Παραδοσιακά πια, μετά το τέλος του Φεστιβάλ, κι όταν έχει ολοκληρωθεί ο κύκλος των θεατρικών παραστάσεων στους χώρους του, ακολουθεί κάποιος σύντομος απολογισμός από τις στήλες όσων μέσων παρακολούθησαν κατά πόδας το καλλιτεχνικό πρόγραμμα τους δύο μήνες της κυριαρχίας του.
Η παράδοση αυτή ωστόσο σήμερα, που μόλις ανακοινώθηκε η αλλαγή στον θώκο του καλλιτεχνικού διευθυντή, αποκτά κι άλλες διαστάσεις. Ενσωματώνει άθελά του σκέψεις για την πορεία του θεσμού τα τελευταία χρόνια, υποθέσεις για τον δρόμο που θα ακολουθήσει το Φεστιβάλ με την ηγεσία της νέας διευθύντριας του, Κατερίνας Ευαγγελάτου, στο κοντινό μέλλον.
Είναι γεγονός πως το Φεστιβάλ έχει κατακτήσει τα τελευταία χρόνια σταθερή θέση στην αποδοχή του θεατρόφιλου κοινού και λίγοι είναι εκείνοι που θεωρούν πλέον την καλοκαιρινή του παρουσία σαν κάτι «ξεχωριστό» από τη χειμερινή σεζόν της σκηνής μας που προηγείται.
Αυτή η όμορφη και γλυκιά ενσωμάτωση του Φεστιβάλ στο υπόλοιπο θεατρικό ρεύμα εξασφαλίζει μεν αποδοχή και σταθερό κοινό, ενέχει ωστόσο σημαντικούς κινδύνους. Το Φεστιβάλ ας πούμε οφείλει να είναι από μόνο του κάτι διακριτό και ηχηρό είτε ως πρόγραμμα είτε ως οργάνωση, σαν μια «μη-κανονική» κανονικότητα της καλλιτεχνικής ζωής.
Αντίθετα η ολοένα και μεγαλύτερη δυσκολία διάκρισης τού τι είναι «φεστιβαλικό» και τι «μη-φεστιβαλικό» στις προτάσεις του, η αίσθηση πως δεν παρακολουθούμε τίποτα περισσότερο από ένα παράρτημα της τυπικής σεζόν κάθε χρόνο, είναι μια ύπουλη ασθένεια που πρέπει κάπως να αντιμετωπισθεί στο μέλλον. Είναι αυτό άλλωστε που πιθανόν οδήγησε και τον πρώην διευθυντή Βαγγέλη Θεοδωρόπουλο να επενδύσει μέρος της προσπάθειας ανανέωσης όχι μόνο στο ρεπερτόριο, αλλά και στο κοινωνικό προφίλ του θεσμού, αλλάζοντας εκτός από στόχους και την ίδια τη στόχευση.
Με το «Ανοιγμα στην πόλη» που επιχείρησε, τις παραστάσεις που δόθηκαν δωρεάν ώστε να αιφνιδιάσουν τον αστικό ιστό και να εντάξουν τον καλλιτεχνικό προβληματισμό στον πολιτικό προβληματισμό των καιρών, επί των ημερών του Θεοδωρόπουλου το Φεστιβάλ προσπάθησε να αποκτήσει το χαρακτήρα μιας αθηναϊκής καλλιτεχνικής πανδαισίας, πρόσφορης σε ευρύτερο κοινό, ευρύτερης από τους παροικούντες στο γνωστό και αρκετά κορεσμένο πια λημέρι της Πειραιώς.
Εθισμός στο νέο και αθώρητο
Μια ακόμη σημαντικότατη παρέμβαση αφορά το Λύκειο της Επιδαύρου, ένα διεθνές θερινό σχολείο εφαρμοσμένης μελέτης του αρχαίου δράματος που έχει πλέον ριζώσει για τα καλά και δίνει καρπούς. Η αιτία για τη συνάντηση τόσων νέων ανθρώπων στον χώρο της Επιδαύρου παραμένει πάντα το αρχαίο θέατρο – μα κατά βάθος είναι η άποψη πως το αρχαίο θέατρο δεν είναι αυτοσκοπός αλλά μέσον για την επικοινωνία, συμμετοχή, ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, αισθήματος και κουλτούρας μεταξύ καλλιτεχνών από όλο τον κόσμο. Μένει να δούμε αν μια τόσο επιτυχημένη ιδέα μείνει μετέωρη από την επόμενη διεύθυνση του Φεστιβάλ.
Από την άλλη, ακολουθώντας την κατεύθυνση του παλιότερου διευθυντή του Φεστιβάλ Γιώργου Λούκου, ο Θεοδωρόπουλος τα χρόνια της ηγεσίας του φρόντισε να καλέσει στους χώρους του Φεστιβάλ ονόματα του διεθνή στίβου με κριτήριο άλλοτε την αισθητική του ματιά, άλλοτε το καλλιτεχνικό εκτόπισμα.
Η αφορμή σύμφωνα με τα δελτία Τύπου ήταν πάντα νοηματικοί κύκλοι που αχνοφέγγοντας πρόβαλλαν γύρω από το ξένο ρεπερτόριο, ωστόσο αυτό που σταθερά προσκαλούσε το ξένο θέατρο στην Πειραιώς ήταν τελικά η ακόρεστη διάθεση του ίδιου του κοινού της, που ζητούσε να ανοίξει παράθυρα και ορίζοντες, να προβληματιστεί και να συζητήσει περί σύγχρονου θεάτρου. Τόσο απλά...
Απογοητεύσεις υπήρξαν αρκετές κι όμως κι αυτές ακόμη έδωσαν νέο έναυσμα για περισσότερο «τζόγο», για ακόμη περισσότερη αδρεναλίνη που προκαλεί το νέο και το αθώρητο και που με τα χρόνια έχει προκαλέσει στους θεατές του Ελληνικού Φεστιβάλ ένα είδος παραστασιακού εθισμού. Κι ας μην άρεσε επομένως φέτος σε όλους ο Καστελούτσι με το περίεργο σκηνικό όραμα και την αισθητιστική υποκειμενικότητα του… Και μόνο που δημιουργεί κάτι που συζητείται και αντιπαραβάλλεται με άλλες παλιότερες απόπειρες στο Φεστιβάλ μάς είναι αρκετό.
Σιγά-σιγά τέτοιες οπτικές, προσωπικότητες και τεχνικές διαπερνούν τον φλοιό της εγχώριας ταυτότητας και κάποιες -όσες συνάδουν με γηγενή πολιτισμικά στοιχεία- κατακρατώνται και γεννούν τα ιθαγενή υβρίδια -τα άλλα απλώς αποβάλλονται, και με τον καιρό λησμονιούνται.
Πιθανόν λοιπόν η «Νέα ζωή» του Καστελούτσι ή η αμήχανη πρωτοπορία της Λίντελ, το αδιάφορο «Κορίτσι από το εργοστάσιο της ομίχλης» του Λουτς ή οι ελιτίστικες «Αυτόχειρες παρθένες» της Σουζάνε Κένεντι να άφησαν λίγα ή καθόλου ίχνη πίσω τους-πιθανόν μάλιστα μήνες μετά να μη θυμόμαστε ούτε τους τίτλους τους. Ολα όμως συγκροτούν μαζί μια πνευματική «κοινότητα» που ακουμπά στο κοινό της Πειραιώς και χαρίζει για ώρες ή μέρες ένα σοβαρό αντικείμενο συζήτησης και ένα κρίσιμο πεδίο προβληματισμού.
Συμβαίνει όμως κάποτε να φτάνουν και κάποιες παραστάσεις στην Πειραιώς που αγγίζουν μύχιες χορδές των θεατών της. Και τότε συμβαίνει το θαύμα. Ανθρωποι και καταστάσεις μακρινές και απρόσιτες, άγνωστες και αταύτιστες, συνομιλούν την πανανθρώπινη γλώσσα της ενσυναίσθησης.
Κάπως έτσι οι «Αγνοούμενοι» του κολομβιανού Mapa Teatro, που αφηγήθηκε την ιστορία της Κολομβίας τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, η «Σαϊγκόν» της Γαλλοβιετναμέζας Ενγκιγέν, η ανθρώπινη εξορία να αντηχεί στους χώρους ενός λαϊκού συνοικιακού εστιατορίου, και φυσικά, το «Kanata» του Ρομπέρ Λεπάζ και του Θεάτρου του Ηλιου, δίδαξαν από κοινού με αίσθηση και μέτρο πώς το μικρό γίνεται στη σκηνή μέγα, και το λίγο του ανθρώπου πελώριο πράγμα.
Ελληνικό παράπονο
Απ’ ό,τι καταλαβαίνω υπήρξε μια κάποια απογοήτευση από την συγκομιδή των ελληνικών παραστάσεων του φετινού Φεστιβάλ, και αυτό όχι τόσο λόγω της καθαυτό αξίας τους όσο κυρίως γιατί ελάχιστες δικαιολόγησαν τη συμμετοχή τους σε ένα τέλος πάντων «φεστιβάλ».
Η αλήθεια είναι πως οι περισσότεροι θίασοί μας αντιμετωπίζουν πλέον το Φεστιβάλ σαν «μία ακόμη δουλειά για το καλοκαίρι» (οι συμπαραγωγές άλλωστε με το ίδιο το Φεστιβάλ αυτό κατά βάθος καλλιεργούν). Από την άλλη όμως είναι μάλλον άδικο να περιμένουμε από μια νέα ομάδα να μην κάνει τίποτα όλο το χρόνο προκειμένου να ετοιμάσει δουλειά για δύο μόνο βραδιές του Ιουλίου στην Πειραιώς…
Ας το καταλάβουμε: Το Φεστιβάλ δεν έχει από μόνο του τη δύναμη να απογειώσει το ελληνικό θέατρο. Μπορεί να γίνει όμως ένας καθρέφτης όπου το θέατρο θα δει τον εαυτό το και θα αναμετρήσει τις δυνάμεις του.
Φωτεινή εξαίρεση και ελπίδα για το μέλλον υπήρξε ασφαλώς η πρόταση της ομάδας της Ελένης Ευθυμίου, με τίτλο «Ερωτευμένα άλογα». Ας σταθούμε σε αυτή την αισιόδοξη εξαίρεση για φέτος.
Η παράσταση της Ευθυμίου πρόβαλε μια πλευρά των ανθρώπων με αναπηρία που ανήκει μάλλον στο χώρο του αοράτου: τη σεξουαλικότητά τους. Το ότι ελάχιστοι έχουμε ποτέ σκεφτεί αυτή την πλευρά, ακόμη χειρότερα το πως οι περισσότεροι ακόμη θεωρούμε την πλευρά αυτή ασήμαντη μπροστά στα «προβλήματα» αυτών των ανθρώπων, δείχνει ότι για εμάς «ανάπηρος» σημαίνει κάποιος που έχει χάσει την ανθρώπινη περιπλοκότητα στο όνομα κάποιας σωματικής απλούστευσης. Διόλου τυχαία οι περισσότεροι παρακολουθήσαμε σοκαρισμένοι αυτή την αποκάλυψη, καθώς ήταν στο βάθος αποκάλυψη της δικής μας ανάπηρης κατανόησης του Αλλου. Και όχι μόνο αυτό.
Από κάποια στιγμή και μετά, όπως συμβαίνει σχεδόν παντού όπου υπάρχει ευγένεια και καλοσύνη, τα «Ερωτευμένα Αλογα» έφταναν να μιλούν για όλους εμάς, για τα δικά μας προβλήματα, κοινά ζητήματα του έρωτα και της αναστολής του. Να μην τα πολυλογώ, πρόκειται για σπάνια παράσταση που μεταξύ όλων των άλλων θα έβγαζε το θέατρό μας σαν θέμα και διαπραγμάτευση, σαν εκτέλεση από την εξαιρετικά δεμένη ομάδα, ασπροπρόσωπο στα φεστιβάλ όλου του κόσμου.
«Εξελιγμένος» Αριστοφάνης
Απομένει η Επίδαυρος, που και φέτος χωρίστηκε στη μεγάλη και τη μικρή, με πλήθος παραστάσεων. Για κάποιες από αυτές έχουμε μιλήσει αναλυτικά στα σημειώματά μας. Από την άποψη του ρεπερτορίου ίσως η πιο σημαντική απόφαση αφορούσε τον Αριστοφάνη. Αποφασίστηκε να σιγάσει για λίγο στην ορχήστρα της ο αρχαίος κωμικός, μέχρι να εξελιχθεί η δημιουργική μετάβαση του θεάτρου μας σε μια αξιόλογη νέα πρόταση γι’ αυτόν.
Πάντως η μία και μοναδική παράσταση που εντάχτηκε φέτος στο πρόγραμμα της Επιδαύρου, οι «Νεφέλες» από τον Δημήτρη Καραντζά, μπόρεσαν να συμπτύξουν τα αιτήματα μιας νέας γενιάς και να τα μεταδώσουν στο μεγάλο κοινό.
Από τις υπόλοιπες ελληνικές παραστάσεις ας μείνει στη μνήμη η όμορφη συνεργασία Εθνικού και ΘΟΚ με την «Ορέστεια», σκηνοθετημένη από τρεις γυναίκες σκηνοθέτιδες. Κι έπειτα, ο φοβερός «Οιδίποδας» των Μαρκουλάκη και Λιγνάδη, που μπόρεσε να ανακαλύψει εκ νέου το έργο και να το περάσει σε όλους σαν αιώνιο πάθος και ως διαρκή λυγμό.
Οι δύο ξένες μετακλήσεις της Επιδαύρου άφησαν και αυτές το στίγμα τους. Ο «Οιδίποδας» του Ουίλσον, όπως ήταν αναμενόμενο έμοιαζε πιο πολύ Ουίλσον, λιγότερο Σοφοκλής. Εκανε γι’ αυτό την Επίδαυρο να χωριστεί σε κήνσορες και θεράποντες του Αμερικανού μάγου του μεταμοντέρνου.
Στη συνέχεια, η εμφάνιση της Comédie Française με την «Ηλέκτρα/Ορέστης» σε σκηνοθεσία του Ιβο βαν Χόβε, φανέρωσε από τη μεριά της τη δύναμη του θεάτρου να ενώνει σύγχρονες ευαισθησίες με αρχαίες πηγές.
Δεν αμφιβάλλω πως πολλές από αυτές τις παραστάσεις θα λησμονηθούν μετά από καιρό. Κάτι όμως θα μείνει από την ποιότητα της παραγωγής, τον επαγγελματισμό τους, τη θηριώδη υποκριτική των ηθοποιών τους, την ποιότητα της εικονολογίας τους και τη δραματουργική τους δεινότητα. Θα μείνει και θα περάσει στο ελληνικό θέατρο.
Αυτός άλλωστε είναι ίσως τελικά και ο λόγος που οργανώνουμε «φεστιβάλ». Για να νιώσουμε πως το θέατρο του κόσμου είναι δικό μας θέατρο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας