Τι συνιστά ιστορική πηγή; Τι είναι η Ιστορία; Πώς γράφεται; Πώς καταγράφεται; Ποια η μικροϊστορία και ποια η σπουδαιότητα της προφορικής αφήγησης/μαρτυρίας; Πώς προσεγγίζουμε ως ερευνητές αλλά και ως μελετητές/αναγνώστες αυτά τα ζητήματα; Γιατί έχει ανοίξει εκ νέου ο διάλογος (σε δημόσιο αλλά και ακαδημαϊκό επίπεδο) γύρω από το αν η προφορική Ιστορία συνιστά πράγματι αναγνωρισμένη ιστορική πηγή και υπό ποιες προϋποθέσεις; Και γιατί όλα αυτά επανέρχονται στο σήμερα με μεγάλη βαρύτητα;
Ολα τα παραπάνω ερωτήματα είναι μόνο ενδεικτικά μιας μεγαλύτερης συζήτησης που έχει ανοίξει γύρω από ζητήματα ιστορίας, ιστοριογραφίας (ο τρόπος προσέγγισης και καταγραφής της Ιστορίας), προφορικών αφηγήσεων κ.λπ.
Μιας συζήτησης εξαιρετικά σημαντικής εξαιτίας επίσης σοβαρών λόγων - κατ’ αρχάς, ο ίδιος ο Χομπσμπάουμ είχε πει πως «Η Ελλάδα παράγει περισσότερη Ιστορία απ’ ό,τι της αντιστοιχεί». Μπορούμε να αναρωτηθούμε και για το «πόση καταναλώνουμε» βέβαια, αλλά και μόνο αυτή η ρήση του μεγάλου αυτού ιστορικού αρκεί για να καταλάβουμε το πόσο καίριο είναι να ξέρουμε και πώς να παράγουμε αλλά και πώς να προσεγγίζουμε, ερευνούμε και μελετάμε (πόσο μάλλον να γράφουμε κιόλας) την Ιστορία (και τη δική μας).
Από κει και πέρα, είναι γνωστό πως ειδικά από τις αρχές της οικονομικής κρίσης το ενδιαφέρον των αναγνωστών για ιστορικά εγχειρίδια αυξήθηκε. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και μια τάση έντονου αναθεωρητισμού της Ιστορίας από συγκεκριμένους συγγραφείς, η οποία και αυτή με τη σειρά της πρέπει και να μας προβληματίσει και να την προσεγγίσουμε με προσεκτικό βλέμμα, αν δεν θέλουμε να καταλήξουμε σε βιαστικά συμπεράσματα που ίσως τους «δικαιώσουν».
Ομάδες Προφορικής Ιστορίας (ΟΠΙ)
Με την αρχή της κρίσης, το 2011, ιδρύθηκε και η πρώτη Ομάδα Προφορικής Ιστορίας (ΟΠΙ) στην Αθήνα, που δεν είναι άλλη από αυτή της Κυψέλης με «επικεφαλής» την Τασούλα Βερβενιώτη. Η ΟΠΙΚ συνέπεσε με το κίνημα «των πλατειών», αλλά και τη σχεδόν ταυτόχρονη ύπαρξη μεγάλων κινημάτων και εκτός Ελλάδας: Occupy Wall Street, Αραβική Ανοιξη κ.ά. Η σύμπτωση αυτή μόνο «σύμπτωση» δεν μπορεί να είναι. Οπως και να ’ναι πάντως, το ενδιαφέρον που προκάλεσε και η κοινωνική απήχηση που είχε η δημιουργία της ήταν εντυπωσιακή. Δυο χρόνια μετά ιδρύθηκε η ΟΠΙ Αθήνας, για να φτάσουμε πλέον να μιλάμε για ΟΠΙ ανά την Ελλάδα.
Ολα αυτά δεν γίνονται δίχως συγκεκριμένη και πολύωρη εκπαίδευση και φυσικά συντονισμό. Διεξάγονται σεμινάρια, εκδηλώσεις, άνθρωποι από διαφορετικές γειτονιές, που δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους, πήραν την πρωτοβουλία -σχεδόν ταυτόχρονα- να δραστηριοποιηθούν με τη συλλογή προφορικών μαρτυριών και συνεχίζουν να το κάνουν, έχει ήδη δημιουργηθεί ένα πολύ πλούσιο αρχειακό υλικό, γίνονται ομιλίες και συζητήσεις σε μουσεία και συγκεκριμένους ιστορικούς χώρους, οι οποίοι υπάρχουν δίπλα μας και ελάχιστοι γνωρίζουμε το ιστορικό τους παρελθόν, βγαίνουν εγχειρίδια και γίνονται δράσεις σε σχολεία.
Οπως λένε οι ίδιοι, η φιλοσοφία των ΟΠΙ στηρίζεται στις αρχές της συνεργατικότητας και της δημιουργίας κοινοτήτων: «Στην Ελλάδα της κρίσης η “Ιστορία από τα κάτω” είχε και μια ανάλογη συγκρότηση ενός δικτύου ομάδων προφορικής ιστορίας “από τα κάτω”. Οι ΟΠΙ είναι αυτοφυείς και το ιστορικό αφήγημα που παράγουν δημιουργείται συμμετοχικά. Αποτελούν ένα απτό παράδειγμα του πώς οι άνθρωποι, σε περιόδους κρίσης, επινοούν όχι μόνο νέους τρόπους κάλυψης των αναγκών τους αλλά και νέες μορφές οργάνωσης», λένε συγκεκριμένα (αναλυτικές πληροφορίες στην ιστοσελίδα των ΟΠΙ).
Πράγματι, παρ’ όλες τις δυσκολίες ή προβληματισμούς ενέχει κάθε συλλογικό εγχείρημα, πόσο μάλλον όταν έχουμε να κάνουμε με προφορικές μαρτυρίες (ένα ευαίσθητο μα και δύσκολο στην προσέγγιση, την καταγραφή και την προσβασιμότητα σε αυτό ζήτημα), η δουλειά που κάνουν οι ΟΠΙ είναι σημαντική και αυτό φαίνεται και από το ότι καλύπτουν ευρύτατο φάσμα: ιστορικά/πολιτικά γεγονότα, καθημερινότητα, εργασία, εκπαίδευση, κρίση, προσφυγιά/μετανάστευση κ.λπ.
Ενωση Προφορικής Ιστορίας (ΕΠΙ)
«Η προφορική ιστορία είναι μια ιστορία που: δομείται γύρω από τους ανθρώπους, ζωντανεύει την ίδια την ιστορία και διευρύνει τον ορίζοντά της, φέρνει την ιστορία μέσα στην κοινότητα και τη βγάζει έξω από αυτήν, προσφέρει μια αμφισβήτηση των κοινών τόπων της ιστορίας, είναι ένα μέσο ριζικής μεταμόρφωσης της κοινωνικής σημασίας της ιστορίας». Με αυτά τα λόγια του Βρετανού κοινωνιολόγου και ερευνητή προφορικής ιστορίας, Πολ Τόμσον (Paul Thompson) μας συστήνεται η Ενωση Προφορικής Ιστορίας (ΕΠΙ). Νομικά, με καταστατικό, ιδρύθηκε το 2013, ωστόσο ήδη έναν χρόνο πριν είχε πραγματοποιηθεί το 1ο Συνέδριο Προφορικής Ιστορίας, στον Βόλο.
Η ΕΠΙ (το Δ.Σ. της οποίας αποτελείται από καταξιωμένους καθηγητές πανεπιστημίου και ερευνητές, με τη Ρίκη Βαν Μπουσχότεν στη θέση της προέδρου) κάνει ακριβώς αυτό που θα όφειλε μία τέτοια Ενωση: προωθεί την προφορική Ιστορία και τη βιογραφική έρευνα ως έγκυρες μεθόδους καταγραφής και ερμηνείας της πρόσφατης Ιστορίας και της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, προωθεί επίσης τις διεθνώς αναγνωρισμένες προδιαγραφές σχετικά με τη συλλογή, την αρχειοθέτηση και διατήρηση των οπτικοακουστικών μαρτυριών, συμβάλλει στη δημιουργία και ανάπτυξη τοπικών ομάδων προφορικής Ιστορίας (ούτως ή άλλως βρίσκεται πάντα σε συνεργασία με τις ΟΠΙ), ενθαρρύνει την καταγραφή αφηγήσεων ζωής, παρέχει βοήθεια σχετικά με τις τεχνικές της συνέντευξης, τον τεχνικό εξοπλισμό, τους κανόνες δεοντολογίας και τις ορθές πρακτικές αρχειοθέτησης αρχείων οπτικοακουστικών μαρτυριών και φυσικά οργανώνει συνέδρια, επιμορφωτικά σεμινάρια, δράσεις και ημερίδες για το θέμα (δείτε σχετικά εδώ).
«Η προφορική Ιστορία ως πηγή γνώσης»
Μια παρόμοια δράση πραγματοποιήθηκε από την ΕΠΙ και πριν από λίγες ημέρες (στις 24 Απριλίου). Πρόκειται για την προσυνεδριακή εκδήλωση της Ενωσης, η οποία λόγω των συνθηκών πραγματοποιήθηκε διαδικτυακά (έχει ήδη αναβληθεί δύο φορές το Συνέδριο, το οποίο, αν όλα πάνε καλά, αναμένεται να γίνει το προσεχές φθινόπωρο διά ζώσης). Η εκδήλωση είχε θέμα την «προφορική Ιστορία ως πηγή γνώσης».
Δεκάδες παρακολούθησαν την εκδήλωση, μεταξύ των οποίων και καταξιωμένοι ιστορικοί (Πολυμέρης Βόγλης, Αντώνης Λιάκος κ.ά.) αλλά και καθηγητές πανεπιστημίου, ερευνητές, φοιτητές και φυσικά μέλη των ΟΠΙ αλλά και άνθρωποι που ενδιαφέρονται για το ζήτημα.
Την εκδήλωση άνοιξε η πρόεδρος της ΕΠΙ και καθηγήτρια Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Προφορικής Ιστορίας στο Παν/μιο Θεσσαλίας, Ρίκη Βαν Μπουσχότεν, η οποία έθεσε τον βασικό προβληματισμό: από τη μια, την καχυποψία που παρατηρείται να υπάρχει και να αμφισβητεί την αξιοπιστία των προφορικών πηγών (παρά τις πολλές επιστημονικές μελέτες που συμπεριλαμβάνουν προφορικές μαρτυρίες ως τεκμήρια) και από την άλλη μια «φετιχοποίηση» της προφορικής μαρτυρίας, ως μιας «γνήσιας, αδιαμεσολάβητης» φωνής του παρελθόντος, που δεν χρειάζεται άλλη πλαισίωση. Αυτές οι δυο προσεγγίσεις, παρότι έχουν ήδη απαντηθεί εδώ και μισό αιώνα από γνωστούς ερευνητές της προφορικής Ιστορίας (μεταξύ των οποίων και ο Πολ Τόμσον), ωστόσο επανέρχονται ως προβληματικά ζητήματα τα οποία χρίζουν εξέτασης και απάντησης.
Τον λόγο έπειτα πήραν (με τυχαία σειρά) οι: Εφη Βουτυρά (καθηγήτρια στο Τμήμα Σλαβικών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), Δήμητρα Λαμπροπούλου (επίκουρη καθηγήτρια στο τμήμα Ιστορίας του ΕΚΠΑ), Γιώργος Τσιώλης (καθηγητής και πρόεδρος στο Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πανεπιστημίου Κρήτης), Ποθητή Χαντζαρούλα (αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Αιγαίου), Πάρης Ποτηρόπουλος (ερευνητής στο Κέντρο Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών) και Τασούλα Βερβενιώτη (ιστορικός, πρωτεργάτης των ΟΠΙ).
Πιο συγκεκριμένα, ο κ. Τσιώλης πραγματεύτηκε δύο βασικά ερωτήματα: Αν μπορούν οι προφορικές βιογραφικές αφηγήσεις, που παράγονται στο πλαίσιο αφηγηματικών συνεντεύξεων, να αποτελέσουν πηγή επιστημονικής γνώσης. Και αν ισχύει κάτι τέτοιο, τότε σε τι είδους ερευνητικά ερωτήματα μπορούμε να απαντήσουμε μέσα από τη μεθοδική ανάλυση και επεξεργασία τους; Σύμφωνα με την ανάλυσή του, οι προφορικές αφηγήσεις και οι εξιστορημένες ιστορίες ζωής είναι πολύτιμο υλικό για την κοινωνική έρευνα. Θα πρέπει, ωστόσο, να τις κατανοούμε, όχι μονοσήμαντα, αλλά ως σύνθετες κατασκευές και να έχουμε κατά νου τα πολλαπλά επίπεδα στα οποία παραπέμπουν. Ως προς το δεύτερο ερώτημα, επεσήμανε πως η βιογραφική αφηγηματική προσέγγιση ενδείκνυται για τη μελέτη των τρόπων με τους οποίους οι κοινωνικοί δρώντες προσοικειώνονται τις κοινωνικές μεταβολές, όπως αυτές διαθλώνται μέσα από την κοινωνικά και ιστορικά συγκροτημένη υποκειμενικότητά τους.
Οσο για την «καχυποψία» η οποία φαίνεται πως «αγκαλιάζει» την προφορική μαρτυρία ως ιστορικό τεκμήριο, ο ίδιος σημείωσε: «Χωρίς να αμφισβητώ την ανάγκη ιστορικής και εθνογραφικής πλαισίωσης μιας βιογραφικής έρευνας καθώς και τον πλούτο που μπορεί να προσφέρει η εξέταση διαφορετικών τύπων δεδομένων, διατηρώ σοβαρές επιφυλάξεις απέναντι σε κάθε προσπάθεια διαχωρισμού του “αντικειμενικού” συμβάντος από τους τρόπους της βίωσής του και την αφηγηματική του απόδοση. Από τη μια, πράγματι ο παρατηρητής θεωρεί τα πράγματα πάντοτε μέσα από μια συγκεκριμένη τοποθέτηση και θεωρητική οπτική και δεν λειτουργεί ως ένας ουδέτερος και πανόπτης καταγραφέας, από την άλλη, όμως, η αποκάθαρση των αφηγήσεων από τα “υποκειμενικά” τους στοιχεία θα αποστερούσε από αυτές το σημαντικότερο δυναμικό τους: τη δυνατότητα που μας παρέχουν να κατανοήσουμε τα διαρκώς μεταβαλλόμενα νοήματα, τις ερμηνείες και τις νοηματοδοτήσεις με τις οποίες επενδύουν τα δρώντα υποκείμενα τα γεγονότα και τη δράση τους».
Η κ. Λαμπροπούλου εστίασε την ομιλία της στο «τι κομίζει η προφορική Ιστορία στην κατανόηση φαινομένων που συνδέονται με δομικές αλλαγές των κοινωνιών και με ό,τι έχουμε συνηθίσει να εννοούμε ως τη “μεγάλη εικόνα” μιας εποχής ή ενός ιστορικού γεωγραφικού χώρου». Φαινομένων όπως η κοινωνική κινητικότητα ή η ταξική συγκρότηση. Το βασικό επιχείρημα που ανέπτυξε στηρίζεται στους εξής άξονες:
α) Οι προφορικές πηγές δίνουν τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε τις πράξεις, αντιλήψεις, τα κίνητρα, τους ανταγωνισμούς και τις επιθυμίες ανδρών και γυναικών μιας εποχής στα πολιτισμικά τους πλαίσια. β) Οι προφορικές πηγές προάγουν την ιστορική κατανόηση του γενικότερου πλαισίου δράσης των υποκειμένων, ακριβώς γιατί μπορούν να αναδείξουν το πυκνό πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων μέσα στις οποίες αυτά δρουν. Και γ) οι προφορικές πηγές θυμίζουν (και μας προειδοποιούν) ότι οι απολύτως απαραίτητες αφαιρέσεις με τις οποίες εγγενώς συγκροτούνται οι επιστημονικοί λόγοι δεν αποκλείεται να λειτουργούν καθησυχαστικά όταν προσεγγίζουμε φαινόμενα όπως η δουλεία, οι παγκόσμιοι πόλεμοι ή το Ολοκαύτωμα, αλλά και παραπλανητικά, σαν προσπαθούμε να κατανοήσουμε ιστορικά διεργασίες όπως ο οικονομικός μετασχηματισμός, το βιοτικό επίπεδο, η κοινωνική κινητικότητα, ο ταξικός ανταγωνισμός κ.ά.
Η κ. Βουτυρά ασχολήθηκε με την ψηφιακή αφήγηση ως επικοινωνιακή πρακτική θέτοντας ένα βασικό ερώτημα: ποια η διάκριση ανάμεσα στο «βιωμένο» και στο «ειπωμένο». Χρησιμοποίησε μάλιστα ως παράδειγμα τους αιτούντες άσυλο, των οποίων η ζωή, όπως είπε, «εξαρτάται από την απόδειξη του βιωμένου ως ειπωμένου». Η Π. Χαντζαρούλα αναφέρθηκε στην προφορική Ιστορία «σαν επικοινωνιακή πράξη, η οποία συνδέει τις γενιές μεταξύ τους και έθεσε ως κεντρική έννοια τη μνήμη και ειδικότερα μορφές της μνήμης, όπως η διαγενεακή μετάδοση της μνήμης, το στοίχειωμα, η μεταμνήμη.
«Η μνήμη έχει ιστορικότητα, διαμορφώνεται σε συγκεκριμένα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια», είπε χαρακτηριστικά και έφερε συγκεκριμένα και συγκλονιστικά παραδείγματα ανθρώπων που έχουν μιλήσει για τραυματικές μνήμες (κυρίως Εβραίων του Β'ΠΠ και απογόνων αυτών) για να καταλήξει πως: «Η μελέτη της μνήμης μας δείχνει ότι η προφορική Ιστορία μπορεί να λειτουργήσει σαν αντίδοτο στη λήθη!».
Η Τ. Βερνενιώτη τόνισε μεταξύ άλλων πως «η ιστορία και η μνήμη λειτουργούν πανομοιότυπα: μπορούν να παραπλανήσουν και να αποκρύψουν στοιχεία». «Η μνήμη είναι επιλεκτική όσο και τα αρχεία: οι μνήμες ποικίλλουν και όχι μόνο ως προς το τι θυμούνται οι άνθρωποι, αλλά και ως προς το πώς τα θυμούνται, δηλαδή στο νόημα που τους δίνουν. Και τα αρχεία είναι επιλεκτικά. Δεν διατηρούνται όλα τα αρχεία, ούτε οι ιστορικοί έχουν πρόσβαση σε όλα· χαρακτηριστικό παράδειγμα τα αρχεία του ελληνικού εμφυλίου», εξήγησε. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στη σχέση των αρχείων και των προφορικών μαρτυριών και εστίασε στον ελληνικό εμφύλιο και την έρευνα που έγινε στο ορεινό χωριό Καταφύγι (που εκκενώθηκε με εντολή του Στρατού το καλοκαίρι του 1947 και οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν αρχικά σε ένα διπλανό χωριό και από εκεί, το φθινόπωρο, στην Καρδίτσα, όπου έζησαν ως πρόσφυγες μέχρι την άνοιξη του 1950, σχεδόν τρία χρόνια). Τα στοιχεία που παρουσίασε αφορούν έρευνα που πραγματοποίησε κατά τη διάρκεια 1999-2021!
Τέλος (η σειρά είναι τυχαία), ο κ. Ποτηρόπουλος, ως λαογράφος, συνέδεσε την προφορικότητα με τη λαογραφία, καθώς «οι προφορικές μνήμες, οι προσωπικές αφηγήσεις του βιωμένου παρελθόντος, συμβάλλουν σε αρκετές περιπτώσεις λαογραφικών ερευνών στην ανασύσταση ενός πολύφωνου παρελθόντος και ενός πολύμορφου πολιτισμικού τόπου», όπως είπε χαρακτηριστικά.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας