Υπό σκιάν
Το «Ανοιχτό Βιβλίο», από συστάσεώς του, φιλοξενεί πρωτότυπα καλοκαιρινά διηγήματα. Δέκα συγγραφείς, διαφορετικής ηλικιακής κλίμακας, θεματικού προσανατολισμού και αφηγηματικής παλέτας, έγραψαν ευσύνοπτες καλοκαιρινές ιστορίες, ειδικά για τους αναγνώστες μας (καθώς αυτές οι σελίδες επιμένουν τόσο στην κριτική πυξίδα όσο και στη λογοτεχνική απόλαυση). Με άλλα λόγια, μυθιστοριογράφοι και διηγηματογράφοι (κι όχι μόνο) έθεσαν στο κέντρο της μυθοπλασίας τους μια θερινή εμπειρία τους και μας έστειλαν κείμενα νοσταλγικά, περιπλανητικά, παιγνιώδη, αλλά και δύσθυμα, ευθέως ή πλαγίως πολιτικά, ενδοσκοπικά, ή ανατρεπτικά – διηγήματα που θα μας συντροφεύσουν ώς τις αρχές Σεπτεμβρίου.
Μετά τον Ακη Παπαντώνη και τη Σοφία Νικολαΐδου, συνεχίζει η Ισμήνη Καρυωτάκη.
—
Στη Χαλκίδα είχαμε πάει με το παλιό ντεσεβό – το είχα ακόμη τότε. Φτάσαμε βράδυ και κλείσαμε δωμάτιο σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο από ’κείνα τα επαρχιακά της δεκαετίας του ’50 με τον νιπτήρα μέσα στο δωμάτιο – καλοκαίρι του ’90κάτι, απ’ ό,τι θυμάμαι.
«Εχεις ονειρευτεί ποτέ πως περιπλανιέσαι ατέλειωτες ώρες μονάχος από τόπο σε τόπο σε άγνωστα μέρη με την εμμονή πως κάποιος βρίσκεται στο κατόπι σου;» Αυτή την ερώτηση μου έκανε η Ρέα πριν με πάρει ο ύπνος. «Ξυπνητήρι έχουμε;», ρώτησα εγώ, «όχι», είπε, «σ’ αυτό το ξενοδοχείο δεν υπάρχουν ξυπνητήρια». Μπορεί και να τον σοφίστηκα τον διάλογο, αλλά όπως και να ’χει εγώ ξημερώματα πήρα είδηση πως η Ρέα έλειπε από δίπλα μου. Αφησε έμενα να κοιμάμαι στο σιδερένιο κρεβάτι κι ένα σημείωμα στον τοίχο γραμμένο με κιμωλία: «Γιατί ποιος έχει να πει κάτι περισσότερο για τον εαυτό του παρά πως πέρασε από τη ζωή δυο τριών ανθρώπων τόσο τρυφερά όσο το χρώμα του ουρανού;» Δεν μπήκα καν στον κόπο να σκεφτώ αν το μήνυμα περιείχε κάποια λέξη-κλειδί για να την ξαναβρώ – τα συνήθιζε κάτι τέτοια η Ρέα. Ασ’ την, είπα μέσα μου, άσ’ την να πάει όπου ορέγεται, άσ’ την και φύγε πριν επιστρέψει και σε βρει εδώ, για να μάθει πόσα απίδια βάζει ο σάκος όταν σε αφήνουν μπουκάλα.
Στα διπλανά δωμάτια ακούγονταν φωνές και τηλέφωνα, οι πελάτες μιλούσαν για παραλίες και αμμουδιές. Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ετοιμάστηκα και βγήκα στη βεράντα. Ορθιος έστησα αυτί στα τζιτζίκια: με καθησύχαζε το τέμπο τους, σαν να καταπράυνε τη μοναξιά μου – ή μήπως τη μεγαλοποιούσε; Το σαββατοκύριακο επ’ ουδενί έφερνε σ’ αυτό που είχα ονειρευτεί. Το φως ανελέητο, η θάλασσα στραφταλιστή, τα νερά της πρασινωπά άχνιζαν απλωμένα στον αέρα, κι εγώ σε πλέρια άπνοια. Ξυστός πάνω απ’ το κύμα η αφεντιά μου έγνεφα στο κενό. Ο ορίζοντας της Χαλκίδας θαμπός κι ο δικός μου θαμπότερος. Επέστρεψα στο δωμάτιο και παράγγειλα μια μπίρα στη ρεσεψιόν. Να καλμάρω τουλάχιστον κατά τι τη λίμπιντο πριν βάλω μπρος το ντεσεβό μου, σκέφτηκα. Με την μπίρα στο χέρι κοιτάζω το κάδρο στον αντικρινό τοίχο κι αναρωτιέμαι ποια διαολεμένη καλοκαιρινή κοπέλα είν’ τούτη: με το ανοιχτό ροζ φουστανάκι της και το λευκό της καπέλο, στηρίζει το κεφάλι της στο ένα χέρι, σβηστό το τσιγάρο στο άλλο, έχει ένα ποτήρι μπροστά της και κάθεται και περιμένει… Ιδια με τη Ρέα στην Κοτσικιά η κοπέλα του κάδρου.
Πριν μια βδομάδα ήμασταν εκεί – στην Κοτσικιά λέω. Ενα μηνάκι είμαστε με τη Ρέα, το δεύτερο σαββατοκύριακο είναι τούτο που φεύγουμε παρέα για θάλασσα. «Δεν έχω άδεια», μου είπε, «Ούτε εγώ», της είπα, «Πάμε Κοτσικιά σαββατοκύριακο;» τη ρώτησα, «Και δεν πάμε…», είπε. Στην Κοτσικιά πρωτοκάναμε έρωτα. «Γιατί μ’ έφερες εδώ;» χαριεντιζόταν ενώ βρισκόμασταν ήδη ημίγυμνοι στο κρεβάτι –γελούσα εγώ, γελούσε και ’κείνη–, σπαράξαμε στα γέλια μέχρι που φτάσαμε κατασυγκινημένοι στην ολοκλήρωση της συνουσίας. Με το που χύσαμε κοπήκανε τα γέλια. Την άφησα, ωστόσο, να μου σιάξει τα αχτένιστα μαλλιά στο μέτωπο –που δεν έχω, αλλά λέμε τώρα– σαν να ήμουν κάνα χαϊδεμένο παιδί κι εκείνη με φρόντιζε υπομονετικά. Εντέλει αποκοιμήθηκα. Με πήρε ο ύπνος, βρε παιδί μου! Τι; Κακό είναι; Ξημερώματα τη βρήκα στην παραλία: με το ανοιχτό ροζ φουστανάκι της και το λευκό της καπέλο, να στηρίζει το κεφάλι της στο ένα χέρι, να ’χει σβηστό το τσιγάρο στο άλλο και μπροστά της ένα πιάτο με κεράσια. Και τώρα που την περιγράφω…, ξέρω, που να πάρει…, ξέρω, το θυμήθηκα: του Μανέ είναι το κορίτσι στο κάδρο, «Το κορίτσι με το μπράντι» του Μανέ… Ε, η Ρέα μας στη θέση του μπράντι είχε τα κεράσια της και καθόταν στον καφενέ και περίμενε. Τι περίμενε μα το Θεό; Η Ρέα με τα κεράσια της στον καφενέ να περιμένει και οι δυο μεσήλικες κυρίες κουκουβιστές με τα σκουφιά τους στα ρηχά να φλυαρούν. «Πεινούσα», μου είπε με το που με είδε, «Οποιος δεν αγγίζει το μαγειρευτό της κυρα-Γιώτας αποβραδίς, αυτά παθαίνει ξημερώματα», της είπα, με κοίταξε καλά καλά, έβαλε το τελευταίο κεράσι στο στόμα της, «Ανέβα εκεί στην κερασιά, κάνε μου το χατίρι…», είπε, σε κατευναστικό τόνο –οφείλω να το παραδεχτώ–, ξέρετε, στον γνωστό ακαταμάχητα παρακλητικό τόνο που λικνίζεται η φωνή μιας γυναίκας. Τι να λέμε τώρα; Μέχρι και οι μεσήλικες με τα σκουφιά τους γύρισαν και μας κοίταξαν.
Πού πάω και μπλέκω καλοκαιριάτικα, μανούλα μου;
Κατά τ’ άλλα, φεύγοντας μόνος από Χαλκίδα κι ενώ οδηγούσα το ντεσεβό μου, σκεφτόμουν πως πρέπει να είναι κανείς απόκοτος, τρελός ή ποιητής για να χάσει πάνω από μια μέρα σε τέτοιου είδους ερωτικές συνευρέσεις και ’γώ βέβαια, κατά γενική ομολογία, ανήκω στους τρελούς.
Θα με πιστέψετε αν σας πω πως σ’ ένα τέταρτο έπεσα επάνω της; Επλεκε κοτσίδες τα μαλλιά της μπρος στο παράθυρο μιας διπλοκατοικίας. Την είδα, με είδε, κοιταχτήκαμε, φρενάρισα πιο κάτω και κατέβηκα: «Πέρασα ολόκληρη νύχτα άγρυπνη», μου είπε, «Απαριθμούσα τα πάντα γύρω μου μονά-ζυγά: τέσσερις καρέκλες στο δωμάτιο, θα με βρει, επτά πεσμένα φύλλα απ’ τη μουριά, δε θα με βρει…» Εγώ βέβαια δεν έψαχνα ούτε λεπτό τη Ρέα, επέστρεφα νηφάλιος στην Αθήνα.
Ουδέποτε της το αποκάλυψα.
*Το τελευταίο βιβλίο της Ι. Καρυωτάκη «Φυγόδικος δεν ήμουν» (Ποταμός, 2022) απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος 2023.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας