Τα κείμενα του Φρέντρικ Τζέιμσον για το μεταμοντέρνο από τις δεκαετίες του 1980 και του 1990 έχουν σχεδόν ιδρυτικό καθεστώς για την κριτική του μεταμοντερνισμού ως ολικού φαινομένου των σύγχρονων κοινωνιών, κριτική της οποίας ο αντίκτυπος έφτασε από νωρίς και στα καθ’ ημάς, συνήθως χωρίς οι οπαδοί της να έχουν επαφή με τα ίδια τα γραπτά του Τζέιμσον (από τα οποία άλλωστε το σημαντικότερο, το εμβληματικό Μεταμοντέρνο, ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού του 1991, παραμένει μέχρι σήμερα μόνο μερικώς μεταφρασμένο στα ελληνικά).
Χωνεμένη μέσα σε μια γαλλογερμανική -και μοιραία ακόμα πιο στρεβλωμένη κατά την εισαγωγή της στην Ελλάδα- σκιαμαχία μεταξύ υπέρμαχων των «μοντέρνων» αξιών του Διαφωτισμού και «μεταμοντέρνων» ανορθολογικών-σχετικιστών, είχε χαθεί επί μακρόν η θεμελιώδης πρόθεση του Τζέιμσον όπως τη διαβάζουμε σε αυτήν εδώ την παράκαιρη όσο και αναγκαία έκδοση: η «προσπάθεια να αντιληφθούμε τον μεταμοντερνισμό ως ενοποιημένο σύστημα», όντας «εκπληκτικά ασύμβατη με το πνεύμα του ίδιου του μεταμοντερνισμού», πρέπει να θεωρηθεί κομμάτι ενός συλλογικού αγώνα για «απομάκρυνση από τον εφιάλτη της ιστορίας», έκφραση της «αναντικατάστατης βούλησης της μαρξιστικής κληρονομιάς», η οποία, φυσιολογικά, «δεν ασκεί ιδιαίτερη έλξη σε ανθρώπους που δεν ενδιαφέρονται να πάρουν στα χέρια τους τον έλεγχο της μοίρας τους» (σελ. 68).
Ο μεταμοντερνισμός λοιπόν είναι εδώ ένα σύστημα-αντικείμενο στο οποίο αντιδιαστέλλεται ή/και αντιστέκεται το υποκείμενο που το μελετά, ένας επίγονος του Χέγκελ και του Μαρξ που επιμένει να «κάνει θεωρία» για όλο το φάσμα της σύγχρονης πολιτισμικής παραγωγής, πιστός στη ρήση του Αντόρνο για τη συνεχιζόμενη αναγκαιότητα του φιλοσοφείν: «η φιλοσοφία, που κάποτε έμοιαζε απαρχαιωμένη, ζει μόνο και μόνο επειδή η στιγμή της πραγμάτωσής της χάθηκε» (σελ. 133).
Υποφώσκει σε αυτό ένας ορισμένος θεωρητικισμός, για τον οποίο κατηγορήθηκε πολλάκις ο Αντόρνο και από του οποίου τα βέλη φαίνεται ότι ήθελε ακόμα να προστατευτεί ο Τζέιμσον στα τέλη του περασμένου αιώνα, γι’ αυτό και αμφέβαλλε αν μια αβανγκαρντιστική θεωρία που θα έπαιρνε πάνω της την κληρονομιά του καντιανού Υψηλού θα μπορούσε να «αποκαταστήσει το φιλοσοφικό συστατικό της μετανεωτερικότητας» και να «διαρρήξει την εμπορευματοποίηση» των αβαρών χωρικών και οπτικών μορφών που κατακλύζουν την πραγματικότητά μας (σελ. 141).
Οχυρώνεται έτσι ο Τζέιμσον πίσω από έναν δομιστικού τύπου ισομορφισμό βάσης-εποικοδομήματος που τον κάνει να ανάγει τον μεταμοντερνισμό στην πιο πρόσφατη έκφανση ενός αενάως επαναλαμβανόμενου (τουλάχιστον από την Αναγέννηση και μετά) τρίτου σταδίου της καπιταλιστικής ανάπτυξης, σύμφωνα με τη θεωρία του Τζοβάνι Αρίγκι: της «χρηματοοικονομικής επέκτασης», που, αν πιστέψουμε τον Φερνάν Μπροντέλ, αποτελεί πάντα «σημάδι φθινοπώρου», εποχή παρακμής.
Αυτός είναι, θα έλεγε κανείς, ο ένας άξονας της κατά Τζέιμσον προσέγγισης του μεταμοντέρνου –η μοντερνιστική μεγάλη αφήγηση την οποία αργότερα θα ανακαλούσε ως αρχαιοπρεπή μπροστά σε εκείνη τη θεωρία του Υψηλού που από τη δεκαετία του ’80 ωρίμασε, απέκτησε κριτικά γνωρίσματα και διεκδίκησε να επιβληθεί ως ολοκληρωμένο μεταμοντέρνο υποκείμενο, παραδόξως ενωμένο και ταυτόχρονα διαχωρισμένο από το καταπιεστικό σύστημα-αντικείμενο της μελέτης του.
Ηδη πάντως εδώ αυτή η κεντρική αντινομία του μεταμοντερνισμού, επίκαιρη εκδοχή μιας προαιώνιας απορίας και πρόκλησης για όλη τη μαρξιστική παράδοση που ξεκίνησε να υπερασπίζεται ο Τζέιμσον, γίνεται ως τέτοια ένας δεύτερος άξονας θεώρησης, καθώς εδράζεται σε μια βαθύτερη χωροχρονική συνέχεια μοντέρνου και μεταμοντέρνου, κατά μήκος άνισων επιπέδων καπιταλιστικής ανάπτυξης που μπορεί να διαδέχονται το ένα το άλλο ή να συνυπάρχουν, αν δεχτούμε ότι το μεταμοντέρνο γεννιέται από την ολοποίηση του μοντέρνου: το τελευταίο είναι εξάλλου «συνέπεια ενός ατελούς εκμοντερνισμού και πρέπει αναγκαστικά να οριστεί έναντι ενός μη μοντέρνου υπολειμματικού χαρακτήρα» που «η απουσία του ορίζει τη μετανεωτερικότητα» –εξ ου, για παράδειγμα, και ο πάλαι ποτέ βιομηχανικά υπανάπτυκτος Τρίτος Κόσμος μοιάζει «να έχει εισχωρήσει στα διάκενα του Πρώτου», ο οποίος «απομοντερνοποιείται και αποβιομηχανοποιείται» σε μια βίαιη αντιμετάθεση κέντρου και περιφέρειας ή, εξίσου, σε μια κατοπτρική αντιστροφή αποικιστών και αποικισμένων.
Υπάρχει εφεξής τόπος να σταθεί ο θεωρητικός του μεταμοντέρνου; Κατά κάποιον τρόπο είναι σαν να πρέπει διαρκώς να ισορροπεί ανάμεσα σε δύο βάρκες, επιλέγοντας πότε μια διαφορά φάσης με το παρόν του (η στάση του «ύστερου μοντερνισμού») και πότε μια εμβάπτιση σε αυτό (η στάση του «κριτικού μεταμοντερνισμού»). Μπορούμε να διακρίνουμε μια ηθική προεπιλογή σε αυτή την αμφιταλάντευση, από την οποία, ως αείποτε προσωρινή λύση της μεταμοντέρνας αντινομίας, αναδεικνύεται ένας εκκοσμικευμένος αντινομισμός, συμβατός τόσο με τη μαρξιστική δεοντολογία όσο και με τη θεωρητική πλαστικότητα –και κρινόμενος πάντα στην πράξη. Οπου, στην περίπτωση του Τζέιμσον, δικαιώνεται κιόλας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας