (2001) και «Les âmes errantes» (2005), αφηγήσεις της βιετναμέζικης πλευράς του αδιανόητου πένθους των ανδρών και των γυναικών που είδαν τη ζωή τους να διαλύονται από τον πόλεμο με τις ΗΠΑ. Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, «Hope» (2014), αλλάζει ηπείρους, για να φτάσει στα βάθη της Αφρικής των μεταναστών. Η ταινία παρουσιάστηκε στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών και απέσπασε δεκάδες βραβεία σε διεθνή φεστιβάλ (μεταξύ των οποίων και δύο βραβεία Valois στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Ανγκουλέμ). Το 2019, το επόμενο φιλμ του, «Camille», απέσπασε το Βραβείο Κοινού στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, καθώς και τα βραβεία Valois και Lumière για την καλύτερη ηθοποιό. Το «Παρίσι του Σουλεϊμάν» είναι η τρίτη ταινία του... «Δεν θέλω άλλες φιλοσοφίες. Επιλέγω τη ζωή», μας απαντά στο γιατί άφησε μία ακαδημαϊκή καριέρα για τη μεγάλη οθόνη. «Στο πανεπιστήμιο, συνδιαλέγεσαι μόνο με ανθρώπους ίδιους ή παρόμοιους με εσένα: ταξικά, φυλετικά, μορφωτικά. Εγώ ήθελα να φέρω όσο το δυνατόν περισσότερη πραγματικότητα στη μυθοπλασία μιας ζωής που την επιθυμώ βιωμένη. Γνωρίζοντας ανθρώπους που δεν μου μοιάζουν!», καταλήγει.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας