Με το Χωλ, η Κατερίνα Χανδρινού μάς παραδίδει ένα ιδιότυπο πολυφωνικό έργο, αποτελούμενο από πλειάδα μικροκειμένων τα οποία, ακόμη κι όταν εμφανώς αυτονομούνται ή απομακρύνονται αισθητά από το κεντρικό θέμα, δεν παύουν να συνέχονται, να επικοινωνούν και να αλληλοσυμπληρώνονται δημιουργικά, χάρη στο ενιαίο της μορφής, του ρυθμού και του ύφους, καθώς και τη χρήση μιας γλώσσας με ομοιογενή εικονοποιητικά, εννοιολογικά και γλωσσοκεντρικά στοιχεία. Κι ενώ στην Κόρκυρα –το προηγούμενο βιβλίο της συγγραφέως– κυριαρχούσε η επιστροφή στον γενέθλιο τόπο για την ανακαίνιση ενός σπιτιού που κατέρρεε, στο Χωλ το έναυσμα δίνουν οι χώροι μιας παλιάς πολυκατοικίας στην Καλλιθέα και κυρίως η είσοδος ενός αστικού διαμερίσματος της δεκαετίας του 1960 και του 1970· εποχή στην οποία παραπέμπει και ο τίτλος του βιβλίου, με τη λέξη «χωλ», γραμμένη με ωμέγα, να εκτοπίζει τις αντίστοιχες: «προθάλαμος», «διάδρομος», κρατώντας σκόπιμα την παλιά ορθογραφία της.
«Το πολύ λοιπόν, που θα μπορούσα ίσως να συνθέσω, ο τρόπος να χάσω τον κερδισμένο χρόνο, είναι μια σύντομη πρόζα», μας εξομολογείται ευθύς εξ αρχής η αφηγήτρια στο πρώτο κεφάλαιο με τον αλληγορικό τίτλο Προθάλαμος, για να προχωρήσει κατόπιν στα πέριξ του συγγραφικού εαυτού της, μέσω αυτής της πολυκατοικίας, με τα πολλά γατιά (Αδιέξοδο) και μια σειρά από κουδούνια, άλλα υποφωτισμένα κι άλλα τελείως σκοτεινά (Τα κουδούνια των ανθρώπων), συνομιλώντας με τον διαχειριστή της ο οποίος «απορεί […] που μετά από τόσα χρόνια (εκείνη) δεν είναι σε θέση, δεν καταδέχεται να εντοπίσει την αποθήκη της» (Ο διαχειριστής), ενώ την ίδια στιγμή μια άγνωστη φωνή από το κλιμακοστάσιο της αυτοσυστήνεται: «ο φόβος είμαι, από κάτω» (Κλιμακοστάσιο), με την αφήγηση, μετά από αυτή την απροσδόκητη και απόκοσμη εξέλιξη, να μας μεταφέρει σε μια υπνωτιστική ξενάγηση στον περιβάλλοντα χώρο και την απελθούσα ανθρωπογεωγραφία της πολυκατοικίας (Κοιτάζεις μέσ’ απ’ τα μάτια του Βέντερς/ που κοιτάζει μέσ’ απ’ τα μάτια του Οζου), για να επιστρέψει πάλι εκεί από όπου ξεκίνησε, επισημαίνοντας «πόσο αυθαίρετα, πρόχειρα, λοξά, εγωιστικά, αντικανονικά, παρκάρουν το όχημά τους οι σημερινοί ένοικοι στην πυλωτή» (Ενταση στην ετήσια γενική συνέλευση της πολυκατοικίας).
Σε αυτές τις αιφνίδιες και καταιγιστικές αφηγηματικές και χωροχρονικές εναλλαγές του Χωλ, το παράλογο και το ασυντόνιστο της σύγχρονης καθημερινότητας έρχονται σε διαρκή αντιπαράθεση με τις ήρεμες εικόνες των παλιών υποφωτισμένων χώρων, μέσ’ από αναπάντεχα ποιητικά πετάγματα, μνήμες αβέβαιες, ασυνεχείς, αλλά και πιο έντονες από τις παρούσες, όπου κυριαρχούν η αποφθεγματικότητα και η αλληγορία και όπου το ανοίκειο και το υπερβατικό ενώνονται με το πλέον γνωστό και οικείο, με απότομες παύσεις και ρήξεις.
Αφηγήσεις και εναλλαγές οι οποίες, εστιάζοντας και, αναδεικνύοντας όσα άδικα υποβαθμίζονται ή αυθαίρετα καταργούνται, υιοθετούν ένα υποδόριο χιούμορ και μια σκέψη που διαρκώς αμφιβάλλει και δεν αρκείται ποτέ στη μία όψη, άποψη ή εκδοχή, προπαντός όταν αυτές πάνε με τα νερά της πεπατημένης. Αντίθετα, με ύφος συχνά ανεκδοτολόγο και έναν στοχασμό που, πριν ακόμη ολοκληρωθεί, δίνει το ελεύθερο σε έναν άλλο να τον αμφισβητήσει –ή ακόμη και να τον αναιρέσει–, μετατρέπουν την περίσκεψη, τον θυμό ή τη θλίψη του πρώτου, σε σουρεάλ παίγνιο ή ρίχνουν το βάρος τους σε μια λεπτομέρεια, πίσω από την οποία, κατά έναν τρόπο τόσο παράδοξο που να μοιάζει φαιδρός, κρύβονται κάποια σημαντικά θραύσματα αλήθειας.
Θραύσματα αφανή, όπως αυτά που έκρυβαν τα «χωλ», τα σκοτεινά εκείνα δωμάτια (ίδια με του πιο μυστικού, πολύτιμου εαυτού μας), τα οποία, εκτός του ότι λειτουργούσαν εξυπηρετικά προμηθεύοντάς μας με τα απαραίτητα εξαρτήματα (ομπρέλες, πανωφόρια, καπέλα και τα τοιαύτα), δρούσαν και θεραπευτικά χαρίζοντάς μας «μια ανάσα περισυλλογής» πριν εκδράμουμε, όπως επίσης και προστατευτικά, κάτι σαν τους σημερινούς πορτιέρηδες, ανακόπτοντας τη φόρα του ξένου ή του αναιδή που θα επιχειρούσε να εισβάλει απρόσκλητος στα εσωτερικά μας.
Αυτά βέβαια, πριν το πνεύμα του μοντερνισμού σκεφτεί να τα καταργήσει και μαζί με αυτά κάθε παρόμοιο ανάχωμα, στο όνομα της φωτεινότητας και της ευρυχωρίας, έτσι που, παραδόξως, να επιτυγχάνεται το αντίθετο, να μη μένει πια κανένας χώρος για απομόνωση, ησυχία, μοναξιά, εχεμύθεια, ή κάποια χρήση μας, αυστηρά ιδιωτική∙ με άλλα λόγια: να έχουμε «άπλα», όμως, «να μην είμαστε ποτέ απομονωμένοι [….]. Ούτε μαζί».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας