Σε χρόνο-ρεκόρ ελήφθη και σε χρόνο... dt καθαρογράφηκε η απόφαση του Αρείου Πάγου για τα funds και τους πλειστηριασμούς. Τελικά παρά τις κάποιες απουσίες έγινε δυνατή η απαρτία και κατά συνέπεια και η λήψη απόφασης με ψήφους 56 έναντι 9. Η απόφαση («700.000 υπό αναγκαστική εκτέλεση», «Εφ.Συν.», 10.2.2023) επιτρέπει στις Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις να διαχειρίζονται δάνεια όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις [των σχετικών νόμων] ή όταν διαθέτουν τη νομιμοποίηση ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων.
Με την απόφαση αυτή δίνεται πλέον η δυνατότητα στους διαχειριστές των funds να κάνουν πλειστηριασμούς ως διάδικοι και όχι ως πληρεξούσιοι των funds. Με δύο μόνο λόγια, για όποια δάνεια (ακινήτων) εξαγοράζονται από τα funds τους δίνεται το πράσινο φως για να προχωρήσουν σε πλειστηριασμούς.
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφαίνεται ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και Ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Η μειοψηφία των 9 αρεοπαγιτών ωστόσο είχε τη θέση ότι δεν είναι επιτρεπτή η παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των νόμων 4354/2015 και 3156/2003, ώστε οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ή servicers) του Ν. 4354/2015 να διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση να διενεργούν πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης για τους ακόλουθους λόγους που, παρά το στρυφνό δικονομικό ύφος τους, αξίζει να καταγραφούν:
Tο σκεπτικό
Επειδή η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίο συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομης σχέσης και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης. Η εξαίρεση είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι’ αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι «αυστηρή» [...] Λόγω της αυστηρότητας της ρύθμισης, οφειλομένης στο γεγονός ότι επί εξαιρετικής αποκλειστικής νομιμοποίησης αποξενώνεται από τη δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης ο αληθής δικαιούχος ή υπόχρεος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής του δικαιώματος ακροάσεως, η νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ουδέποτε κατέφυγε σε συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων και σε αναλογική ή συμπληρωματική ή τελολογική ερμηνεία τους, για να αποδώσει εξουσία διεξαγωγής δίκης σε πρόσωπο ξένο προς τον φορέα του δικαιώματος, όταν αυτό δεν προβλέπεται ρητά από συγκεκριμένη διάταξη του ουσιαστικού ή του δικονομικού δικαίου [...] Η απουσία ρύθμισης αποτέλεσε προϊόν εμπρόθετης επιλογής του νομοθέτη, αφού ο μηχανισμός της τιτλοποίησης, που αφορά στη διαχείριση χρηματορροών, υπαγορεύει και τον ήπιο χαρακτήρα που προσλαμβάνει η εντός του πλαισίου του Ν. 3156/2003 διαχείριση των οικείων απαιτήσεων [...] Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και δεν αμφισβητήθηκαν για δεκαπέντε σχεδόν έτη, αφού ποτέ οι εταιρείες διαχείρισης των τιτλοποιημένων απαιτήσεων δεν διεκδίκησαν την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, περιορισθείσες μόνο στα ανωτέρω εξώδικα καθήκοντά τους [...]
«Οι δύο νόμοι (2003 και 2015) είναι ειδικοί νόμοι, με τον δικό του σκοπό θέσπισης και με τις δικές του προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, οι οποίοι συνεπώς εφαρμόζονται παράλληλα αλληλοαποκλειόμενοι, και η επιλεκτική χρησιμοποίηση στοιχείων του ενός νόμου στον άλλο νόμο, με βάση κριτήρια σκοπιμότητας, ουσιαστικά δημιουργεί έναν τρίτο νόμο, που πρέπει να εφαρμοσθεί, ενέργεια όμως που δεν είναι έργο του δικαστή ως εφαρμοστή του δικαίου, αλλά της νομοθετικής εξουσίας, η οποία, ωστόσο, δεν έχει επιλέξει έως τώρα να το πράξει, παρά την έκδοση αντίθετων αποφάσεων για το εριζόμενο αυτό ζήτημα, τόσο από τα δικαστήρια της ουσίας, όσο και από τον Αρειο Πάγο».
Με δυο λόγια, η μειοψηφούσα άποψη τεκμηριώνει ότι δεν μπορεί να επιλέγονται κατά βούληση διατάξεις από διαφορετικούς και μάλιστα αλληλοαποκλειόμενους νόμους επειδή η εκτελεστική εξουσία αποφάσισε και πάλι να πετάξει το μπαλάκι στη Δικαιοσύνη. Παρ’ όλα αυτά βέβαια, η μειοψηφούσα άποψη εξηγεί με συγκεκριμένες αναφορές το πώς και το γιατί θα έπρεπε να ληφθεί διαφορετική απόφαση.