Το άρτι εκδοθέν βιβλίο του Δημήτρη Χριστόπουλου, Καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και πρώην Προέδρου της Διεθνούς Ομοσπονδίας Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβλημα, θα είχε λύση» παρουσιάζει ανάγλυφα, με ακριβή ορολογία, την -τεχνική και πολιτική- συνθετότητα του προσφυγικού και μεταναστευτικού ζητήματος χρησιμοποιώντας έναν απλό (αλλά όχι απλουστευτικό) τρόπο γραφής, ώστε να καταστεί εύληπτο το διακύβευμα στο ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Οι Εκδόσεις Πόλις, μέσα από τα βιβλία που επιλέγουν να εκδώσουν, λειτουργούν ως ζωντανό κύτταρο πλουραλισμού και ελεύθερης σκέψης-έκφρασης σε μια εποχή που η (ποθούμενη ως ανοιχτή) κοινωνία των πολιτών κλείνεται όλο και περισσότερο στο καβούκι της, αναπαράγοντας συχνά-πυκνά επινοημένους μύθους ως αναμασημένη απάντηση σε φλέγοντα, επίκαιρα όσο και διαχρονικά, ερωτήματα. Με άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος εκδοτικός οίκος συμβάλλει στην αναγκαία διάχυση της αμφιβολίας απέναντι σε κάθε λογής («ορθολογικούς» ή «συνωμοσιολογικούς») δογματισμούς.
Το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα ενέχει έναν διττό κίνδυνο: να εκληφθεί αμιγώς είτε ως διαχειριστική άσκηση εθνικής ασφάλειας (η Ελλάδα ως «φράχτης στους ξένους») είτε ως πραγμάτωση των αρχών ενός ηθικολογικού, θεολογικού τύπου, ανθρωπισμού (η Ελλάδα ως «κιβωτός των κατατρεγμένων του πλανήτη»). Ο Δημήτρης Χριστόπουλος κατορθώνει να αναστοχάζεται το προσφυγικό-μεταναστευτικό φαινόμενο ως πολιτικό διακύβευμα, άρα αναζητά εκείνους τους διαύλους δημόσιας πολιτικής που θα καταστήσουν τον ουτοπικό ανθρωπισμό ρεαλιστική τέχνη του εφικτού.
Προκειμένου ένα ιδεολογικά φορτισμένο φαινόμενο, όπως το προσφυγικό και μεταναστευτικό, να ανανοηματοδοηθεί με όρους (εθνικής και υπερεθνικής) δημόσιας πολιτικής, απαιτείται η αναγωγή του επικαιρικού χαρακτήρα του (ιδίως από το 2015 και πέρα με τον ξεριζωμό των Συρίων λόγω των εμφύλιου πολέμου που μαίνεται στη χώρα τους) σε έναν διαχρονικό κύκλο, ώστε να αποτυπωθούν οι συνέχειες και τομές κατά την αντιμετώπιση των προσφυγικών και μεταναστευτικών πληθυσμών από το ελληνικό κράτος από την ίδρυσή του και έπειτα.
Έτσι, πριν την κριτική ανασκόπηση των πολιτικών αποφάσεων ή αδρανειών κατά τη διαχείριση των σύγχρονων προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών από τη Μέση Ανατολή, παρουσιάζεται ευκρινώς η μεγάλη εικόνα των Μικρασιατών προσφύγων μετά την εθνική καταστροφή του 1922 και των Αλβανών μεταναστών στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Η διαχρονική επισκόπηση του υπό εξέταση φαινομένου επιτρέπει τη συναγωγή ενός κρίσιμου συμπεράσματος αναφορικά με τη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας. Ως «σταυροδρόμι» Δύσης και Ανατολής, η χώρα μας είναι εκ φύσεως προορισμένη να λειτουργεί ως μόνιμος χώρος φευγαλέας συνάντησης ανθρώπων, άλλοι εκ των οποίων φεύγουν για τις μητροπόλεις του ανεπτυγμένου δυτικού καπιταλισμού (Gastarbeiter, σύγχρονο επιστημονικό πρεκαριάτο), άλλοι έρχονται για να μείνουν (π.χ. μικρασιάτες πρόσφυγες, Αλβανοί μετανάστες) κι άλλοι έρχονται με στόχο να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τις πιο ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (π.χ. Σύριοι και Αφγανοί πρόσφυγες-μετανάστες).
Ιδίως από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Ελλάδα καθίσταται κέντρο (και όχι απλώς κόμβος) των Βαλκανίων, και από τις αρχές του 2000 εισέρχεται στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ζώνη του ευρώ), άρα είναι απολύτως εύλογο να μετατρέπεται εν πολλοίς από χώρα προορισμού σε χώρα υποδοχής-άφιξης μεταναστευτικών ροών.
Είναι εξόχως υποκριτικό, λοιπόν, αυτοί που αποθεώνουν την μείζονα εθνική επιτυχία της Ελλάδας των «δύο ηπείρων και πέντε θαλασσών» (με τη Συνθήκη των Σεβρών επί Ελευθερίου Βενιζέλου) να φαντασιώνονται τείχη και απόλυτο βαθμό ομογενοποίησης του πληθυσμού, σε ένα σταυροδρόμι της γης μες στην πιο διασυνδεδεμένη περίοδο των παγκόσμιων επιτευγμάτων (π.χ. διάχυση της πληροφορίας), προκλήσεων (π.χ. οικονομικές, υγειονομικές κρίσεις) και καταστροφών (π.χ. κλιματική αλλαγή).
Οι τεράστιες ροές κατατρεγμένων ανθρώπων από περιοχές του κόσμου που δοκιμάζονται από εμφύλιες συγκρούσεις (με τον δυτικό ιμπεριαλισμό να παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαιώνισή τους) δεν κατακάθισαν σε ένα λευκό χαρτί, αλλά βρήκαν τη χώρα μας αντιμέτωπη με το ήδη μη διαχειρίσιμο ζήτημα παρουσίας εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων χωρίς χαρτιά κατά την περίοδο της «πλαστής ευημερίας».
Η έλλειψη συνεκτικής αντιμετώπισης του φαινομένου των ανθρώπων χωρίς χαρτιά, όπως προκύπτει σαφώς από την τοποθέτηση του κ. Χριστόπουλου, οφειλόταν κατά κύριο λόγο όχι στο μέγεθος του μεταναστευτικού πληθυσμού ούτε στις εγγενείς παθογένειες της ελληνικής δημόσιας διοίκησης, αλλά σε μια ηθελημένη «βιοπολιτική» (με φουκωϊκούς-αγκαμπενικούς όρους) διαχείριση της «γυμνής ζωής» από την εκάστοτε πολιτική εξουσία.
Με αυτό τον τρόπο, οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, κρατώντας ικανοποιημένα τα μεσο- και μικρο-αστικά στρώματα του πληθυσμού, μπορούσαν να συνδυάζουν την πάταξη της παράνομης παρουσίας στη δημόσια σφαίρα με αυταρχικά θεάματα «νόμου και τάξης» (αστυνομική αυθαιρεσία, κλειστά κέντρα κράτησης) με τον εξοπλισμό των γαιοκτημόνων με φτηνό εργατικό δυναμικό.
Πέραν του αλληλένδετου χαρακτήρα που έχει ο επικαιρικός τόνος και το διαχρονικό φόντο του προσφυγικού φαινομένου (και όχι προβλήματος, όπως εύστοχα τονίζει ο συγγραφέας, διαχωρίζοντας εξαρχής πλήρως τη θέση του από μια νεοσυντηρητική αναγωγή των «προσφύγων» σε «γάγγραινα» στην Ελλάδα της πολυεπίπεδης κρίσης), η σημαντικότερη συνεισφορά του παρόντος βιβλίου είναι ότι προσπαθεί να συνομιλήσει (μέσα από μια γόνιμη αντιπαράθεση ιδεών, απόψεων, σχεδίων δημόσιας πολιτικής) ακόμα και με τις πιο ξενοφοβικές εκφάνσεις του αντι-προσφυγικού λόγου.
Από το κάδρο των συνομιλητών εξαιρείται, βεβαίως, η νεοναζιστική εγκληματική συμμορία που περνάει την κόκκινη γραμμή, όταν μετατρέπει τον μισαλλόδοξο λόγο σε βίαιη πράξη απέναντι σε κάθε «άλλον»-«υπάνθρωπο».
Έτσι, ο Δημήτρης Χριστόπουλος καταφέρνει να αποδομήσει τον ξενοφοβικό λόγο με στέρεα δεοντοκρατικά και συνεπειοκρατικά επιχειρήματα. Έτσι, από τη μία πλευρά, προτάσσει τους κανόνες και τις αρχές του διεθνούς προσφυγικού-ανθρωπιστικού δικαίου (π.χ. Σύμβαση της Γενεύης, προηγούμενες δικαιοδοτικές κρίσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου), προκειμένου να καταδείξει την ασυμβατότητα της διαβόητης Δήλωσης ΕΕ-Τουρκίας με το παραπάνω δικαιοκρατικό πλαίσιο.
Από την άλλη πλευρά, επισημαίνει τους κινδύνους που εγκυμονεί η αναγωγή του προσφυγικού ζητήματος σε μείζον θέμα ασφάλειας εκ μέρους της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς με αυτό τον τρόπο επιτείνεται η ανασφάλεια προσφύγων και γηγενών πληθυσμών και, μέσω του δόγματος της «αποτροπής», απομακρύνεται όλο και περισσότερο μια win-win λύση προσανατολισμένη στην αμοιβαιοποίηση των ροών με όρους ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Εν κατακλείδι, ο συγγραφέας υιοθετεί την ανθρωπιστική πρόσληψη ενός φαινομένου που, ούτως ή άλλως, συνδέεται με τη μετακίνηση ανθρώπων, το οποίο όχι απλώς δεν θα εκλείψει, αλλά θα ενταθεί ενόψει της κλιματικής κρίσης, η οποία θα καταστήσει αντικειμενικά αβίωτη τη διαβίωση σε μεγάλο μέρος του αναπτυσσόμενου και Τρίτου κόσμου.
Επιχειρεί, όμως, να προτείνει λύσεις για έναν «εδώ και τώρα» εφαρμοσμένο ανθρωπισμό στην υπαρκτή (εξ ορισμού ατελή) δημόσια σφαίρα, χωρίς να περιμένει τη Δευτέρα Παρουσία ενός no border πλανήτη ελεύθερων, ίσων και αλληλέγγυων συνανθρώπων. Όπως γράφει χαρακτηριστικά, "ανθρωπισμός δεν είναι να παριστάνεις τον γενναιόδωρο τροχονόμο στις προσφυγικές λεωφόρους, δείχνοντας τον δρόμο για τον Βορρά και τίποτα άλλο πέρα από αυτό. Ο ανθρωπισμός απαιτεί και συντεταγμένο σχέδιο δημόσιας πολιτικής".
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας