«Η μετανάστευση δεν είναι το πρόβλημα, η ανισότητα είναι»: αυτή είναι η θέση που ανέπτυξε ο Ulf Brunnbauer, προσκεκλημένος από τη Γερμανία ιστορικός και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Regensburg, που μίλησε στη στρογγυλή τράπεζα με τίτλο «Μετανάστες και πρόσφυγες στο μεταίχμιο κόσμων και εποχών» που συνδιοργάνωσαν το Ιδρυμα Friedrich-Ebert-Stiftung στην Αθήνα και το Κέντρο Νεότερης Ιστορίας (ΚΕΝΙ) του Παντείου Πανεπιστημίου.
Στην ανακοίνωσή του «Ανισότητα και μετανάστευση στην Ευρώπη: το παράδειγμα των “γκασταρμπάιτερ” από τη Γιουγκοσλαβία» έδωσε μερικούς από τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.
Οπως, για παράδειγμα, ότι, σύμφωνα με το ευρωβαρόμετρο, σε όλες σχεδόν τις χώρες η «μετανάστευση» αναφέρεται ως το κύριο πρόβλημα για την Ε.Ε. και ιδιαίτερα σε ανατολικές χώρες όπως είναι η Ουγγαρία και η Βουλγαρία, οι οποίες όμως «δεν γνωρίζουν σχεδόν τη μετανάστευση». Για να θέσει στη βάση αυτής της έλλειψης ανοχής για τους «άλλους» όχι μόνο την υψηλή πολιτιστική ομοιογένεια των περισσότερων χωρών της περιοχής αλλά και τη συλλογική ανασφάλεια, τον φόβο για το μέλλον.
Ανέδειξε ακόμη μία σημαντική αντίφαση για αυτές τις χώρες που επιδεικνύουν ιδιαίτερα υψηλή ξενοφοβία, καθώς αποτελούν χώρες «εξαγωγής» μεταναστών: από το τέλος του κομμουνισμού και ιδιαίτερα μετά την ένταξη στην Ε.Ε., πάνω από 25 εκατομμύρια άνθρωποι της Ανατολικής, Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης έχουν διασχίσει τα σύνορα για να εγκατασταθούν σε άλλες χώρες-μέλη. Χρειάζεται μεγαλύτερη απόδειξη για τις συνθήκες διαβίωσης και το άδηλο πλην εκφοβιστικό μέλλον από αυτήν;
«Περίπου το 20% του πληθυσμού της Βουλγαρίας, της Κροατίας και της Ρουμανίας είναι τώρα στο εξωτερικό, ενώ στην Αλβανία είναι ακόμη και το 40%. Η Γερμανία έχει αποδειχθεί ότι είναι ένας ειδικός μαγνήτης τα τελευταία χρόνια. Περισσότερα από 10 εκατομμύρια άνθρωποι στη Γερμανία είναι αλλοδαποί» –σχεδόν όσος ο πληθυσμός της Ελλάδας–, είναι μερικά από τα στοιχεία που έδωσε.
«Αυτή η μαζική μετανάστευση από τα ανατολικά προς τα δυτικά είναι αποτέλεσμα των έντονων οικονομικών ανισορροπιών στην Ευρώπη», υποστήριξε παραθέτοντας αντί άλλου επιχειρήματος το κόστος εργασίας.
«Ο μέσος μηνιαίος μισθός στη Βουλγαρία αντιστοιχεί στο ένα πέμπτο [του μισθού] των Γερμανών. Για τις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, η πιθανότητα να εργάζονται στη Δυτική Ευρώπη είναι συχνά η μόνη ευκαιρία να συμμετάσχουν στην ευρωπαϊκή ευημερία. Είναι μια βαλβίδα κοινωνικής ασφάλισης και παράγει εκτεταμένα εμβάσματα»: διόλου τυχαία οι κυβερνήσεις των ανατολικών κρατών-μελών της Ε.Ε. αγωνίζονται ενάντια σε οποιονδήποτε περιορισμό στην ελευθερία εγκατάστασης, επικεντρώνοντας την προπαγάνδα τους στη μετανάστευση. Στη μετανάστευση των «άλλων» προς τη χώρα τους και όχι των πολιτών τους προς τις χώρες της Ε.Ε.
Ομως και αυτή η ενδοευρωπαϊκή μετανάστευση εγείρει ανησυχίες αφενός επειδή θεωρούν υποτιμητικό ότι οι μορφωμένοι συμπατριώτες τους στο εξωτερικό απασχολούνται συχνά σε εργασίες κατώτερες των προσόντων τους και αφετέρου επειδή δημογραφικά αιμορραγούν, δημιουργώντας «υπαρξιακούς φόβους» που επενδύονται εθνικά με την «καθαρότητα» του λαού, υπονομεύοντας την εισροή των «ξένων».
Αντλώντας μάλιστα από το ιστορικό παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας που ανέλυσε διεξοδικά, εξέφρασε τον σκεπτικισμό του για τις επιπτώσεις της μετανάστευσης στην οικονομική ανάπτυξη: «Η μακρά ιστορία της μετανάστευσης εργατικού δυναμικού από τη Νοτιοανατολική Ευρώπη δεν δίνει μεγάλη ελπίδα ότι θα μπορούσε να κλείσει το χάσμα ευημερίας με τη Δυτική Ευρώπη. Αντιθέτως, φαίνεται να ενισχύει την περιφερειακή κατάσταση της Νοτιοανατολικής Ευρώπης». Που παραμένει σε μια κατάσταση διαρθρωτικής ανισότητας την οποία μοιράζονται οι επιμέρους περιφέρειες, με αποτέλεσμα να τροφοδοτούν με εργατικό δυναμικό τις κραταιές οικονομίες.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σπανίως αναφερόμαστε στους εγκατεστημένους Βορειοευρωπαίους εργαζόμενους στη χώρα μας από ισχυρές οικονομίες με τον όρο μετανάστες...
Στο μεταίχμιο κόσμων και εποχών
● Τι κοινό μπορεί να έχουν η μετανάστευση από ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, έστω και ιδιόρρυθμο, όπως αυτό της Γιουγκοσλαβίας, προς τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη, οι πολιτικοί πρόσφυγες του εμφυλίου στην Ελλάδα στις χώρες του σοβιετικού συνασπισμού και η εισροή μεταναστών από τα πρώην κομμουνιστικά κράτη στην Ελλάδα μετά το 1989;
«Πρόκειται για μετακινήσεις που βρίσκονται στο μεταίχμιο δύο κόσμων, του δυτικού και του σοβιετικού, του καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού, αφορούν δηλαδή πληθυσμούς που μετακινούμενοι δεν διέσχισαν απλώς κρατικά σύνορα, αλλά μετέβησαν από ένα κοινωνικο-πολιτικό σύστημα σε ένα άλλο»: αυτό είναι το σημείο τομής, όπως το περιέγραψε στην εισαγωγή της συζήτησης η καθηγήτρια Λίνα Βεντούρα, συντονίστρια στη στρογγυλή τράπεζα «Μετανάστες και πρόσφυγες στο μεταίχμιο κόσμων και εποχών».
Κι έδωσε ακόμη μερικά στοιχεία: όπως ότι το κομβικό 1989 οι πολιτικές ανατροπές, οι οικονομικές αναδιαρθρώσεις και οι πολεμικές συγκρούσεις που ακολούθησαν προκάλεσαν τα μεγαλύτερα μεταναστευτικά και προσφυγικά ρεύματα στο εσωτερικό της Ευρώπης από την περίοδο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
«Στο διάστημα από το 1990 έως το 1994, ένα εκατομμύριο άτομα εγκατέλειπαν τις χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ κάθε χρόνο, ενώ οι διεθνείς μετακινήσεις στο εσωτερικό του έφτασαν τα 2 εκατομμύρια ετησίως», παρατήρησε, προσθέτοντας ότι πολλοί από τους μετανάστες που εγκατέλειψαν τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες ανήκαν σε εθνοτικές μειονότητες και μετακινήθηκαν προς τα κράτη στα οποία ήταν κυρίαρχη η εθνοτική τους ομάδα. Με αυτόν τον τρόπο δέχτηκε και η Ελλάδα μεγάλο αριθμό ομογενών από την πρώην Σοβιετική Ενωση και την Αλβανία.
● Μετανάστες ή ομογενείς; Με αυτό το θέμα ασχολήθηκε στην εισήγησή του «Κρυμμένες πτυχές της μετανάστευσης στην Ελλάδα μετά το 1990: πολιτικές απέναντι στους ομογενείς και σε ορισμένες εθνικές/εθνοτικές ομάδες» ο ιστορικός και ειδικός γραμματέας Ιθαγένειας Λάμπρος Μπαλτσιώτης, επισημαίνοντας ότι η μετανάστευση εθνοτικά Ελλήνων που ονομάστηκαν ομογενείς κυρίως από την πρώην Σοβιετική Ενωση και την Αλβανία δεν θεωρήθηκε μετανάστευση αλλά επαναπατρισμός - κι ας μην είχαν οι εν λόγω ομάδες «ρίζες» στην ελληνική γη.
Και παρά τα παρόμοια κύματα που έφτασαν στη χώρα από το 1920 μέχρι το 1980, δεν ήταν παρά τη δεκαετία του 1990 που τέθηκε το θέμα στον δημόσιο διάλογο, χαρακτηρίστηκαν ομογενείς και ακολούθησαν δαπανηρά πλην αποτυχημένα προγράμματα για την ένταξή τους. Παράλληλα, διαφοροποιείτο η είσοδος ομάδων προερχόμενων από τη Β. Αλβανία σε σύγκριση με τους υπόλοιπους μεταναστευτικούς πληθυσμούς με συχνά αντιφατικές πολιτικές.
Ετσι, στα τέλη του 1990 ο μισός μεταναστευτικός πληθυσμός είχε καταγραφεί ως ελληνικής καταγωγής από το επίσημο κράτος, αν και για τις τοπικές κοινωνίες, τον Τύπο και πολλούς πολιτικούς εκλαμβάνονταν ως Αλβανοί και Ρώσοι.
Εξέθεσε ακόμη τις πολιτικές που αφορούσαν συγκεκριμένες ομάδες «ανεπιθύμητων» που εφαρμόστηκαν κυρίως μετά το 2000 μέχρι σήμερα καθώς κατέφταναν στη χώρα πληθυσμοί μη Ευρωπαίων μεταναστών και ανέτρεψε το επιχείρημα που συχνά προβάλλεται, ότι η Ελλάδα δεν έχει μεταναστευτική πολιτική, καταδεικνύοντας πως τα «εθνικά συμφέροντα» διαμόρφωναν την πολιτική απέναντι στους ομογενείς και πως υιοθέτησε συγκεκριμένες πολιτικές περικλείοντας ή αποκλείοντας συγκεκριμένες ομάδες στα χαλαρά πλαίσια που έθεταν οι κανονισμοί της Ε.Ε.
Χαρακτήρισε τις ροές από τις πρώην σοσιαλιστικές χώρες μεταναστευτικές: «Αν λοιπόν εξαιρεθούν κάποιες ομάδες που όντως βρέθηκαν κατά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης σε κίνδυνο, όπως στην Αμπχαζία, ή περιοχές της Γεωργίας, πρόκειται για τυπικές μεταναστευτικές ροές» και δίνοντας κάποια στοιχεία ανέφερε ότι αφορούσαν το 40% του μεταναστευτικού πληθυσμού: περίπου δέκα χρόνια πριν από την οικονομική κρίση ζούσαν νόμιμα στη χώρα σχεδόν 650.000 μετανάστες από τρίτες χώρες, κάπου 120.000 πολίτες Ε.Ε. κυρίως από Βουλγαρία και Ρουμανία και πάνω από 500.000 ομογενείς, εκ των οποίων από την Αλβανία προέρχονταν περίπου οι μισοί.
Αναφέρθηκε επίσης στους στόχους των πολιτικών που ασκήθηκαν εξυπηρετώντας «εθνικά συμφέροντα» και στα τεράστια ποσά που δαπανήθηκαν μέχρι το 2000 με στόχο την ενσωμάτωση και την εγκατάσταση αυτών των πληθυσμών σε συγκεκριμένες περιοχές της χώρας.
Ολοκληρώνοντας, αναρωτήθηκε «τι αποτελέσματα έφερε το διπλωματικό και πραγματικό κεφάλαιο που σπαταλήθηκε σε σχέση με τους στόχους που είχαν τεθεί. Και οι θιασώτες των πολιτικών που ασκήθηκαν μάλλον θα κουνήσουν απογοητευμένοι το κεφάλι»...
Πολιτικοί πρόσφυγες στην Τασκένδη
● Αντίστροφη πορεία: πρόσφυγες του εμφυλίου. Ο ιστορικός και διευθυντής των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) Κωστής Καρπόζηλος μίλησε με θέμα: «Ελληνικός κομμουνισμός εκτός ορίων: Πολιτικοί πρόσφυγες του Ψυχρού Πολέμου στην Τασκένδη».
Αντλώντας υλικό από το βιβλίο που ετοιμάζει (Εκτός ορίων: μια διεθνής ιστορία της Ελληνικής Αριστεράς) παρουσίασε την ιστορία των πολιτικών προσφύγων από τη χώρα μας, που τη χρονική περίοδο από το 1949 έως το 1974 έφτασαν σχεδόν τις 100.000. Θεωρώντας τον πληθυσμό τους μια κρίσιμη παράμετρο για την κοινωνική αναπαραγωγή του ελληνικού κομμουνισμού εκτός συνόρων, εστίασε στη μετακίνηση περίπου 10.000 ατόμων από την Αλβανία στην Τασκένδη μετά τη λήξη του εμφυλίου, επιχειρώντας να αποκρυπτογραφήσει τους λόγους αυτής της μετακίνησης όπως παρουσιάζεται μέσα από τα σοβιετικά αρχεία.
Πώς βρέθηκαν δηλαδή οι ηττημένοι του εμφυλίου που είχαν πολεμήσει στην τελευταία φάση του, μέσα σχεδόν σε τρεις βδομάδες, από την Αλβανία στα βάθη του Ουζμπεκιστάν;
Εδωσε σε αυτό το ερώτημα δυο απαντήσεις. Η πρώτη είναι ότι ήθελαν να λήξουν τελεσίδικα τον εμφύλιο και γι’ αυτόν τον λόγο τούς απομάκρυναν από οποιαδήποτε χώρα βρισκόταν κοντά στα ελληνικά σύνορα, ώστε να μην υπάρχει καμία προοπτική αναζωπύρωσής του.
Και η δεύτερη απάντηση είναι ότι στα τέλη του 1948, στα πλαίσια των πολεμικών επανορθώσεων, επαναπατρίστηκαν στην Ιαπωνία από την Τασκένδη περίπου 20.000 Ιάπωνες αιχμάλωτοι πολέμου οι οποίοι είχαν εργαστεί ως βιομηχανικοί εργάτες. Οπότε αφενός υπήρχε η ανάγκη κάλυψης του κενού σε εργατικά χέρια και αφετέρου τα στρατόπεδα των Ιαπώνων αιχμαλώτων πολέμου προσέφεραν την υποδομή υποδοχής των Ελλήνων νέων προσφύγων.
Ο ιστορικός πρότεινε να δούμε τη μετακίνηση των πολιτικών προσφύγων και ως μια ιστορία μετανάστευσης που αφορούσε στην ουσία αγροτόπαιδα από τη Βόρεια Ελλάδα που εντάσσονται στη σοβιετική παραγωγή και από βοσκοί βρέθηκαν να φτιάχνουν τρακτέρ, με ό,τι συνέπειες είχε αυτή η μετάβαση για τη ζωή τους: «Αυτή η μετάβαση, που μετέτρεψε τον χθεσινό αγρότη σε προλετάριο, επικοινωνούσε και με την επιθυμία του ΚΚΕ να δημιουργήσει έναν προλεταριακό στρατό στη λογική ότι όταν φτιάξουν στην Ελλάδα τη λαϊκή δημοκρατία θα επιστρέψουν ως διαμορφωμένη εργατική τάξη μέσα από τη σοβιετική εμπειρία» υποστήριξε.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας