«Ολοι ψηφίζουμε, η αποχή είναι εναντίον του Τσίπρα!» φώναξε ένας ηλικιωμένος κύριος σε ένα μικρό καφενείο στους Αμπελόκηπους και η παρέα, όλοι με πατημένα τα δεύτερα και τρίτα -ήντα, ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Υπάρχει κόσμος που δεν ψηφίζει;» μας ρωτάνε σκωπτικά, αποδεικνύοντας ότι και η τρίτη ηλικία τα καταφέρνει μια χαρά στο τρολάρισμα.
Είναι η πρώτη στάση μας σε ένα οδοιπορικό που προσπαθεί να δώσει πρόσωπο στο διαχρονικά ισχυρό «κόμμα… του κανένα», στο «κόμμα» όσων απέχουν από τις εκλογές, που μαζί με τους αναποφάσιστους είναι το χρυσόμαλλο δέρας των κομματικών επιτελείων.
«Εγώ δεν ξέρω αν θα ψηφίσω, αλλά η νέα γενιά που είναι καταδικασμένη πρέπει να το κάνει», μας λέει η μπακάλισσα που νομίζει ότι ερχόμαστε από κάποιο κομματικό επιτελείο: «Αϊντε, άιντε, φύγετε… όλοι λένε ψέματα, όλοι είναι χαμένοι, να φύγουν κι αυτοί κι οι εκλογές τους», μας λέει, δίνοντας με τον πιο γλαφυρό τρόπο την εικόνα αυτού που οι πολιτικοί επιστήμονες ονομάζουν «κόμμα καρτέλ».
Ο όρος αναφέρεται στο (ημι)κρατικοποιημένο κόμμα, που διαπλέκεται στενά με τη νομή θεσμικής εξουσίας και πόρων και αντλεί τη νομιμοποιητική του βάση στον βαθμό που «τακτοποιεί», ισόποσα και διακριτικά, την εκλογική του πελατεία.
Οσο οι αναδιανεμητικοί πόροι μειώνονται, άρα και οι τακτοποιήσεις γίνονται λιγότερο διακριτικά και περισσότερο μεροληπτικά, τόσο το κόμμα φθείρεται, δυσαρεστώντας τους μη ψηφοφόρους που βλέπουν «αδικία και διαπλοκή» αλλά και τους ήδη ψηφοφόρους που νιώθουν ανικανοποίητοι ή ριγμένοι στη μοιρασιά.
Με άλλα λόγια, «θα τους ψηφίσω αν και εφόσον με βολέψουν, αλλιώς θα πάω σε άλλους ή και σπίτι μου, σιχτιρίζοντας» – μια άποψη που συγχέει τον πολίτη με τον πελάτη, σκάβοντας τα θεμέλια της δημοκρατίας εκ των έσω.
Η νεολαία (δεν) επιστρέφει
Αν όμως οι μεσήλικοι που επιλέγουν την αποχή από την ψήφο το κάνουν εν μέρει επειδή εισπράττουν τη χρεοκοπία του κόμματος-καρτέλ, η αποχή των νέων έχει συχνά πιο βαθιά, εν δυνάμει πολιτικά, αίτια. Δέκα χρόνια μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του ’08, που ριζοσπαστικοποίησε μια ολόκληρη γενιά, τέσσερα χρόνια μετά το δημοψήφισμα που συγκλόνισε την Ελλάδα και την Ευρώπη, οι ίδιοι νέοι που τότε βγήκαν δυναμικά στο πολιτικό προσκήνιο, σήμερα μοιάζουν εξαιρετικά απογοητευμένοι.
Πολιτικοί επιστήμονες, όπως η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ Μάρω Παντελίδου-Μαλούτα, έχουν αναλύσει τη στροφή των νέων από την ιδιώτευση σε συλλογικές μορφές πολιτικής δράσης, ως απότοκο των πρώτων χρόνων της κρίσης και της ραγδαίας χειροτέρευσης της ζωής τους.
«Ενώ απαξιώθηκε de facto περαιτέρω η υπάρχουσα κοινωνικοπολιτική οργάνωση, συγχρόνως κατέρρευσε και η ιδεολογική ηγεμονία του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος, που στήριζε τη στροφή των νέων στην ιδιώτευση και τον ατομοκεντρισμό: “εγώ να (θα) τα καταφέρω”», έγραφε το 2015 η ερευνήτρια σε μελέτη της με τίτλο «Η Νεολαία Επιστρέφει; - Ελληνική πολιτική κουλτούρα και μεταβαλλόμενα πρότυπα πολιτικότητας των νέων στην κρίση» (Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τ. 43).
«Εγινε φανερό, κυρίως στα γεγονότα διαμαρτυρίας από το 2010-11 και μετά, ότι οι νέοι-ες επανακάμπτουν στην πολιτική και ενίοτε διεκδικούν άλλη λύση, στη βάση άλλης αντίληψης για τη συλλογική συμβίωση», καταλήγει, τονίζοντας ότι η τάση αυτή σφράγισε και τις εκλογικές αναμετρήσεις.
Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά τον Ιούλιο του «Οχι», που είχε σε μεγάλο βαθμό νεανική και εργατική ταξική ταυτότητα, η απάντηση στο ερώτημα «Η νεολαία επιστρέφει;» είναι: «Οχι, λείπει σε ταξίδι για δουλειές» – είτε με τη φυγή εγκεφάλων στο εξωτερικό που δεν έχει σταματήσει, είτε στο κυνήγι της οποιασδήποτε, εποχικής, κακοπληρωμένης ή υπο-ασφαλισμένης εργασίας.
Με την ανεργία των νέων να παραμένει η υψηλότερη της Ευρώπης (38,8% έναντι 14,2% του μέσου όρου) και τις όποιες θέσεις απασχόλησης να προέρχονται κυρίως από ημιαπασχόληση, η στροφή των νέων στην πολιτική που παρατηρήθηκε τα πρώτα χρόνια των μνημονίων μοιάζει να έχει ξαναδώσει τη σκυτάλη σε νέα κινηματική άμπωτη που φαινομενικά διαπερνά τη νεολαία και εκφράζεται και μέσω της αποχής.
Ερευνα: Η πορεία της αποχής τα τελευταία 15 χρόνια
Του Παναγιώτη Κουστένη*
Στις πρόσφατες ευρωεκλογές του Μαΐου, η αποχή που ανακοινώθηκε από το υπουργείο Εσωτερικών έφτανε το εντυπωσιακό ποσοστό του 41,3%. Βεβαίως, το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 43,4% στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015, ενώ η ιστορικά μέγιστη τιμή του είχε καταγραφεί στις ευρωεκλογές του 2009, με 47,4%.
Τα παραπάνω ποσοστά, ωστόσο, είναι απολύτως πλασματικά, αφού αναφέρονται στον εν πολλοίς ανεκκαθάριστο και υπερδιογκωμένο εκλογικό κατάλογο, ο οποίος, συμπεριλαμβάνοντας πλήθος αποθανόντων ή ακόμα και ουδέποτε διαμενόντων στην Ελλάδα, αυτή τη στιγμή αριθμεί συνολικά 10.088.325 εγγεγραμμένους, δηλαδή περισσότερους από τον νόμιμο πληθυσμό της χώρας (9.904.286, με βάση την απογραφή του 2011).
Ετσι, ελλείψει άλλων επισήμων αξιόπιστων τιμών για τον υπολογισμό της αποχής (προσεγγιστικά, π.χ., μια τέτοια θα μπορούσε να είναι το σύνολο των 8,3 εκατ. Ελλήνων πολιτών άνω των 17 ετών), το φαινόμενο θα έπρεπε να μελετηθεί με βάση το μέγεθος της συμμετοχής και κυρίως με τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων, αφού τα λευκά και τα άκυρα σχεδόν σταθερά αθροίζουν περίπου 150.000.
Ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων στην Ελλάδα ακολούθησε για χρόνια μια διαρκή αυξητική τάση, σχεδόν παράλληλη με αυτήν του πληθυσμού, αφού το 1974 ήταν 4,9 εκατομμύρια, ανέβηκε στα 6,5 τον Ιούνιο του 1989, για να φτάσει στην ιστορικά μέγιστη τιμή του (7,4 εκατ.) το 2004, όπως φαίνεται στην αρχή του γραφήματος. Εκτοτε η συμμετοχή καταγράφει συνεχή μείωση, η οποία συνάδει με τη μείωση του νόμιμου πληθυσμού, είναι ωστόσο κατά πολύ μεγαλύτερη, αποτυπώνοντας ένα ρεύμα αποχώρησης από το εκλογικό σώμα, η οποία μάλιστα ως πολιτική στάση (η απόσταση) φαίνεται ότι κάθε φορά προέρχεται από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους.
Αυτή η σταδιακή αποχώρηση είναι φανερό ότι εξελίχθηκε σε τρία σχεδόν συγκρίσιμου μεγέθους κύματα. Το πρώτο αφορά 550.000 ψηφοφόρους που αποχώρησαν μεταξύ 2004-2009 και οι οποίοι προέρχονταν κατά βάση από τη Ν.Δ. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η θριαμβευτική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 2009 (43,9%) επετεύχθη περίπου με τον ίδιο αριθμό ψήφων (3 εκατ.) με τον οποίο είχε χάσει τις εκλογές του 2004 (40,6%).
Το δεύτερο κύμα καταγράφηκε στην περαιτέρω μείωση των εγκύρων κατά 700.000 στις διπλές εκλογές του 2012 (Μαΐου και Ιουνίου), φτάνοντας τα 6,32 και 6,15 εκατ. αντίστοιχα και φαίνεται να αφορούσε κυρίως ψηφοφόρους του παλαιού δικομματισμού, με τους περισσότερους (περίπου 400.000) να προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ. Μπορούσε μάλιστα να θεωρηθεί σε μεγάλο βαθμό συνέπεια της οικονομικής κρίσης, όχι μόνο πολιτικά, αλλά και πρακτικά, αφού εντοπίστηκε σχεδόν εξ ολοκλήρου στην επαρχία, παραπέμποντας στην περιορισμένη κινητοποίηση των ετεροδημοτών.
Από εκεί και έπειτα η συμμετοχή παρουσίασε μια σχετική σταθεροποίηση, καθώς στις εκλογές του Ιανουαρίου 2015 τα έγκυρα ψηφοδέλτια παρέμειναν στα 6,18 εκατομμύρια. Περίπου η ίδια εικόνα διατηρήθηκε και στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, αφού η πτώση των εγκύρων στα 5,8 εκατομμύρια οφείλεται κυρίως στην ισοδύναμη αύξηση των λευκών και των άκυρων κατά 200.000, κατά το ήμισυ σχεδόν προερχόμενη από τους ψηφοφόρους του ΚΚΕ, λόγω της σχετικής στάσης του κόμματος στην αναμέτρηση εκείνη.
Ετσι το τρίτο κύμα (και το ιστορικά ισχυρότερο) μαζικής εξόδου 750.000 ψηφοφόρων από το εκλογικό σώμα που καταγράφηκε τον Σεπτέμβριο του 2015 ήταν αποτέλεσμα εκείνου του τελευταίου διμήνου, με τον αριθμό των εγκύρων (5,43 εκατ.) να έχει μειωθεί πλέον κατά 2.000.000 σε σχέση με το ιστορικό μέγιστο του 2004. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι το φαινόμενο της αποχής έπληξε για πρώτη φορά και την Αττική, όπου ο αριθμός των εγκύρων μειώθηκε κατά 260.000, ενώ μέχρι τότε παρέμενε σχεδόν σταθερός (περίπου 1,9 εκατ.) από το 2009.
Η νέα αυτή έξοδος ήταν σαφώς συνδεδεμένη με το πολιτικό πλαίσιο εκείνης της περιόδου και εν πολλοίς είχε να κάνει με την απογοήτευση είτε από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος είτε κυρίως από την πολιτική αναίρεσή του εκ μέρους της κυβέρνησης αμέσως μετά. Εξ ου και κατά πλειοψηφία αφορούσε ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά όχι μόνο), κατά βάση των μεσαίων και νεότερων ηλικιών, οι οποίοι με τον τρόπο αυτό εξέφραζαν την ιδεολογική αποστασιοποίηση από το κόμμα τους.
Σε συγκρίσιμα επίπεδα με αυτά του Σεπτεμβρίου 2015 ήταν η συμμετοχή και στις πρόσφατες ευρωεκλογές του Μαΐου, όπου τα έγκυρα ψηφοδέλτια αυξήθηκαν σε όλη τη χώρα κατά 230.000, χωρίς όμως να μεταβάλλουν σημαντικά σε σχέση με το 2015 τη δημογραφική σύνθεση του εκλογικού σώματος κατά ηλικία και φύλο, όπως εκτιμάται από τα exit polls (βλ. Πίνακα 1).
Γεωγραφικά μόνο μπορεί να παρατηρηθεί ότι η αύξηση της συμμετοχής ήταν πιο ανεπαίσθητη στην Αττική και τη Μακεδονία, στοιχείο που και πάλι παραπέμπει σε απογοητευμένους ψηφοφόρους του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό που να σηματοδοτεί μια εκλογική δεξαμενή ικανή για την ανατροπή των συσχετισμών των ευρωεκλογών. Ετσι, η όποια επανασυσπείρωση ενόψει των αυριανών εκλογών θα πρέπει κυρίως να αναζητηθεί στους 600.000 ψηφοφόρους του που διέφυγαν σε άλλα κόμματα, πέραν της Ν.Δ. (Πίνακας 2)
Σε κάθε περίπτωση, ο παράγοντας της αποχής στις αυριανές εκλογές αναμένεται να αναδειχθεί κρίσιμος ως προς την τελική διαμόρφωση του αποτελέσματος, αφού παραμένει ανοιχτό το ερώτημα αν θα επικρατήσει η χαλαρότητα των ψηφοφόρων ή η κινητοποίησή τους με σκοπό το καλύτερο δυνατό «πλασάρισμα» του κάθε κόμματος στην εκλογική κούρσα.
*δρ Πολιτικής Επιστήμης
Γιατί απέχουν οι νέοι
✔ 1. Γιατί έχουν απογοητευτεί
Μια άποψη που πρυτάνευσε στις αναλύσεις δημοσκόπων και αναλυτών για την ταυτότητα της αποχής, ειδικά φέτος, είναι ότι πιο επιρρεπείς να απέχουν είναι οι νέοι 17-24 ετών και οι γυναίκες.
Αλεξάνδρα από Θεσσαλονίκη
Γίνονται έκτακτα φέτος οι εκλογές και για τους ετεροδημότες δεν έχουν φροντίσει τίποτα, τι να κάνω εγώ;
Ως βασικές αιτίες της αποχής αναφέρθηκαν η απογοήτευση, η εργασιακή μετανάστευση για δουλειά-σεζόν ή ακόμα και το γεγονός ότι αρκετοί θα λείπουν διακοπές, καθώς έχει αρχίσει η περίοδος των θερινών αδειών. Αυτή την τάση επιβεβαιώνει και το ανεπίσημο γκάλοπ της «Εφ.Συν.» στους αθηναϊκούς και πειραιώτικους δρόμους.
● Ο Γιάννης, 28 χρόνων, δουλεύει σε μια καφετέρια στους Αμπελόκηπους και θα απέχει γιατί «δεν πιστεύω ότι κανένας τους είναι άξιος». Γενικότερα δηλώνει υπέρ της εκλογικής συμμετοχής και «αν έβρισκα κάτι που με εκφράζει, τότε ναι, θα ψήφιζα».
● Ο Γιώργος, 20 χρόνων, άνεργος, επιλέγει την αποχή γιατί «είτε το ένα μεγάλο κόμμα βγει είτε το άλλο, θα είναι χάλια». Ομως ούτε τα μικρότερα κόμματα τον πείθουν. «Η ψήφος για μένα δεν έχει νόημα και πιστεύω δεν θα 'χει για πολύ ακόμα».
● Ο Αλέξανδρος, φοιτητής στο Οικονομικό του Πανεπιστημίου Αθήνας, κάθεται σε μια πλατεία με τους φίλους του και δεν ψηφίζει γιατί «δεν βρίσκω κανέναν αξιόλογο. Δεν ψηφίζω γιατί δεν με εκφράζει κανένα κόμμα. Μπορεί κάποιος να απέχει από τις εκλογές λόγω ιδεολογίας και να ασχολείται με τα κοινά με άλλους τρόπους».
● Ο 20χρονος Ηλίας ούτε μπορεί ούτε θέλει να συμμετέχει στις εκλογές: «Δουλεύω εκείνη τη μέρα και δεν θα καταφέρω να πάω να ψηφίσω. Νομίζω, ούτως ή άλλως δεν θα πήγαινα. Είναι από τις πρώτες φορές που μου δίνεται η δυνατότητα να ψηφίσω και με θλίβει που δεν με εκφράζει κανένας τους».
● Βαθιά απογοητευμένος είναι και ο 35χρονος Τάσος, άνεργος: «Κανένας δεν με ικανοποιεί. Είμαι πολύ δυσαρεστημένος, δεν πιστεύω ότι θα αλλάξει κάτι. Αυτό θα φανεί από την ανταπόκριση του κόσμου που δεν θα είναι μεγάλη. Αν ο μισός πληθυσμός δεν ψηφίζει και τα αποτελέσματα βγαίνουν από το άλλο μισό, είναι αυτό δημοκρατία;»
✔ 2. Γιατί δεν έχουν χρόνο και χρήμα
● O Γιάννης, αν και θεωρεί την ψήφο σημαντική, θα απέχει αναγκαστικά: «Είναι η πρώτη φορά που δεν θα καταφέρω να ψηφίσω, γιατί τα εκλογικά μου δικαιώματα είναι σε άλλη πόλη και δεν μπορώ να πάω λόγω υποχρεώσεων. Πιστεύω πως ισχύει ότι η αποχή ενισχύει το πρώτο κόμμα και γενικά ισούται με την αποχή από τα πολιτικά δρώμενα».
Τάσος, 35 ετών, άνεργος
Αν ο μισός πληθυσμός δεν ψηφίζει και τα αποτελέσματα βγαίνουν από το άλλο μισό, είναι αυτό δημοκρατία;
● Ο Χρήστος, πωλητής σε κατάστημα ρούχων, δεν θα ψηφίσει καθώς έχει τα εκλογικά του δικαιώματα στην Κρήτη. «Δεν ψήφισα ούτε στις ευρωεκλογές. Είναι πολλά τα έξοδα, μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, για να πάω».
● Σε παγκάκι στην Κοραή, ο Τάσος κάνει διάλειμμα από τη δουλειά. «Δουλεύω εκείνες τις μέρες και δεν ψηφίζω λόγω απόστασης. Το ίδιο συνέβη και στις προηγούμενες εκλογές. Για εμένα η συνειδητή αποχή είναι απαράδεκτη, είναι αποχή από την πολιτική ζωή γενικά».
● Στο Πολυτεχνείο μιλάμε με φοιτητές που βρίσκονται εν μέσω εξεταστικής. Η Μαρία, 23 ετών, φοιτήτρια Νομικής, μας λέει: «Είμαι από την Κρήτη και δεν θα πάω λόγω οικονομικών, αλλιώς θα πήγαινα. Θεωρώ ότι αντί για αποχή κάποιος πρέπει να ρίχνει λευκό. Η ψήφος είναι η άσκηση των πολιτικών μας δικαιωμάτων».
● Στην πολυσύχναστη οδό Σωτήρος Διός του Πειραιά, η αίσθηση δεν διαφέρει ιδιαίτερα. «Ψήφισα την τελευταία φορά στο δημοψήφισμα του '15. Μένω Πειραιά, αλλά ψηφίζω Κρήτη. Δυστυχώς η αποχή ενισχύει το πρώτο κόμμα. Δεν απέχω γενικά, προσπαθώ να ασχολούμαι, βλέπω ομιλίες αλλά φέτος λόγω δουλειάς μού είναι πολύ δύσκολο να φύγω», μας λέει η Ελένη, 43 ετών, που εκείνη την ώρα έκανε τα ψώνια της.
● Τέτοιες περιπτώσεις ετεροδημοτών συναντήσαμε αρκετές φορές, ειδικά στον Πειραιά. Η Ματίνα μαζί με τη φίλη της την Αλεξάνδρα δεν μπορούν να ψηφίσουν. «Ψηφίζω στη Χίο, δεν μπορώ να πάω φέτος λόγω οικονομικών. Τα τελευταία χρόνια δεν μπορώ να ψηφίσω, μόνο στις τελευταίες βουλευτικές ψήφισα. Γενικά όμως είμαι απογοητευμένη από όλο αυτό και απέχοντας στέλνω ένα μήνυμα σε όσους είπαν ψέματα», μας λέει η Ματίνα. «Είναι ταλαιπωρία», συμπληρώνει η Αλεξάνδρα. «Θέλω πάρα πολλές ώρες για να πάω και να γυρίσω από Θεσσαλονίκη. Συμμετέχω όποτε μπορώ. Αν ήμουν εκεί θα ψήφιζα. Γίνονται έκτακτα φέτος οι εκλογές και για τους ετεροδημότες δεν έχουν φροντίσει τίποτα, τι να κάνω εγώ;»
✔ 3. Γιατί έχουν άποψη
«Ιδεολογικά δεν πιστεύω στην αστική δημοκρατία, οπότε δεν ψηφίζω. Ποτέ δεν ψήφισα. Η ψήφος και η συμμετοχή στα κοινά είναι δύο διαφορετικά πράγματα, και εγώ επιλέγω το δεύτερο»
Στα Εξάρχεια, μια γειτονιά όπου τα καλέσματα αναρχικών συλλογικοτήτων σε «εκλογική απεργία» κυριαρχούν στους δρόμους, συναντήσαμε και τους περισσότερους υποστηρικτές της «ενεργητικής και συνειδητής αποχής».
Δεν έλειψαν όμως κι εκείνοι που, αν και «γενικά δεν ψηφίζουν», από αντισυστημική-αντιεξουσιαστική σκοπιά, φέτος θα το κάνουν για συγκεκριμένες αιτίες.
* «Θα παροτρύνω όποιον ξέρω να ψηφίσει μόνο και μόνο γιατί είναι η Χρυσή Αυγή μέσα στη Βουλή», επιμένει η νεαρή Εύα, που δηλώνει αντιφασίστρια. «Με την αποχή δεν αλλάζει κάτι για το πρώτο κόμμα γιατί όσοι ήταν να το ενισχύσουν θα το κάνουν».
● Σε καφετέρια στα Εξάρχεια, ο σερβιτόρος καπνίζει, περιμένοντας πελάτες. «Σε αυτές τις εκλογές θα ψηφίσω, γιατί δεν θέλω να βγει η Ν.Δ. Καλύτερα ο ΣΥΡΙΖΑ. Απέχω γενικά γιατί δεν ταυτίζομαι με το πολιτικό σύστημα, δεν είμαι απολιτικός όμως. Πολλοί όμως γνωστοί μου έχουν πολιτική δράση, αλλά δεν ψηφίζουν. Η αποχή πρακτικά μπορεί να ενισχύσει το πρώτο κόμμα, όμως δεν είναι αυτό που βαραίνει. Η αποχή απλά δείχνει μια δυσαρέσκεια».
● Στην ίδια καφετέρια συζητούν δύο φίλες, που δεν έχουν τελειώσει ακόμα το λύκειο. «Φέτος είναι η πρώτη φορά που έχω δικαίωμα ψήφου, αλλά δεν θα το αξιοποιήσω», λέει αποφασιστικά η Ναταλία. «Δεν συμφωνώ με το σύστημα, δεν το στηρίζω και πιστεύω ότι η ψήφος δεν είναι πολιτική δράση. Το πρώτο κόμμα θα βγει ούτως ή άλλως». Η φίλη της συμφωνεί: «Δεν θα ψηφίσω γιατί δεν συμφωνώ με κανέναν. Η αποχή μπορεί να είναι πολιτική στάση. Στις προηγούμενες εκλογές ψήφισα γιατί με πίεζαν και οι γονείς μου. Τώρα όμως θα κάνω αυτό που θέλω εγώ».
● Παραπέρα, έξω από ένα καφέ–ανταλλακτικό μπαζάρ, δύο γυναίκες και ένας άντρας, γύρω στα 50, συζητάνε καπνίζοντας. «Δεν ψηφίζω πάνω από τριάντα χρόνια», λέει η Αλεξάνδρα. «Εφόσον είμαστε σωστοί πολίτες και πληρώνουμε τους φόρους μας, το επιχείρημα ότι όποιοι δεν ψηφίζουμε δεν δικαιούμαστε να μιλάμε δεν ισχύει. Η αποχή μπορεί να συμβαδίζει και με την πολιτική δράση. Εγώ έχω έντονη πολιτική δράση». Η φίλη της συμφωνεί: «Ιδεολογικά δεν πιστεύω στην αστική δημοκρατία, οπότε δεν ψηφίζω. Ποτέ δεν ψήφισα. Η ψήφος και η συμμετοχή στα κοινά είναι δύο διαφορετικά πράγματα, και εγώ επιλέγω το δεύτερο».
● Συνειδητά απέχει τα τελευταία χρόνια και ο Μάρκος: «Εχω ψηφίσει μόνο μία φορά, στα δεκαοχτώ μου, που ήμουν ιδεολόγος και πίστευα ότι η ψήφος μου κάτι μπορεί να αλλάξει. Πλέον δεν το πιστεύω κι έχω βρει άλλους τρόπους για να συμμετέχω και να δρω στα πλαίσια της κοινωνίας. Αν όλοι το κάναμε αυτό, θα ήμασταν πολύ καλύτερα. Θεωρώ τον εαυτό μου αναρχικό, δεν υποστηρίζω τον κοινοβουλευτισμό τους ούτε τη δημοκρατία τους που δήθεν μας δίνει το δικαίωμα του εκλέγειν μία φορά στα τέσσερα χρόνια».
● Η 24χρονη Αναστασία αποφοίτησε πέρυσι από τη σχολή της. Μην καταφέρνοντας να βρει αξιοπρεπή δουλειά στο αντικείμενο των σπουδών της, εξετάζει το ενδεχόμενο να φύγει στο εξωτερικό για μεταπτυχιακά. «Μια φορά ψήφισα στο δημοψήφισμα και το μετάνιωσα. Είμαι υπέρμαχος της άμεσης δημοκρατίας και οι κοινοβουλευτικές εκλογές δεν έχουν καμία σχέση με αυτό: οι ψηφοφόροι ψηφίζουν μία φορά στα τέσσερα χρόνια, μετά απέχουν από οποιαδήποτε πλευρά της κοινωνικοπολιτικής ζωής, μέχρι να ξαναγίνουν εκλογές.
Στο μεσοδιάστημα όμως οι πολιτικοί έχουν τον χρόνο να κάνουν ό,τι τους καπνίσει: οικογενειοκρατία, πελατειακές σχέσεις, διορισμοί κομματικού στρατού, φοροδιαφυγή και φοροελαφρύνσεις για τους μεγαλοκαρχαρίες, μισθωτή σκλαβιά για μας… Το πολιτικό σύστημα είναι πολύ διεφθαρμένο και το οικονομικό σύστημα δεν ορίζεται με βάση τις αποφάσεις των πολιτικών της χώρας αλλά των γραφειοκρατικών ελίτ και των τραπεζιτών της ευρωζώνης. Λύση για μένα είναι η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και η αυτοοργάνωση των μικροκοινοτήτων στις γειτονιές».
Κάνοντας πολιτική με την αποχή
Της Λουκίας Κοτρωνάκη*
Αποτελεί, ίσως, κοινό τόπο όλων των παρατηρητών του κομματικού φαινομένου ότι ο αδιαφιλονίκητος θριαμβευτής των εκλογικών αναμετρήσεων του 2019 είναι η αποχή. Πώς αναγιγνώσκεται αυτή η ολοένα και πιο ευδιάκριτη τάση εγκατάλειψης της εκλογικής αρένας ως προνομιακού χώρου έκφρασης πολιτικών προτιμήσεων και άσκησης πολιτικού επηρεασμού;
Και μάλιστα, σε μια χώρα που επί σειρά ετών, τουλάχιστον από το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, άνθησαν αναρίθμητες και πολυποίκιλες μορφές πολιτικής συμμετοχής, διεκδίκησης και αλληλεγγύης, εκβάλλοντας στην κατάρρευση του κραταιού μεταπολιτευτικού δικομματισμού και στην ανάδειξη ενός εκλογικά επισφαλούς κόμματος της Αριστεράς σε κόμμα εξουσίας.
Τρεις μοιάζει πως είναι οι κρισιμότεροι ερμηνευτικοί παράγοντες:
- (α) η υιοθέτηση εκ μέρους όλων των κομμάτων του πολιτικού φάσματος του δόγματος της «μη εναλλακτικής» στην ευρωπαϊκή ορθοδοξία της αέναης λιτότητας και των πολιτικών αποψίλωσης των εναπομεινάντων κοινωνικών δικαιωμάτων,
- (β) η συστηματική αποκόλληση των πολιτικών κομμάτων από τα ζωτικά τους κοινωνικά ερείσματα και τις αγωνίες τους και η ταυτόχρονη πρόσδεσή τους σε καρτέλ χρηματοπιστωτικών και μιντιακών συμφερόντων για τη διασφάλιση της εκλογικής αναπαραγωγής τους,
- (γ) η επικράτηση ενός μοτίβου πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο βασικών πόλων του κομματικού συστήματος (ΣΥΡΙΖΑ και Ν.Δ.) που φέρει τα χαρακτηριστικά περισσότερο ενός θεάτρου παραγωγής επικοινωνιακού θορύβου και αντεγκλήσεων παρά μιας νηφάλιας πολιτικής αντιπαράθεσης πάνω σε πολιτικές θέσεις και προγραμματικές διαφορές – που άλλωστε καθίστανται ολοένα και πιο δυσδιάκριτες στους βασικούς πυλώνες της κοινωνικής καθημερινότητας.
Αν στον συνδυασμό των παραπάνω λειτουργιών και όψεων της μακράς διαδικασίας της δημοκρατικής εκκένωσης της σφαίρας της θεσμικής πολιτικής συνυπολογιστεί και η κατάρρευση της κινηματικής προσδοκίας, της αντίληψης ότι μέσα από τη συλλογική δράση είναι δυνατόν να επέλθουν θεσμικοί μετασχηματισμοί, ειδικότερα υπό το φως της εμπειρίας της ανόδου στην εξουσία ενός οιονεί κόμματος των κινημάτων, του ΣΥΡΙΖΑ, αντιλαμβανόμαστε ότι «η υπόθεση της εκπροσώπησης» ευρύτερων κοινωνικών ομάδων δεν είναι απλώς αδύνατη, αλλά και εν πολλοίς ανεπιθύμητη.
Ωστόσο θα ήταν ατυχές να θεωρηθεί ότι η αποχή ως πολιτική στάση σηματοδοτεί το τέλος της δημοκρατικής πολιτικής συμμετοχής ή μόνο την είσοδο σε μια θλιβερή εποχή αποστραγγισμένων συλλογικών προσδοκιών και ιδιώτευσης. Οι διάχυτες πολιτικές ενέργειες και διαθεσιμότητες θα διοχετευτούν σε άλλες οδούς, μέσα από ρεπερτόρια συλλογικής δράσης που σφυρηλατούνται στον παρόντα χρόνο και αναδεικνύουν νέα περιεχόμενα διαμαρτυρίας και διεκδίκησης. Εξω και πέρα από τις υφιστάμενες θεσμικές πολιτικές ταυτότητες και τελετουργικά.
*διδάκτορας Πολιτικής Κοινωνιολογίας - μεταδιδακτορικής ερευνήτρια (Πάντειο Πανεπιστήμιο, Πανεπιστήμιο Κρήτης)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας