Η αστάθεια στην παγκόσμια οικονομία δεν εμπόδισε την ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί το 2022 με ρυθμό υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η αύξηση του ΑΕΠ οφείλεται, κυρίως, στις μεγάλες αυξήσεις των δημόσιων δαπανών και βοήθησε την οικονομία να επιτύχει επιθυμητά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένων της μείωσης της ανεργίας, της επίτευξης πρωτογενούς δημοσιονομικού πλεονάσματος και, ταυτόχρονα, της μείωσης του λόγου του ονομαστικού δημόσιου χρέους προς το ΑΕΠ. Η αύξηση του πληθωρισμού συνέβαλε σημαντικά στην ονομαστική μείωση του χρέους από 194,6% του ΑΕΠ το 2021 σε 171,3% το 2022. Η Ελλάδα επέτυχε την ταχύτερη μείωση στην Ε.Ε., παραμένοντας όμως η χώρα με το υψηλότερο χρέος μακράν του δεύτερου.
Η ευπρόσδεκτη αυτή επιτυχία δεν επετεύχθη χωρίς να προκαλεί μια σειρά από προβληματισμούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τραπέζης της Ελλάδος, το ισοζύγιο πληρωμών τρεχουσών συναλλαγών το 2022 φλέρταρε με τιμές που έφεραν στο μυαλό μνήμες της Μεγάλης Υφεσης του 2009. Θυμίζουμε ότι η δραματική μείωσή του από τα υψηλά επίπεδα προ του 2008 ήρθε εξαιτίας της κρίσης, που επιδεινώθηκε από τις πολιτικές λιτότητας που ακολούθησαν. Οι επιδόσεις του τουριστικού τομέα τα επόμενα έτη συνέβαλαν θετικά στη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε χαμηλότερο επίπεδο από τα 3 δισ. ευρώ το 2019. Στη συνέχεια, όμως, το πανδημικό σοκ άλλαξε ξανά την κατάσταση, λόγω της απότομης πτώσης του τουρισμού, με τις εισπράξεις να μειώνονται από 18 δισ. ευρώ το 2019 σε μόλις 4 δισ. ευρώ το 2020.
Το τέλος των περιορισμών που έφερε η πανδημία σηματοδότησε την επανεκκίνηση της τουριστικής βιομηχανίας: οι ταξιδιωτικές εισπράξεις πλησίασαν τα επίπεδα-ρεκόρ του 2019 καταγράφοντας 17,6 δισεκατομμύρια ευρώ μέχρι το τέλος του 2022. Παρ’ όλα αυτά, η επανεκκίνηση με τις αυξήσεις δαπανών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα έφερε την εκτόξευση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κοντά στο 10% του ΑΕΠ το 2022, στα επίπεδα του 2008. Το αυξανόμενο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών συμβάλλει στην αύξηση του δημόσιου χρέους και θα είναι ένα από τα πιο δύσκολα αγκάθια που θα αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση.
Η Κομισιόν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προτείνουν μια αυστηρή δημοσιονομική πολιτική για την Ελλάδα, με πρωτογενή πλεονάσματα και λιτότητα. Η Κομισιόν ζητά να μπει όριο στην αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών το 2024 στο 2,6%. Σύμφωνα με πρόταση του ΔΝΤ, θα πρέπει να δημιουργηθεί πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,4% του ΑΕΠ το 2023, το οποίο θα αυξηθεί στο 1,4% το 2024 και στο 2% έως το 2028. Με προσθήκη των τόκων εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, το συνολικό δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να έχει έλλειμμα 3,7% του ΑΕΠ, το οποίο θα μειωθεί στο 2,8% το 2024 και στο 1,9% έως το 2028. Αυτό θα επιτευχθεί μόνο με τη μείωση των δημόσιων δαπανών σε σχέση με τα δημόσια έσοδα.
Υπήρξε σημαντική αύξηση στις δαπάνες της γενικής κυβέρνησης για κοινωνικές παροχές κατά τη διάρκεια της τριετίας 2020-22, όχι μόνο λόγω της πανδημίας, αλλά και λόγω της ενεργειακής κρίσης. Οι παρεμβάσεις το 2020 ήταν 6,6% του ΑΕΠ. Οι εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ για τη χρηματοδότηση της ενεργειακής κρίσης ήταν 6% το 2022. Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, η τιμή του δείκτη αναμένεται να αυξηθεί σε 6,1% του ΑΕΠ το 2023. Βλέπουμε τον καθοριστικό ρόλο που είχαν οι έκτακτες δαπάνες για το ελληνικό ΑΕΠ, κάτι που δεν αναμένεται να συνεχιστεί για το υπόλοιπο του 2023 και μετά. Τόσο το ΔΝΤ όσο και η Κομισιόν κάνουν λόγο για μεγάλη αποκλιμάκωση των δημόσιων δαπανών από φέτος. Κατά το ΔΝΤ, οι κρατικές δαπάνες από 55,5% του ΑΕΠ το 2022 θα πέσουν στο 50,3% το 2023, για να υποχωρήσουν στο 47% του ΑΕΠ το 2024.
Σε όρους ΑΕΠ για το 2023 εκτός από την αναμενόμενη απώλεια κρατικών δαπανών, η θετική επίδραση του τουρισμού στο ΑΕΠ αναμένεται να είναι σχετικά μικρή, εκτός αν υπερβεί σημαντικά τα ιστορικά υψηλά επίπεδα του 2019. Το Ταμείο Ανάκαμψης πρόσφερε αξιοσημείωτη στήριξη για το 2022, ενώ τα κυβερνητικά μέτρα για τη ενέργεια μετρίασαν τον αντίκτυπο στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, μέτρα όμως που δεν αναμένεται να συνεχιστούν. Η Κομισιόν ζητά τερματισμό τους έως το τέλος του 2023, χρησιμοποιώντας τις σχετικές εξοικονομήσεις για τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος.
Εστιάζοντας στις προοπτικές για τη δημοσιονομική εικόνα της χώρας, σύμφωνα με ανακοίνωση των ΕΛΣΤΑΤ και Eurostat, το 2022 η δημοσιονομική ισορροπία έκλεισε με πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,1% του ΑΕΠ ή 273 εκατομμύρια ευρώ. Η πρόβλεψη έκανε λόγο για πρωτογενές έλλειμμα 1,6% με βάση τον προϋπολογισμό του 2023. Η υπέρβαση αυτή όσο και η υπέρβαση στα έσοδα των πρώτων μηνών του 2023 είναι αποτέλεσμα κυρίως των αυξημένων εσόδων από τον ΦΠΑ των πληθωριστικών τιμών αγαθών και υπηρεσιών. Τέλος, νέα στοιχεία της Eurostat δείχνουν ότι το μερίδιο των ατόμων που κινδύνευαν από αποκλεισμό το 2022 ήταν 26% στην Ελλάδα. το τρίτο υψηλότερο στην Ε.Ε.-27. Οι περικοπές στις κοινωνικές παροχές και η έλλειψη ευκαιριών απασχόλησης θα είναι ένα άλλο, ακόμη πιο ακανθώδες ζήτημα για τη σταθερότητα της νέας κυβέρνησης.
Σε όλα τα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ότι τον Ιανουάριο του 2022 η Ελλάδα έβγαινε στις αγορές για 3 δισ. ευρώ και οι επενδυτές τής τα έδιναν με επιτόκιο 1,84%. Το ελληνικό Δημόσιο δανείζεται σήμερα με περίπου 2 μονάδες υψηλότερο επιτόκιο. Το επιτόκιο του 10ετούς ελληνικού ομολόγου κυμαίνεται κοντά στο 3,98%. Επιπλέον, τα τελευταία χρόνια το ιδιωτικό χρέος έχει αυξηθεί κατά περίπου 40 δισ. ευρώ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) ανέρχονται πλέον σε 111 δισ. ευρώ. Συνολικά, 4.200.000 πολίτες έχουν μη εξυπηρετούμενες οφειλές σε τράπεζες, funds, Εφορία και ΕΦΚΑ, ενώ 1 εκατ. τραπεζικοί λογαριασμοί είναι κατασχεμένοι.
Συνοψίζοντας, υπάρχουν μια σειρά από προκλήσεις που θα κληθεί να αντιμετωπίσει η νέα κυβέρνηση ώστε να διασφαλίσει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης με, ταυτόχρονη, διαχείριση του χρέους. Εναπόκειται, επομένως, στη νέα κυβέρνηση να χαράξει πολιτικές που να στηρίζουν τις πρωτοβουλίες του ιδιωτικού τομέα για την αύξηση των εξαγωγών και την υποκατάσταση, όπου είναι δυνατόν, των εισαγωγών αγαθών. Μια πρόταση προς αυτή την κατεύθυνση είναι καθετοποίηση του τουρισμού με τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, βελτιώνοντας, ως εκ τούτου, το καθαρό όφελος του τουρισμού και αυξάνοντας παράλληλα τα οικονομικά της χώρας και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στόχοι άλλων πολιτικών, όπως η ενίσχυση των δικτύων και η ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μπορεί να μειώσουν την ενεργειακή εξάρτηση από το εξωτερικό και έτσι να βελτιώσουν περαιτέρω το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η αντιμετώπιση, λοιπόν, της εξάρτησης από τις εισαγωγές μέσω πολιτικών για την προώθηση της εγχώριας παραγωγής μπορεί να οδηγήσει σε μια πιο εύρωστη και λιγότερο εξαρτημένη οικονομία, μειώνοντας σταδιακά το χρέος και εξασφαλίζοντας μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα και ανάπτυξη. Η περαιτέρω ανάλυση της διατομεακής δομής της ελληνικής οικονομίας και ο εντοπισμός των βασικών κλάδων που θεωρούνται κατάλληλοι για την εφαρμογή βραχυπρόθεσμων και μακροπροθέσμων οικονομικών πολιτικών για την τόνωση της ανάπτυξης και τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κρίνονται επιβεβλημένα.
* Πρόεδρος Levy Economics Institute και καθηγητής στο Bard College Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, πρ. υπουργός
** Ερευνητής ΚΕΠΕ και Levy Economics Institute