Από τα πιο κεντρικά αλλά και τα πιο απόμερα μέρη της πρωτεύουσας και της χώρας, από την Ομόνοια, το Ζάππειο, τα Εξάρχεια, την Κυψέλη, τα Κάτω Πετράλωνα, το Αιγάλεω, το Μενίδι, την Εθνική Οδό, τον Ισθμό της Κορίνθου ή ένα λαγκάδι σε κάποιο ασήμαντο χωριό που δεν κατονομάζεται, σε γνωστά και άγνωστα στέκια, σε σούπερ μάρκετ, στρατώνες, γραφεία κηδειών, υπόγειες γκαρσονιέρες ή ρετιρέ, πρόσωπα κάθε ηλικίας και κοινωνικής προέλευσης, στην πλειονότητά τους καθημερινά και μερικά ανοίκεια ή φασματικά, δίνουν τροφή στις κυνικές κι ωστόσο νηφάλιες ή υποδόρια κωμικές ιστορίες του Φώτη Μανίκα, φτιάχνοντας στο σύνολό τους αυτή την πολύτροπη συλλογή διηγημάτων, με τον παράδοξο τίτλο: Δεν θυμάμαι να υπήρχε κάποια πόρτα κοντά μας.
Στα δεκαοκτώ διηγήματα που απαρτίζουν τη συλλογή, ο συγγραφέας, ασθμαίνοντας και ταυτόχρονα με ύφος αδιάφορο και ληθαργικό, επιστρατεύει έναν καταιγισμό από συνειρμικές εικόνες, ακαριαίες ατάκες και απροσδόκητα συμπεράσματα που αποδίδονται ή εκφέρονται με δάνεια από τη σύγχρονη αργκό, προσεγγίζοντας ένα αποτέλεσμα που σε σημεία θυμίζει τον Οδυσσέα του Τζόις (γεγονός που εξηγεί και το απόσπασμα που επιλέγει για προμετωπίδα)∙ όχι όμως για να αντιγράψει ή να μιμηθεί τον σπουδαίο μοντερνιστή, αλλά υπερασπιζόμενος με τον δικό του τρόπο τα βιώματά του, ή ακριβέστερα, αυτά που εξιστορούν οι αφηγητές του.
«Ερχεται αυτός ο τύπος και μου λέει: “Ξέρεις πού είναι η Ομόνοια;” Στην Ομόνοια ήμασταν. Φαντάστηκα ένα μέρος σε φάση δάσος που το πατούσα με τα πόδια και την ίδια στιγμή μου σφήνωσε στο μυαλό η ιδέα μιας καταπράσινης Αθήνας, που σιγά μη λεγόταν Αθήνα τότε».
Στις επινοημένες διηγήσεις του, το παίγνιο, ο σκοτεινός λυρισμός και ο σκληρός ρεαλισμός καταλήγουν συχνά στον πιο ασύλληπτο σουρεαλισμό, χάρη σε μια ματιά που, ενώ παρακολουθεί και αποτυπώνει με πρωτοφανή απάθεια το αντικείμενό της, αποδεικνύεται, χωρίς η ίδια να το επιδιώκει ή να το συνειδητοποιεί, απρόσμενα ευφάνταστη και οξυδερκής.
Δεν είναι λίγο για έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα να μιλήσει για τα πιο σκοτεινά ανθρώπινα ένστικτα χωρίς ίχνος διδακτισμού και με τον αφηγητή του να περιπαίζει και να αυτοσαρκάζεται. Εδώ, το βιωμένο και το επινοημένο δεν διαχωρίζονται, τα γεγονότα και οι κρυφές συνάψεις τους προβάλλουν μέσα σε μια συνθήκη όπου το ποθητό συμπίπτει με το αποτρόπαιο και το απωθημένο αποτελεί την αθέατη πλευρά ενός εφιάλτη. Η γραφή, αλιεύοντας και εμμένοντας σε μια λεπτομέρεια, έναν φαινομενικά αφελή υπομνηματισμό ή μια αιρετική πρόταση, ανασύρει και κάνει ορατές ψυχικές καταστάσεις και πραγματικότητες που, σε άλλη περίπτωση, θα παρέμεναν στο σκοτάδι.
Η νουβέλα του Δημήτρη Πέττα επικεντρώνεται και ταυτόχρονα διαχωρίζεται σε δύο διαφορετικούς χωροχρόνους∙ δυο ιστορίες με τέτοιο τρόπο δομημένες ώστε στο σύνολο να συγκροτούν ένα συνεκτικό ψυχογράφημα, τόσο του κεντρικού τους ήρωα όσο και εκείνων που τον περιστοιχίζουν. Σ’ αυτή τη διπλή καταγραφή, η αφήγηση δεν περιορίζεται στο παρόν του μεσήλικα πρωταγωνιστή -ενός άντρα ο οποίος σε μια ατμόσφαιρα ζούγκλας βλέπει την εταιρεία στην οποία έχει δώσει το είναι του να καταρρέει χωρίς ο ίδιος να μπορεί να κάνει τίποτα για να αναχαιτίσει την πτώση της-, αλλά αποτελεί ταυτόχρονα και μια διαρκή σύγκριση και αντιπαράθεση με το παρελθόν του, όταν η ζωή του μπορεί να μην ήταν και τότε ρόδινη, εκείνος όμως ήταν ακόμη απονήρευτος, πιο αισιόδοξος και λιγότερο μπερδεμένος.
Στην ουσία, πρόκειται για μια εξιστόρηση η οποία, παρά την τεθλασμένη πορεία της και τα διαρκή φλας μπακ, κυλάει ομαλά περιγράφοντας με αφηγηματική δεινότητα τις αγωνίες, τις απότομες προσγειώσεις και τις αμετάκλητες απογοητεύσεις του υποκειμένου της, καθώς και τον τρόπο με τον οποίο αυτό σκέφτεται και κινείται, από τη μεταπολίτευση, όταν ήταν μαθητής και μετά φοιτητής, μέχρι και την εποχή της οικονομικής κρίσης.
«Η εταιρεία παράπαιε, οι αρχηγοί ή έβλεπαν ότι δεν υπήρχε σωτηρία ή δεν την ήθελαν και ετοίμαζαν την επόμενη μέρα τους, φτιάχνοντας δικό τους μαγαζί, τρώγοντας από τις σάρκες της». Πώς διαχειρίζεται κάποιος, που στη ζωή του δεν υπήρξε ψεύτης ή άδικος, μια συμπαιγνία; Ποια η θέση του σε έναν Οργανισμό όπου ο ιδιοκτήτης του, εξυπηρετώντας άλλα συμφέροντα και όχι λόγω αντικειμενικής δυσπραγίας, αρνείται να πληρώσει τους υπαλλήλους του;
Θα καταφέρει τελικά να παραμείνει σε ένα περιβάλλον που έχει χάσει την ανθρωπιά, το μέτρο και τον προσανατολισμό του; «Δεν ήταν μόνο η κατά γενική ομολογία πορεία της εταιρείας προς αδιέξοδο, για να μην πει στην καταστροφή. Τα υπονοούμενα εκτοξεύονταν σαν βέλη, από ανθρώπους που θα γίνονταν θυσία ο ένας για τον άλλον».
Στην Κινούμενη άμμο, ο τίτλος δεν παραπέμπει μόνο στους κλυδωνισμούς, στις μοιραίες επισφάλειες και στα αδιέξοδα ενός βιωματικού και εργασιακού τοπίου που θυμίζει κινούμενη άμμο, αλλά και σ’ αυτή καθεαυτή τη διαρκώς κινούμενη και μετακινούμενη σε τόπο και χώρο γραφή - η οποία ωστόσο, αν και θα μπορούσε να πάρει την παραληρηματική μορφή ενός καταγγελτικού και οργισμένου λόγου, χάρη στην αποστασιοποιημένη ματιά εκείνου που την καταγράφει αποδίδεται με διαύγεια και γλώσσα ισορροπημένη. «Το βασικό είναι, πού θα σε βρει το κακό και πώς θα σε βρει», μας λέει ο αφηγητής, προετοιμάζοντας τον αναγνώστη για ένα ανοιχτό όσο και αναπάντεχο τέλος.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας