Η μετονομασία του τουρκικού καφέ σε ελληνικό επικράτησε σταδιακά μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’70. Λίγοι από τις προηγούμενες γενιές, από συνήθεια ή από συνειδητή αντίδραση, συνέχιζαν να τον ζητάνε με το μόνο όνομα που τον ήξεραν ώς τότε, τουρκικό. «Εμείς τον λέμε ελληνικό», ήταν το διαφημιστικό σλόγκαν μεγάλης εταιρείας που έκλεινε το μάτι στον κυρίαρχο αντιτουρκισμό. Από το όνομα του ελληνικού καφέ μέχρι τις ευρωσκεπτικιστικές αντιδράσεις που προκάλεσε η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στα τέλη της δεκαετίας του ’90 να απαγορευτεί το κοκορέτσι, οι διατροφικές μας συνήθειες επενδύονται με συμβολικές αξίες και σημασίες, που ενίοτε αποκτούν πολιτικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά.
«Σε μια εποχή ρευστών ταυτοτήτων, μια υποτιθέμενη εθνική γαστρονομική ταυτότητα γίνεται ευκαιρία για να δημιουργηθούν κοινότητες στις οποίες νιώθει κανείς ότι ανήκει, όπως και να δημιουργηθούν αντιθέσεις με άλλους και μια αξίωση ανωτερότητας» λέει o Mικέλε Αντόνιο Φίνo, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γαστρονομικών Σπουδών στο Πολέντζο της Ιταλίας, μιλώντας σε πρόσφατο ρεπορτάζ του Voxeurope για τον γαστρονομικό εθνικισμό.
Τον όρο χρησιμοποίησε η Αμερικανίδα κοινωνιολόγος Μικαέλα Ντε Σάουσι το 2010 στο άρθρο που δημοσιεύτηκε στο American Sociology Review και αποτελεί σήμερα σημείο αναφοράς («Gastgronationalism: Food Traditions and Authenticity Politics in the European Union» – Γαστροεθνικισμός: διατροφικές παραδόσεις και πολιτικές του αυθεντικού στην Ευρωπαϊκή Ενωση). Η Ντε Σάουσι ήθελε να διερευνήσει πώς τα τρόφιμα συνιστούν πολιτιστικούς και υλικούς πόρους που επηρεάζουν πολιτικές ατζέντες και ανταποκρίνονται σε πολιτικές ατζέντες. Επίσης, πώς διαμορφώνονται «πολιτικές προστασίας για συγκεκριμένα τρόφιμα και βιομηχανίες που θεωρείται ότι εκπροσωπούν εθνικές πολιτιστικές παραδόσεις», τόσο στο μικροεπίπεδο της παραγωγής προϊόντων, μελετώντας το παράδειγμα του φουά γκρα στη Γαλλία, όσο και στο μακροεπίπεδο των ευρωπαϊκών προστατευτικών πολιτικών.
Mικέλε Αντόνιο Φίνo, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Γαστρονομικών Σπουδών: «Σε μια εποχή ρευστών ταυτοτήτων, μια υποτιθέμενη εθνική γαστρονομική ταυτότητα γίνεται ευκαιρία για να δημιουργηθούν κοινότητες στις οποίες νιώθει κανείς ότι ανήκει»
Η προτίμηση στη γαστρονομική παράδοση μιας χώρας δεν συνιστά απαραιτήτως γαστρονομικό εθνικισμό. «Οσοι αγαπούν τις διατροφικές παραδόσεις και θέλουν να διατηρήσουν τη μνήμη και την πρακτική τους δεν είναι εθνικιστές. Γίνονται εθνικιστές όταν συνδέουν αυτή την επιθυμία με τη διεκδίκηση της ανωτερότητας των δικών τους παραδόσεων έναντι εκείνων άλλων λαών και χωρών», σημειώνει ο Φίνο.
Στις κραυγαλέες μορφές γαστρονομικού εθνικισμού εντάσσονται φυσικά οι ισλαμοφοβικές εκδηλώσεις κατανάλωσης χοιρινού και αλκοόλ. Τον Νοέμβριο του 2019, στον απόηχο των εθνικιστικών αντιδράσεων για τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ομάδα «Ενωμένοι Μακεδόνες» καλούσε έξω από την προσφυγική δομή στα Διαβατά Θεσσαλονίκης σε «μπάρμπεκιου πάρτυ -διαμαρτυρία κατά της λαθρομετανάστευσης! Με άφθονο χοιρινό κρέας και αλκοόλ». Η εκδήλωση εξελίχθηκε τελικά σε φιάσκο, πρόλαβε όμως να ξεσηκώσει πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ του βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Χρήστου Γιαννούλη, που καταδίκασε την εκδήλωση, και του βουλευτή της Ν.Δ. Κώστα Κυρανάκη, που απάντησε ότι «στην Ελλάδα επιτρέπεται η κατανάλωση χοιρινού και […] αλκοόλ».
Δεν πρωτοτύπησαν οι Ελληνες εθνικιστές. Στη γαλλική πόλη Αγιάνζ της βορειοανατολικής Γαλλίας, σε μια περιοχή με άλλοτε ισχυρή χαλυβουργία που γνώρισε βίαιη αποβιομηχάνιση τις τελευταίες δεκαετίες, ο δήμαρχος του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου, Φαμπιάν Ενγκελμάν, που πρωτοεκλέχθηκε το 2014 με ρητορική μίσους κατά μουσουλμάνων, Βορειοαφρικανών και της αλβανικής κοινότητας μεταναστών, οργανώνει ετήσιο πανηγύρι χοιρινού όπου οι συμμετέχοντες κάνουν ανοιχτά ισλαμοφοβικές και αντιπροσφυγικές δηλώσεις. Παρεμποδίζει επίσης τη λειτουργία χαλάλ κρεοπωλείου (χαλάλ είναι το φαγητό που επιτρέπεται να τρώνε οι μουσουλμάνοι, παρασκευασμένο σύμφωνα με τους κανόνες του Κορανίου), έχει απαγορεύσει να πωλείται στα σχολικά κυλικεία χαλάλ κρέας και έχει δηλώσει ότι ο Αγιος Βασίλης πρέπει να μοιράζει στα παιδιά χοιρινά λουκάνικα αντί για σοκολάτες, όπως τάχα το επιβάλλει η γαλλική παράδοση.

Αλλά και στην Ιταλία, ο Ματέο Σαλβίνι, αρχηγός της ακροδεξιάς Λίγκας, αντέδρασε το 2019 στην πρωτοβουλία του καρδινάλιου της Μπολόνιας να σερβίρει στη γιορτή του Αγίου Πετρώνιου της Μπολόνιας τορτελίνια με κοτόπουλο αντί για χοιρινό. Η πρωτοβουλία του καρδινάλιου αποσκοπούσε σε μια γιορτή ανοιχτή και φιλόξενη για όλους. «Προσπαθούν να διαγράψουν την ιστορία μας, τον πολιτισμό μας», αντέδρασε ο Σαλβίνι. Ωστόσο, ο Ιταλός ιστορικός Αλμπέρτο Γκράντι, που ειδικεύεται στην αποδόμηση των μύθων της ιταλικής γαστρονομίας, συγγραφέας του βιβλίου «Κατασκευασμένες ονομασίες προέλευσης» («Denominazione di Origine Inventata»), σημειώνει ότι, αντιθέτως, την ιστορία την παραποιούν οι εθνικιστές όπως ο Σαλβίνι, καθώς μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα τα τορτελίνια στην Ιταλία είχαν γέμιση κοτόπουλο.
Αλμπέρτο Γκράντι, Ιταλός ιστορικός: «Ο γαστρονομικός εθνικισμός είναι μια από τις πιο ύπουλες μορφές αυτού του "κοινότοπου εθνικισμού" επειδή αντιμετωπίζεται με κάποια επιείκεια και γίνεται αντιληπτός ως πατριωτική υπερηφάνεια. Δεν είναι όμως δύσκολο να δούμε τα σημάδια της εθνικιστικής απόκλισης όσον αφορά το φαγητό»
Από την πλευρά της, η ακροδεξιά πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι δεν χάνει ευκαιρία να αναφέρεται στις ιταλικές διατροφικές συνήθειες σαν αναπόσπαστο μέρος της ιταλικής ταυτότητας και να φωτογραφίζεται κρατώντας ιταλικά προϊόντα και φαγητά. «Η Τζόρτζια Μελόνι σερβίρει εθνικισμό βασισμένο στο φαγητό, όχι στο μίσος» ήταν ο τίτλος πρόσφατου άρθρου στους Times («Giorgia Meloni dishes up nationalism based on food not hate», The Times, 27/9/2024).
Ο Αλμπέρτο Γκράντι μιλά στο Voxeurope για μια πιο καθημερινή και λιγότερο επιθετική μορφή εθνικισμού, έναν κοινότοπο εθνικισμό, που όμως δεν είναι ούτε ουδέτερος ούτε ακίνδυνος: «Ο γαστρονομικός εθνικισμός είναι μια από τις πιο ύπουλες μορφές αυτού του “κοινότοπου εθνικισμού” επειδή αντιμετωπίζεται με κάποια επιείκεια και γίνεται αντιληπτός ως πατριωτική υπερηφάνεια. Δεν είναι όμως δύσκολο να δούμε τα σημάδια της εθνικιστικής απόκλισης όσον αφορά το φαγητό».
Ο Δημήτρης Ψαρράς («Το μπάρμπεκιου του Αντίοχου και του Πλεύρη», «Εφ.Συν.», 11/11/19) μας θυμίζει, παραπέμποντας στο δίτομο έργο του Σαούλ Φριντλέντερ («Η ναζιστική Γερμανία και οι Εβραίοι», μτφρ. Ηλία Ιατρού, εκδ. Πόλις, 2013), ότι οι ναζί βασάνιζαν τους ορθόδοξους Εβραίους αναγκάζοντάς τους να τρώνε χοιρινό, που απαγορεύεται επίσης στην εβραϊκή θρησκεία. Αναφέρεται μάλιστα στην περικοπή της Παλαιάς Διαθήκης που διηγείται τη θυσία του ενενηντάχρονου Ελεάζαρου από τους στρατιώτες του Αντίοχου (174-164 π.Χ.), που του κρατούσαν ανοιχτό το στόμα για να τον ταΐσουν χοιρινό, αλλά εκείνος το έφτυσε.
Στην Τσεχία πάλι, μια χώρα στην οποία οι πολίτες απορρίπτουν πλειοψηφικά στις δημοσκοπήσεις την εισαγωγή στο ευρώ, ο γαστρονομικός εθνικισμός πήρε τη μορφή κυρίως γαστρονομικού ευρωσκεπτικισμού. Ηδη από τα πρώτα χρόνια της εισόδου της Τσεχίας στην Ε.Ε. το 2004, οι ευρωσκεπτικιστές έδωσαν μάχη υπέρ του παραδοσιακού γκούλας που σερβίρεται στις τσεχικές παμπ κατά παράδοση μία με δύο μέρες αφού μαγειρευτεί, κάτι που δεν επιτρέπεται στην Ε.Ε. Παρόμοια διάσταση είχε πάρει η απαγόρευση της ονομασίας «βούτυρο» στο παραδοσιακό «ποματσένκοβε μάσλο» («βούτυρο αλοιφή»), ενώ απαγορεύτηκε να λέγεται ρούμι το τσεχικό ρούμι, επειδή δεν παρασκευάζεται από ζαχαροκάλαμο. Τα τελευταία χρόνια, έχουν υποχωρήσει αυτού του είδους οι επιθετικές εκδηλώσεις και ο γαστρονομικός εθνικισμός κινείται γύρω από την υποτιθέμενη ανωτερότητα του τσεχικού σιταριού έναντι του ουκρανικού.
Οπως ο εθνικισμός βασίζεται σε μια κυρίαρχη συλλογική φαντασίωση ενός προαιώνιου έθνους και σε ένα παρελθόν επινοημένο με αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις των ιστορικών γεγονότων, έτσι και ο γαστρονομικός εθνικισμός βασίζεται συχνά στη φαντασίωση μιας προαιώνιας διατροφικής παράδοσης, που αποδεικνύεται και επινοημένη και με πολύ μικρότερο ιστορικό βάθος.
«Μιλάμε για ισπανική γαστρονομία επειδή προσπάθησε να την οικοδομήσει το κράτος», λέει στην εφημερίδα El Confidencial o Χαβιέ Μεντίνα Λίκε, καθηγητής Ανθρωπολογίας Τροφίμων στο Ανοιχτό Πανεπιστήμιο της Καταλονίας. «Ορισμένα πιάτα έχουν επιλεγεί για να αντιπροσωπεύουν τις διαφορετικές περιοχές της χώρας και μερικές φορές αποτελούν επινόηση. Για παράδειγμα, η ιστορία της παέγια, που δημιουργήθηκε από το υπουργείο Τουρισμού του Φράνκο τη δεκαετία του 1960, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εψαχναν για ένα πλούσιο πιάτο που συνδύαζε τα στοιχεία που ήθελε να δείξει η Ισπανία στον έξω κόσμο. Η παέγια που τρώμε σήμερα δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα και δεν έχει σχέση με το παραδοσιακό πιάτο της Βαλένθιας».
Τζον Ντίκι, Βρετανός ιστορικός: «Ο κόσμος άρχισε να προσδίδει πολιτική ταυτότητα στο ιταλικό φαγητό [...] με τη σημερινή κυβέρνηση των νοσταλγών του φασισμού, η οποία προσπαθεί να προωθήσει αυτή την ιδέα του ιταλικού παραδοσιακού μεσογειακού χωριάτικου φαγητού»
Ηδη από το 2009, ο Σύνδεσμος Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΣΕΤΕ) είχε καταρτίσει πολυσέλιδη αναλυτική μελέτη για την εισαγωγή της γαστρονομίας στο μάρκετινγκ του ελληνικού τουρισμού, σημειώνοντας ότι «ο “γαστρονομικός πατριωτισμός” επιβραβεύεται οικονομικά». Ο οδικός χάρτης του ΣΕΤΕ δείχνει ότι αυτό που προβάλλεται ως διατροφικές συνήθειες δεν είναι αποτέλεσμα τύχης αλλά συγκεκριμένου σχεδίου, από τη διαμόρφωση γαστρονομικού χαρτοφυλακίου, την ανάπτυξη εταιρικού σήματος, την παραγωγή κειμένων και αφηγήματος μέχρι τη δημιουργία φωτογραφικού αρχείου και τη μεθοδική προβολή στα μέσα ενημέρωσης.
Αλλά και η ιταλική κουζίνα δεν είναι όσο παλιά νομίζουμε. O Αλμπέρτο Γκράντι σημειώνει, σε αναλυτικό άρθρο της Μαριάνα Τζιούστι στους Financial Times («Oλα όσα ήξερα για το ιταλικό φαγητό, εγώ, μια Ιταλίδα, είναι λάθος», 23/3/2023), ότι η εθνική κουζίνα της Ιταλίας βασίζεται περισσότερο στην καινοτομία παρά στην παράδοση. Εξηγεί ότι το κρασί Προσέκο δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1960, το ξίδι μπαλσάμικο τη δεκαετία του 1970, ενώ το πανετόνε στη σημερινή του μορφή αποτελεί εφεύρεση της αλευροβιομηχανίας τη δεκαετία του 1920 και το τιραμισού εμφανίστηκε στα βιβλία μαγειρικής τη δεκαετία του 1980, καθώς το τυρί μασκαρπόνε, που είναι η βάση του, με δυσκολία το έβρισκε κανείς εκτός του Μιλάνου πριν από τη δεκαετία του 1960 και τα μπισκότα με καφέ ανάμεσα στις στρώσεις βγήκαν στην αγορά το 1948.
Στην πραγματικότητα, τα πιάτα που θεωρούνται σήμερα παραδοσιακή ιταλική κουζίνα εξαπλώθηκαν στην Ιταλία μεταπολεμικά και προέρχονται από την Αμερική, από Ιταλούς μετανάστες που επαναπατρίστηκαν. H πρώτη καρμπονάρα φτιάχτηκε το 1944 από Ιταλό σεφ σε δείπνο για τον αμερικανικό στρατό στο Ριτσόνε της βόρειας Ιταλίας. Ο 97χρονος Μπερναρντίνο Μορόνι λέει στο ρεπορτάζ των Financial Times ότι προπολεμικά έτρωγαν ζυμαρικά μόνο τις Κυριακές και ότι μπορεί να έφτιαχναν αματριτσιάνα, που περιέχει μπέικον, μία φορά τον χρόνο, όταν έσφαζαν γουρούνι.
Οσο για την πίτσα, αποτελούσε φαγητό που το έφτιαχαν στον δρόμο κυρίως για τις φτωχές τάξεις σε ορισμένες πόλεις του ιταλικού Νότου. Η πρώτη πιτσαρία άνοιξε το 1911 αλλά στη Νέα Υόρκη, όχι στην Ιταλία, ενώ τη δεκαετία του ’70 είχε ήδη εξαπλωθεί όπως έχει εξαπλωθεί σήμερα το σούσι στην Ιταλία.
«Ο κόσμος άρχισε να προσδίδει πολιτική ταυτότητα στο ιταλικό φαγητό [...] με τη σημερινή κυβέρνηση των νοσταλγών του φασισμού, η οποία προσπαθεί να προωθήσει αυτή την ιδέα του ιταλικού παραδοσιακού μεσογειακού χωριάτικου φαγητού [μια ιδέα που είναι καθαρά αμερικανική]» λέει στο αμερικανικό πόντκαστ «The rest is history» («The food that changed the world», 15/8/24) ο ιστορικός Τζον Ντίκι, συγγραφέας του βιβλίου «Delizia! Η επική ιστορία των Ιταλών και του φαγητού τους» («Delizia! The epic history of the Italians and their food»).
Οι εθνικές κουζίνες των βαλκανικών χωρών παρουσιάζουν περισσότερες ομοιότητες από όσες θα ήθελαν να παραδεχτούν οι εθνικιστές κάθε χώρας. Τον Ιούλιο του 2020, η Βρετανοαλβανίδα τραγουδίστρια Ντούα Λίπα υπαινίχθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή ότι το άιβαρ, αλοιφή από πιπεριά, ήταν αλβανική σπεσιαλιτέ, ξεσηκώνοντας θύελλα αντιδράσεων από Σέρβους που το θεωρούσαν σερβική σπεσιαλιτέ.
Ο Βόσνιος αρθρογράφος Στρέτζιαν Πούαλο, στο άρθρο του «Βαλκάνια, η αποδόμηση του εθνικισμού του άιβαρ» («Balcani, la decostruzione dell’ajvar-nazionalismo», Osservatorio Balcani e Caucaso Transeuropa, 31/7/20), εξηγεί γιατί είναι λάθος η προσέγγιση και των δύο πλευρών: «Η πιπεριά, κύριο συστατικό του άιβαρ, έφτασε στην Ευρώπη μόνο μετά την επιστροφή του Κολόμβου από την Αμερική και [στα Βαλκάνια] αργότερα ακόμη, τον 17ο αιώνα, από την Τουρκία ή την Ουγγαρία». Σημειώνει ότι το άιβαρ έφτασε στις αγορές του Βελιγραδίου από τη Βόρεια Μακεδονία και ότι το όνομα προέρχεται από το τουρκικό haviar, χαβιάρι δηλαδή, καθώς ήταν ακριβό σαν χαβιάρι, εξού και στα σπίτια άρχισε να παρασκευάζεται μετά το 1960. «Είναι εντελώς παράλογο να επιμένουμε ότι το άιβαρ είναι σερβική, μακεδονική, αλβανική ή βουλγαρική σπεσιαλιτέ, αλλά αυτή η ανοησία αρέσει στους εθνικιστές μας», γράφει.
Αϋλη πολιτιστική κληρονομιά και αγορές εκατομμυρίων ευρώ
Σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης, παρατηρείται την ίδια στιγμή η τάση της προστασίας τοπικών και εθνικών πολιτιστικών αγαθών. Αρκετές ευρωπαϊκές χώρες άρχισαν να κατοχυρώνουν εθνικές διατροφικές συνήθειες ως προστατευόμενη άυλη πολιτιστική εθνική κληρονομιά τους, συμπεριλαμβάνοντάς τις στον σχετικό κατάλογο της UNESCO που άρχισε να δημιουργείται με την υπογραφή της σχετικής σύμβασης το 2003 στο Παρίσι. Ο τουρκικός καφές κατοχυρώθηκε ως άυλη πολιτιστική κληρονομιά της Τουρκίας το 2013. Στον κατάλογο η Ελλάδα συμμετέχει με δύο εγγραφές ως προς το φαγητό: το 2010 και το 2013 με τη μεσογειακή διατροφή (από κοινού με μεσογειακές χώρες) και το 2014 με τη μαστιχοκαλλιέργεια της Χίου.
Στην Ε.Ε. δημιουργήθηκε το 1992 το σύστημα προστασίας με την ετικέτα Προστατευόμενη Ονομασία Προέλευσης (ΠΟΠ) και την ετικέτα Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ενδειξης (ΠΓΕ). «Η ΠΟΠ και η ΠΓΕ επινοήθηκαν ως δύο απολύτως εξαιρετικά συστήματα, που θα χρησιμοποιηθούν αποκλειστικά για την προστασία αυθεντικών σπεσιαλιτέ, οι οποίες είναι αναμφισβήτητα σπάνιες. Ο πολλαπλασιασμός των πιστοποιήσεων, από την άλλη πλευρά, καθιστά σαφές ότι η Ε.Ε. έχει θέσει ένα ισχυρό εργαλείο στα χέρια των χωρών-μελών για να τροφοδοτήσουν τον εθνικισμό», σημειώνει ο Μικαέλε Αλμπέρτο Φίνο στο Voxeurope.
Σήμερα, η Τουρκία ζητά από την Ε.Ε. να αναγνωρίσει ως τουρκική εθνική σπεσιαλιτέ το ντονέρ κεμπάπ, τον γύρο από κιμά βοδινού, προκαλώντας την αντίδραση της Γερμανίας. Η επίσημη αναγνώριση θα σήμαινε αυστηρούς περιορισμούς στον τρόπο παρασκευής του εδέσματος, το οποίο αποτελεί μια τεράστια αγορά πρόχειρου φαγητού στη Γερμανία, κοντά στα 2,5 εκατομμύρια ευρώ σε πωλήσεις (και 3,5 εκατομμύρια ευρώ σε όλη την Ε.Ε).
*Το άρθρο γράφτηκε στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος PULSE, στο οποίο συμμετέχει κατ’ αποκλειστικότητα η «Εφ.Συν.». Συνεργάστηκαν: Fransesca Barca (Voxeurope - Γαλλία), Lorenzo Ferrari (OBCT - Ιταλία), Petr Jedlička (Denik Referendum - Τσεχία), Andrea Muñoz (El Confidencial - Ισπανία)
Τo πρόγραμμα PULSE
Το PULSE - Europe beyond the beat είναι μια διασυνοριακή δημοσιογραφική πρωτοβουλία που βασίζεται σε μια «συνεργατική στο σχεδιασμό» προσέγγιση στην παραγωγή περιεχομένου.
Αποτελείται από 10 σημαντικά εθνικά μέσα ενημέρωσης (Εφ.Συν.- Ελλάδα, Delfi - Λιθουανία, Deník Referendum - Τσεχία, Der Standard - Αυστρία, El Confidencial - Ισπανία, Gazeta Wyborcza - Πολωνία, Hotnews - Ρουμανία, HVG - Ουγγαρία, Il Sole 24 Ore - Ιταλία, Mediapool - Βουλγαρία) και 3 διακρατικούς οργανισμούς μέσων ενημέρωσης (OBCT, n-ost, Voxeurop) που ενώνονται με στόχο να προωθήσουν μια ζωντανή ευρωπαϊκή δημόσια σφαίρα.
Με επικεφαλής το OBCT, ο συνεργατικός κόμβος PULSE παράγει και διανέμει δημοσιογραφικό περιεχόμενο που καλύπτει ευρωπαϊκές υποθέσεις σε καθημερινή βάση. Ένα πρόσθετο δίκτυο εξωτερικά συνεργαζόμενων ειδησεογραφικών newsrooms και ΜΜΕ συμβάλλει στην παραγωγή περιεχομένου, καλύπτοντας ουσιαστικά κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Όλοι μαζί, αυτή η μεγάλη διεθνής αίθουσα σύνταξης ειδήσεων, καλύπτει τις ευρωπαϊκές υποθέσεις από νέες και πολλαπλές οπτικές γωνίες.
Μέσα σε δύο χρόνια, θα δημοσιευτούν πάνω από 2.000 δημοσιογραφικά θέματα (αρθρα, ρεπορταζ, έρευνες, podcasts κα), συμπεριλαμβανομένων εμπεριστατωμένων άρθρων σε διάφορες μορφές και σε τουλάχιστον 12 διαφορετικές ευρωπαϊκές γλώσσες.
Ιδιαίτερη προσοχή δίνεται σε χώρες, περιφέρειες και κοινωνικές ομάδες που δεν έχουν λάβει επαρκή δημοσιότητα ή υποεκπροσωπούνται στη Δημόσια Σφαίρα, συμπεριλαμβανομένων πχ αγροτικών περιοχών και χωρών της ΕΕ με μικρές και μεσαίες διαστάσεις.
Το πρόγραμμα PULSE δίνει τη δυνατότητα διανομής δημοσιογραφικού περιεχομένου σε τρίτους και προβλέπει τη δημιουργία 4 ανοικτών θεματικών δικτύων - στα οποία μπορούν να συμμετάσχουν όλοι οι δημοσιογράφοι του δικτύου - τα οποία θα επικεντρώνονται σε κρίσιμα θέματα όπως η διεύρυνση της ΕΕ, η Ευρώπη και ηδυναμική των παγκόσμιων δυνάμεων, ηπράσινη μετάβαση της ΕΕ, τα μέσα ενημέρωσης, η κοινωνία της πληροφορίας και το Κράτος Δικαίου.
Οι δραστηριότητες του PULSE χρηματοδοτούνται εν μέρει από τους οργανισμούς του δικτύου και κυρίως συγχρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (DG CONNECT) στο πλαίσιο των δράσεων πολυμέσων μέσω της συμφωνίας επιχορήγησης LC-02772862.
Οι συμφωνίες με τον δωρητή διασφαλίζουν ότι το PULSE και τα μέλη του παραμένουν εντελώς ανεξάρτητα από οποιαδήποτε οδηγία, πίεση ή αίτημα από
οποιοδήποτε θεσμικό όργανο της ΕΕ, οποιοδήποτε κράτος ή οποιοδήποτε άλλο θεσμικό όργανο ή οργανισμό σε όλα τα θέματα που αφορούν το δημοσιογραφικό
περιεχόμενο που παράγεται.
Η ομάδα του PULSE
Εφ.Συν.- Ελλάδα
OBCT [1] - Ιταλία
Delfi [2] - Λιθουανία
Deník Referendum [3] - Τσεχία
Der Standard [4] - Αυστρία
El Confidencial [5] - Ισπανία
Gazeta Wyborcza [6] - Πολωνία
Hotnews [7] - Ρουμανία
HVG [8] - Ουγγαρία
Il Sole 24 Ore [9] - Ιταλία
Mediapool [10] - Βουλγαρία
n-ost [11] (Γερμανία)
VoxEurop [12] (Γαλλία)
Links:
------
[1] https://www.balcanicaucaso.org/eng/
[2] https://www.delfi.lt/
[3] https://denikreferendum.cz/
[4] https://www.derstandard.at/consent/tcf/
[5] https://www.elconfidencial.com/
[6] https://wyborcza.pl/0,75247.html
[7] https://www.hotnews.ro/
[8] https://hvg.hu/
[9] https://www.ilsole24ore.com/
[10] https://www.mediapool.bg/
[11] https://n-ost.org/
[12] https://voxeurop.eu/it/
[13] https://drive.google.com/drive/folders/1YXurKE3SX7Lz6ekPFiYxPoXjHS6yZsab?usp=sharing
[14] https://ec.europa.eu/regional_policy/information-sources/logo-download-center_en
[15] http://www.efsyn.gr
[16] http://www.miir.gr
Τα περιεχόμενα του προγράμματος Pulse διανέμονται με άδεια Creative Commons BY-NC-ND 2.5 IT. Η αναδημοσίευση προϋποθέτει υποχρεωτική αναφορά στους συντάκτες και στο πρόγραμμα με έναν άμεσο ενεργό σύνδεσμο προς την αρχική σελίδα του άρθρου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας