Οι Νησίδες φιλοξενούν σήμερα απόσπασμα από το καινούργιο βιβλίο του Δημήτρη Παπαχρήστου «Δεν αδειάζουμε να πεθάνουμε» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τόπος.
Πολυτεχνείο, οι φοιτητές εξεγείρονται και γράφουν το δικό τους κεφάλαιο στην πρόσφατη ιστορία του τόπου. «Μέσα από τις ιστορίες, παλιότερες αλλά και πρόσφατες, που διανθίζουν το βιβλίο, η μνήμη πασχίζει να κρατήσει ζωντανό το παρελθόν. Σαν σταθμό ανεφοδιασμού των νέων για να συνεχίσουν και να φτάσουν εκεί που δεν καταφέραμε εμείς. Για να μπορέσουν να προλάβουν το μέλλον γιατί αλλιώς δεν θα το συναντήσουν ποτέ», γράφει στο οπισθόφυλλο, ο συγγραφέας
Δημοσίευση
Οι σφαίρες δεν ήταν πλαστικές. Σκοτώνανε, πυροβολούσαν οι ελεύθεροι σκοπευτές από το «Ακροπόλ». Στις έντεκα το βράδυ έπρεπε να ανακοινώσουµε πως έχουµε δύο νεκρούς.
∆εν το έκρυψα, φοβήθηκα. Να µη φοβίσουµε το λαό, που είχε γίνει ασπίδα προστασίας µας. Είχα επίγνωση πως το τίµηµα της ελευθερίας είναι ο θάνατος.
Είχε έρθει από τη Συντονιστική η Τόνια και ο Νίκος µε έπιασε απ’ το λαιµό, νόµιζε πως ήταν υπεύθυνος του σταθµού, δεκαεννιά χρόνων φοιτητής της Σχολής Μηχανολόγων. Οι φοιτητές του Πολυτεχνείου αισθάνονταν πως ήταν στο σπίτι τους. Ηξεραν καλύτερα από εµάς τους χώρους. Είχαµε µεταφέρει το σταθµό στο κτίριο των Πολιτικών Μηχανικών για µεγαλύτερη ασφάλεια.
Πλακωθήκαµε για µια στιγµή µισό µέτρο απ’ τον ποµπό. Εκανα την ανακοίνωση µε όσο το δυνατόν ψύχραιµη φωνή. Κάναµε εκκλήσεις στον Ερυθρό Σταυρό, στους γιατρούς, έχουµε τραυµατίες, ζητούσαµε φάρµακα και δεν ήξερα πώς να τα πω.
Μπήκε ο Γιώργος, φοιτητής της Ιατρικής, µε φουντωτά µαλλιά δεµένα µε µια κορδέλα στο µέτωπό του. «Ατασιόν, ατασιόν. Θέλουµε αιµοστατικά, θέλουµε φάρµακα». Το κάλεσµά του ήταν η προέκταση του συνθήµατος «Συµπαράσταση, λαέ».
Εγιναν εκκλήσεις στις πρεσβείες, στην Εκκλησία. Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυµος και ο Γραµµατέας της Ιεράς Συνόδου Χριστόδουλος ήταν «απασχοληµένοι µε την αρχιεπισκοπή» και δεν ήξεραν για βασανιστήρια, εξορίες και σκοτωµούς.
Η Μαριλένα δίπλα µου, δεκαοχτώ χρόνων, η Μαρία και ο Λάµπρος έκλαµπροι στο πρόσωπο και στα µάτια, οι φωνές τους, το µέταλλο της εξέγερσης ολοφώτεινο… Ο Γιάννης καθόταν όρθιος πίσω µας. Ηταν συγκρατηµένα της γραµµής «να φύγουµε». Ο Γιώργος και ο Κώστας από τη Σιβιτανίδειο είχαν ξεπατωθεί, τρεις µέρες άυπνοι. Αν δεν ήταν αυτά τα παλικάρια, δε θα µπορούσε να λειτουργήσει ο σταθµός. Μας είχε φέρει µια γυναίκα ένα µεγάλο ενισχυτή από τη Χαλκοκονδύλη. Τώρα ακουγόµασταν σε όλη την Αττική. Εκαναν παρεµβολές. ∆ηµιουργούσαν παράσιτα, αλλάζαµε τη συχνότητα. Οι επιτήδειοι µάς κλέβαν τη φωνή σαν να µην ήτανε δικιά µας η απόφαση να την κρατήσουµε στους χίλιους εξήντα χιλιόκυκλους. Ακούστηκε πως θα µας εξουδετερώσουν µε αλεξιπτωτιστές…
Ηρθε ένα κορίτσι, φοιτήτρια της Φιλοσοφικής, η Μαρία, µε χαµόγελο πίστης. Εφερε ένα ζουµί από φακές, δε βρήκε τσάι, να ξεβραχνιάσει η φωνή µου.
Κάποια στιγµή σβήσαν τα φώτα κατά λάθος µέσα στη σύγχυση και ξανανάψανε. Πίστεψα ότι µπήκαν. Τα τανκ ήταν δυο ώρες στηµένα µε τους προβολείς σαν ξυραφιές φωτεινές να πέφτουν πάνω µας, να µας τυφλώνουν. Να τροµοκρατηθούµε, να την κοπανήσουµε.
∆εν ξέρω, η φωνή µου ήταν η φωνή και η δύναµη όλων των εξεγερµένων, δεν ήταν η δική µου. Είπα πως ο αγώνας συνεχίζεται µε τα όπλα που διαθέτει ο καθένας από εδώ και πέρα…
Κατέβηκα τα σκαλοπάτια να πάω να δω µε τα µάτια µου. Μέχρι τότε µας ενηµερώνανε µε τα εσωτερικά τηλέφωνα. Βγήκα στο προαύλιο µέσα από τους καπνούς των δακρυγόνων. Εφτασα στην πύλη. Το θέαµα δεν το είδα ως θαύµα, µα ήταν αληθινό. Οντας στο σταθµό, δεν είχα δει αυτή την εικόνα…
Στις πόρτες, πάνω στα κάγκελα, στο προαύλιο να φωνάζουν συνθήµατα. Από τις ανακοινώσεις που µας στέλνανε από τη Συντονιστική Επιτροπή, από σωµατεία εργαζοµένων και µαθητών, από µηνύµατα συµπαράστασης κι από ό,τι είχαµε κλέψει από τις µοτορόλες τους, ακόµα και από τις επικοινωνίες των αστυνοµικών, ξέραµε πως είχαν ξεκινήσει τα τανκ από το Γουδή. Είχαµε διαβάσει πολλές φορές την ανακοίνωση της Συντονιστικής Επιτροπής.
Και τη διακήρυξη της εργατικής συνέλευσης, που τη µοίραζαν στους δρόµους κι έφτασε στα εργοστάσια και στα γιαπιά, διαβάσαµε και των µαθητών που την είχαν κοπανήσει από τα σχολεία τους και ήρθαν στο Πολυτεχνείο και την πληρώσανε µε το απουσιολόγιο – κάποιοι καθηγητές το έδωσαν στην Ασφάλεια.
Μια τραβαγέρισσα καθόταν απ’ έξω στην Αρχιτεκτονική. Είχαν κηρύξει απεργία οι τραβαγέρηδες, δεν ήξερα ποια είναι, αγκαλιαστήκαµε µε τον ενθουσιασµό της εξέγερσης.
Ανακοινώσαµε πως στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας τα τανκ δεν µπορούσαν να περάσουν, οι διαδηλωτές είχαν σηκώσει οδοφράγµατα µε τα αυτοκίνητα. Οτι γίνονταν συγκρούσεις γύρω από τον ΟΤΕ µέχρι την πλατεία Αµερικής και πιο πέρα. ∆ιαδηλωτές πέρασαν την Κυψέλη και κατεβήκανε στην Πατησίων. Είχε µαζευτεί πολύς κόσµος γύρω απ’ το Πολυτεχνείο. Είχε γίνει ασπίδα προστασίας µας, µε νεκρούς και τραυµατίες.
Σε µια αίθουσα της Αρχιτεκτονικής στο ισόγειο είχε στηθεί πρόχειρο ιατρείο και φαρµακείο. Ο Γιώργος, η Μέλπω, βρέθηκα σε µια κατάσταση έντασης και φόβου, η Μαριλένα είχε λιποθυµήσει, δεν ήξερα τι έγινε. Στα σκαλοπάτια της Σχολής Καλών Τεχνών µε σταµάτησε ο Γιάννης, τον είχα συναντήσει πριν δύο µέρες µε το πινέλο στο χέρι και είχε γράψει τα συνθήµατα «Εξω το ΝΑΤΟ», «Εξω αι ΗΠΑ» στις κολόνες της πύλης. Αργότερα, το Φλεβάρη του 1974, µάθαµε πως τον σκότωσαν στην Ασφάλεια και τον πέταξαν σε µια οικοδοµή στη Βαλτετσίου και πήγαν να το περάσουν για αυτοκτονία. Είχα φτάσει στην πύλη. ∆ίπλα ο Στέλιος σε ένα κουβούκλιο δεξιά της πύλης. Από εκεί µας πληροφορούσε τι γινότανε. Η Ιωάννα ανήσυχη έρχεται προς το µέρος µου. Βλέπω τον Κυριάκο πάνω στην κολόνα. Ενα παλικάρι να κρατάει την ελληνική σηµαία στην πύλη, ο Κηρύκου. Πάνω στα κάγκελα γαντζωµένα παιδιά να φωνάζουν συνθήµατα. Τα κορίτσια να προτάσσουν τα στήθια τους στους µπάτσους. Είχαν σκυλιάσει. Οι φαντάροι, παρατεταγµένοι πίσω τους έντροµοι, κρατούσαν τα όπλα τους σαν να είχε πέσει το πουλί τους.
Το θέαµα ήταν το θαύµα της πίστης που εξουδετέρωνε το φόβο, γιατί τον µοιραστήκαµε και µας οδήγησε στην υπέρβαση. Είχα πιάσει τα κάγκελα της πύλης σφιχτά, το τανκ τρία µέτρα µπροστά στην Πατησίων. Φαίνεται το κεφάλι του οδηγού, δίπλα ένας αξιωµατικός µε περίστροφο προτεταµένο. Βλέπω απ’ έξω τον Κώστα, φοιτητή της Οδοντιατρικής. Είχε πηδήξει απ’ την κολόνα και ο Κυριάκος από τη Σχολή Μηχανολόγων.
∆εν άκουγα τι λέγανε. Είχαν πάει από τη Συντονιστική Επιτροπή να διαπραγµατευτούν να µη γίνει µακελειό. Ακουσα µια δυνατή φωνή: «Ο στρατός δε διαπραγµατεύεται». Και είδα την κίνηση του χεριού ενός αξιωµατικού και το τανκ να πέφτει πάνω στην πόρτα. Τραβηχτήκαµε, έκανε µια γκέλα και την γκρέµισε. Τα παιδιά έπεσαν κάτω, η πόρτα δίπλα µου πλάκωσε µια φοιτήτρια στα πόδια. Αργότερα µάθαµε, ήταν η Πέπη από το Χηµικό. Σπρώξαµε τη Μερσεντές του πρύτανη πάνω στο τανκ. Ακουµπήσαµε µε τα χέρια µας τις ερπύστριες. Το τανκ µαρσάρισε. Εκανε µια στροφή µέχρι τη Σχολή Καλών Τεχνών κι άρχισαν να µπαίνουν οι µπάτσοι και οι στρατιώτες και εµείς να βγαίνουµε όλοι µαζί σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο…
Βρέθηκα στη διαχωριστική γραµµή στην Πατησίων, δίπλα στο δεύτερο τανκ. Ενας αξιωµατικός µε βούτηξε από το χέρι, πήγα να του ξεφύγω και µε κρατούσε γερά. Εκείνη τη στιγµή ένας µεγαλύτερος από εµάς στην ηλικία πήγε να περάσει από δίπλα µας τρέχοντας, αφήνει εµένα και τον βουτάει: «Εσύ, ρε πουστόγερε, τι θέλεις εδώ;» Του ξέφυγα και χώθηκα µέσα σ’ αυτούς που σπρωχνόµασταν. Στην οδό Πολυτεχνείου από κάτω προς τη Στουρνάρη υπήρχαν δύο κλούβες.
Συλλαµβάνανε όποιον πέρναγε από εκεί. Εκανα πίσω και δεν κατάλαβα ούτε πώς βρέθηκα πίσω απ’ το περίπτερο στη Στουρνάρη και µπήκα στην πολυκατοικία δίπλα στις Σχολές Πάλµερ ούτε πώς ανέβηκα τις σκάλες και έφτασα στον τέταρτο όροφο.
«Σιγά, παιδί µου, θα σκοτωθείς». Είχα βγει πίσω στον ακάλυπτο. Το µάτι µου σκιαγµένο σαν αγριοπούλι έψαχνε καταγής και γύρω µια σταγόνα φως. Υπήρχε σκοτάδι, τα παράθυρα και τα µπαλκόνια κλειστά. Στον τρίτο όροφο από κάτω µια χαραµάδα φέγγιζε. Είχα κρεµαστεί από το σίδερο της τέντας και προσπαθούσα να πατήσω στο κάγκελο…
Μια γυναίκα βγήκε και µου τράβηξε µε τα χέρια της το ένα µου πόδι. «Σιγά, παιδί µου, πρόσεχε, έχω και το γιατρό µε την καρδιά του».
Πάτησα στο µπαλκόνι, πήδηξα και βρέθηκα στην κρεβατοκάµαρα κι από εκεί στο χολ του σπιτιού. Ηταν καµιά εικοσαριά, αγόρια και κορίτσια. Κάθονταν στριµωγµένα. Μιλούσαν σιγανά και φοβισµένα. Ρωτούσαν το ένα το άλλο. Απαντούσαν µε τα µάτια τους στο φευγιό, στην πόρτα καρφωµένα, πώς θα γλιτώσουµε; Με κοίταξαν σαν να είχα πέσει από τον ουρανό. Παραξενεύτηκαν µε την εµφάνισή µου.
Τα µαλλιά µου κοντά και φορούσα αρβύλες. Απ’ έξω από τη Στουρνάρη και από την Πατησίων έφταναν φωνές, ακούγονταν πυροβολισµοί. Είχε αρχίσει να ξηµερώνει. Ενας-ένας, δυο-δυο έφευγαν, ο γιατρός µε τη γυναίκα του και την κόρη τους µας κοιτούσαν.
Η κόρη, δεκαεννιά-είκοσι χρόνων, ήρθε καταπάνω µου. «Θέλεις νερό;» «Οχι, δε θέλω». «Θέλεις», µου λέει και µε τράβηξε στην κουζίνα. Ηταν όµορφη και δεν µπορούσε να κρύψει την ανησυχία, τη λαχτάρα της.
Με κοίταξε διερευνητικά και µε ρώτησε συγκρατηµένα: «Είσαι λιποτάκτης;» Τραβήχτηκα σαν να είχε κολλήσει βρόµα πάνω µου. «Οχι, είµαι φοιτητής, µας είχε στρατεύσει η χούντα το Φλεβάρη κόβοντας την αναβολή µας, µας απέλυσε ο Μαρκεζίνης προχθές, ήµουνα στην Ξάνθη», της είπα, «και ήρθα κατευθείαν στο Πολυτεχνείο, γι’ αυτό δεν πρόλαβα να βγάλω όλα τα στρατιωτικά µου ρούχα».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας