Είκοσι δύο κείμενα, γραμμένα μεταξύ 2013 και 2022, γεμάτα αλλόκοτους πρωταγωνιστές και παράδοξα περιστατικά, περιλαμβάνει η νέα συλλογή του Γιώργου Γκόζη με τον υπότιτλο «παραμυθητικό παράκρουσμα αφηγήσεων και διηγήσεων» —σε πρώτο πλάνο, μια χιουμοριστική αποτύπωση της συμπρωτεύουσας των νεανικών χρόνων του συγγραφέα· στο βάθος πεδίου, ο γκροτέσκος χαρακτήρας της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.
«Τάσσομαι αναφανδόν με το βίωμα» δηλώνει ο συγγραφέας στον πρόλογό του και, στο διήγημα «Αντιπαροχή», ο αφηγητής μπαινοβγαίνει επιδέξια στις παιδικές αναμνήσεις του μπροστά στο υπό κατεδάφιση πατρικό. Η νοσταλγία στα μικρά «σημειώματα χαρμολύπης» συχνά προκύπτει από το βλέμμα ενός περιπατητή/αφηγητή που ανακαλεί πρόσωπα και πράγματα ενός χαμένου κόσμου.
Η προσωπική μνήμη συναντά τη συλλογική, η αστική κουλτούρα εγκολπώνεται τη λαϊκή, το υψηλό με το χθαμαλό συνυπάρχουν. Αλλοτε ο τόνος γίνεται σκωπτικός, και τα κείμενα σάτιρες κοινωνικών πρακτικών, ανθρώπινων τύπων και συμπεριφορών.
Εξού η ηρωική αντίσταση ενός αφηγητή που επιμένει στην παραδοσιακή επιστολική αλληλογραφία («Par Avion»), η απόλυτη εξάρτηση της αφηγήτριας από την ηλεκτρονική επικοινωνία («Χαμήλ Μπατάρ») και ο έμπορος που επιχειρηματολογεί γιατί δεν κόβει αποδείξεις («Πρώτα βγαίνει η ψυχή κι έπειτα το χούι»). Οσο για την τολμηρή κριτική του πολιτισμικού πεδίου της ομιχλώδους συμπρωτευούσης («Ανέσπερος κατακόρυφη παράθλαση»), αυτή έχει κάλλιστα εφαρμογή και στον αττικό ουρανό της πρωτευούσης.
Οπως φαίνεται από το αφιερωμένο στον Παναγιώτη Γούτα ψευδοδοκιμιακό κείμενο, το επετειακό διήγημα για το 1821 αλλά και το εκτενέστερο «χορικό άσμα» της συλλογής («Εχω μια αδελφή»), ο Γκόζης έλκεται από την παρωδιακή υφοποίηση. Κινούμενος με άνεση στα όρια των ειδών (από το χρονογράφημα και το δοκίμιο ώς το διήγημα), ο συγγραφέας «διασκεδάζει» μεταμορφώνοντας διαρκώς τη γλώσσα του. Μιμούμενος ύφη, κοινωνικά και τοπικά ιδιόλεκτα, αφήνεται στους μεταφορικούς συνειρμούς του καθώς ξετυλίγει τον ανεκδοτολογικό του οίστρο.
Στην έμπειρη γραφή του Γκόζη ακούγονται πάντα καλά χωνεμένοι απόηχοι της μακράς παράδοσης της θεσσαλονικιώτικης διηγηματογραφίας, εδώ δε, πιο καθαρά, ο οξύς τόνος του Τόλη Καζαντζή από τις αδίκως ξεχασμένες Καταστροφές (1994).
Μετά την ανάδευση της γευστικής μνήμης στο Και διηγώντας τα... να τρως (Κίχλη, 2015), η Μελίσσα Στοΐλη επιστρέφει αναμειγνύοντας και πάλι σωστά τα υλικά της, αλλά, αυτή τη φορά, μπολιάζοντας τις γλυκόπικρες, σοφά δομημένες (προοδευτική κορύφωση, ανατροπή ή αποφόρτιση), ατμοσφαιρικές, συχνά μαγικές και παράδοξες ιστορίες της στην πολυπολιτισμική ιστορία της Θεσσαλονίκης.
Η ευαίσθητη στους εσωτερικούς κραδασμούς αφήγηση παραμένει παντού διακριτική. Το ζοφερό θέμα αντισταθμίζουν η τρυφερή ειρωνεία, το χιούμορ και η συχνή εκτροπή της καθημερινότητας στο φανταστικό, όπως στο «Ημέρες ΔΕΘ», όπου άνθρωποι εκσφενδονίζονται από τις κούνιες και πέφτουν σε διερχόμενους περαστικούς.
Αν ο χρόνος απλώνεται από τον Α’ Παγκόσμιο μέχρι το γύρισμα του αιώνα, ο τόπος παραμένει παντού η νοτισμένη στην υγρασία πόλη και η ευρύτερη περιοχή της. Εδώ, απόκληροι της ζωής και αθύρματα της Ιστορίας σέρνουν τα βήματά τους σε προσφυγικά παραπήγματα και αποπνικτικά καταγώγια, αναμετριούνται με μνήμες και προσωπικά τραύματα, βιώνουν σκληρές δοκιμασίες και οδυνηρές ήττες· όπως η άτεκνη γυναίκα στους λασπόδρομους των Αρμένικων («Η θλιμμένη πριγκίπισσα Σοράγια»), η Σκεύη που πουλήθηκε από τον γυρολόγο πατέρα της σε ξενοδόχο («Η τυχερή») και η φυματική Μόρφω που ξεχασμένη από τους δικούς της στο θεραπευτήριο του Ασβεστοχωρίου κατέληξε πόρνη («Περιοχή Βαρδαρίου — συναλλαγή») σε μία ίσως μυθοπλαστική μεγέθυνση γνωστής αρχειακής φωτογραφίας («TheVardarDistrict/Bargaining») από την περιοχή του... «Αγίου Βαρδαρίου», όπως θα έλεγε ο Ιωάννου.
Αρκεί μια ιστορική ακριβής αναφορά ή λίγες διαλεκτικές λέξεις, και η συλλογική μνήμη ενεργοποιείται. Η ιστορία γύρω από το σφραγισμένο πηγάδι στον συνοικισμό Χιρς («Ο πυρετός του χρυσού») και το φάντασμα του αυτόχειρα που αποχαιρετά το πρώτο τρένο προς το Αουσβιτς («Στον σταθμό του τρένου») ανακαλούν την τραγική ιστορία των Εβραίων της πόλης, η ομαδική παράνοια στο «Τέρας» σχολιάζει πλάγια την ιστορία του Δράκου του Σέιχ Σου, οι απίθανες ιστορίες του χαμαμτζή Αλαλαού, κεντημένες πάνω σε λαϊκά μυθιστορήματα και τη φυλλάδα του Μεγαλέξανδρου, εκβάλλουν στην εποχή των σεισμών του 1978 («Λουτρά Φοίνιξ»), και ένας σκηνοθέτης, που γυρίζει στην πόλη ένα ντοκιμαντέρ για την «Αποκάλυψη», θα βιώσει το σύγχρονο μετααποκαλυπτικό σκηνικό των εκρήξεων της JETOIL, παρέα με τον ανοιακό πατέρα του στο Καλοχώρι του 1986 («Και εγένετο πόλεμος εν τω ουρανώ»).
Ωστόσο, τη μεγάλη Ιστορία συναντούν και τα προσωπικά ναυάγια, όπως τα ενθύμια του έρωτα του κεντρικού χαρακτήρα στο «Κόκκινες πιπεριές Φλωρίνης», που αναπαύονται τελικά στον βυθό μαζί με τα ιστορικά ναυάγια του Θερμαϊκού.
Ευχάριστη έκπληξη η πρώτη πεζογραφική εμφάνιση του Γιώργου Τούλα που πρωταγωνιστεί για χρόνια στην πολιτιστική ζωή της πόλης εκδίδοντας το περιοδικό PARALLAXI. Στα περισσότερα από τα διηγήματα της συλλογής Μακρινές γειτονιές οι τσακισμένοι από τη ζωή μοναχικοί ήρωες πορεύονται αθόρυβα τον προσωπικό τους Γολγοθά στις λαϊκές γειτονιές της πόλης. Ενας πατέρας οδηγείται στο ποτό μετά τον θάνατο του καρκινοπαθή γιου του («Επινε»), μια συνταξιούχος βρίσκει τραγικό θάνατο αμέσως μετά τη συνταξιοδότησή της («Οριστικόν»), μια Πολωνή κι ένας μονήρης Ελληνας θα έρθουν για λίγο κοντά, στο εκτενέστερο διήγημα της συλλογής («Με κεφαλαία γράμματα»).
Κι επειδή δεν έχουν τελειωμό «τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου», τα «βαρβάτα χρόνια της κρίσης», αφήνοντας τα ίχνη τους παντού στην πόλη, επιτείνουν την αίσθηση της βαθιάς ανθρώπινης μοναξιάς. Ετσι, η μοναχική μητέρα ενός φυλακισμένου φιλοξενεί στην ξενοίκιαστη πιλοτή της πρόσφυγες («Μακρινές γειτονιές») και πολύ πριν από τα Χριστούγεννα ένας απολυμένος πατέρας αγοράζει δώρα στα παιδιά του («Αστέρια σκονισμένα»). Τα απέριττα εκφραστικά μέσα και η επιτηδευμένη «αφέλεια» του ύφους συντονίζονται με τα δραματικά στιγμιότυπα της σκληρής καθημερινότητας καταφέρνοντας να εκλύσουν ζεστασιά και συγκίνηση. Αλλοτε αρκεί απλώς η σεβαστική απόσταση του αφηγητή που καταγράφει σαν φακός ντοκιμαντέρ: θραύσματα ενός διαλόγου στη λαϊκή, μια κοπελίτσα αγοράζει μια «επίσημη» φούστα και «φέιντ άουτ» στους δρόμους με τα κλειστά μαγαζιά («Το κορίτσι με τη φούστα»).
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας