Πενήντα χρόνια έχουν περάσει από τότε. Το απόγευμα της 12ης Δεκεμβρίου 1969, ο ελληνικός λαός πληροφορούνταν πως η κυβέρνηση της χούντας είχε αποχωρήσει «οικειοθελώς και μονίμως» από το Συμβούλιο της Ευρώπης, όταν διαπίστωσε πως είχε σχηματιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία για την έξωσή της απ’ αυτό το κατεξοχήν σύμβολο των δυτικοευρωπαϊκών δημοκρατιών. Ηταν το αποκορύφωμα μιας πολύμηνης μάχης ανάμεσα στους μηχανισμούς και τους υποστηρικτές του δικτατορικού καθεστώτος, από τη μια, και το αντιδικτατορικό κίνημα και τους συμπαραστάτες του, από την άλλη.
Εχοντας ηττηθεί σ’ αυτό που προπαγάνδιζε μέχρι τότε σαν «μάχη μέχρις εσχάτων» με τον διεθνή αναρχοκομμουνισμό και τους συνοδοιπόρους του, η χούντα έκανε την ταπείνωση φιλότιμο και μεταμφίεσε την άτακτη φυγή της σε υποδειγματική στάση εθνικής υπερηφάνειας.
Ο Δήμος Αθηναίων σημαιοστόλισε την πρωτεύουσα επί τριήμερο για να γιορτάσει το «τέταρτο ελληνικό ΟΧΙ» (προς «τους ψευδοδημοκράτας της Δύσεως»), αυθεντική -υποτίθεται- συνέχεια της αντίστασης στον ιταλικό φασισμό, τον γερμανικό ναζισμό αλλά και τον διεθνή «σλαβοκομμουνισμό»· οι εφημερίδες κατακλύστηκαν, πάλι, από διατεταγμένα συγχαρητήρια τηλεγραφήματα κάθε λογής (διορισμένων) διοικήσεων κρατικών φορέων, σωματείων και συλλόγων προς την «Εθνικήν Κυβέρνησιν» για το τόλμημά της. Στην πραγματικότητα, το διεθνές κύρος της «εθνοσωτηρίου» είχε βέβαια δεχτεί ένα καίριο πλήγμα, από το οποίο ουδέποτε συνήλθε.
«Οιαδήποτε απόφασις ουδεμίαν επίδρασιν θα έχη επί του ηθικού μεγαλείου της χώρας μας, ήτις διακυβερνάται σήμερον υπερηφάνως, δημοκρατικώς, ανθρωπιστικώς και φιλελευθέρως» - Στυλιανός Παττακός (υπουργός Εσωτερικών και αντιπρόεδρος της κυβέρνησης), συνέντευξη στο ΑΠΕ, 11/12/1969
Η «μάχη του Στρασβούργου» -όπως έγινε τότε γνωστή η όλη υπόθεση- δεν ήταν στιγμιαία αντιπαράθεση, αλλά το αποκορύφωμα μιας παρατεταμένης κινητοποίησης που ξεκίνησε την επαύριο του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου 1967 και κλιμακώθηκε μετά την αποκάλυψη της συστηματικής χρήσης βασανιστηρίων από τους χουντικούς μηχανισμούς καταστολής. Για την τελική έκβασή της συνέπραξαν δε ουκ ολίγοι Ευρωπαίοι δημοκράτες και Ελληνες αντιστασιακοί, που παραμέρισαν προς στιγμήν τις (σοβαρές) διαφορές τους για να συμβάλουν στο τσαλάκωμα του κοινού εχθρού.
Πενήντα χρόνια μετά, η «ελληνική υπόθεση» του 1969 θεωρείται σημείο τομής για τη διαμόρφωση ενός θεσμικού παρεμβατισμού για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η σημασία και οι παρακαταθήκες της αναλύονται στο διεθνές συνέδριο που πραγματοποιείται τούτες τις μέρες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με συμμετοχή επιστημόνων απ’ όλη την Ευρώπη και ανθρώπων που πρωτοστάτησαν στην τότε αποκάλυψη των χουντικών βασανιστηρίων, επικαθορίζοντας την τελική έκβαση της αναμέτρησης.
Στη χώρα μας, πάλι, η ίδια υπόθεση χάραξε μια σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους υπερασπιστές των δικαιωμάτων του ανθρώπου και τους υποστηρικτές της ανεμπόδιστης περιστολής τους στο όνομα της «εθνικής ανεξαρτησίας». Διαχωριστική γραμμή που επιβεβαιώθηκε πανηγυρικά τις επόμενες δεκαετίες· κάποιες φορές, μάλιστα, με τους ίδιους ακριβώς πρωταγωνιστές, τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας. Αξίζει, ως εκ τούτου, να δούμε από κοντά αυτή τη (χρονικά) μακρινή ιστορία.
Πίεση σε δύο επίπεδα
Παρά τις ψυχροπολεμικές απαρχές του, το Συμβούλιο της Ευρώπης από την ίδρυσή του το 1949 μέχρι το 1967 είχε καταφέρει να διατηρήσει ένα αξιοπρεπές προφίλ, καθώς τα 18 -τότε- μέλη του ήταν όλα κοινοβουλευτικές δημοκρατίες (η Ισπανία κι η Πορτογαλία εντάχθηκαν μόνο μετά τη δρομολόγηση των αντίστοιχων μεταπολιτεύσεων, το 1976-77).
Δύο από τα όργανά του, η «Επιτροπή Υπουργών» (Εξωτερικών των κρατών-μελών) και η «Συμβουλευτική (μετέπειτα: Κοινοβουλευτική) Συνέλευση» είχαν καθαρά πολιτικό χαρακτήρα· δύο άλλα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ) και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου εγγυώνται μέχρι σήμερα τον σεβασμό της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που καταρτίστηκε το 1950.
Η επιβολή της δικτατορίας στην Ελλάδα αποτέλεσε ευθύς εξαρχής δοκιμασία για την αξιοπιστία του όλου συστήματος, σε μια εποχή έτσι κι αλλιώς δύσκολη για τη διεθνή εικόνα της Δύσης. Η επίσημη ενημέρωσή του από το νέο καθεστώς (3/5/1967), πως η προστασία των ατομικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων είχε ανασταλεί επ’ αόριστον «λόγω εκδήλου δημοσίου κινδύνου απειλούντος την ζωήν του έθνους», όπως επέτρεπε το άρθρο 15 της ΕΣΔΑ, έθεσε το Συμβούλιο μπροστά σ’ ένα πιεστικό δίλημμα: σιωπηλή αποδοχή της δήλωσης ισοδυναμούσε με έμμεση έγκριση του πραξικοπήματος και ενταφιασμό «της δημοκρατικής έννοιας του κράτους Δικαίου», όπως έσπευσαν να προειδοποιήσουν κατ’ ιδίαν την ηγεσία του η Διεθνής Αμνηστία (8/5) και η Διεθνής Επιτροπή Νομικών (13/5).
Στις 23/6/1967 η Μόνιμη Επιτροπή (που υποκαθιστούσε την Επιτροπή Υπουργών μεταξύ δύο συνεδριάσεων) εξέφρασε έτσι δημόσια τη «σοβαρή ανησυχία» της για την κατάσταση στην Ελλάδα, παρήγγειλε σχετική έκθεση κι εξέφρασε την «ευχή» για ατομικές ή ομαδικές προσφυγές των χωρών-μελών του Συμβουλίου στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Ηταν η απαρχή μιας διαδικασίας που κινήθηκε την επόμενη διετία σε δύο παράλληλα αλλά συγκοινωνούντα επίπεδα:
◼ Το καθαρά πολιτικό, με ζυμώσεις και ψηφοφορίες στο Συμβούλιο Υπουργών, τη Μόνιμη Επιτροπή και τη Συνέλευση, σχετικά με την εφαρμοστέα άσκηση πίεσης στη χούντα προκειμένου αυτή να εγκαταλείψει την εξουσία. Την πρώτη απόφαση της Μόνιμης Επιτροπής ακολούθησε ακόμη σκληρότερη (23/9/1967), με ρητή εισήγηση αποπομπής της Ελλάδας από το Συμβούλιο, σε περίπτωση παράτασης της ανωμαλίας. Τον Δεκέμβριο επισκέφθηκε την Αθήνα εκ μέρους του οργανισμού ο Ολλανδός βουλευτής Βίλεμ Σίγκμαν· μετά την υποβολή της έκθεσής του, η Συνέλευση έδωσε στις 31/1/1968 στη χούντα διορία ενός χρόνου -μέχρι την άνοιξη του 1969- για την «επαναλειτουργία του δημοκρατικού και κοινοβουλευτικού συστήματος». Προϊόν εξισορρόπησης μεταξύ υποστηρικτών και πολεμίων του καθεστώτος στη δυτικοευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, η απόφαση αυτή θα λειτουργήσει το επόμενο διάστημα κυρίως ως πολιτική κάλυψη της παράλληλης ανακριτικής διαδικασίας που διενεργεί την ίδια εποχή η ΕΕΔΑ (βλ. παρακάτω).
Στις 30 Ιανουαρίου 1969, αφού άκουσε την επόμενη έκθεση που κατάρτισε ο διάδοχος του Σίγκμαν, Ολλανδός βουλευτής Μαξ Βαν ντερ Στουλ, η Συνέλευση αποφάνθηκε (με ψήφους 92 υπέρ, 11 κατά και 20 αποχές) ότι «το παρόν ελληνικό καθεστώς παραβιάζει σοβαρά τους όρους συμμετοχής» στο Συμβούλιο της Ευρώπης και το κάλεσε ν’ αποσυρθεί από τον οργανισμό, ζητώντας σε αντίθετη περίπτωση από την Επιτροπή Υπουργών να λάβει τα δέοντα μέτρα «μέσα σε ορισμένο χρονικό διάστημα». Λιγότερο ρηξικέλευθη, η τελευταία θα δώσει πάντως τον Μάιο μιαν ακόμη διορία στη χούντα, μεταθέτοντας τη λήψη της τελικής απόφασης στην (επόμενη) σύνοδο του Δεκεμβρίου, με δικαιολογία την εκκρεμή ακόμη έρευνα της ΕΕΔΑ για τα πεπραγμένα του καθεστώτος.
Η έρευνα του Βαν ντερ Στουλ για λογαριασμό της Συνέλευσης είχε άλλωστε τερματιστεί απότομα στις 24/12/1968, όταν, ύστερα από δύο επιτόπιες έρευνές του τον Απρίλιο και τον Αύγουστο, η χούντα τον κήρυξε «ανεπιθύμητο» ματαιώνοντας την (ήδη προγραμματισμένη) επόμενη επίσκεψή του. Προϊόν οφθαλμοφανούς εκνευρισμού των δικτατόρων από τον επίμονο Ολλανδό, που είχε αχρηστεύσει τους χαφιέδες κολυμπώντας με κάποιες εγχώριες επαφές του (όπως ο Γιάννης Ζίγδης) στο ανοιχτό πέλαγος, η απαγόρευση αυτή λειτούργησε τελικά ως μπούμερανγκ, απομονώνοντας το καθεστώς ακόμη κι από φιλικά διακείμενες κυβερνήσεις, όπως η γαλλική (Μαραγκού 2019, σ.288-9).
◼ Πολύ πιο κρίσιμη, η έρευνα της ΕΕΔΑ δρομολογήθηκε στις 20 Σεπτεμβρίου 1967 με προσφυγές των τριών σκανδιναβικών χωρών του Συμβουλίου (Δανία, Σουηδία, Νορβηγία), στις οποίες προστέθηκε μια βδομάδα αργότερα αυτή της Ολλανδίας· αντικείμενό τους αποτελούσε αυτή καθαυτή η κήρυξη της δικτατορίας και η κατάλυση των βασικών ελευθεριών δίχως πραγματική συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 15 της ΕΣΔΑ (πόλεμος ή σοβαρή απειλή για «τη ζωή του έθνους»). Η χούντα αντέτεινε πως η διάγνωση αυτής της συνδρομής ήταν δική της αποκλειστική αρμοδιότητα, αλλά και πως η ίδια -σαν «επαναστατικό» καθεστώς- δεν δεσμευόταν από παρόμοιες κανονικότητες. Δεν κατάφερε όμως να πείσει την ΕΕΔΑ, που στις 24/1/1968 έκρινε τις προσφυγές παραδεκτές και προχώρησε στη σύσταση εξεταστικής Υποεπιτροπής.
Με τις πληροφορίες που έρχονταν από την Ελλάδα να εστιάζονται όλο και περισσότερο στην εκτεταμένη χρήση βασανιστηρίων, οι σκανδιναβικές χώρες έκαναν στις 25/3/1968 συμπληρωματική προσφυγή γι’ αυτά τα τελευταία −ρητά απαγορευμένα από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, ακόμη και σε περίπτωση πολέμου ή κατάστασης έκτακτης ανάγκης (άρθρο 15§2). Η δεύτερη αυτή προσφυγή κρίθηκε επίσης παραδεκτή στις 31/5· χάρη στον ισχυρότερο επικοινωνιακό αντίκτυπό της, επισκίασε δε σταδιακά τα (έτσι κι αλλιώς αυταπόδεικτα) διακυβεύματα της πρώτης.
Η μάχη των μαρτύρων
Η εξεταστική διαδικασία κράτησε πάνω από έναν χρόνο και εξελίχθηκε σε τέσσερα στάδια:
◼ Τον Σεπτέμβριο του 1968 η Υποεπιτροπή άκουσε κατ’ αρχάς τις θέσεις και τα επιχειρήματα των δύο πλευρών.
◼ Ακολούθησε η εξέταση μαρτύρων στο Στρασβούργο σε δύο φάσεις (25-30/11 και 18-20/12/1968), παρουσία αντιπροσώπων των εκατέρωθεν μερών. Συνολικά εξετάστηκαν 31 μάρτυρες −15 για τις συνθήκες κάτω από τις οποίες πραγματοποιήθηκε το πραξικόπημα (§15 της ΕΣΔΑ) και 16 για το ζήτημα των βασανιστηρίων (§3). Στην πρώτη περίπτωση περιλαμβάνονταν εξόριστοι πολιτικοί (Α. Παπανδρέου, Κ. Μητσοτάκης), λοιποί αντιφρονούντες (Ε. Βλάχου) αλλά και όργανα ή οπαδοί της χούντας όπως οι Γ.Γ. της ΓΣΕΕ Φώτης Μακρής και της ΠΕΝΕΝ Κων/νος Χατζηθεοδώρου, ο τέως αρχηγός της ΚΥΠ Αλέξανδρος Νάτσινας, ο αντιπρόεδρος της ΕΣΗΕΑ Παναγιώτης Τρουμπούνης, ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ Γιώργος Αναστασόπουλος, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαος Τωμαδάκης, ο τέως πρύτανης του ΑΠΘ Χρήστου, οι δικηγόροι Αγγελος Τσουκαλάς και Γεώργιος Ζωτιάδης ή ο συνταξιούχος Αμερικανός δημοσιογράφος (παντρεμένος με επιφανή Κολωνακιώτισσα) Αλεξάντερ Σέτζγουικ −καθοδηγούμενοι, στην πρώτη τουλάχιστον φάση, από τον δημοσιογράφο Πέλο Κουτούπη, που συνέταξε και τη σχετική υπηρεσιακή έκθεση («Ταχυδρόμος», 27/11/1975).
Στη δεύτερη περίπτωση, η αντιχουντική πλευρά εισέφερε μία μόνο μάρτυρα -την ηθοποιό Κίττυ Αρσένη-, ενώ η χούντα κουβάλησε τον ιατροδικαστή Δημήτρη Καψάσκη και τον αστυνομικό διευθυντή Νίκο Δασκαλόπουλο. Τις εντυπώσεις έκλεψε ωστόσο η αυτομόληση δύο «δικών της» μαρτύρων, πρώην πολιτικών κρατουμένων (του Κώστα Μελέτη -οδηγού του δολοφονημένου βουλευτή Τσαρουχά- και του Παντελή Μαρκετάκη) που είχαν μεταφερθεί με συνοδεία στο Στρασβούργο για να διαψεύσουν τις καταγγελίες περί βασανιστηρίων, απέδρασαν όμως και κατέθεσαν τα ακριβώς αντίθετα. Μια τρίτη πρώην κρατούμενη, μέλος επίσης της κυβερνητικής αποστολής, η Ζαΐρα Πέττα, αποσύρθηκε εσπευσμένα για προφανείς λόγους.
◼ Τρίτο στάδιο ήταν η επίσκεψη κλιμακίου της Υποεπιτροπής στην Ελλάδα, για επιτόπια έρευνα (9-20/3/1969). Η χούντα ζήτησε να μη συνοδεύεται από εκπροσώπους των εναγόντων κρατών, για ν’ αποφευχθούν «επιπλοκές»· η Υποεπιτροπή το δέχτηκε, απέκλεισε όμως για λόγους ισηγορίας και τους εκπροσώπους της κυβέρνησης από την εξεταστική διαδικασία.
Κατά την παραμονή του στην Αθήνα, το κλιμάκιο εξέτασε συνολικά 54 μάρτυρες εκατέρωθεν, 34 για τα βασανιστήρια και 20 για το άρθρο 15: παλιούς πολιτικούς (Π. Κανελλόπουλο, Γ. Ράλλη, Ευ. Αβέρωφ, Π. Παπαληγούρα, Στ. Στεφανόπουλο κ.ά.), στελέχη της χούντας και του κρατικού μηχανισμού (Οδ. Αγγελή, τον διευθυντή της Τράπεζας της Ελλάδος, τον πρόεδρο του ΔΣΑ κ.λπ.), καθώς και πέντε φυλακισμένους πολιτικούς κρατούμενους (Αντρέα Λεντάκη, Γιώργο Γιωτόπουλο, Χρήστο Παπαγιαννάκη, Διονύση Λιβανό, Λευτέρη Βερυβάκη). Διαπιστώνοντας πως η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχό του, το καθεστώς απαγόρευσε την εξέταση ακόμη εννιά φυλακισμένων που είχαν βασανιστεί (Αλέκος Παναγούλης, Γεράσιμος Νοταράς, Νίκος Κιάος, Μαρία Καλλέργη κ.ά.), καθώς και την πρόσβαση του κλιμακίου στις φυλακές Αβέρωφ και τη Λέρο. Η Υποεπιτροπή διέκοψε τις ακροάσεις κι αποχώρησε.
◼ Η εξεταστική διαδικασία ολοκληρώθηκε με την εξέταση στο Στρασβούργο οκτώ μαρτύρων για βασανιστήρια (16-17/6 κι 26/7/1969) −έξι θυμάτων (Νίκος Βαρδίκος, Πέτρος Βλάσσης, Περικλής Κοροβέσης, Γιάννης Λελούδας, Γεωργία Παγκοπούλου, Αναστασία Τσίρκα) και δύο συζύγων (Θ. Λελούδα, Κ. Κοροβέση), που στο μεσοδιάστημα είχαν καταφέρει να φύγουν από την Ελλάδα. Οπως και στην Αθήνα, οι εκπρόσωποι των «αντιδίκων» αποκλείστηκαν από την ακροαματική διαδικασία. Διαπιστώνοντας ότι το τέχνασμά της μετατράπηκε σε μπούμερανγκ, η χούντα ζήτησε την ακύρωση των καταθέσεων, δίχως αποτέλεσμα. Εμπόδισε όμως την εξέταση 21 μαρτύρων που η Υποεπιτροπή είχε ζητήσει να δει (ECHR 1972, σ.15-16 & 190).
Παράπλευρες αποκαλύψεις
Την επίσημη έρευνα για τα βασανιστήρια διευκόλυναν κι ενίσχυσαν επικοινωνιακά οι συμπληρωματικές αποκαλύψεις των ΜΜΕ και άλλων φορέων. Την αρχή έκανε φυσικά η Διεθνής Αμνηστία, με δύο εκθέσεις της τον Ιανουάριο και τον Απρίλιο του 1968.
Βασισμένη σε 16 μαρτυρίες, η πρώτη δεν αποκάλυπτε ονόματα· η δεύτερη, που πραγματοποιήθηκε έπειτα από θεατρική πρόσκληση του Παττακού, ανέφερε 10 επώνυμες περιπτώσεις βασανισμού (Μπέκετ 1997, σ.118-132). Καταλυτικά αποδείχθηκαν επίσης τα διαδοχικά δημοσιεύματα ξένων εντύπων, με γλαφυρότερο ένα ρεπορτάζ του δημοφιλούς αμερικανικού περιοδικού «Look» (27/5/1969), βασισμένο στη μαρτυρία του Κοροβέση.
Η χούντα αντεπιτέθηκε επιστρατεύοντας τον εκπρόσωπο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Λοράν Μαρτί. Σε έκθεσή του, ο τελευταίος αμφισβήτησε έμμεσα τις κατηγορίες για βασανιστήρια στην ταράτσα της Γενικής Ασφάλειας, στην οδό Μπουμπουλίνας, με βασικό επιχείρημα την υπόνοια πως η ύπαρξη γειτονικών πολυκατοικιών δεν ήταν δυνατό να επιτρέπει κάτι τέτοιο!
Ηχηρότερες υπήρξαν οι παρεμφερείς δηλώσεις πέντε Βρετανών βουλευτών (ανάμεσά τους και δύο Εργατικοί), πως οι καταγγελίες για βασανιστήρια στην Μπουμπουλίνας «είναι γελοίαι», αφού «κανένας πολιτικός κρατούμενος δεν θα μπορούσε να βασανιστεί μπροστά σε όλο τον κόσμο» −ώσπου αγγλικές εφημερίδες δημοσίευσαν έγγραφο της διαφημιστικής εταιρείας «Μ. Φρέιζερ και Σία» για το ταπεινό οικονομικό αντίτιμο αυτών των διακηρύξεων.
Βαρύ πυροβολικό της χουντικής αντεπίθεσης αποτέλεσαν ωστόσο οι εκβιασμοί στους μάρτυρες και (κυρίως) τις οικογένειές τους, για ν’ ανακαλέσουν ή να διαψεύσουν τις καταγγελίες τους. Αμέσως μετά το δημοσίευμα του «Look», ο πατέρας του Κοροβέση αναγκάστηκε λ.χ. από την Ασφάλεια να διαψεύσει αμήχανα τον γιο του (επιβεβαιώνοντας, πάντως, τη σύλληψή του που η χούντα αρνούνταν).
Εντυπωσιακότερη αποδείχθηκε η τραγική κωλοτούμπα του Μαρκετάκη, όταν δέχτηκε τηλεφώνημα της συζύγου του μέσα από τη χουντική Ασφάλεια· από το Οσλο, όπου είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο, κατέφυγε στην ελληνική πρεσβεία της Στοκχόλμης κι εν συνεχεία μεταφέρθηκε σ’ εκείνη του Παρισιού, όπου έδωσε συνέντευξη Τύπου υποστηρίζοντας πως η κατάθεσή του οφειλόταν στην απειλή «είκοσι κομμουνιστικών περιστρόφων»· τελικά όμως απέφυγε ή δεν τον άφησαν να ξανακαταθέσει (δίχως την παρουσία «αντιδίκων») όπως πρότεινε η Υποεπιτροπή.
Αμέσως μετά την «αποχώρησή» της από το Συμβούλιο, η χούντα προσπάθησε τέλος να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με τη συνέντευξη που ένας ακόμη βασανισμένος μάρτυρας με οικογένεια στην Αθήνα (ο Βαρδίκος) φερόταν να είχε δώσει στην άκρως φιλοχουντική «Libre Belgique» των Βρυξελλών, ισχυριζόμενος πως η κατάθεσή του οφειλόταν αρχικά σε «παρεξήγηση» και κατόπιν σε «εκβιασμό» των Ευρωπαίων για τις συνέπειες που θα είχε τυχόν ανάκληση της υπογραφής του!
Αυτά, όσον αφορά το ευρωπαϊκό μέτωπο. Στο εσωτερικό της χώρας, η χουντική προπαγάνδα επικεντρώθηκε σε μια απεγνωσμένη καλλιέργεια των εθνικιστικών ανακλαστικών της κοινής γνώμης, με κάθε δυνατό επιχείρημα. Μόλις το Λονδίνο ανακοίνωσε πως θα υπερψηφίσει την αποβολή της Ελλάδας, οι αθηναϊκές εφημερίδες γέμισαν λ.χ. με ιστορικές αναφορές στις βρετανικές αγριότητες της προηγούμενης δεκαετίας στην Κύπρο.
Η Νορβηγία, εξανίσταται πάλι η «Εστία» (12/12/1969), υπήρξε «η χώρα που εγέννησε τον πρώτον και αυθεντικόν Κουίσλινγκ»· «οι Δανοί δεν έρριψαν ούτε ένα πυροβολισμόν» κατά των Γερμανών εισβολέων, η δε Σουηδία «“εγερμάνισεν”, όπως εμήδισαν αι ιδικαί μας αρχαίαι Καρυαί κατά την περσικήν εισβολήν»· σε αντίθεση όμως μ’ αυτές τις τελευταίες, που εξανδραποδίστηκαν διά πυρός και σιδήρου από τους νικητές προγόνους μας, «το κακόν είναι ότι οι Σουηδοί όχι μόνον δεν ετιμωρήθησαν, αλλά και δεν εντρέπονται να εμφανίζωνται τώρα και ως τιμηταί της Ελλάδος».
Νούμερο δύο στην ηγεσία της χούντας όταν δημοσιεύονταν τα παραπάνω ήταν βέβαια ένας άλλος «μηδίσας»: ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Δημήτριος Πατίλης, λοχαγός του Τάγματος Ασφαλείας Ναυπάκτου επί Κατοχής· η σκιά της ΕΣΑ εγγυόταν, ωστόσο, ότι παρόμοιες αντιφάσεις ήταν αδύνατο να επισημανθούν δημόσια.
Η τελική μάχη
Το πόρισμα της Υποεπιτροπής υποβλήθηκε στις 4/10/1969 στην ΕΕΔΑ, που με τη σειρά της υπέβαλε στις 5 Νοεμβρίου στην Επιτροπή Υπουργών την τελική έκθεσή της.
Με πλειοψηφίες δύο τρίτων, το επίμαχο ντοκουμέντο διαπίστωνε ότι το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου δεν δικαιολογούνταν από κανενός είδους έκτακτες περιστάσεις· πως η διατήρηση της δικτατορίας ουδόλως νομιμοποιούνταν σαν προστασία της έννομης τάξης από την αντικαθεστωτική δυναμική αντίσταση· πως η χούντα καταπάτησε ασύστολα κάθε λογής ελευθερίες και -το κυριότερο- επιβίωνε χάρη στη συστηματική χρήση βασανιστηρίων από τους πραιτωριανούς της.
Αξιοσημείωτη υπήρξε ωστόσο η διατύπωση απροκάλυπτα φιλοχουντικών συμπερασμάτων από μια κυμαινόμενη μειοψηφία −με χαρακτηριστικότερη τη μόνιμη στήριξη του Ελληνα αντιπροσώπου, καθηγητή Ευσταθιάδη, από τον Κύπριο ομόλογό του Μ. Τριανταφυλλίδη.
Απέμεινε η μάχη της 12ης Δεκεμβρίου στην Επιτροπή Υπουργών. «Μάχη μέχρις εσχάτων», όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας, Παναγιώτης Πιπινέλης, αναχωρώντας για το Στρασβούργο («Εθνος» 5/12).
Η αγωνία του καθεστώτος αποτυπώνεται στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, καθώς αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση: «Αμφίρροπος η μάχη» («Εθνος» 26/11)· «Διατί η Ελλάς επήγε εις το Στρασβούργον. Ανακοίνωσις του υπουργείου Εξωτερικών» («Μακεδονία» 4/12)· «Ουδετέρα η στάσις Ελβετίας και Αυστρίας» («Βραδυνή» 5/12)· «Η μάχη θα κερδηθεί» («Νέα Πολιτεία» 7/12)· «Αποτυγχάνουν οι εχθροί της Ελλάδος εις το Συμβ. Ευρώπης» («Νέα Πολιτεία» 11/12)· «Σήμερον η μεγάλη μάχη στο Συμβούλιον Ευρώπης. Ουδετέρα η στάσις των ΗΠΑ» («Ελευθερία» Λάρισας 12/12).
Στην αντίπερα όχθη η μάχη δόθηκε με αλλεπάλληλες διαρροές στα ΜΜΕ, προκειμένου οι υπουργοί να νιώθουν τη διαρκή πίεση μιας κοινής γνώμης σοκαρισμένης από τα πεπραγμένα της ελληνικής χούντας.
Αποσπάσματα της (απόρρητης) έκθεσης της ΕΕΔΑ δημοσιεύονται σε βρετανικές κι αμερικανικές εφημερίδες (29/11-2/12), η χαριστική όμως βολή θα δοθεί από τον λονδρέζικο «Observer» στις 7 Δεκεμβρίου, με μια συγκλονιστική αποκάλυψη: ένα πρόσφατο (15/5/1969) έγγραφο του Μιχαήλ Κοττάκη, διευθυντή του διπλωματικού γραφείου του Πιπινέλη, σχετικό με τις υπόγειες προσπάθειες της ελληνικής χούντας για πραξικόπημα στη γειτονική Ιταλία! Ο κύβος είχε πλέον οριστικά ριφθεί.
«Καθώς ήρχισεν η συνεδρίασις», μας πληροφορεί τηλεγράφημα του ΑΠΕ, «αι μόναι βέβαιαι ψήφοι κατά της αναστολής εφαίνοντο να είναι της Κύπρου και αυτής της Ελλάδος»· ακόμη και «ο Τούρκος εκπρόσωπος», που στο παρελθόν είχε στηρίξει αποφασιστικά την εθνική μας «ανεξαρτησία», τούτη τη φορά «ηρνήθη να είπη πώς θα εψήφιζε η αντιπροσωπεία του» («Το Βήμα», 13/12).
Ο Πιπινέλης κλαψούρισε πως «οι πραγματικοί φίλοι της Ελλάδος δεν πρέπει να την καταδικάσουν» και «να αποκόψουν τους δεσμούς της με την Ευρώπην, ιδία τώρα οπότε η ήπειρος φαίνεται να ακολουθή την οδόν προς την ενότητά της», ο συσχετισμός είχε όμως κριθεί. Οι δικτάτορες δεν είχαν άλλη διέξοδο από τον προσχηματικό λεονταρισμό της «οικειοθελούς αποχωρήσεως».
Αναρχικοί και μπολσεβίκοι...
Μετά το φιάσκο, ο Παττακός διαπίστωσε πικρόχολα ότι «δι’ ωρισμένους Σκανδιναβούς και Δυτικοευρωπαίους η ιστορία του Ευρωπαϊκού πνεύματος έχει σταματήσει εις την εποχήν των Βίκινγκς» («Νεολόγος» Πατρών 14/12). Οσο για «τους ψευδοδημοκράτας της Δύσεως», αποφάνθηκε σε κύριο άρθρο της η ημιεπίσημη «Νέα Πολιτεία» (14/12), «το ελαφρυντικόν των είναι ότι δεν είχον εθισθή εις την ελληνικήν λεβεντιάν»· παρασύρθηκαν, ως εκ τούτου, από τις αυταπάτες που τους καλλιέργησαν «οι μηδίσαντες αυτοεξόριστοι κ.κ. Παπανδρέου, Μητσοτάκης και λοιποί», πως το καθεστώς της Αθήνας θ’ αποδεικνυόταν εύκολο καρύδι.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα, ο Πιπινέλης θα δεχτεί δημόσια τον ασπασμό του Παπαδόπουλου −και, με τη σειρά του, θα υμνήσει τον δικτάτορα που «κατέστησε την Ελλάδα σεβαστήν εις τους φίλους της και τρομεράν εις τους εχθρούς της» («Το Βήμα» 20/12).
Ακολούθησε η διατεταγμένη «λαϊκή» παρέμβαση: «Το γραφείον του Πρωθυπουργού κ. Γ. Παπαδοπούλου κατακλύζεται από προχθές διά χιλιάδων τηλεγραφημάτων εξ όλων των διαμερισμάτων της χώρας, οι αποστολείς των οποίων χαιρετούν και χειροκροτούν την υπερήφανον στάσιν της Ελλάδος εις το Συμβούλιον της Ευρώπης», διαβάζουμε στη «Βραδυνή» (15/12). «Επιστήμονες, αγρόται, εργάται, νέοι από όλα τα διαμερίσματα της χώρας εκφράζουν την εθνικήν αυτών συγκίνησιν διά ιστορικόν ΟΧΙ της χώρας μας προς τους αντιπροσώπους του Συμβουλίου της Ευρώπης, επί τη ευκαιρία δε διαδηλούν, διά μίαν εισέτι φοράν, την ευγνωμοσύνην των και την αφοσίωσίν των εις την Εθνικήν Κυβέρνησιν και την Επανάστασιν της 21ης Απριλίου 1967».
Παρά την αναπάντεχη αυτή δημοφιλία του, ο ίδιος ο δικτάτορας θ’ αποδειχθεί πάντως εντυπωσιακά ρεαλιστής στο διάγγελμα που εκφωνεί στις 15/12 σε ζωντανή ραδιοτηλεοπτική μετάδοση από το βήμα της καταργημένης Βουλής, ενώπιον ενός επίλεκτου κοινού που αποτελούν «η ηγεσία του στρατεύματος, οι πρυτάνεις των Ανωτάτων Σχολών, εκπρόσωποι της Διοικήσεως» και, φυσικά, «οι εκπρόσωποι των εφοπλιστών και του μεγάλου επιχειρηματικού κεφαλαίου» με επικεφαλής τους Ωνάση, Μποδοσάκη και Ανδρεάδη («Νέα Πολιτεία» 16/12).
Ο λόγος του είναι απίστευτα ήπιος απέναντι στην Ευρώπη, σκληρότατος όμως όσον αφορά την περαιτέρω πορεία του καθεστώτος· αξιοσημείωτος επίσης ο επαναπροσδιορισμός του (κοινού) εσωτερικού εχθρού, με την «αναρχία» ν’ αντικαθιστά ως φόβητρο τον παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνδυνο:
«Οι φίλοι μας» οι Ευρωπαίοι, ξεκαθαρίζει, «ας μην ανησυχούν. Μας έχουν συνηθίσει εις πικρίας. Εχομεν εθισθή να υπομένωμεν και να ανεχώμεθα τους φίλους μας και όταν ακόμη μας πικραίνουν. [...] Ας προσέξουν όμως. Ας προσέξουν διότι η Δημοκρατία κινδυνεύει και εις τας χώρας των. [...] Ας αναχθούν εις το ύψος των περιστάσεων και ας αντιμετωπίσουν όχι πλέον το μίασμα του κομμουνισμού, διότι τούτο φαίνεται ότι έχει παύση πλέον να αποτελή κίνδυνον διά τον ελεύθερον κόσμον, αλλά ας αντιμετωπίσουν την νέαν δύναμιν, την ανατρεπτικήν, την αναρχίαν, την αναρχίαν που δημιουργεί η μεταφορά του κοινωνικού ατόμου εις την μορφήν του απολύτως ελευθέρου ατόμου, το οποίον δρα υπό την επήρειαν του ενστίκτου, ως θηρίον εις την ζούγκλαν. Ας αντιμετωπίσουν, όσον είναι καιρός ακόμη, την κατάστασιν της ασθενείας της Δημοκρατίας των και ας αφήσουν την ιδικήν μας εις ημάς». Εξίσου εύγλωττη και η νέα στοχοθεσία που επιστρατεύεται για να νομιμοποιήσει την επ’ αόριστον παράταση της εκτροπής: «Το πρόβλημα δεν είναι αστυνομικόν εις την χώραν μας. Είναι κοινωνικόν, είναι πρόβλημα αναπτύξεως. [...] Εαν δεν επιτύχωμεν την αναδιοργάνωσιν της Διοικήσεως, την εξυγίανσιν των κοινωνικών θεσμών, την ανάπτυξιν εις τον κοινωνικόν, οικονομικόν και πολιτιστικόν τομέα, ώστε να καταστή ο χώρος υγιής και ικανός να αποδεχθή τας διαδικασίας της διαμορφώσεως των εξουσιών κατά το Σύνταγμα, δεν πρόκειται, κύριοι, και σεις όλοι οι Ελληνες, οι οποίοι με βλέπετε και με ακούετε ή μόνον με ακούετε αυτήν την στιγμήν, να προχωρήσωμεν προς εκλογάς» (Γ. Παπαδόπουλος, «Το Πιστεύω μας», τ. Στ΄, Αθήναι 1970, σ.67-8).
Η χούντα μπορεί να είχε φάει τα μούτρα της στην Ευρώπη, δεν είχε όμως ακόμη διανύσει ούτε καν τη μισή από τη μαύρη επταετία της.
Δύο από τους επτά βασανισμένους αγωνιστές που κατέθεσαν στο Στρασβούργο αποτύπωσαν τις συγκλονιστικές μαρτυρίες τους σε βιβλία: η αείμνηστη Κίττυ Αρσένη (1935-2013) και ο Περικλής Κοροβέσης.
Νεαρός ηθοποιός και μέλος μιας ομάδας του αντιδικτατορικού Πατριωτικού Μετώπου (ΠΑΜ), ο δεύτερος συνελήφθη στις 8/10/1967 σε ηλικία 26 ετών, βάσει της ομολογίας ενός συντρόφου του που είχε πιαστεί λίγο νωρίτερα. Μολονότι στο σπίτι του δεν βρέθηκε το παραμικρό ενοχοποιητικό στοιχείο, βασανίστηκε απάνθρωπα στη Γενική Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας και κατόπιν στο 401 ΓΣΝ για να δώσει τα ονόματα των παραληπτών του παράνομου πληροφοριακού δελτίου του ΠΑΜ που είχαν πληροφορηθεί πως διακινούσε.
Μεταφέρθηκε ξανά στην Μπουμπουλίνας, όπου κρατήθηκε μία βδομάδα σε απομόνωση κι από εκεί στην Ασφάλεια της οδού Ρεθύμνης (για ένα μήνα), στις φυλακές Αβέρωφ και, τελικά, της Αίγινας. Δεν δικάστηκε ποτέ, καθώς απολύθηκε με την αμνηστία που δόθηκε μετά το αποτυχημένο βασιλικό κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου −αν και κάπως ετεροχρονισμένα, μ’ ένα ακόμη τρίμηνο πέρασμα από την Μπουμπουλίνας.
Η Μπουμπουλίνας τού ήταν ήδη γνωστή από τα προδικτατορικά χρόνια, καθώς είχε οδηγηθεί εκεί τέσσερις φορές πριν από το πραξικόπημα για διάφορους λόγους, έστω και κάτω από πολύ διαφορετικές συνθήκες. Σε ηλικία 20 ετών είχε φάει μάλιστα ένα γερό ξύλο μαζί μ’ έναν συνάδελφό του, επειδή έσκιζαν τις ανώνυμες αντικομμουνιστικές προεκλογικές αφίσες κατά της ΕΔΑ που τοιχοκολλούσε η Ασφάλεια. Διαμορφωτική εμπειρία, θυμάται, που τον βοήθησε σημαντικά ν’ αντέξει τις απείρως χειρότερες συνθήκες της ανάκρισής του από την ίδια υπηρεσία επί χούντας.
Λιγότερο γνωστή είναι η διαδρομή του από την Αθήνα στο Στρασβούργο. Τον Δεκέμβριο του 1968, η Αμαλία Φλέμινγκ τού ζήτησε μια γραπτή κατάθεση για όσα τράβηξε, προκειμένου να σταλεί στην Υποεπιτροπή της ΕΕΔΑ που ερευνούσε το ζήτημα των βασανιστηρίων. Συνέταξε ένα κείμενο δέκα σελίδων -που αποτέλεσε κατόπιν τη βάση για τους «Ανθρωποφύλακες»- και της το παρέδωσε. Λίγο αργότερα, η ίδια θα φροντίσει για τις τεχνικές λεπτομέρειες της διαφυγής του στο εξωτερικό: «Βρήκε τον πλαστογράφο που χρησιμοποιούσε ο μηχανισμός του Πάμπλο, τον Πιερ, κι αυτός μου έφτιαξε ένα πλαστό νοτιοαφρικανικό διαβατήριο με το όνομα Θόρπον». Τα σύνορα τα πέρασε στην Αδριανούπολη, μαζί μ’ ένα ζευγάρι Αμερικανών πανεπιστημιακών για κάλυψη.
Από την Κωνσταντινούπολη ταξίδεψε κατόπιν αεροπορικά στη Γενεύη, όπου τον περίμενε η Μαρία Μπέκετ, η Ελληνίδα σύζυγος ενός από τους δικηγόρους που είχαν συντάξει την πρώτη έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας. Παρέμεινε εκεί σ’ ένα κατάλυμα Προτεσταντών που φιλοξενούσαν κυνηγημένους φοιτητές απ’ όλο τον κόσμο, μέχρι να καταθέσει στην Υποεπιτροπή. Η γυναίκα του, για την οποία ο ίδιος είχε δηλώσει στην Ασφάλεια πως είχαν χωρίσει, εγκατέλειψε την Ελλάδα λίγο αργότερα με κανονικό διαβατήριο.
Στο Στρασβούργο κατέθεσε στις 16 Ιουνίου 1969. Είχαν προηγηθεί δύο συνεντεύξεις του: στη βρετανική «Sun» τον Φλεβάρη και στο αμερικανικό «Look» τον Μάιο. Η δεύτερη, σε έντυπο με κυκλοφορία 10.000.000 τευχών, αφηνίασε κυριολεκτικά τον Παπαδόπουλο· χάνοντας εντελώς την ψυχραιμία του όταν ρωτήθηκε επ’ αυτού στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο δικτάτορας δεν δίστασε ν’ αποκαλέσει τον Κοροβέση «ψυχοπαθή» και τις αποκαλύψεις του «ευφαντάστους και κακοήθεις συκοφαντίας» («Νέα Πολιτεία», 8/6/1969).
Την ίδια χρονιά θα κυκλοφορήσουν οι «Ανθρωποφύλακες» στο Παρίσι (στα γαλλικά) και τη Στοκχόλμη (στα ελληνικά), ενημερώνοντας ακόμη αναλυτικότερα την παγκόσμια κοινή γνώμη για το αληθινό πρόσωπο της χούντας.
Την επόμενη πενταετία ο Περικλής την έβγαλε σε διάφορες χώρες της Δυτικής Ευρώπης, με διαβατήριο «άπατρι» που του χορήγησε η Δανία. Στην Αθήνα θα επιστρέψει τον Αύγουστο του 1974, έναν μήνα μετά τη μεταπολίτευση. Μιλώντας προ τριετίας σε ημερίδα της Γαλλικής Σχολής για τις ελληνογαλλικές σχέσεις στη διάρκεια της χούντας, δεν απέφυγε τη σύγκριση ανάμεσα στη δική του εμπειρία, της προστασίας των τότε πολιτικών προσφύγων από τη μεταπολεμική Ευρώπη, και της μεταχείρισης που αυτή η τελευταία (της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης) επιφυλάσσει σήμερα σ’ όσους προσπαθούν να ξεφύγουν από τα κολαστήρια της πολύπαθης Μέσης Ανατολής...
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας