Σε μια παρέμβασή του, στις 26/2, ο Ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκαμπεν μιλούσε για «παράλογα και εντελώς αναιτιολόγητα μέτρα έκτακτης ανάγκης» απέναντι σε μια «υποτιθέμενη επιδημία λόγω του κορονοϊού», και πρόβαλε ως εξήγησή τους τη γνωστή του θεωρία περί της «κατάσταση εξαίρεσης» που προϊόντως τείνει να μετατραπεί σε «κανονικότητα προτύπου διακυβέρνησης» .
Η παρέμβασή του αυτή δέχτηκε πολλές επικρίσεις, και σωστά. Σήμερα, λίγον καιρό μετά -αλλά πολύ, αν σκεφτούμε πόσο πολύ μετράει η κάθε μέρα για να αντιληφθούμε τη «νύχτα» την οποία διανύουμε - δεν ξέρω αν θα μπορούσε ξανά να μιλήσει κανείς άνετα για «υποτιθέμενη επιδημία». Εξάλλου, μια τέτοια τοποθέτηση δεν βλέπω πώς ακριβώς απέχει από το να είναι μια εξευγενισμένη έστω εκδοχή συνωμοσιολογικών θεωριών, οι οποίες ευδοκιμούν κυρίως στις κρίσεις, και φυσικά και στην κρίση που έχει στέψει αυτός ο ιός.
Ωστόσο, δεν μπορούμε να αψηφήσουμε αυτήν την παρέμβαση, δεν μπορούμε γενικότερα να πούμε ότι οι αναπτύξεις που συνοψίζονται στην έννοια της «βιοπολιτικής» και στην κανονικοποίηση της «κατάστασης εξαίρεσης» δεν έχουν θέση σε αυτά που ζούμε σήμερα.
Θεωρώ ότι θα πρέπει να διακρίνει εδώ κανείς ανάμεσα σε ένα γενετικό και σε ένα λειτουργικό σκέλος. Ως προς το πρώτο, δηλαδή ως εξήγηση του τι παρήγαγε την αντίδραση απέναντι στον κορονοϊό και κατ΄επέκταση ως αποτίμηση των μέτρων που έχουν ληφθεί προς αντιμετώπισή του, μπορεί σκέψεις σαν αυτή του Αγκάμπεν, να πάσχουν σοβαρά και να φανερώνουν ίσως ως και θεωρητική τύφλωση, όπως έχει ειπωθεί. Αλλά, οπωσδήποτε, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο και ως προς το λειτουργικό σκέλος, δηλαδή αν τη δούμε ως σκέψη πάνω στο πώς θα μπορούσαν να λειτουργήσουν όλα αυτά, τόσο ο κορονο-πανικός όσο και τα μέτρα με τα οποία αντιμετωπίζεται, ανεξαρτήτως του συγκεκριμένου χαρακτήρα της πηγής που τα γέννησε .
Ας σκεφτούμε αυτό που προβάλλει πανταχόθεν και για μεγάλη γκάμα ζητημάτων που ανέκυψαν αυτές τις μέρες: τον φόβο ότι τα μέτρα για τις επιχειρήσεις που πλήττονται, τα οποία εξήγγειλε η ελληνική κυβέρνηση, μπορούν να γίνουν ευκαιρία για μόνιμη και θεσμοποιημένη ( περαιτέρω) καταπάτηση εργασιακών δικαιωμάτων ή τον φόβο ότι η εξ αποστάσεως εκπαίδευση, από σημερινή προσωρινή λύση ανάγκης , θα μπορούσε να δώσει λαβή για μεταγενέστερη (περαιτέρω) απαξίωση του ρόλου των εκπαιδευτικών.
Μια παρέμβαση σαν αυτή του Αγκάμπεν, συνεπώς, έχει το μεγάλο δίκιο της, στον βαθμό που λέει, ή έστω μας επιτρέπει να συναγάγουμε, ότι αυτός ο φόβος είναι εύλογος, αλλά και κάτι ακόμα ισχυρότερο: ότι έχει και πιο στέρεη, πιο αδιαμφισβήτητη, βάση ακόμα και από τον φόβο απέναντι στον κορονοϊό.
Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να δούμε εδώ μια περί σκεπτικισμού, ή καχυποψίας, ασυμμετρία: ενώ οι αμφιβολίες για το τι γέννησε αυτή την κρίση και την αντιμετώπισή της έχουν μια βάση, ενώ, ας πούμε, ακόμα και οι συνωμοσιολογικές θεωρίες με τις οποίες μπορεί να φλερτάρουν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως μια «ιδεολογική», δηλαδή μυστικοποιημένη - για να το πούμε, με μαρξιστικούς όρους- αντιμετώπιση ενός πραγματικού προβλήματος, δεν ισχύει το ίδιο για τις αμφιβολίες σχετικά με το ποιον και τι θα ωφελούσε η μονιμοποίηση και θεσμική κανονικοποίηση των τρόπων στους οποίους αναλύεται η παρούσα διαχείριση της κρίσης από την πλευρά των κρατών.
Για να το πω πιο απλά: μπορούμε να καταλάβουμε γιατί κάποιος δεν πείθεται εύκολα με την ιδέα ότι ο κορονοϊός γεννήθηκε από το φάγωμα νυχτερίδων σε «απολίτιστους» πολιτισμούς. Μπορούμε να καταλάβουμε γιατί κάποιος σκέφτεται ότι η απαγόρευση των συναθροίσεων μπορεί και να έχει πολιτικά κίνητρα και στοχεύσεις. Μπορούμε όμως να καταλάβουμε εξίσου κάποιον που αμφισβητεί ότι υφίσταται αντικειμενικά κοινωνικοπολιτικό έρεισμα προκειμένου να κανονικοποιηθεί μια κατάσταση σαν αυτή που ζούμε ελέω φόβου για την εξάπλωση του κορονοϊού, ή ότι αν εθιζόμασταν σε ό,τι επιτάσσουν τα μέτρα προς αντιμετώπισή του, αυτό δεν θα είχε κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις; Μπορούμε να καταλάβουμε κάποιον που αμφιβάλλει ότι ο τρόμος έχει κατά κόρον εργαλειοποιηθεί πολιτικά ειδικά στον σύγχρονο κόσμο;
Αυτό που λανθάνει πίσω από αυτή την ασυμμετρία, και που κανείς δεν μπορεί να παρακάμψει, είναι το γνωστό και πάγιο πρόβλημα: οι κοινωνικοπολιτικές σχέσεις ανισότητας και εκμετάλλευσης, που παράγουν, μεταδίδουν και γενικεύουν την καχυποψία πιο εύκολα και από οτιδήποτε ισχύει για τον «φυσικό» κόσμο των ιών. Είναι το πρόβλημα –κορόνα τόσο στην καθημερινότητά μας όσο και σε αυτή τη διαρκείας ανατροπή της, την εξαιρετικότητα που ζούμε τον τελευταίο καιρό, όπου προσπαθούμε να χτίσουμε μια καθημερινότητα σκεπτόμενοι ακόμα και παραμικρές πράξεις της έως τώρα ρουτίνας μας.
Και θέτοντας το ζήτημα με αυτούς τους όρους, δηλαδή της σχέσης καθημερινού-εξαιρετικού, μπορούμε να θυμηθούμε και τον Ανρί Λεφέβρ. Κόντρα στη ρητορική που συνοδεύει τον «αποικισμό της καθημερινής ζωής» ο οποίος κατ’αυτόν διενεργείται στον σύγχρονο καπιταλισμό, ο Λεφέβρ τόνιζε ότι η πραγματική «εξαιρετικότητα» –κι εδώ θα λέγαμε ότι μπορούμε να εκλάβουμε τον όρο όχι μόνο με μια στενότερη και θετική έννοια, κάτι κοντά στη «Γιορτή», για την οποία κυρίως μιλάει ο ίδιος, αλλά και ευρύτερα με μια ουδέτερη έννοια, άρα ως κάτι που μπορεί να περιλαμβάνει και μια τραγωδία- δεν είναι η απόλυτη αντίθεσή του «καθημερινού», αλλά ίδιόν της είναι να το «φωτίζει», να το «ρυθμοποιεί» και να «ρυθμοποιείται» από αυτό.
Και πράγματι, αυτή η εξαιρετικότητα διαρκείας που σήμερα ζούμε μοιάζει με μεγεθυντή για να δούμε ζητήματα της «παλιάς» καθημερινότητάς μας. Να δούμε δηλαδή πολλαπλά ζητήματα που κατά το μάλλον ή ήττον σχετίζονται με το δεσπόζον πρόβλημα των ανισοτήτων και της εκμετάλλευσης στον σύγχρονο καπιταλισμό: για παράδειγμα, τη διαπλοκή της επιστημονικής έρευνας με οικονομικά συμφέροντα –αλήθεια, ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι η διαδικασία ανακάλυψης του εμβολίου για τον κορονοϊό θα μπορούσε να είναι «αποκαθαρμένη» από στρατηγικές και συσχετισμούς εντός της τόσο αμαρτωλής φαρμακοβιομηχανίας;- ή τον ρόλο της τεχνολογίας στις ζωές μας –δεν θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι το ότι το οικουρείν και η απομόνωσή μας, είναι διαμεσολαβημένα, λειασμένα, από τον μακροπρόθεσμο εθισμό μας στον εκτοπισμό του ανθρώπινου χώρου από τον κυβερνοχώρο;
Αυτό μας φέρνει στο ότι αν, με αφορμή τον Αγκαμπεν, μπορούμε να μιλάμε για μια αντικειμενική δυνατότητα λειτουργίας όλης αυτής της κατάστασης που ζούμε, προέκτασής της σε μια μελλοντική μας καθημερινότητα η οποία θα ήταν εν πολλοίς σε όφελος της διαιώνισης, μάλιστα όξυνσης των εξουσιαστικών σχέσεων, και η οποία μαζί θα συνιστούσε μια δυστοπία, δεν μπορούμε ωστόσο να παραβλέψουμε ωστόσο και την άλλη, την αντίθετη, πλευρά. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι μέσα στα σπέρματα ή τους προπομπούς μιας τέτοιας δυστοπίας, που βιώνουμε στις σημερινές εξαιρετικές, έκτακτες συνθήκες, υπάρχουν και αντικειμενικές δυνατότητες που συνδέονται με αυτό που στην ιστορία της ανθρωπότητας συνδέθηκε με την έννοια της «ουτοπίας».
Πρόκειται για τη σημερινή ραγδαία πρακτική αποδυνάμωση του μείζονος σύγχρονου εχθρού κάθε λόγου περί «ουτοπίας», δηλαδή όλων των ιδεολογημάτων που στεγάζονται υπό τον όρο «νέο-φιλελευθερισμός», αποδυνάμωση που τον καταδεικνύει μάλλον ως «μπουρδο-φιλελευθερισμό» (βλ. «Ο τρόμος και η αθλιότητα του μπουρδο-φιλελευθερισμού», ΕφΣυν, 15/3/20). Και δεν αναφέρομαι μόνο στην τόσο συζητημένη στροφή όλων των πρώην ιδιωτο-λάγνων προς το «κράτος», ούτε μόνο στο ότι αναδείχθηκε παντοιοτρόπως η σημασία και η αξία του δημόσιου συστήματος υγείας . Πολύ περισσότερο μιλάω για μια πρακτική, βιωματική θα έλεγε κανείς, ανάδειξη της αρχαιοελληνικής αλήθειας ότι το ιδιωτεύειν δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την α-νοησία. Αν είχε δίκιο ο Λεφέβρ που έλεγε ότι αργά ή γρήγορα γίνεται εμφανές πως «οι ανάγκες στην καθημερινή ζωή είναι η συνεκτική δύναμη της κοινωνικής ζωής ακόμα και στην αστική κοινωνία, και αυτές, και όχι η πολιτική ζωή, είναι ο πραγματικός δεσμός», σήμερα που η καθημερινή μας ζωή οριακά απειλείται ως τέτοια, και που οπωσδήποτε ανατρέπονται εντός της βαθιές της κανονικότητες, αυτό δεν προβάλλει ανάγλυφα; Δεν μπορούν να αντιληφθούν οι πάντες, δεν γίνεται απτή καθημερινή αλήθεια, ότι δεν μπορεί κανείς να σώσει τον εαυτό του από τον κορονοϊό αν δεν φροντίσει να σωθεί ο διπλανός του; Δεν έχουμε επιπλέον λόγους, βιωματικούς λόγους, όλοι μας να διερωτηθούμε για το πού αρχίζει και πού τελειώνει εδώ το ιδιωτικό και πού το δημόσιο, που δεκαετίες νεο-φιλελεύθερης επέλασης μας έμαθαν να βάζουμε σε περίκλειστα κουτάκια;
Πρόκειται, ακόμα, για τη βαθιά οικολογική πλευρά του όλου θέματος: και φυσικώ και τυχαίω τω τρόπω να γεννήθηκε ο κορονοϊός, η «φύση» για την οποία συζητάμε είναι, όχι απλώς διαμεσολαβημένη από τις κοινωνικές σχέσεις, αλλά καταλεηλατημένη. Είτε με τη μορφή μιας πιο ισχυρής παραδοχής, ότι ο καπιταλισμός ισοδυναμεί με μια προϊούσα διάπραξη «ύβρεως» , για να επικαλεστούμε πάλι αρχαιοελληνικούς όρους, είτε μιας πιο ασαφούς, ότι αν εκμεταλλεύεται κανείς τη φύση χωρίς όρους και όρια, καλλιεργώντας παράλληλα την ιδέα της ανθρώπινης παντοδυναμίας, τότε πολύ απλά θα έρθει η ώρα της «νεμέσεως», έχουμε να κάνουμε με αλήθειες που προβάλλουν κατά κόρον στον λόγο φιλοσόφων, λογίων και δημοσιολογούντων αυτές τις μέρες, και κυρίως «νιώθονται» στην καθημερινή ζωή όλων μας.
Πρόκειται, τέλος, για όλα αυτά που λειτούργησαν ως ορατά στοιχεία αντιστροφής ενός ήδη στρεβλού κόσμου, για να θυμηθούμε τον Μαρξ, μοχλοί για να δούμε ανάποδα έναν «κόσμο ανάποδα» ήδη, για να θυμηθούμε τον Γκαλεάνο: ένας ιός που δεν ήρθε στην Ευρώπη από τους «συνήθεις ύποπτους», τους κολασμένους της γης, ένας Ιταλικός βορράς που έσπευσε να μετοικήσει στον καθυστερημένο και περιφρονημένο νότο, και τόσα άλλα.
Τελικά, δηλαδή, μπορεί να υιοθετήσει κανείς τη φράση του κ. Γούλφοβιτς για έναν «κομμουνιστικό ιό», αποδίδοντάς της βεβαίως πολύ διαφορετικό νόημα από το δικό του, και προσθέτοντας ότι αυτή δηλώνει ένα δυνάμει, μια αντικειμενική δυνατότητα, στον βαθμό που μέσα από την ίδια κατάσταση, αυτή που κοντολογίς μας έχει κάνει «εν εγκλεισμώ αδελφούς», ισχυροποιούνται όλες αυτές οι αντιθετικές προς αυτό που μας καλεί να σκεφτούμε ο Αγκαμπεν διεργασίες.
*ΕΔΙΠ Παντείου Πανεπιστημίου
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας