Το πώς γεννάται και συντηρείται το πατριωτικό συναίσθημα είναι ένα διαρκές ερώτημα, δυσκολαπάντητο όπως και να ’χει. Αποτελεί πάντως μια εξαιρετικά ισχυρή δέσμευση, ακόμη και όταν οι καιροί είναι ενάντιοι: «Μόνο το μέλλον θα δείξει ποια ήταν η αληθινή Γερμανία και οι πραγματικοί Γερμανοί το 1933 –αυτοί που δεξιώθηκαν τις λίγο πολύ υλιστικές-μυθικές φυλετικές προκαταλήψεις των ημερών, ή εκείνοι, οι αγνοί στην καρδιά και στον νου, κληρονόμοι των σπουδαίων Γερμανών του παρελθόντος την παράδοση των οποίων ευλαβικά διαιώνιζαν»1.
Το παράπονο τούτο το εκφράζει ο Χούσερλ, Γερμανός πολίτης ο γιος του οποίου χάθηκε στα χαρακώματα του Πρώτου Πολέμου, εβραϊκής καταγωγής όμως και κατά συνέπεια θύμα των ναζιστικών εκκαθαρίσεων στο γερμανικό πανεπιστήμιο. Ενα παράπονο που πικραίνει ακόμη περισσότερο μιας και απευθύνεται προσωπικά προς τον μαθητή και φίλο του, Χάιντεγκερ, που διηύθυνε τις διώξεις ως κυρίαρχος στα πανεπιστημιακά πράγματα όντας μακράν ο πιο σημαντικός μεταξύ των θεωρητικών και φιλοσόφων που προσπάθησαν να θεμελιώσουν φιλοσοφικά τη ναζιστική κοσμοθεωρία.
Οι ναζιστές, βεβαίως, δεν ήταν όλοι τους οι άξεστοι παράφρονες που περιφρονούσαν τη διανοητική εκλέπτυνση, παρ’ όλα αυτά «η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ φαινόταν στους άλλους ναζιστές θεωρητικούς πολύ δύσκολη και αφαιρετική για να είναι ευρέως χρήσιμη»2. Οι προσπάθειες του Χάιντεγκερ, προκειμένου να εδραιωθεί ως η θεμελιώδης αναφορά της ναζιστικής κοσμοθεωρίας, δεν απέδωσαν τα αναμενόμενα και θα ήταν μάλλον ενοχλημένος στο άκουσμα του ακόλουθου απολογισμού: «Εχω ζήσει όλη μου τη ζωή σύμφωνα με τις ηθικές αρχές του Καντ, σύμφωνα με τον ορισμό που δίνει ο Καντ για το καθήκον [δηλαδή] ότι η αρχή της βούλησής μου πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μπορεί να γίνει η αρχή των γενικών νόμων»3.
Αυτός είναι ο Αϊχμαν στην απολογία του και με αυτήν την παράδοξη αναφορά ανοίγει ο Chapoutot ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια –«Στο σχολείο του Καντ; Ενας “νορδικός” φιλόσοφος»– του βιβλίου του για την πολιτιστική επανάσταση του ναζισμού. Ο Καντ, σημειώνει ο συγγραφέας, δεν ήταν ένας φιλόσοφος που ήταν δυνατό να παραβλεφθεί από κανέναν, συνεπώς «η “περίπτωσή” του αποτέλεσε για τους ναζί πρόβλημα. Τι να κάνουν, και τι να τον κάνουν»4; Ο Chapoutot περιγράφει τις κοπιώδεις προσπάθειες των ναζιστών διανοουμένων αλλά και των καλλιεργημένων μελών του κόμματος να αντιμετωπίσουν τούτο το πρόβλημα, παρότι όλοι τους μάλλον αναγνώριζαν ότι η προσαρμογή της καντιανής φιλοσοφίας στη ναζιστική κοσμοθεωρία ήταν επίπονη, πιθανόν ανέφικτη και εν τέλει εντελώς μάταιη. Εντούτοις, αυτή δεν ήταν μια προσπάθεια που εγκαταλείφθηκε, είναι αντιθέτως αναμφίβολο, εκτιμά ο συγγραφέας, ότι οι ναζί διεκδίκησαν με μεθοδικότητα τον μεγάλο φιλόσοφο.
Η προσπάθεια «ναζιστικοποίησης» της καντιανής σκέψης παρέμεινε κατά τα φαινόμενα στην επιφάνειά της, καθώς οι ναζιστές θεωρητικοί φαίνεται ότι ενδιαφέρονταν αποκλειστικά και μόνο για ένα από τα σημεία της. Αυτό δεν ήταν άλλο από την περίφημη πρώτη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής: «Η καντιανή διατύπωση της ηθικής προσταγής ήταν τόσο δημοφιλής στη Γερμανία του 19ου και 20ού αιώνα ώστε η μορφή της –αλλά μόνο η μορφή της– καθίστατο ένα ευπρόσδεκτο ρητορικό σχήμα κάθε φορά που επρόκειτο να αρθρωθεί κάποιος κανόνας γενικής εμβέλειας»5.
Ο Chapoutot παραθέτει ενδεικτικά παραδείγματα σχετικών διατυπώσεων της προσταγής σημειώνοντας ότι αυτή διδασκόταν παντού και επαναλαμβανόταν διαρκώς – και προφανώς εξωθήθηκε ώς τα άκρα της λογικής: «Πράττε με τέτοιον τρόπο ώστε ο Φύρερ, αν γνώριζε την πράξη σου, να την ενέκρινε»! Ο συγγραφέας επιμένει αρκετά ότι η προσταγή χρησιμοποιήθηκε από τους ναζιστές «κενωμένη από την ουσία της, αναγόμενη σε μια καθαρή μορφή», με αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός «καθαρού φορμαλισμού» που παρέκαμπτε τον τελικό προορισμό προς στον οποίο αναγκαία κατηύθυνε η ίδια η μορφή της προσταγής, την οικουμενικότητα του Λόγου. Η οικουμενικότητα του Λόγου, σύμφωνα με τον συγγραφέα, σημαίνει και την οικουμενικότητα του ανθρώπινου γένους, και αυτό είναι το περιεχόμενο της προσταγής που οι ναζιστές παραβίασαν βάναυσα θέτοντας στη θέση του ανθρώπινου γένους τη φυλή.
Βεβαίως, η πρόθεση του Καντ ήταν να διατυπώσει έναν νόμο γυμνό από περιεχόμενο, που να είναι καθαρή μορφή, όπως και να ’χει όμως η καντιανή προσταγή περιέχει και μια δεύτερη διατύπωση, παντελώς αποσιωπημένη από τους θεωρητικούς του ναζισμού, που ήδη από τη μορφή της είναι θεμελιωδώς ασύμβατη με το ναζιστικό πρόγραμμα –πράττε έτσι ώστε την ανθρωπότητα, τόσο στο πρόσωπό σου όσο και στο πρόσωπο καθενός άλλου, να τη μεταχειρίζεσαι πάντοτε ως σκοπό και ποτέ μόνο ως μέσο.
Η πρώτη διατύπωση της προσταγής, βεβαίως, χρησιμοποιήθηκε από τους ναζιστές θεωρητικούς ακριβώς για τον αντίθετο σκοπό: προκειμένου η ατομικότητα να απορροφηθεί εντελώς και να χαθεί, εντός της κοινότητας. Αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να είναι συμβατό όχι μόνο με το καντιανό πρόγραμμα αλλά, σύμφωνα με τον συγγραφέα, και με το συνολικό διαφωτιστικό πρόγραμμα. (Είναι, παρεμπιπτόντως, ενοχλητική η επιλογή του να μην αναφέρει τον σοσιαλισμό ως ένα από τα θεμέλια του Διαφωτισμού, μαζί με «τον ατομικισμό, τον οικουμενισμό, τον φιλελευθερισμό και όλα τα παρεπόμενά τους» που ζητούσε να εκθεμελιώσει ο ναζισμός 6).
Ο Chapoutot τελειώνει το κεφάλαιο για τον Καντ υπενθυμίζοντας μιαν άλλη απολογία, του καθηγητή της Σόφι Σολ, Kurt Huber, ο οποίος για να δικαιολογήσει την αντίστασή του στους ναζιστές επικαλέστηκε και αυτός τον Καντ και την κατηγορική προσταγή του. Αυτή είναι μία από τις χρήσεις της που κατά πάσα πιθανότητα θα χαροποιούσε τον ίδιο τον Καντ και θα εξόργιζε τον μάλλον αδικημένο από τους ίδιους τους ναζιστές Χάιντεγκερ, η φιλοσοφία του οποίου, όπως υποστηρίζει ο Γουόλιν, «γελοιοποιεί το καντιανό ιδεώδες της ηθικής αυτονομίας»7, όπως κάνει και κάθε άλλη απόπειρα θεμελίωσης μιας ναζιστικής κοσμοθεωρίας.
Είναι σαφές, συνεχίζει ο Γουόλιν, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός δεν έχει σε τίποτα να κάνει με τους «απόστολους της μετριοπάθειας και της ανεκτικότητας, Βολταίρο, Καντ και Χιουμ»8, και είναι σίγουρα έτσι. Αν και ο τελευταίος από τους τρεις, σε εκείνη την περίφημη υποσημείωση, υπερασπίστηκε τη φυλετική ανωτερότητα των λευκών έναντι τόσο των μαύρων όσο και όλων των άλλων φυλών, χαρακτηριστικό παράδειγμα του ότι τα πράγματα αυτά δεν ήταν ποτέ ούτε εντελώς ξεκάθαρα ούτε και πολύ ανέφελα.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας