Το Σύνταγμα είναι ένας πενηντάρης χτυπημένος από την κρίση. Κουρασμένος. Απογοητευμένος. Δύσκολα τα φέρνει βόλτα. Αντέχει ακόμα, για πόσο όμως; Ναι, το Σύνταγμα άντεξε στην κρίση – αλλά με τι κόστος; Και τελευταία δεν νιώθει πολύ καλά. Το μεγαλύτερο πλήγμα για ένα Σύνταγμα είναι να χάσει την κανονιστικότητά του. Οι διατάξεις του να μη σημαίνουν τίποτε. Να είναι μόνο λόγια στο χαρτί.
Αλήθεια, τι σημαίνει σήμερα το άρθρο 19 που διακηρύσσει ότι το απόρρητο των επικοινωνιών είναι «απόλυτα απαραβίαστο»; Ή το άρθρο 86, που λέει ότι τα εγκλήματα υπουργών δικάζονται – από ειδικό δικαστήριο, αλλά πάντως δικάζονται; Ή το άρθρο 16, που λέει ότι ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται «αποκλειστικά» από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου;
Στις 11 Ιουνίου συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος του 1975. Ενα Σύνταγμα που φτιάχτηκε από μια συντηρητική πλειοψηφία –φέρει τη σφραγίδα των Κωνσταντίνου Καραμανλή και Κωνσταντίνου Τσάτσου– αλλά σταδιακά εγκαταλείφθηκε από την άρχουσα ολιγαρχία, για να μείνει μόνη η Αριστερά, που τόσο το είχε πολεμήσει όταν σχεδιαζόταν, να το προασπίζεται.
Ενόψει της επετείου, η «Εφημερίδα των Συντακτών» ζήτησε έναν κριτικό απολογισμό, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, από διακεκριμένους πανεπιστημιακούς, νομικούς και δικαστικούς. Το αφιέρωμα θα συνεχιστεί στο φύλλο της ερχόμενης Τρίτης.
Η ώρα της περισυλλογής για τη συνταγματική μας δημοκρατία
Γιώργος Χ. Σωτηρέλης*
Τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια η δημοκρατία μας παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και ελλείμματα, που δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό: εμφανείς αλλοιώσεις του πολιτεύματος ως προς τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του, καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα και ασφυκτικός περιορισμός του πολιτικού πλουραλισμού
Το Σύνταγμα του 1975 υπήρξε αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα ορόσημα της συνταγματικής ιστορίας μας. Οχι μόνο διότι επανέφερε τη χώρα μας, με τριάντα («πέτρινα») χρόνια καθυστέρηση, στη χορεία των προηγμένων συνταγματικά ευρωπαϊκών χωρών –επανασυνδέοντάς την ταυτόχρονα με τη δική της μακρόχρονη δημοκρατική και κοινοβουλευτική παράδοση– αλλά και διότι διασφάλισε, σε ικανοποιητικό βαθμό και με αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και των δικαιοκρατικών θεσμών.
Ωστόσο, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια είναι φανερό ότι η δημοκρατία μας παρουσιάζει σοβαρά προβλήματα και ελλείμματα, που δεν αφήνουν περιθώρια για εφησυχασμό: Στο πεδίο του πολιτεύματος, βλέπουμε εμφανείς αλλοιώσεις τόσο ως προς τον κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του (με υποκατάσταση της κυβέρνησης και υποβάθμιση της Βουλής από ένα υπερπρωθυπουργείο που ονομάζεται ψευδεπίγραφα «επιτελικό κράτος») όσο και ως προς τη δημοκρατική λειτουργία του (με καλπονοθευτικά εκλογικά συστήματα και με ασφυκτικό περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού, μέσω της χειραγώγησης του συνόλου σχεδόν των ηλεκτρονικών ΜΜΕ).
Επιπροσθέτως, σε αντίθεση με άλλα κράτη με το ίδιο πολίτευμα (όπως π.χ. η Ιταλία), ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι πλέον «πουκάμισο αδειανό», ιδίως μετά την από κάθε άποψη προβληματική αλλαγή του τρόπου εκλογής του, με την αναθεώρηση του 2019, που τον εξαρτά πλέον πλήρως από τις επιλογές του εκάστοτε πρωθυπουργού.
Στο πεδίο του κράτους δικαίου, πέρα από το ότι ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων δεν είναι διόλου ικανοποιητικός (ελλείψει και Συνταγματικού Δικαστηρίου) παρατηρείται ολοένα και περισσότερο η τάση να υποτάσσεται η Δικαιοσύνη στα κελεύσματα της κυβέρνησης, για κρίσιμες υποθέσεις (με αποκορύφωμα αυτήν των υποκλοπών). Ακόμη δε και όταν λαμβάνονται ορθές αποφάσεις, όπως αυτή του ΣτΕ στην υπόθεση Ανδρουλάκη, η κυβέρνηση τις γράφει στα παλαιότερα των υποδημάτων της…
Επιπλέον, οι Ανεξάρτητες Αρχές υπονομεύονται συστηματικά από την κυβέρνηση, ιδίως όταν είναι αποφασισμένες να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, ενώ οι ηγεσίες τους είναι δυνατόν να αποτελούν πλέον, μετά την αναθεώρηση του 2019, απόρροια συναλλαγής δύο μόνο κομμάτων (όπως συνέβη πρόσφατα) χωρίς καμία ασφαλιστική δικλίδα.
Οσο δε για την ποινική ευθύνη πρώην και νυν πρωθυπουργών και υπουργών, μόνο απογοήτευση προκαλούν οι μεροληπτικές σχετικές αποφάσεις της εκάστοτε πλειοψηφίας (ιδίως ως προς τη Novartis, τις υποκλοπές και τα Τέμπη) καθώς και οι πρόσφατοι χειρισμοί ώστε να παρακαμφθεί ο κατά το Σύνταγμα «φυσικός δικαστής» του πρώτου σταδίου, δηλαδή η προανακριτική της Βουλής, με την επίκληση του… «φυσικού δικαστή».
Αλλά και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος της κυβέρνησης δεν έχει καλύτερη τύχη, λόγω της φαλκίδευσης των εξεταστικών επιτροπών από την εκάστοτε πλειοψηφία. Αν στα ανωτέρω προβλήματα προσθέσουμε και τις χρόνιες υστερήσεις που παρατηρούνται στην προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας, των δικαιωμάτων συλλογικής δράσης και των κοινωνικών δικαιωμάτων, συμπληρώνεται η εικόνα μιας «μελαγχολικής» δημοκρατίας, ως προς την οποία προέχουν όχι επετειακοί πανηγυρισμοί αλλά εγρήγορση, αναστοχασμός και περισυλλογή…
*Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, Πανεπιστήμιο Αθηνών
Ελεύθερη ανάπτυξη προσωπικότητας - αλλά όχι για όλους
Δημήτρης Χριστόπουλος*
Το άρθρο 5 παρ. 1 ορίζει ότι «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του» και στη δεύτερη παράγραφο πως «Ολοι όσοι βρίσκονται στην Ελληνική Επικράτεια απολαμβάνουν την απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους».
Δυστυχώς αυτό το τόσο ζωτικό για ένα φιλελεύθερο πολίτευμα άρθρο, μη αναθεωρητέο εξάλλου, στη χώρα μας δεν έχει ακόμη τύχει καθολικής και ανεξαίρετης εφαρμογής. Και φυσικά εδώ δεν αναφέρομαι σε συγκυριακές παραβιάσεις του αλλά σε συστημικές, δηλαδή διαρκείς και γενικευμένες στρατηγικές επιλογές των ελληνικών κυβερνήσεων με μια αξιοζήλευτη συνέχεια που αγγίζει τον μισό αιώνα. Από την πρώτη παράγραφο που αναφέρεται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας δυστυχώς στην πράξη εξαιρούνται τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες στην Ελλάδα.
Σε αυτούς απαγορεύεται να ορίσουν το ανήκειν τους όπως εκείνοι θέλουν. Η χώρα διαρκώς επαναλαμβάνει πως «στην Ελλάδα δεν υπάρχουν μειονότητες παρά μόνο μία, η μουσουλμανική», ενώ η αλήθεια είναι πως τα πράγματα είναι σαφώς πιο σύνθετα. Πριν από μερικά χρόνια, μειονοτικός βουλευτής της Θράκης φυλακίστηκε επειδή δήλωνε «Τούρκος» ενώ ακόμη και σήμερα, παρά τις απανωτές καταδίκες της Ελλάδας από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα μειονοτικά σωματεία που διεκδικούν να ονομάζονται «τουρκικά» απαγορεύονται.
Επομένως, ενώ το Σύνταγμά μας τοποθετεί ως κορωνίδα της προστασίας των ελευθεριών μας την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, στην πραγματικότητα, η διοικητική πρακτική άλλα κάνει. Οσο αυτό δεν αλλάζει, η Ελλάδα θα παραβιάζει διαρκώς το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος, κάτι που κάνει συνέχεια από το 1975.
Η δεύτερη παράγραφος του ίδιου άρθρου αναφέρεται στην προστασία της ελευθερίας όλων όσων βρίσκονται στην Ελλάδα. Και εδώ από το 2012 και ύστερα έχουμε μια σοβαρή συστημική απόκλιση. Από τους «όλους» εξαιρούνται πρόσφυγες, αιτούντες άσυλο και μετανάστες που κρατούνται επειδή δεν έχουν χαρτιά στην Ελλάδα.
Από την πρώτη παράγραφο που αναφέρεται στην ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας δυστυχώς στην πράξη εξαιρούνται τα πρόσωπα που ανήκουν σε μειονότητες στην Ελλάδα
Αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι λοιπόν με την προσήλωσή μας στο θεμελιακό συνταγματικό αγαθό της προσωπικής ελευθερίας, τότε οφείλουμε να αποδεχθούμε ότι η κράτηση όλων αυτών, ιδιαιτέρως δε η κράτηση των ανθρώπων που έχουν ασκήσει το δικαίωμά τους να υποβάλουν αίτημα ασύλου, συνιστά συστημική παραβίαση του ελληνικού συνταγματικού κειμένου και μάλιστα ενός άρθρου που αποτελεί λυδία λίθο του Συντάγματος των δικαιωμάτων.
Αντιλαμβάνομαι ότι μπορεί καθείς να έχει γνώμη ως προς την πολιτική σκοπιμότητα της απαγόρευσης των μειονοτικών να ορίζουν το ανήκειν τους όπως αυτοί θέλουν, αντιλαμβάνομαι ότι η Τουρκία είναι πολύ δύσκολος γείτονας, ότι η μεταναστευτική πολιτική μας επιβάλλει το μήνυμα της αποτροπής και της ανάσχεσης και όχι της ένταξης και πολλά άλλα.
Φυσικά τα επιχειρήματα εδώ μπορούν και πρέπει να αντιπαρατίθενται ελεύθερα σε μια δημοκρατία. Ομως, το ότι οι συγκεκριμένες πρακτικές, υπαγορευμένες από ρητές ή άρρητες σκοπιμότητες, παραβιάζουν το Σύνταγμα είναι αδιαπραγμάτευτο. Το Σύνταγμα όμως «είτε είναι κανόνες, είτε είναι τίποτε» όπως έλεγε ένας σοφός Γάλλος ήδη από τα τέλη του 18ου αιώνα. Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς.
*Καθηγητής Πολιτειολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Το Σύνταγμα και η Ευρωπαϊκή Ενωση
Κωνσταντίνος Γιαννακόπουλος*
Μια έντονη ανασφάλεια κλονίζει σοβαρά το Κράτος Δικαίου, καθώς τείνει να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι, κατά περίπτωση, υπάρχει πάντοτε διαθέσιμη μια ερμηνεία που είναι ικανή, υπερβαίνοντας κάθε εθνικό ή ευρωπαϊκό θεμελιώδη κανόνα, να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε κυρίαρχη πολιτική επιλογή
Αν και, στη διάρκεια της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, δρομολογήθηκε από νωρίς η μετάπτωση της χώρας μας σε «κράτος-μέλος» της Ευρωπαϊκής Ενωσης, δεν έχει ακόμη διαμορφωθεί ένα αξιόπιστο συνταγματικό πλαίσιο ρύθμισης των διφορούμενων και –φανερά ή σιωπηρά– συγκρουσιακών σχέσεων μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου.
Δηλώνοντας κάτω από το άρθρο 28 του Συντάγματος ότι το άρθρο αυτό «αποτελεί θεμέλιο για τη συμμετοχή της Χώρας στις διαδικασίες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης», ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001 κατέστησε την παραπάνω συμμετοχή ρητό συνταγματικό σκοπό.
Πλην όμως, αντίθετα από ό,τι έκαναν άλλα κράτη, δεν θέσπισε νέες κατάλληλες διατάξεις ως ειδική βάση εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Διατήρησε το κανονιστικά θολό τοπίο στο οποίο είχε στηριχθεί η προσχώρηση στο πρώιμο σχήμα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων το 1981. Ετσι, η συμμετοχή στην Ενωση τέθηκε υπό τις προϋποθέσεις των προϋφιστάμενων παραγράφων 2 και 3 του άρθρου 28, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται μόνον η διασφάλιση των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», των «βάσεων του δημοκρατικού πολιτεύματος» και της «ισότητας».
Περιλαμβάνονται και προϋποθέσεις, όπως η «αμοιβαιότητα» και η εξυπηρέτηση «σπουδαίου εθνικού συμφέροντος», οι οποίες δεν συνάδουν με τη φύση της ενωσιακής έννομης τάξης και, πάντως, υποδαυλίζουν τον πολεμικό συνταγματισμό που αναπτύχθηκε στην Ενωση κατά τη διάρκεια των αλλεπάλληλων κρίσεων των τελευταίων ετών.
Οι άτεχνες διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματος έγιναν αντικείμενο επιλεκτικού σεβασμού και συχνής εργαλειοποίησης σχεδόν απ’ όλους τους εθνικούς φορείς. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η επικρατήσασα επιλογή της συμμετοχής υπό οποιουσδήποτε όρους στη διαδικασία ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης βασίστηκε περισσότερο στην παραδοχή της ανημποριάς της Ελλάδας να υπάρξει με αξιοπρέπεια ως ανεξάρτητο κράτος παρά στην ειλικρινή πρόθεση και την ικανότητα σύγκλισής της με τα λοιπά κράτη-μέλη της Ενωσης στη βάση συγκεκριμένων αρχών.
Αλλωστε, παραμένει διάχυτος –ακόμη και στις πιο φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις– ένας ανομολόγητος ευρωσκεπτικισμός. Ο τελευταίος δεν συνδέεται με την υπεράσπιση της κρατικής κυριαρχίας, αλλά με την εδραιωμένη πεποίθηση ότι πιο κρίσιμη από τη συμμετοχή στην Ενωση είναι η συμπόρευση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, οι οποίες καθορίζουν τη μοίρα της ετερόφωτης και πλέον ιδιαίτερα εξασθενημένης διαδικασίας ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Ούτε η νομολογία των εθνικών δικαστηρίων αναμετρήθηκε με ευθύτητα με όλα τα ερμηνευτικά ζητήματα που εγείρει το άρθρο 28, με αποτέλεσμα να εντείνεται η αποσυνταγματοποίηση του εθνικού δικαίου την ίδια στιγμή που δεν αναβαθμίζεται η ατελής συνταγματοποίηση του ενωσιακού. Ειδικότερα, το Συμβούλιο της Επικρατείας, ξεπερνώντας μια μακρά περίοδο νομολογιακού πατριωτισμού, στην υπόθεση του «βασικού μετόχου» προσπάθησε να εγκαινιάσει μια φιλοευρωπαϊκή νομολογία, διακηρύσσοντας την υποχρέωση «εναρμόνισης των συνταγματικών διατάξεων με τους κανόνες του κοινοτικού δικαίου».
Ωστόσο, η επώδυνη συνθηκολόγηση που επιτεύχθηκε με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ενωσης στην υπόθεση αυτή κατέστησε την εναρμόνιση ψευδεπίγραφη, διότι, για να αποφευχθεί ο τυπικός παραμερισμός του εθνικού Συντάγματος απέναντι στις ενωσιακές απαιτήσεις, προκρίθηκε τελικά η πλήρης ερμηνευτική αλλοίωσή του. Δεν εξέπληξε, λοιπόν, το γεγονός ότι, μετά και από τα Μνημόνια, η νομολογία του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, στερούμενη συγκροτημένης στρατηγικής, εξελίχθηκε γρήγορα σε έναν εμπειρικό μηχανισμό απρόβλεπτου βαθμού και τρόπου προσαρμογής του εθνικού στο ενωσιακό δίκαιο.
Η αδυναμία μέχρι στιγμής της Δικαιοσύνης να αντιμετωπίσει με συνέπεια και συστηματικότητα τις απορρυθμιστικές τάσεις του ευρωπαϊκού συνταγματικού πλουραλισμού έχει οδηγήσει στη ρευστοποίηση τόσο του εθνικού όσο και του ενωσιακού δικαίου. Μια έντονη ανασφάλεια κλονίζει σοβαρά το Κράτος Δικαίου, καθώς τείνει να εμπεδωθεί η αντίληψη ότι, κατά περίπτωση, υπάρχει πάντοτε διαθέσιμη μια ερμηνεία που είναι ικανή, υπερβαίνοντας κάθε εθνικό ή ευρωπαϊκό θεμελιώδη κανόνα, να νομιμοποιήσει οποιαδήποτε κυρίαρχη πολιτική επιλογή.
*Καθηγητής Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Σύνταγμα και κοινωνία σε κρίσιμη καμπή
Δημήτρης Καλτσώνης*
Το Σύνταγμα του 1975, όπως κάθε Σύνταγμα, με τις ρυθμίσεις αλλά και τις σιωπές του εξέφραζε τον συσχετισμό των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και πρωτίστως την κυρίαρχη συνιστώσα του, την οικονομική ολιγαρχία. Σημαδεύτηκε από τη συντεταγμένη παράδοση της εξουσίας από τη δικτατορία στους αστούς πολιτικούς. Οι κυρίαρχες δυνάμεις φοβούνταν τις ριζοσπαστικές εξελίξεις, προσπάθησαν να τις τιθασεύσουν και αναχαιτίσουν. Ηταν ένα Σύνταγμα με ορατά τα συντηρητικά χαρακτηριστικά, προϊόν μιας ψευδο-αναθεωρητικής διαδικασίας.
Κατοχύρωνε μέσω του άρθρου 107 σκανδαλώδη προνόμια στο εφοπλιστικό και ξένο κεφάλαιο, παρείχε τη δυνατότητα εκχώρησης αρμοδιοτήτων στην ΕΟΚ μέσω του άρθρου 28, χωρίς καν προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία.
Η επικείμενη αναθεώρηση θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει τον δυσμενή συσχετισμό για τους εργαζόμενους και να πραγματοποιήσει μια αντιδραστική στροφή. Αν τυχόν δεν το καταφέρει, η κυρίαρχη πολιτική θα συνεχίσει να παραβιάζει το Σύνταγμα μετατρέποντάς το σε κουρελόχαρτο
Κατοχύρωνε συνταγματικά την ένταξη της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ μέσω του άρθρου 27 παρ. 2, παρά τη μεγάλη αντίθεση του λαού εξαιτίας και του Κυπριακού. Υποβάθμιζε τη Βουλή, δεν κατοχύρωνε την απλή αναλογική, παρείχε υπερεξουσίες στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με τις οποίες μπορούσε να στραφεί ενάντια στην κυβέρνηση και στη Βουλή σε περίπτωση ανάδειξης μιας ριζοσπαστικής πλειοψηφίας.
Παράλληλα λάμβανε υπόψη τον συσχετισμό δυνάμεων, τον απόηχο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και των λαϊκών κινημάτων που βρίσκονταν υπό ανάπτυξη. Κατοχύρωνε πληρέστερα σε σχέση με το μετεμφυλιακό καθεστώς μια σειρά δικαιώματα. Η κατάσταση βελτιώθηκε με τον ατελή εκδημοκρατισμό της περιόδου 1981-1985 και την αναθεώρηση του 1986.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης και η αλλαγή του συσχετισμού σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας σήμανε την προσπάθεια της οικονομικής ολιγαρχίας να ξεθεμελιώσει πλήρως τις κατακτήσεις των εργαζομένων των τελευταίων εκατό χρόνων. Πολλές διατάξεις του Συντάγματος μετατράπηκαν έτσι σε εμπόδιο. Το βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου υπήρξε η παραβίαση του Συντάγματος. Τέτοια ήταν η ίδια η συγκρότηση της κυβέρνησης Παπαδήμου, η επιβολή της εποπτείας και των Μνημονίων, που οικοδόμησαν ένα οικονομικό παρα-Σύνταγμα, η ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων.
Καθώς η αναθεώρηση του 2019 δεν μπόρεσε να εισαγάγει στοιχεία βαθιάς συντηρητικοποίησης, κυρίαρχη επιλογή έγινε η συστηματική, απροκάλυπτη παραβίαση των συνταγματικών διατάξεων όταν αυτές στέκονται εμπόδιο. Χαρακτηριστικό αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα είναι το άρθρο 16.
Η επικείμενη αναθεώρηση θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει τον δυσμενή συσχετισμό για τους εργαζόμενους και να πραγματοποιήσει μια αντιδραστική στροφή. Η συζήτηση για την κατάργηση της μονιμότητας των δημόσιων υπαλλήλων (άρθρο 103) είναι ενδεικτική. Αν τυχόν δεν το καταφέρει, η κυρίαρχη πολιτική θα συνεχίσει να παραβιάζει το Σύνταγμα μετατρέποντάς το σε κουρελόχαρτο.
Αμεσα, επομένως, χρειάζεται όχι η αναθεώρηση του Συντάγματος αλλά η προάσπιση των συνταγματικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Προοπτικά, η δραστική μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων σε όφελος των λαϊκών τάξεων θα ανοίξει τον δρόμο μιας ριζικά διαφορετικής πολιτικής. Αυτή θα αποτυπωθεί σε ένα νέο Σύνταγμα, ίσως μέσα από μια διαδικασία Συντακτικής Συνέλευσης.
*Καθηγητής Θεωρίας Κράτους και Δικαίου, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Η Δικαιοσύνη 50 χρόνια μετά
Χριστόφορος Σεβαστίδης*
Το αίτημα επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων μέσα από προεπιλογή των υποψηφίων από τους ίδιους τους δικαστές και τελική επιλογή από τη Βουλή μένει ανικανοποίητο εδώ και δεκαετίες
Εάν η κοινωνική εξέλιξη ακολουθούσε πορεία ευθύγραμμη, θα ανέμενε κανείς 50 χρόνια μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας και την ψήφιση του Συντάγματος, μία κριτική αποτίμηση αφενός διατάξεων που θωράκισαν την εξωτερική δικαστική ανεξαρτησία και αφετέρου θεσμικών κενών που εντοπίστηκαν στο πέρασμα του χρόνου, ώστε να περάσουμε στο επόμενο ανώτερο στάδιο της διαλεκτικής σύνθεσης έχοντας μπροστά μας την εξαγγελθείσα συνταγματική αναθεώρηση.
Εάν το περίφημο Κράτος Δικαίου ενσωμάτωνε μέσα του εμπειρία, κοινωνικές κατακτήσεις και πρόοδο μισού αιώνα, δεν θα βρισκόμασταν απέναντι σε ένα ομόθυμο παλλαϊκό αίτημα για δομικές αλλαγές στον θεσμό της Δικαιοσύνης και σε μια πρωτοφανούς έκτασης δυσπιστία απέναντί της.
Η μόνιμη και σταθερή διαδικασία αλλαγής ωστόσο δεν κινείται πάντα μπροστά. Εχει και πισωγυρίσματα. Το Σύνταγμα αποτελεί το αντικαθρέφτισμα αυτών των πολιτικών αλλαγών που σωρεύονται σταδιακά σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής. Η απομείωση των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, η χειροτέρευση του επιπέδου ζωής των εργαζομένων, η ιδιωτικοποίηση κρατικών δραστηριοτήτων περνάνε από τη ζωντανή κοινωνική πραγματικότητα στο κείμενο του υπέρτατου νόμου και καθορίζουν την ποιότητα της δημοκρατίας.
Συνακόλουθα και η Δικαιοσύνη ως κρατικός θεσμός μετέβαλε τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά και τον σκοπό της. Διακηρυγμένος πρωταρχικός της στόχος είναι να λειτουργήσει ως εργαλείο προσέλκυσης επενδύσεων με τη δημιουργία ειδικών επενδυτικών δικαστηρίων και την υλοποίηση της υπόσχεσης για ταχύτατη έκδοση αποφάσεων που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα τον ΣΕΒ και το τραπεζικό σύστημα.
Η περιορισμένη παρεμβατική λειτουργία που θα της αναγνώριζε κανείς στην πολιτική σκηνή μεταβλήθηκε σταδιακά σε έναν μόνιμο μηχανισμό ποινικοποίησης των πάντων, ελέγχου των πολιτικών αντιπάλων, προκειμένου το κρίσιμο διακύβευμα να μετατοπιστεί από τις επιτακτικές κοινωνικές ανάγκες οι οποίες απαιτούν δίκαιη κατανομή του πλούτου στο εύκολο πεδίο του εντυπωσιασμού και της προπαγάνδας.
Το κυρίαρχο δόγμα της ποινικής αυστηροποίησης, των αθρόων φυλακίσεων, της καταπάτησης του τεκμηρίου αθωότητας ευνοεί τη μετάβαση σε πιο αυταρχικές μορφές διαχείρισης των κοινωνικών αντιδράσεων και της παραβατικότητας που έχει τις ρίζες της στην υποβάθμιση της κοινωνικής προστασίας, σε μια γενική καταστολή, σε έναν εκφοβισμό του πληθυσμού, σε μια παραβίαση θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων.
Το υφιστάμενο περιβάλλον λειτουργίας του δικαστικού συστήματος δεν επιθυμεί κανένα κόμμα εξουσίας να το βελτιώσει προς όφελος της κοινωνίας και να το αποσταθεροποιήσει. Το αίτημα επιλογής της ηγεσίας των ανώτατων δικαστηρίων μέσα από προεπιλογή των υποψηφίων από τους ίδιους τους δικαστές και τελική επιλογή από τη Βουλή μένει ανικανοποίητο εδώ και δεκαετίες.
Η απαγόρευση κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων από αφυπηρετούντες δικαστές και εισαγγελείς, ένα από τα σπάνια αιτήματα αυτοπεριορισμού που μπορεί να υποβάλει μια επαγγελματική κατηγορία, όσο κι αν δικαιώνεται στην πράξη, προσκρούει στην κυβερνητική επιθυμία επαγγελματικής αποκατάστασης των συνταξιούχων.
Η αλλαγή του τρόπου συγκρότησης των Ανώτατων Δικαστικών Συμβουλίων ώστε να πετύχουμε την πολυπόθητη εσωτερική δικαστική ανεξαρτησία και να ευθυγραμμιστεί το ελληνικό Σύνταγμα με κατακτήσεις προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών ακούγεται μόνο ως θέση της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων. Η αλλαγή πορείας δεν θα έρθει από μόνη της. Ούτε θα τη χαρίσει κανείς στον λαό. Εχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να προηγηθούν ενημέρωση, κοινωνική συνειδητοποίηση και διαρκής μαχητική διεκδίκηση.
*Εφέτης, πρόεδρος της Ενωσης Δικαστών και Εισαγγελέων
Γιατί όχι Δανία του Νότου;
Ακρίτας Καϊδατζής*
Το ελληνικό σύστημα, τυπικά, δεν έχει μεταβληθεί. Στα πενήντα χρόνια λειτουργίας του Συντάγματος του 1975, ωστόσο, σιωπηρά και διακριτικά, σχεδόν υποδόρια, αλλά συστηματικά, διαβρώθηκε –νοθεύτηκε, καλύτερα– σε βαθμό που έγινε αγνώριστο
Ενας πρωθυπουργός είχε κάποτε λοιδορηθεί, ίσως όχι τελείως άδικα, γιατί οραματίστηκε την Ελλάδα ως «Δανία του Νότου». Κι όμως, υπάρχει ένας τομέας στον οποίο η χώρα μας υπήρξε Δανία του Νότου. Δεν είναι πλέον. Το πώς και, κυρίως, γιατί είναι μια ενδιαφέρουσα ιστορία.
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα τα ελληνικά δικαστήρια καθιέρωσαν με δική τους πρωτοβουλία, χωρίς να προβλέπεται κάπου, τον έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Ηταν έλεγχος ήπιος: απλώς άφηναν ανεφάρμοστο τον αντισυνταγματικό νόμο στην υπόθεση που δίκαζαν, χωρίς να τον ακυρώνουν. Ο νόμος παρέμενε σε ισχύ. Μπορούσε να εφαρμοστεί σε άλλη υπόθεση, εκτός εάν κρινόταν και σε εκείνην αντισυνταγματικός.
Ελεγχόταν μόνον η εφαρμογή του νόμου σε ορισμένη υπόθεση, όχι ο νόμος συνολικά. Επίσης, ήταν έλεγχος ευέλικτος και δημοκρατικός: οποιοδήποτε δικαστήριο, από ειρηνοδικείο μέχρι Αρειο Πάγο, μπορούσε να κρίνει, αυτοτελώς σε κάθε υπόθεση, τη συνταγματικότητα, χωρίς να δεσμεύεται από κρίσεις άλλων δικαστηρίων σε διαφορετικές υποθέσεις.
Την εποχή που καθιερώθηκε, η μοναδική άλλη χώρα στην Ευρώπη που γνώριζε τον έλεγχο συνταγματικότητας των νόμων ήταν η Νορβηγία, την οποία αργότερα θα ακολουθούσαν και οι άλλες σκανδιναβικές χώρες. Η Ελλάδα βρέθηκε στην παγκόσμια πρωτοπορία. Υπήρξε η τρίτη χώρα στον κόσμο –μετά τις ΗΠΑ και τη Νορβηγία– που καθιέρωσε τον θεσμό.
Γι’ αυτό και δεν χρειάστηκε να ακολουθήσει το πρότυπο των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης που, αρκετά αργότερα, ίδρυσαν συνταγματικά δικαστήρια. Ενα σύστημα ριζικά διαφορετικό, με τον έλεγχο να συγκεντρώνεται σε ένα όργανο με μορφή δικαστηρίου, αλλά με πολιτική λειτουργία – δηλαδή εξουσία ακύρωσης του νόμου, ενεργώντας ως καταργητικός νομοθέτης.
Το ελληνικό σύστημα, τυπικά, δεν έχει μεταβληθεί. Στα πενήντα χρόνια λειτουργίας του Συντάγματος του 1975, ωστόσο, σιωπηρά και διακριτικά, σχεδόν υποδόρια, αλλά συστηματικά, διαβρώθηκε –νοθεύτηκε, καλύτερα– σε βαθμό που έγινε αγνώριστο. Τα τρία ανώτατα δικαστήριά μας, προπαντός το Συμβούλιο της Επικρατείας, απέστρεψαν το βλέμμα από τη φιλήσυχη Σκανδιναβία και εζήλωσαν τη δόξα των πανίσχυρων ανώτατων ή συνταγματικών δικαστηρίων σε Ευρώπη και Αμερική.
Θέλησαν, όταν κρίνουν έναν νόμο αντισυνταγματικό, αυτός να χάνει την ισχύ του, να ακυρώνεται – αν όχι τυπικά, έστω κατ’ αποτέλεσμα. Ο θεσμός της πρότυπης δίκης και το εφεύρημα του χρονικού περιορισμού της κρίσης περί αντισυνταγματικότητας (που υποχρεώνει κατώτερα δικαστήρια να εφαρμόσουν νόμο που το ανώτατο του κλάδου έκρινε αντισυνταγματικό!) υπήρξαν βασικό όχημα γι’ αυτή τη μεταβολή.
Η νομοθέτηση αντισυνταγματικών νόμων είναι ένα μείζον πρόβλημα του πολιτεύματος. Δεν πρόκειται να λυθεί ούτε με την ίδρυση συνταγματικού δικαστηρίου, που προτείνεται από πολλούς, ούτε με τη μετατροπή των ανώτατων δικαστηρίων μας σε «περίπου» συνταγματικά, που επιχειρείται από τα ίδια. Ας ανατρέξουμε, καλύτερα, στην παράδοσή μας και σε πραγματικά συγκρίσιμες έννομες τάξεις. Ας συνδυάσουμε, κατά το σκανδιναβικό πρότυπο, τον ήπιο και ευέλικτο κατασταλτικό έλεγχο με ένα σύστημα προληπτικού ελέγχου. Ας (ξανα)γίνουμε Δανία του Νότου.
*Αναπλ. καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου ΑΠΘ
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας