Μπορεί να καταργήθηκαν για το Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με μια… μονοκοντυλιά ενός μνημονιακού νόμου του 2012, όμως οι ρίζες των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα είναι πολύ βαθιές και φτάνουν μέχρι τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821.
Οι πρώτοι που διεκδίκησαν Δώρο Πάσχα ήταν οι τυπογράφοι του Εθνικού Τυπογραφείου, το οποίο βρισκόταν στην Κόρινθο καθώς εκεί είχε εγκατασταθεί η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδας.
Ηταν Απρίλης του 1822, λίγες ημέρες πριν από το Πάσχα, όταν ο Κωνσταντίνος Τόμπρας, εκ μέρους των πρώτων τυπογράφων, έστειλε αίτηση προς το υπουργείο Οικονομικών, η οποία σώζεται στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Μινιστέριο Οικονομικών, Φ.4, Εγγραφο 119) και έγραφε τα εξής:
«Προς το Μινιστέριον της Οικονομίας. Επειδή και κατ’ αυτάς έφθασαν αι του Πάσχα εορτάσιμοι ημέραι και θέλομεν ν’ αγοράσωμεν άλλος παπούτσια, άλλος τζουράπια και άλλος άλλο τι, διά τούτο παρακαλούμεν το Μινιστέριον να μας δώση ολίγα γρόσια διά ν’ απεράσωμεν ταύτας τας εορτασίμους ημέρας, αναπληρούντες τας χρείας μας. 1822 Απριλίου α'. Κωνσταντίνος Τόμπρας».
Δεν είναι γνωστό εάν το αίτημα ικανοποιήθηκε.
Ωστόσο, από άλλο έγγραφο, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους (Μινιστέριο Οικονομικών, Φ.4, Εγγραφο 138), με αποστολέα το Μινιστέριο των Εσωτερικών και παραλήπτη το Μινιστέριο των Οικονομικών, φαίνεται ότι δίνονται κάποιες παροχές σε είδος στους τυπογράφους. (Οι τυπογράφοι θα κάνουν, τον Μάρτιο του 1826, την πρώτη απεργία στο ελληνικό κράτος.)
Στο δεύτερο έγγραφο αναφέρεται ότι στον Κωνσταντίνο Τόμπρα και σε άλλους τρεις τυπογράφους, που δεν κατονομάζονται, θα δίνονται για λίγες μέρες στον καθένα:
Ψωμί 300 δράμια (το δράμι ήταν μονάδα μέτρησης βάρους, σε χρήση στην Ελλάδα μέχρι το 1959 - ένα δράμι ήταν ισοδύναμο με 3,203 γραμμάρια και 400 δράμια ισοδυναμούσαν με μία οκά), μισή οκά κρασί, λάδι 12 δράμια και κρέας μισή οκά.
Ειδικά για το Πάσχα, θα δινόταν σε όλους κρασί, συνολικά έξι οκάδες.
Από άλλα έγγραφα που διασώζονται προκύπτει ότι εν όψει του Πάσχα εγκρίνονταν διάφορες παροχές σε τρόφιμα ή χρήμα.
Ο πρώτος που έγραψε για το αίτημα των τυπογράφων ήταν ο ιστοριοδίφης Θάνος Βαγενάς, τον οποίο επικαλείται ο Γιάννης Κορδάτος στο βιβλίο του «Ιστορία του Εργατικού Κινήματος στην Ελλάδα».
Ο Θ. Βαγενάς σε άρθρο του (εφημερίδα «Αλλαγή», φ. 18 Φεβρ. 1952) σημειώνει ακόμα:
«Κατά την γνώμην μας, η παροχή δώρου για τις γιορτές στους εργάτες τυπογράφους αποτελούσε παράδοση και μέσα στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Και το δώρο αυτό λεγόταν χαρετλίκι (από την τουρκική λέξη χαϊρέτ = χάρισμα)».
Στα τέλη του 19ου αιώνα και τα πρώτα χρόνια του 20ού, μετά την εμφάνιση του οργανωμένου εργατικού κινήματος, η διεκδίκηση Δώρων Πάσχα και Χριστουγέννων μπαίνει στα αιτήματα των εργαζομένων, κυρίως στις επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως ηλεκτρικού ρεύματος, σιδηρόδρομοι κ.ά., που ήταν τότε ιδιωτικές.
Στον ιδιωτικό τομέα διάφοροι ιδιοκτήτες μεγάλων επιχειρήσεων επικαλούνταν την καταβολή του μαζί με άλλα επιδόματα (π.χ. γάμου), ενώ σε άλλες επιχειρήσεις δίνονταν παροχές σε είδος, όπως π.χ. αλεύρι στους εργάτες ατμόμυλων εν όψει του Πάσχα του 1916 (εφ. «Φως» φ. 7 Απρ. 1916).
Ολα, όμως, αποτελούσαν «φιλανθρωπική» παροχή της εργοδοσίας.
Πάντως, φαίνεται ότι το 1924, σε μια περίοδο που αρχίζει να κατοχυρώνεται νομοθετικά το 8ωρο, τα Δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα θεωρούνται σχεδόν «κεκτημένο».
Σε Υπουργική Απόφαση (ΦΕΚ 74/3.4.1924) για το προσωπικό των τροχιοδρόμων (τραμ) Αθηνών-Πειραιώς και Θεσσαλονίκης διαβάζουμε ότι δίνεται αύξηση με μορφή επιδόματος, το οποίο «δεν θα περιλαμβάνηται εις τον 13ον μισθόν και εις τας κατά το Πάσχα δεδομένας αμοιβάς».
Από δημοσιεύματα εφημερίδων (εφ. «Εμπρός» 28.3.1924) μαθαίνουμε ότι και η Ομοσπονδία Ηλεκτροτεχνιτών, στην οποία ανήκαν σιδηροδρομικοί, εργαζόμενοι στο φωταέριο κ.ά., ζήτησαν να «λάβουν τα καθιερωμένα κατ’ έτος 15 ημερομίσθια ως Πασχαληνόν επίδομα».
Για τους δημοσίους υπαλλήλους η κατάσταση ήταν απελπιστική, καθώς οι μισθοί τους ήταν πενιχροί και οι ανατιμήσεις σχεδόν καθημερινές.
Ομως, η κυβέρνηση Γεωργίου Καφαντάρη, αντί να δώσει αυξήσεις, προχωράει στη χορήγηση ενός έκτακτου επιδόματος στους πιο χαμηλόμισθους.
Το νομοσχέδιο κατατίθεται στη Βουλή από τον τότε υπουργό Οικονομικών Εμμανουήλ Τσουδερό.
Ομως, η συζήτησή του μετατρέπεται σε… πλειοδοσία αιτημάτων επέκτασής του σε όλο και περισσότερους δικαιούχους. Σε αυτή συμμετέχει και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, «αδειάζοντας» μάλιστα τον υπουργό…
Αντιγράφουμε από τα πρακτικά της Βουλής της συνεδρίασης της 3ης Μαρτίου 1924:
«Ο κ. Β. Χατζηλίας ομιλεί περί του δικαίου της αμοιβής του προσωπικού της Ριζαρείου Σχολής και του Αρσακείου και λέγει ότι πρέπει τούτο να συμπεριληφθή.
Ο κ. Ε. Τσουδερός (Υπουργός επί των Οικονομικών) λέγει ότι δεν δύναται το Δημόσιον να επεμβή εις οικονομικά ζητήματα αυτονόμων νομικών προσώπων.
Ο κ. Γ. Καφαντάρης (Πρωθυπουργός) λέγει ότι δυνάμεθα να δεχθώμεν όπως προστεθή ότι δι’ αποφάσεως του Υπουργού δύναται να επεκταθή και εις τα νομικά ταύτα πρόσωπα το χορήγημα.
Ο κ. Αντ. Πραντούνας τονίζει τα δίκαια των συνταξιούχων, οι οποίοι δεν πρέπει να παραγκωνισθούν από τα έκτακτα ταύτα χορηγήματα. […] Επίσης πρέπει να περιληφθούν οι κλητήρες και οι θυρωροί.
Ο κ. Γ. Καλδής ομιλεί υπέρ του χορηγήματος εις τους κοινοτικούς υπαλλήλους.
[…] Οι κ.κ. Δ. Μαρσέλος και Στ. Γρηγορίου ομιλούσι περί των ημερομισθίων και εκτάκτων υπαλλήλων και παρακαλούσι να συμπεριληφθούν και ούτοι. […]» (Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Δ' Εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως, Τόμος Α', σελ. 546-548).
Τον Δεκέμβρη του ίδιου έτους διαβάζουμε στις εφημερίδες («ΣΚΡΙΠ» φ. 6.12.1924) ότι η Ομοσπονδία Ηλεκτροτεχνιτών «ζητεί την πληρωμήν επ’ ευκαιρία των εορτών, ενός πλήρους μισθού μετά των επιδομάτων […]. Ο κ. υπουργός της Συγκοινωνίας ανεκοίνωσεν ότι […] η υπηρεσία είναι διατεθειμένη να κανονίση τούτο δεδομένου, ότι αποτελεί καθιερωθέν έθιμον».
Ομως, από τον επόμενο χρόνο η καταβολή 13ου μισθού γίνεται αίτημα και των δημοσίων υπαλλήλων.
Για πρώτη φορά το αίτημα τίθεται στις 4 Δεκεμβρίου 1925, όταν «Επιτροπή δημοσίων υπαλλήλων επεσκέφθη […] τον υφυπουργόν των Οικονομικών κ. Τανταλίδην και […] εζήτησε όπως χορηγηθή εις τους υπαλλήλους 13ος μισθός διά τας εορτάς […]» (εφημ. «Αθήναι» φ. 5 Δεκ. 1925).
Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες γράφουν ότι αίτημα για την καταβολή 13ου μισθού έχουν θέσει και οι υπάλληλοι των ΤΤΤ (Ταχυδρομεία - Τηλεφωνία -Τηλέγραφος), προδρόμου των ΕΛ.ΤΑ.
Ομως, στις 7 Δεκεμβρίου ο υφυπουργός Οικονομικών ανακοινώνει ότι «δεν τίθεται ζήτημα χορηγήσεως 13ου μισθού προς τους δημοσίους υπαλλήλους».
Η δικαιολογία; Διαχρονική: «διότι τα οικονομικά της χώρας δεν επιτρέπουν την δημιουργίαν νέων δαπανών»… (εφημ. «Αθήναι» φ. 8 Δεκ. 1925).
Ταυτόχρονα, ο ιδιωτικός τομέας διεκδικεί με κοινό ψήφισμα των Εργατικών Κέντρων Αθήνας και Πειραιά την εφαρμογή του 8ωρου σε κλάδους, που δεν ίσχυε, ενώ στις ιδιωτικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας φαίνεται ότι αμφισβητείται, για πρώτη φορά, η χορήγηση του 13ου μισθού.
Ετσι, στις 17 Δεκεμβρίου πραγματοποιούν κοινή σύσκεψη οι Ομοσπονδίες Ηλεκτροφωτισμού, Φωταερίου και Σιδηροδρομικών εξετάζοντας την έναρξη κινητοποιήσεων.
Η «απάντηση» του υπουργείου Συγκοινωνιών ήταν η σύνταξη ενός νομοθετικού διατάγματος, «δυνάμει του οποίου εν περιπτώσει απεργίας οι απεργοί θα θεωρούνται αυτοδικαίως ως απολυθέντες της υπηρεσίας»!
Ο αναβρασμός γενικεύεται, καθώς οι ανατιμήσεις βασικών ειδών (καφές, ψωμί, εισιτήρια κ.ά.) είναι σχεδόν καθημερινές και οι μισθοί καθηλωμένοι.
Στις 18 Δεκεμβρίου αρχίζουν απεργιακές κινητοποιήσεις στον Πειραιά από τους υποδηματεργάτες και τους μυλεργάτες, ενώ απεργία εξαγγέλλουν και οι ναυτεργάτες.
Η δικτατορική κυβέρνηση Πάγκαλου μπροστά στο επαπειλούμενο κύμα απεργιακών κινητοποιήσεων υποχωρεί, θεσμοθετεί το 8ωρο σε μια σειρά κλάδους (βαφεία, φυσητές σε υαλουργεία κ.ά.), δίνει αύξηση στους μυλεργάτες και χορηγεί τον 13ο μισθό σε ηλεκτροτεχνίτες, τροχιοδρομικούς και σιδηροδρομικούς.
Το 1926 οι δημόσιοι υπάλληλοι επαναφέρουν το αίτημα για την καταβολή του 13ου μισθού.
Ομως, τον Δεκέμβρη του 1927 μία είδηση στις εφημερίδες της εποχής, σύμφωνα με την οποία η κυβέρνηση θα καταβάλει προσπάθεια να βοηθήσει εν όψει εορτών τους δημοσίους υπαλλήλους, δημιουργεί προσδοκίες (εφ. «Εθνος» φ. 10.12.1927).
Την επόμενη μέρα τα πράγματα παίρνουν μια περίεργη τροπή: το Πολιτικό Γραφείο του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Ζαΐμη ανακοινώνει ότι «ο κ. Πρωθυπουργός είναι κεκηρυγμένος υπέρ του 13ου μισθού εις τους δημοσίους υπαλλήλους, λόγω των εορτών, […]». Ωστόσο, την ίδια μέρα ο υπουργός Οικονομικών Παναγιώτης Μερλόπουλος ανακοινώνει ότι «δεν είναι διατεθειμένος να εισηγηθή εις το Υπουργικόν Συμβούλιον περί παροχής 13ου μισθού εις τους δημοσίους υπαλλήλους» (εφ. «Εθνος» 11.12.1927).
Τελικά, υπερισχύει η άποψη του υπουργού Οικονομικών (!) και ο 13ος μισθός δεν δίνεται στους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι καταθέτουν μια εναλλακτική πρόταση για τμηματική προκαταβολή του μισθού τους κάθε 1η και 15η του μηνός…
Στη δεκαετία του 1930, μέχρι την επιβολή της δικτατορίας Μεταξά, πραγματοποιούνται πολλές κινητοποιήσεις για την καταβολή των εορταστικών επιδομάτων για να αναπληρωθούν κάπως οι πενιχρές αποδοχές των εργαζομένων.
Προς τα τέλη της δεκαετίας φαίνεται ότι δίνονται κάποια επιδόματα και σε δημοσίους υπαλλήλους με τη μορφή δανείων.
Πάντως, σιγά σιγά η καταβολή τους αποκτά μια τακτικότητα…
Ετσι, καθώς βρισκόμαστε στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, η Εθνική Συνομοσπονδία των Εργατών της Ελλάδος, η μετέπειτα ΓΣΕΕ, με έγγραφό της προς το υπουργείο Συγκοινωνιών, με ημερομηνία 1η Απριλίου 1942, διαβιβάζει αναφορά του Συνδέσμου Σιδηροδρομικών ΣΕΚ και του Συνδέσμου Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων «με την παράκλησιν όπως εγκρίνητε την χορήγησιν ενός μισθού συν τω επιδόματι ακριβείας ως επίδομα των εορτών του Πάσχα. Επίσης παρακαλούμεν όπως ευαρεστούμενοι εκδώσητε τας δέουσας εντολάς διά την επίσπευσιν των απαιτούμενων διατυπώσεων διά την του Πάσχα χορήγησιν του Δανείου εις Δημοσίους υπαλλήλους προς ους εξομοιούνται οι ανωτέρω Σιδηροδρομικοί» (Πηγή: Αρχείο Εργατικού Κέντρου Πειραιά, Φάκ. 10, Υποφάκ. ΙΙΙ).
Το έγγραφο, που αποκαλύπτει η «Εφημερίδα των Συντακτών», βρίσκεται στο αρχείο του Εργατικού Κέντρου Πειραιά, όπως και η Απόφαση του υφυπουργού Εργασίας, με ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 1942, και αφορά την καταβολή Δώρου Χριστουγέννων «ίσου προς τας αποδοχάς ενός μηνός».
Είναι αξιοσημείωτο ότι η απόφαση αφορά μόνο εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα.
Μετά την απελευθέρωση, το πρώτο ελεύθερο Πάσχα βρίσκει τους εργαζόμενους εξαθλιωμένους, με μισθούς πείνας. Οι απεργίες σε διάφορους κλάδους είναι σχεδόν καθημερινές με αίτημα την αύξηση των μισθών.
Ωστόσο, αντί για αυξήσεις εφευρίσκονται διάφορα επιδόματα, που χορηγούνται για να καθησυχάσουν προσωρινά τους εργαζόμενους, ενώ από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, όπως π.χ. η «Ηλεκτρική», οι σιδηρόδρομοι, οι τράπεζες κ.ά., γίνονται μαζικές απολύσεις.
Ετσι, παραμονές του Πάσχα γίνεται απεργία στις τράπεζες, στάσεις εργασίας στον σιδηρόδρομο Αθηνών-Πειραιώς και δημόσιοι υπάλληλοι κάνουν «ομαδικές παρουσιάσεις στους υπουργούς».
«Το άμεσο αίτημά τους είναι το πασχαλινό επίδομα που αποτελεί μια παλιά κατάκτηση όλων των εργατών και υπαλλήλων, που δεν τόλμησαν να θίξουν ούτε αυτές οι χιτλερόδουλες Κυβερνήσεις των Ράλληδων» (εφ. «Ριζοσπάστης» φ. 4.5.1945).
Ομως, οι… Αγγλοι ήταν αντίθετοι στην ενίσχυση των εργαζομένων!
Και η κυβέρνηση Βούλγαρη αρνήθηκε την ικανοποίηση των αιτημάτων προβάλλοντας την αντίθεση των Αγγλων «διά τον κίνδυνο του πληθωρισμού».
Τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς (κυβέρνηση Σοφούλη) το Δώρο καταβλήθηκε κανονικά, ως «έκτακτο επίδομα» και «υπό τύπον 13ου μισθού».
Το 1946 με τον Αναγκαστικό Νόμο 866/46 (ΦΕΚ 21/26.1.1946) γίνεται μια ερμηνεία του προγενέστερου Αναγκαστικού Νόμου 28/1944, με τον οποίο είχε δοθεί στους υπουργούς Οικονομίας και Εργασίας η αρμοδιότητα να καθορίζουν μισθούς και ημερομίσθια και ανοίγει ένα «παράθυρο» καταβολής των Δώρων.
Ωστόσο, φαίνεται ότι αυτή η ρύθμιση δεν ήταν αρκετή και τα επόμενα χρόνια έγιναν πολλές προσπάθειες να μη δοθούν Δώρα ή να περικοπούν.
Τελικά, η καταβολή των Δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα θεσμοθετείται το 1951 και δικαιώνονται εργατοϋπαλληλικοί αγώνες δεκαετιών.
Αυτό έγινε με τον Αναγκαστικό Νόμο 1777/1951, ο οποίος συμπλήρωσε τους παραπάνω νόμους με μια φράση-κλειδί, που έδινε τη δυνατότητα στους συναρμόδιους υπουργούς «να προσδιορίζουν εκτάκτους οικονομικάς ενισχύσεις, επί ταις εορταίς των Χριστουγέννων ή του Πάσχα (δώρον) εις χρήμα ή εις είδος, των μισθωτών των παρεχόντων τας υπηρεσίας των παρ’ οιωδήποτε εργοδότη […]».
Με μεταγενέστερους νόμους (Ν. 1082/80, Υ.Α. 19040/81) και δικαστικές αποφάσεις διαμορφώθηκε το πλαίσιο των Δώρων, τα οποία ήρθαν τα μνημόνια να καταργήσουν και πάλι…
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας