Αθήνα, 19°C
Αθήνα
Ελαφρές νεφώσεις
19°C
20.9° 16.2°
1 BF
66%
Θεσσαλονίκη
Αίθριος καιρός
16°C
17.5° 14.6°
1 BF
62%
Πάτρα
Αίθριος καιρός
17°C
17.7° 17.1°
2 BF
66%
Ιωάννινα
Αυξημένες νεφώσεις
5°C
4.9° 4.9°
1 BF
100%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
12°C
11.9° 11.9°
0 BF
87%
Βέροια
Ελαφρές νεφώσεις
15°C
15.7° 13.8°
1 BF
67%
Κοζάνη
Ελαφρές νεφώσεις
8°C
11.8° 8.4°
2 BF
81%
Αγρίνιο
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.1° 16.1°
1 BF
62%
Ηράκλειο
Αίθριος καιρός
21°C
20.8° 20.5°
1 BF
81%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
21°C
20.5° 19.9°
2 BF
66%
Ερμούπολη
Αίθριος καιρός
21°C
21.4° 19.4°
3 BF
61%
Σκόπελος
Αίθριος καιρός
19°C
19.0° 19.0°
2 BF
53%
Κεφαλονιά
Ελαφρές νεφώσεις
20°C
19.8° 19.8°
0 BF
51%
Λάρισα
Αίθριος καιρός
9°C
8.9° 8.9°
0 BF
93%
Λαμία
Αίθριος καιρός
16°C
16.2° 13.5°
0 BF
69%
Ρόδος
Ελαφρές νεφώσεις
23°C
22.7° 20.8°
1 BF
84%
Χαλκίδα
Αίθριος καιρός
18°C
19.9° 16.4°
1 BF
60%
Καβάλα
Ελαφρές νεφώσεις
18°C
18.3° 11.3°
0 BF
75%
Κατερίνη
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
16.4° 16.1°
2 BF
73%
Καστοριά
Σποραδικές νεφώσεις
11°C
11.2° 11.2°
0 BF
67%
ΜΕΝΟΥ
Τρίτη, 08 Οκτωβρίου, 2024
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Oρφανά Ελληνόπουλα του Πόντου στο Κολέγιο Ανατόλια της Μερζιφούντας, που λειτούργησε προσωρινά ως κέντρο περίθαλψης της οργάνωσης

Μικροί Εθνομάρτυρες

Τον Αύγουστο που μόλις πέρασε συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την ήττα του ελληνικού στρατού στη μικρασιατική εκστρατεία, που σηματοδότησε και το τέλος –εν μέρει– μιας μακράς περιόδου συστηματικών διώξεων των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η βίαιη αντιμετώπιση των μη μουσουλμάνων κατοίκων της αυτοκρατορίας ανέδειξε μια άλλη πλευρά του ολοκληρωτικού Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: το κράτος διεξήγαγε έναν πόλεμο εναντίον των ίδιων των πολιτών του.1

Η σκληρή πραγματικότητα του πολέμου (όπως κάθε πολέμου) σε συνδυασμό με τις οργανωμένες διώξεις και τους εκτοπισμούς διέλυσαν πάρα πολλές οικογένειες και δημιούργησαν εκατοντάδες χιλιάδες ανέστια, εγκαταλειμμένα και ορφανά παιδιά. Η μελέτη της τύχης των παιδιών και των νεαρών αγοριών και κοριτσιών (κατά κύριο λόγο χριστιανών αλλά και μερικών μη Τούρκων μουσουλμάνων, κυρίως Κούρδων) αναδεικνύει ενδιαφέρουσες ιδεολογικές πτυχές που σχετίζονται με τις ανταγωνιστικές εθνικές ιδεολογίες της εποχής και τη δημογραφική μηχανική του οθωμανικού κράτους. Ο πολιτικός στόχος ήταν ο εκτουρκισμός των χριστιανόπαιδων και η αφομοίωσή τους στην κυρίαρχη εθνοθρησκευτική ομάδα, δηλαδή τη μουσουλμανική-τουρκική, και με αυτόν τον τρόπο η δημογραφική ενίσχυση του τουρκικού έθνους.

«Προς το Γραφείο Διασυμμαχικής Αστυνομίας. Παρακαλείστε διά της παρούσης, σε συνεννόηση με την Τουρκική αστυνομία, να βοηθήσετε τον επιφέροντα να διασώσει ένα παιδί / μία γυναίκα που πιστεύεται ότι κατακρατείται παράνομα στην οικία του…» | Τυποποιημένο έγγραφο της Επιτροπής Ερευνών που συγκρότησε η ΚτΕ για την «ανάκτηση» χριστιανών γυναικών και παιδιών από μουσουλμανικά σπίτια της Πόλης (1918)

Τα παιδιά και ιδίως οι νεαρές γυναίκες-μελλοντικές μητέρες θεωρήθηκαν κομβικές πληθυσμιακές ομάδες για την αριθμητική τόνωση και την αναπαραγωγή του τουρκικού έθνους –ιδίως ύστερα από μια μακρά περίοδο πολεμικών συγκρούσεων– σε μια εποχή που το δίκαιο της αριθμητικής υπεροχής νομιμοποιούσε εδαφικές βλέψεις και τόνωνε το κυρίαρχο εθνικό αίσθημα.

Με απόφαση της νεοτουρκικής κυβέρνησης, κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου δημιουργήθηκε ένα εκτενές δίκτυο ορφανοτροφείων στην Ανατολία προκειμένου να φιλοξενηθούν τα ορφανά παιδιά του πολέμου. Στις ανατολικές επαρχίες, συγκεκριμένα, τα ορφανοτροφεία γέμισαν κυριολεκτικά από Αρμενόπαιδα.

Εκτός από την επίσημη ιδρυματική πολιτική, καθ’ όλη τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου και μέχρι το 1922 τα παιδιά και ιδίως οι νεαρές γυναίκες έπεφταν θύματα αρπαγής ή περισυλλέγονταν από μεμονωμένα άτομα (συνήθως αξιωματούχους του οθωμανικού στρατού) και ενσωματώνονταν σε τουρκικά νοικοκυριά κυρίως ως σκλάβοι και σκλάβες (εργάτες και εργάτριες γης) ή ως ψυχοκόρες - υπηρέτριες - παλλακίδες. Στην αρχή του πολέμου, η νεοτουρκική κυβέρνηση παρείχε μηνιαίο επίδομα σε μουσουλμανικές οικογένειες που θα «υιοθετούσαν» ορφανά χριστιανόπουλα –κυρίως Αρμενάκια– προκειμένου τα παιδιά να ενταχθούν σε μουσουλμανικά νοικοκυριά και να εκτουρκιστούν.2 Αν και υπήρχαν μεμονωμένες περιπτώσεις που οι ίδιοι οι γονείς παρέδωσαν τα παιδιά τους σε γνωστές τους τουρκικές οικογένειες για να σωθούν από τις επικείμενες διώξεις και τους εκτοπισμούς, καθώς και περιπτώσεις που παιδιά φιλοξενήθηκαν από οικογένειες ορμώμενες από «φιλανθρωπικά αισθήματα», όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν σύγχρονες τουρκικές και ελληνικές πηγές, το σίγουρο είναι ότι στην πλειονότητά τους τα ανέστια παιδιά του πολέμου έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης. Σύνηθες φαινόμενο ήταν οι βιασμοί κοριτσιών και νεαρών γυναικών που συχνά εντάσσονταν στα αποκαλούμενα «χαρέμια» τοπικών, λιγότερο ή περισσότερο, σημαντικών Τούρκων. H βρετανική εφημερίδα The Slave Market News, που εκδιδόταν τη δεκαετία του 1920, δημοσίευε συχνά καταγγελτικά αφιερώματα για τα σκλαβοπάζαρα της Μέσης Ανατολής, όπου πωλούνταν Αρμένιες γυναίκες και κορίτσια.3

Τα παιδιά ως εθνομάρτυρες

Στη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου τα παιδιά αποτέλεσαν πεδίο διεκδίκησης από διαφορετικές εθνικές ιδεολογίες και η μεταχείρισή τους στις εμπόλεμες ζώνες θεωρήθηκε μέτρο για τη βαρβαρότητα και τη δημόσια απαξίωση των εχθρικών δυνάμεων από τους αντιπάλους τους. Αντίστροφα, η μέριμνα για τα παιδιά-θύματα του πολέμου προβαλλόταν, συχνά εργαλειακά, ως ύψιστη ένδειξη πατριωτισμού και πολιτισμού. Ενας από τους συχνότερους συμβολισμούς που χρησιμοποιήθηκε ήταν η παρομοίωση των παιδιών με «μάρτυρες» που υπέμεναν τις φρικαλεότητες του πολέμου. Ο όρος, με σαφείς θρησκευτικές συνδηλώσεις, υιοθετήθηκε απαράλλακτα από τα σύμμαχα κράτη της Αντάντ τόσο για τα χριστιανόπουλα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (όπου οι φρικαλεότητες του πολέμου ενίσχυαν τα ευρωπαϊκά οριενταλιστικά στερεότυπα του 19ου αιώνα που παρουσίαζαν τον Τούρκο–μουσουλμάνο ως βάρβαρο μιας κατώτερης φυλής) όσο και για τα παιδιά στη Γαλλία ή στο Βέλγιο που υπέφεραν από τις γερμανικές πολεμικές επιχειρήσεις. Ακόμα και ο αντιπολεμικός λόγος τους στις αρχές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου συνέκρινε τα νεαρά θύματα της γερμανικής εισβολής με τα «θεία και αθώα νήπια της σφαγής του Ηρώδη».4

Ο ίδιος συμβολισμός χρησιμοποιήθηκε στον δημόσιο λόγο και της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· τα χριστιανά ορφανά παιδιά αποκαλούνταν στον Τύπο της εποχής «Μικροί Εθνομάρτυρες». Ωστόσο στις εσωτερικές διαδικασίες της κοινότητας και των εκπροσώπων του ελληνικού κράτους οι χαρακτηρισμοί ακολουθούσαν κυριολεκτικές κατηγοριοποιήσεις: χριστιανόπουλα ευρισκόμενα σε τουρκικές οικίες και ιδρύματα, επαίτες, μικροί αλήται, ορφανοί αλήται, κ.ά. Ο όρος «αλήτης» συναντάται πολύ συχνά, όχι τόσο ως χλευαστικός χαρακτηρισμός όσο ως κατηγορία στον φιλανθρωπικό λόγο της κοινωνίας της εποχής, για να περιγράψει τα ανεπόπτευτα παιδιά που τριγυρνούσαν στους δρόμους. Στα σημερινά συμφραζόμενα, ωστόσο, το δίπολο Μικροί Εθνομάρτυρες / Ορφανοί Αλήτες αποτελεί ειρωνική γλωσσική αντίφαση!

Οπως και να ’χει, η μέριμνα για τα κακοπαθημένα παιδιά του πολέμου απέκτησε εθνική σημασία και η θεραπεία των «τραυμάτων των διωγμών» μέσα από την «προσήκουσαν πνευματική μόρφωση» κρινόταν αναγκαία από τον εκπρόσωπο της ελληνικής Υπατης Αρμοστείας στην Κωνσταντινούπολη, όχι μόνο για τα παιδιά καθαυτά αλλά και για το έθνος, ώστε «να μη πάσχη από το βάρος αχρήστων και επιβλαβών παραγόντων […] [αλλά να] εκμεταλλευθή το υπάρχον τούτο υλικόν προς ανασυγκρότησιν αναγκαίων στελεχών και διαμόρφωσιν χρησίμων μελών της καθ’ ημάς ομογένειας κατά το δυνατόν ηθικούς και σταθερούς οίους χρειάζεται πας πεπολιτισμένος λαός και δη το Εθνος ημών».5

Η περισυλλογή των παιδιών

Με την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και την ανακωχή του Μούδρου, εντάθηκαν οι κινητοποιήσεις για τη διάσωση των παιδιών του πολέμου κυρίως από δυτικές φιλανθρωπικές-ανθρωπιστικές οργανώσεις (με προεξάρχουσα τη Near East Relief), από την αρμενική κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και την αντίστοιχη ελληνορθόδοξη σε συνεργασία με το ελληνικό κράτος. Μεγάλο μέρος των δράσεων επικεντρώθηκε στην αναζήτηση εκτοπισμένων χριστιανών παιδιών και γυναικών. Μία από τις πρώτες επιτροπές που δημιούργησε η νεοσύστατη Κοινωνία των Εθνών αφορούσε αυτήν ακριβώς την κατηγορία («Commission on Deported Children and Women in Turkey and adjacent countries / Επιτροπή για τα εκτοπισμένα παιδιά και τις γυναίκες στην Τουρκία και τις γειτονικές χώρες»)· το ελληνικό κράτος εκπροσωπούνταν σε αυτήν από τον Β. Δενδραμή. Επίσης, δρομολόγησε διαφόρων ειδών παρεμβάσεις υπέρ των παιδιών που είχαν πληγεί από τον πόλεμο και ενάντια στο τράφικινγκ γυναικών και παιδιών, θυμάτων του πολέμου.6 Επιπλέον, η συνθήκη των Σεβρών όριζε στα άρθρα 142-144 την ακύρωση των εξισλαμισμών των μη μουσουλμάνων που είχαν τελεστεί από την 1.11.1914 και την υποχρέωση του οθωμανικού κράτους να διευκολύνει την επιστροφή στις οικογένειές ή στις εθνοθρησκευτικές κοινότητες των χριστιανών εκείνων που είχαν απαχθεί, υιοθετηθεί από τουρκικές οικογένειες ή βρίσκονταν σε τουρκικά ιδρύματα.7

Σε αυτό το πλαίσιο, οι Αρμένιοι και οι Ελληνορθόδοξοι της αυτοκρατορίας ανέλαβαν ενεργό δράση για την αναζήτηση και επαναφορά «στους κόλπους της μητέρας κοινότητας» εκείνων των παιδιών και νεαρών αγοριών και κοριτσιών που είχαν αρπαχτεί και εξισλαμιστεί. Το ζήτημα αφορούσε κυρίως την αρμενική κοινότητα, γιατί αφενός τα περισσότερα παιδιά ήταν Αρμένια (σύμφωνα με εκτιμήσεις διαφόρων οργανώσεων στο τέλος του πολέμου περίπου 60.000 Αρμένια παιδιά βρίσκονταν σε μουσουλμανικές οικογένειες και ιδρύματα 8)· αφετέρου, η αποδεκατισμένη εξαιτίας της γενοκτονίας αρμενική κοινότητα έβλεπε σε αυτούς τους πληθυσμούς μια σημαντικότατη δημογραφική μαγιά για την επιβίωση της κοινότητας. Παράλληλα, και οι ελληνορθόδοξες αρχές και το ίδιο το ελληνικό κράτος δραστηριοποιήθηκαν στην περίθαλψη των ορφανών του πολέμου και στην αναζήτηση και περισυλλογή παιδιών και νεαρών ατόμων που βρίσκονταν σε «τουρκικά χέρια».

Το σημαντικότερο κέντρο αυτών των επιχειρήσεων ήταν η Κωνσταντινούπολη. Οι προσφυγικές ροές από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας και τα παράλια προς την πόλη, που είχαν αυξηθεί ήδη πριν από το τέλος του πολέμου, εντάθηκαν με την κατάληψή της από τις συμμαχικές δυνάμεις στο τέλος του 1918.

Με πρωτοβουλία της Βρετανικής Αρμοστείας, τον Φεβρουάριο 1919 δημιουργήθηκε ένα ειδικό Αρμενοελληνικό τμήμα που ασχολούνταν κυρίως με το ζήτημα των χριστιανόπουλων που βρίσκονταν σε τουρκικά σπίτια.9 Στην επιτροπή αυτή, που λειτούργησε μέχρι τον Νοέμβριο του 1922 και της οποίας προήδρευε ο Βρετανός στρατηγός Sir Robert Graves, συμμετείχαν από την ελληνική πλευρά ο Μιχαήλ Θεοτοκάς (πατέρας του λογοτέχνη, νομικός σύμβουλος του Πατριαρχείου και νομικός εμπειρογνώμων της ελληνικής αντιπροσωπείας στο συνέδριο της Λοζάνης) και ο Αλέξανδρος Πάλλης.10

Η ΚτΕ σύστησε στην πόλη παράρτημα της επιτροπής ερευνών για τους εκτοπισμούς παιδιών και γυναικών στην Τουρκία· κεντρικό ρόλο στην επιτροπή αυτή διαδραμάτισε ο Βρετανός γιατρός και μέλος της βρετανικής αρμοστείας στην πόλη W.A. Kennedy και η Αμερικανίδα νοσοκόμα E. Cushman.11 Μέχρι το καλοκαίρι του 1921 οι εκπρόσωποι της ΚτΕ στην Κωνσταντινούπολη έκαναν λόγο για 2.300 παιδιά και γυναίκες που είχαν εντοπιστεί και αποσπαστεί από τουρκικά ιδρύματα και σπίτια μόνο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ σύμφωνα με στοιχεία του Αρμενικού Πατριαρχείου εξακολουθούσαν να υπάρχουν 5.000 με 6.000 παιδιά ακόμη σε τουρκικές συνοικίες της πόλης.12

Σύμφωνα με αναφορά του βρετανικού υπουργείου Εξωτερικών προς τον Αρμενικό Ερυθρό Σταυρό, από την ανακωχή του Μούδρου μέχρι τον Μάιο του 1923 είχαν ανακτηθεί συνολικά 100.000 παιδιά και γυναίκες από μουσουλμανικά σπίτια σε όλη τη χώρα.13

Επαναφορά «εθνικής μνήμης»

Η διαδικασία ανεύρεσης και περισυλλογής χριστιανόπαιδων αποδείχθηκε πολυσύνθετη και δημιούργησε αντιπαλότητες μεταξύ των τουρκικών αρχών και των συμμαχικών δυνάμεων και των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων. Αρχικά, με την ανακωχή του Μούδρου, η οθωμανική κυβέρνηση της Κωνσταντινούπολης έστελνε στις επαρχίες εντολές απελευθέρωσης των χριστιανών παιδιών που βρίσκονταν σε μουσουλμανικά σπίτια. Σε αυτή την κατεύθυνση συνέβαλαν επίσης ο φόβος και η καχυποψία των μουσουλμάνων της Κωνσταντινούπολης για πιθανές κυρώσεις από τη συμμαχική διοίκηση.14

Χαρακτηριστικά, ένας Ιμβράμ Εφέντης στη συνοικία Ακ Σεράι της Κωνσταντινούπολης «παρέδωσε» ο ίδιος στο Πατριαρχείο τη 13χρονη Σοφία από την Πάνορμο που απασχολούσε ως υπηρέτρια στο σπίτι του από φόβο ότι ίσως τον κατέδιδε ένας γνωστός του Τούρκος με τον οποίο «βρίσκεται εις εχθρότητα».15 Πολύ σύντομα, ωστόσο, οι οθωμανικές αρχές άρχισαν να προβάλλουν ισχυρές αντιστάσεις και να κατηγορούν τις συμμαχικές και κοινοτικές αρχές για αυθαίρετες αποσπάσεις παιδιών και γυναικών.

Αυτή ήταν εν μέρει και η αιτία να δημιουργηθεί, με πρωτοβουλία της Βρετανικής Αρμοστείας, ο θεσμός του «Σπιτιού των Ουδετέρων», ενός ιδρύματος στο οποίο στέλνονταν τα παιδιά εκείνα των οποίων η εθνοθρησκευτική προέλευση δεν ήταν ξεκάθαρη.16 Τα παιδιά εξετάζονταν από μια μικτή επιτροπή στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι όλων των εθνοθρησκευτικών κοινοτήτων και των συμμάχων και παρέμεναν στο ίδρυμα μέχρι «να θυμηθούν» σε ποια κοινότητα ανήκουν.

Η διαδικασία ταυτοποίησης στηριζόταν στην προσπάθεια να ανακληθούν πρώτες παιδικές μνήμες, μέσα από νανουρίσματα, συνεχή ομιλία στις «μητρικές» τους γλώσσες (κυρίως αρμενικά), επίδειξη θρησκευτικών συμβόλων, κ.ά. Οπως αναφέρει χαρακτηριστικά σε επιστολή του ο Αρμένιος Πατριάρχης προς εκπρόσωπο της Near East Relief το καλοκαίρι το 1919, «στόχος των ενεργειών ταυτοποίησης είναι να επαναφέρουμε στα παιδιά την εθνική μνήμη (national recollection)».17 Ωστόσο με αυτόν τον τρόπο πολλά παιδιά ξαναθυμούνταν και τις οδυνηρές στιγμές του πολέμου, της ορφάνιας τους και όλης της ταλαιπωρίας που είχαν υποστεί. Επίσης, κάποια παιδιά εκφοβίζονταν ή δωροδοκούνταν είτε από τις τουρκικές οικογένειες, από τις οποίες είχαν αποσπαστεί, είτε από τους χριστιανούς υπευθύνους στο ίδρυμα για να αποκαλύψουν ή όχι την ταυτότητά τους. Η διαπίστωση αυτή, η αμφίβολη ποιότητα των μεθόδων που χρησιμοποιούνταν, αλλά και η ίδια η περιπλοκότητα της ερώτησης «ποιας κοινότητας είσαι εσύ;» ιδίως στα μικρότερα παιδιά –ηλικίας 5-8 ετών–, δηλαδή σε παιδιά που γεννήθηκαν μέσα στη δίνη του πολέμου, εγείρουν ερωτήματα σχετικά με την αποτελεσματικότητα της παρεχόμενης ανθρωπιστικής βοήθειας και υποδεικνύουν τα όρια και τις αντιφάσεις της.

Η κινητοποίηση για την επαναφορά των χριστιανόπουλων στις εθνοθρησκευτικές κοινότητές τους αποσκοπούσε σε μεγάλο βαθμό στην αριθμητική ενίσχυσή τους· αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούσε και σε μια είδους πειθάρχηση των νεαρών ατόμων σε συγκεκριμένες ταυτοτικές κατηγοριοποιήσεις και αξιακούς κώδικες. Κάτι τέτοιο γίνεται αντιληπτό ερευνώντας και διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές τα σχετικά ιστορικά τεκμήρια, από την ελληνική πλευρά τουλάχιστον.

Η ελληνική πλευρά

Κύριο ρόλο στη διαδικασία ανεύρεσης ελληνορθόδοξων παιδιών σε τουρκικά ιδρύματα και οικογένειες διαδραμάτισαν το Πατριαρχείο, τα δίκτυα των εκπροσώπων (λαϊκών και κληρικών) των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της πόλης και το Κεντρικό Ιδρυμα Περιθάλψεως, παράρτημα του ελληνικού υπουργείου Περιθάλψεως, το οποίο ιδρύθηκε τον Απρίλιο του 1919. Ο συνολικός αριθμός παιδιών του πολέμου που είχαν τοποθετηθεί σε κοινοτικές δομές στην Κωνσταντινούπολη το διάστημα 1920-1921 άγγιζε τις 2.000, αριθμός που αυξήθηκε κατακόρυφα όταν έσπασε το μέτωπο του ελληνικού στρατού στην Ανατολία.

Στις αναφορές και τις σημειώσεις των παραπάνω φορέων διαφαίνεται ένας υπερβάλλων ζήλος να επανενταχθούν στην κοινότητα όσο το δυνατόν περισσότερα παιδιά, ακόμα κι αν τα στοιχεία ταυτοποίησής τους δεν ήταν επαρκή ή παρά τις αντιστάσεις των ίδιων των παιδιών –ιδίως των μεγαλύτερων– σε μερικές περιπτώσεις. Για παράδειγμα, μια τουρκόφωνη εξάχρονη από την Καππαδοκία γίνεται «αντιληπτή ως χριστιανή ενώ έπαιζεν» (δεν δίνονται άλλα διευκρινιστικά στοιχεία), περισυλλέγεται και μεταφέρεται σε ελληνική δομή (Εθνική Στέγη)18, ένα τουρκόφωνο οχτάχρονο αγόρι που ακούει στο όνομα Νίκος αποσπάται από τους «οθωμανούς [οι οποίοι] τον περιέτεμνον» και μεταφέρεται στην αντίστοιχη δομή αρρένων· η 21χρονη Κατίνα από το Γκέιβες «μετά μεγάλης δυσκολίας απεσπάσθη» από το σπίτι του Τούρκου αξιωματούχου όπου βρισκόταν επί 6 χρόνια, μια και «ο Σουκρού Μπέης ως και η χανούμισσα αυτού την επεριποιούντο πάρα πολύ», ενώ η 20χρονη Θεανώ από το Λουλέ Μπουργκάζ που «συζούσε» με τον Τούρκο Νουρή Μπέη (και, με βάση τα παρεχόμενα στοιχεία, δεν πρέπει καν να ήταν «παιδί του πολέμου») ανακαλύφθηκε από τους Αρμένιους και παραδόθηκε στο Πατριαρχείο οικειοθελώς μεν, στη συνέχεια ωστόσο δραπέτευσε. Ως δραπέτισσα από την Εθνική Στέγη Χάλκης σημειώνεται και μια 16χρονη από το Γκέιβες της Βιθυνίας, η οποία μέσα από συγγενικά της δίκτυα είχε τοποθετηθεί ως υπηρέτρια σε τουρκικό σπίτι.

Η έρευνα καταδεικνύει διάφορες περιπτώσεις παιδιών που δραπετεύουν από τα ιδρύματα όπου τοποθετούνται. Προφανώς οι συνθήκες διαβίωσης σε αυτά («κεφαλόπονον απεκόμισα ως εκ της κακής οσμής των αποχωρητηρίων […] Μία λέξις αρκεί διά να χαρακτηρίση την κατάστασιν η χειρίστη», σημειώνει χαρακτηριστικά διοικητικός εκπρόσωπος της κοινότητας ύστερα από έλεγχο στην Εθνική Στέγη Πριγκήπου 19) και η πειθαρχία που επιβαλλόταν λειτουργούσαν αποτρεπτικά στην παραμονή τους.

Αυτά τα ελάχιστα παραδείγματα αναφέρθηκαν όχι με διάθεση ακύρωσης των πολιτικών περίθαλψης των παιδιών, ούτε με εξιδανίκευση της έννοιας της ζωής εκτός νόρμας και της «προσωπικής επιλογής». Τα ανέφερα κυρίως σαν αφορμή για μια κριτική ανάγνωση του κυρίαρχου λόγου περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, του τότε αλλά και του τώρα, που παρουσιάζει –συχνά εργαλειακά– τα παιδιά ως ανυπεράσπιστα θύματα του πολέμου, επικαλούμενος τα φιλανθρωπικά αισθήματα του μέσου ανθρώπου (κυρίως του δυτικού), και υιοθετώντας οριζόντια μέτρα αντιμετώπισής τους.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις οριακές καταστάσεις που δημιουργεί ο πόλεμος η βοήθεια στους ανθρώπους που πλήττονται και ξεσπιτώνονται είναι επιβεβλημένη. Μελετώντας την περίπτωση των χριστιανών παιδιών-θυμάτων του πολέμου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου αναδεικνύονται και όλες εκείνες οι ιδεολογικές εκφάνσεις και στοχεύσεις των πολιτικών περίθαλψης. Στη συγκυρία της εκατονταετηρίδας από το τέλος του ελληνοτουρκικού πολέμου 1919-1922, έχει σημασία να σκεφτεί κανείς το προσφυγικό παρελθόν –αλλά και το παρόν– και από αυτή την οπτική.

Το κείμενο αποτελεί μέρος μεταδιδακτορικής έρευνας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο (Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας) που χρηματοδοτήθηκε από το Κέντρο Ερευνας για τις Ανθρωπιστικές Επιστήμες (ΚΕΑΕ)

 * Ιστορικός, εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση


1. Nazan Maksudyan, «Ottoman Children and Youth during World War Ι», Ν. Υόρκη 2019, σελ. 8.

2. Σύμφωνα με σημερινές προφορικές μαρτυρίες, όταν αργότερα στη διάρκεια του πολέμου σταμάτησε να δίνεται το επίδομα, κάποιες οικογένειες έδιωξαν, πούλησαν ή ακόμα και δολοφόνησαν τα παιδιά αυτά (Uģur Ümit Üngör, «Orphans, Converts and Prostitutes: Social Consequences of War and Persecution in the Ottoman Empire, 1914-1923», War in History, 19/2, 2012, σελ. 176).

3. LON, R 641/12/4631/435/65.

4. Bruno Cabanes, The Great War and the origins of humanitarianism, 1918-1924, Κέιμπριτζ 2014, σελ. 251.

5. ΙΑΥΕ / Υπατη Αρμοστεία, Φ. 1919/5.1, έκθεση προς τον Ελληνα Υπατο Αρμοστή Κανελλόπουλο σχετικά με την Εθνική Στέγη Αρρένων στην Πρίγκηπο και την Εθνική Στέγη στη Χάλκη, Κων/πολη 18.2.1920.

6. Ενδεικτικά, στις 30 Ιουνίου 1921 το Συμβούλιο της ΚτΕ οργάνωσε διεθνές συνέδριο για το ζήτημα του τράφικινγκ (International Conference on Traffic in Women and Children). Βλ. ΙΑΥΕ / Φ. ΚτΕ/1922/6.5.

7. ΙΑΥΕ, Φ. ΚτΕ/1924/1, Secretariat Hellenique permanent aupres de la societe des nations, Geneve le 9/22 Φεβρουαρίου 1921.

8. Maksudyan, ό.π., σελ. 111.

9. Edita Gzoyan, Regina Kalustyan & Shushan Khachatryan, «Reclaiming children after the Armenian Genocide: Neutral House in Istanbul», Holocaust and Genocide Studies, 33/3, 2019, σελ. 398.

10. Αλέξανδρος Πάλλης, Ξενητεμένοι Ελληνες, Αυτοβιογραφικό Χρονικό, Αθήνα 1954, σελ. 174.

11. LON, R/638/12/4631/15100, Work of the Commission on the Inquiry with regard to the deportation of women and children in Turkey and adjacent countries, Note by the Secretary General, Geneva 25.8.1921.

12. LON, R/638/12/4631/15100, ό.π., 25.8.1921.

13. LON, R638/12/4631/15100, Commission on deported women and children in Τurkey, 16.7.1921.

14. Μaksudyan Nazan, Ottoman Children and Youth during World War Ι, Ν. Υόρκη 2019, σελ. 103· Lerna Ekmekcioglu, «A Climate of abduction, a climate for redemption: the politics of inclusion during and after the genocide», Comparative studies in History and Society, 55/3, 2013, σελ. 533.

15. Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου ΜΙ 58 Σημειώσεις περί των Χριστιανοπαίδων των ανακαλυπτομένων εις τας τουρκικάς οικίας και ιδρύματα, 18 Μαΐου 1921-12 Ιουλίου 1922.

16. Gzoyan κ.ά., ό.π., σελ. 398.

17. LON, R638/12/4631/15100, ό.π., 16.7.1921.

18. Ανθέμιον, Κοινότητα Σταυροδρομίου, ΜΙ 58, ό.π.

19. ΙΑΥΕ, Φ. Υπατη Αρμοστεία/1919 /16.3. Αναφορά 22/2/1920 προς τον Αλ. Πάλλη.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Μικροί Εθνομάρτυρες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας