Με την καταψήφιση από όλα τα κόμματα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς του νομοσχεδίου Κεραμέως για «επαρκείς κατώτατους μισθούς» γράφεται την προσεχή Παρασκευή -ύστερα και από τη διήμερη συζήτηση που θα προηγηθεί στην Ολομέλεια- ο επίλογος σε ακόμη μία χαμένη ευκαιρία της κυβέρνησης Μητσοτάκη να δείξει στην ελληνική κοινωνία, τους εργαζόμενους και τους αντιπροσωπευτικούς φορείς τους ότι έχει τη διάθεση και τη θέληση να προχωρήσει στην άρση των μνημονιακών απαγορεύσεων που έβαλαν στον «πάγο», επί της ουσίας, τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις.
Στη συζήτηση που προηγήθηκε στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής, μπορεί το σχέδιο νόμου να καταψηφίστηκε μόνο από το ΚΚΕ και τη Νέα Αριστερά, ωστόσο, οι θέσεις που ανέπτυξαν, επίσης, οι εισηγητές του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. (Π. Χρηστίδης και Δ. Καλαματιανός) δεν αφήνουν καμία αμφιβολία πως η στάση των δύο κομμάτων θα είναι απορριπτική. Θέση η οποία εμπεδώθηκε και από τη συνέντευξη που έδωσε την Παρασκευή η υπεύθυνη Πολιτικού Σχεδιασμού του ΠΑΣΟΚ, Αννα Διαμαντοπούλου, της οποίας η κριτική προς την κυβέρνηση για την απουσία κοινωνικού διαλόγου επί του νομοσχεδίου δεν μπορεί να υποτιμηθεί.
Η συζήτηση στην Επιτροπή της Βουλής αποκάλυψε δύο κυβερνητικά μυθεύματα.
Πρώτο μύθευμα: Ο τρόπος που γίνεται η ενσωμάτωση της Οδηγίας δεν θα επιτύχει τον στόχο για την αύξηση των συλλογικών συμβάσεων σε ποσοστό 80%. Ο πλέον ασφαλής τρόπος θα ήταν είναι να επιστρέψει ο καθορισμός του βασικού μισθού στους κοινωνικούς εταίρους με τη μορφή της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας (ΕΓΣΣΕ) και όχι να γίνεται διοικητικά. Η ΕΓΣΣΕ, θεσμοθετημένη ήδη από τη δεκαετία του ’50, είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη για να καλυφθούν με συμβάσεις οι μισθωτοί στο 90% των οικονομικών μονάδων της χώρας που απασχολούν μέχρι 10 εργαζόμενους. Να πώς έθεσε το ζήτημα στην Επιτροπή η νομική σύμβουλος της ΓΣΕΕ, Σοφία Καζάκου:
«Στη χώρα μας είχαμε (μέχρι το πάγωμα από τα μνημόνια) το πολύτιμο εργαλείο, την εθνική γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία λειτουργεί και ως βέλτιστη πρακτική για μας, γιατί λόγω της δεσμευτικότητας που έχει στους εργαζόμενους και λόγω της ισχύος της, στο σύνολο των εργοδοτών της χώρας, θα εξασφάλιζε αμέσως το επιθυμητό ποσοστό κάλυψης του τουλάχιστον 80% που απαιτεί η Οδηγία»
«Μα εμείς δεν απαγορεύουμε στους φορείς να έλθουν στη συνέχεια, να συνάψουν συμβάσεις και να δώσουν υψηλότερους μισθούς» αντιτείνει η Νίκη Κεραμέως. Είναι σαν να μην κατοικεί στην Ελλάδα η υπουργός. Διότι αν κατοικούσε θα γνώριζε ότι οι εργοδότες δεν προσέρχονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης. Επαφίενται στον κατώτατο μισθό και στη συνέχεια, ανάλογα με την «ευσπλαχνία» των επιχειρήσεων, προσθέτουν κάτι παραπάνω στις ατομικές συμβάσεις. Θα πει κάποιος «μα υπάρχει και η διαιτησία».
Φυσικά υπάρχει αλλά κι αυτήν η κυβέρνηση τη χρησιμοποιεί κατά το δοκούν. Για παράδειγμα, υπάρχει διαιτητική απόφαση που προβλέπει αυξήσεις 7,5% για το 2024, για τους μισθωτούς στα μη κύρια τουριστικά καταλύματα - ενοικιαζόμενα δωμάτια. Αλλά, να τι είπε στην Επιτροπή ο πρόεδρος της Ομοσπονδίας Επισιτισμού - Τουρισμού, Γ. Χότζογλου: «Eχουμε κάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες που προβλέπει η νομοθεσία με έκθεση τεκμηρίωσης για την αναγκαιότητα σύναψης κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, τα έχουμε καταθέσει από 27 Σεπτεμβρίου στο υπ. Εργασίας, αλλά η σύμβαση είναι κλεισμένη σε ένα συρτάρι και ενώ λήγει 31/12 δεν έχει εγκριθεί η επεκτασιμότητας της σε όλον το κλάδο».
Δεύτερο μύθευμα: Το νομοσχέδιο επιμένει ότι ο κατώτατος μισθός πρέπει να ορίζεται διοικητικά βάσει ενός αλγορίθμου και, για να κάνει πειστικό το επιχείρημά της, η κυβέρνηση διατείνεται ότι ακολουθεί το γαλλικό μοντέλο καθορισμό του κατώτατου μισθού. Εδώ υπάρχει μία αλήθεια, αλλά κι ένα ψέμα.
Στη Γαλλία, όντως, ο κατώτατος μισθός, γνωστός ως Salaire Minimum Interprofessionnel de Croissance (SMIC), καθορίζεται μέσα από έναν συνδυασμό νομικών επιταγών και οικονομικών δεικτών. Με τις εξής διαφορές:
α. Ενώ ο SMIC καθορίζει το κατώτατο όριο του εθνικού μισθού, οι κλαδικές συμβάσεις μπορούν να καθορίσουν υψηλότερους κατώτατους μισθούς και πρόσθετες παροχές.
β. Οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό είναι αυτόματες, δηλαδή γίνονται αμέσως μόλις σημειωθεί αύξηση στον δείκτη τιμών καταναλωτή και δεν περιμένουν την εθνική στατιστική να καθορίσει άπαξ του έτους έναν αλγόριθμό όπως προβλέπεται για την Ελλάδα. Για παράδειγμα, εάν ο εθνικός δείκτης τιμών καταναλωτή αυξηθεί κατά τουλάχιστον 2% σε σύγκριση με τον δείκτη που χρησιμοποιήθηκε για την τελευταία προσαρμογή του SMIC, ο κατώτατος μισθός αυξάνεται αυτόματα κατά το ίδιο ποσοστό.
γ. Στη συνέχεια, κάθε φορά που προστίθεται αύξηση -ακόμη κι αν οι τιμές αυξηθούν για ένα μήνα- η γαλλική κυβέρνηση επισημοποιεί τις προσαρμογές μέσω διαταγμάτων. Για παράδειγμα το διάταγμα που δημοσιεύτηκε στις 21/12/2023 καθόρισε αύξηση 1,13% με ισχύ από 1/1/24.
Δυστυχώς στη χώρα μας κρατάμε από το γαλλικό μοντέλο μόνο αυτό που είναι εγγύτερα στην κυβερνητική αντίληψη για την πολιτική μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Μια αντίληψη η οποία -στον βαθμό που το νομοσχέδιο εντάσσει υποχρεωτικά και τους δημόσιους υπαλλήλους κάτω από την ομπρέλα του κατώτατου μισθού- βάζει «από το παράθυρο» δημοσιονομικό φρένο και στον ιδιωτικό τομέα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας