Ο Μάριο Μπανούσι είναι σχεδόν 27 ετών. Γεννήθηκε στην Αθήνα, αλλά ήταν λίγων μηνών όταν αναγκαστικά πήγε στην Αλβανία απ’ όπου κατάγονταν οι γονείς του και επέστρεψε στην Ελλάδα όταν ήταν πια πεντέμισι ετών. Στην Αλβανία τον μεγάλωσε η γιαγιά του, η Ζώγια (Ζωή στα ελληνικά), καθώς η μητέρα του δεν μπορούσε (για οικονομικούς λόγους) να μεγαλώνει στην Αθήνα και τα τρία παιδιά της. Τα «τυπικά» βιογραφικά στοιχεία για τον ίδιο, γι’ αυτόν τον απίστευτο καλλιτέχνη που ξεπερνάει και τα όρια της τέχνης του σε ομορφιά και καλλιτεχνική γενναιότητα, είναι λίγο–πολύ γνωστά: Σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Αποφοίτησε το 2020, έφτιαξε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους με τίτλο «Pranvera», η οποία συμμετείχε το φθινόπωρο του 2021 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου TIFF, το 2017 βρέθηκε δίπλα στον Ευριπίδη Λασκαρίδη ως βοηθός του στην performance THIRIO που έλαβε μέρος στην Μπιενάλε της Αθήνας, συνέχισε κι έγινε το «νέο πρόσωπο του ελληνικού θεάτρου» με θεατρικές παραστάσεις δικές του, σαν το «Goodbye, Lindita», που ανέβηκε αρχικά στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου για να γίνει η παράσταση όχι της χρονιάς, αλλά της χώρας: γι’ αυτήν έγραψαν όλα τα μεγάλα Μέσα του εξωτερικού και η παράσταση είναι από τις λίγες που παίχτηκε εκτός συνόρων.
Αυτά, όπως είπαμε, λίγο-πολύ τα ξέρουμε για τον ίδιο. Ωστόσο, ξέρουμε πολύ περισσότερα και ίσως ουσιαστικότερα γι’ αυτό το νέο παιδί, που ούτε η φήμη ούτε το αναγνωρισμένο (διεθνώς) ταλέντο του επηρεάζουν την αγνότητα της καλλιτεχνικής του φύσης – και δεν το λέμε συναισθηματικά, αλλά σχεδόν γραφειοκρατικά. Ο ίδιος δεν αυτοθυματοποιήθηκε ποτέ, αν και θα μπορούσε: αλβανικής καταγωγής, νέος και γκέι και καλλιτέχνης, όμως κανένα στερεότυπο δεν τον αγγίζει· όσο για την επιτυχία, απλώς συνεχίζει να κάνει αυτό που ξέρει: υψηλή τέχνη.
● Ακόμα μία προσωπική παράσταση, με τη «γυναίκα-μάνα» και το «παιδί-μάνα» στο προσκήνιο...
Ναι, είναι ακόμα μία αυτοβιογραφική παράσταση, με προσωπικά στοιχεία, αλλά όχι σε ακραίο βαθμό. Δεν θα δει κάποιος τη δική μου σχέση με τις «μανάδες» μου, αν και από εκεί πηγάζει. Με μεγάλωσαν και η μαμά μου, η Αννα, και η γιαγιά μου, η Ζώγια, καθώς έμεινα με τη δεύτερη έξι σχεδόν χρόνια στην Αλβανία και τη φώναζα κι αυτή «Μάμι», μαμά δηλαδή. Ηθελα να μιλήσω για τη μητέρα, αλλά όχι έμμεσα· άμεσα. Ηταν ένα ζήτημα που με περιτριγύριζε πολύ έντονα και με καλούσε να καταπιαστώ μαζί του. Νομίζω, και δεν θέλω ν’ ακουστεί ρομαντικό αυτό, πως είναι σαν να υπάρχει πάντα αυτή η σκιά της μητέρας στα έργα και στις πράξεις όλων των ανθρώπων. Είναι σαν να υπάρχει πάντα πάνω από το κεφάλι μας αυτή η φιγούρα. Σε μένα, για κάποιο περίεργο λόγο, υπάρχει πολύ πιο έντονα. Λόγω του ότι ήταν παραπάνω οι μητέρες; Ισως... Λόγω του ότι βίωσα αυτή τη σχέση πολύ έντονα, καθώς δεν είχα και τους δύο γονείς κοντά μου (είχαν χωρίσει)· η «μητέρα» ήταν πολλά και πολλές για μένα.
● Γενικά, αλλά στην Ελλάδα σίγουρα, η μητρική σχέση τείνει να είναι εξουσιαστική σχέση που βασίζεται στον συναισθηματικό εκβιασμό. Ακόμη και σε διαφημίσεις, η μητέρα εμφανίζεται ως η «θυσιαζόμενη», η «ηρωίδα» που ξεχνάει τη ζωή της για χάρη του παιδιού της. Λες και η γυναίκα χάνει την υπόστασή της σαν γίνει μάνα και το παιδί πρέπει να της χρωστάει τη χαμένη της υπόσταση σε όλη του τη ζωή. Το πιστεύεις αυτό;
Με έχει απασχολήσει πολύ, γιατί κιόλας μέσα από το έργο δεν είναι ότι θέλω να θεοποιήσω τη μητρική φιγούρα, να την ανεβάσω σε ένα βάθρο, να την ομορφύνω κι άλλο. Θέλω να παρουσιάσω και να ξαναβιώσω διάφορες στιγμές αυτής της σχέσης. Και όχι μόνο τις όμορφες στιγμές. Αλλά και την άγρια και την άσχημη πλευρά αυτής της σχέσης – και την εξουσιαστική αλλά και το «θέλω ν’ αποκοπώ, δεν αντέχω άλλο τον ομφάλιο λώρο». Προσωπικά έχω μεγαλώσει από μία πολύ δυναμική γυναίκα και έβλεπα ότι ήταν κατακριτέο από τον κόσμο που ήταν τόσο δυναμική και πρόσεχε τον εαυτό της. Οι άνθρωποι δεν ήθελαν να βλέπουν αυτό στο πρόσωπο μιας μετανάστριας από την Αλβανία που μεγάλωνε μόνη της τρία παιδιά. Δεν ήθελαν να βλέπουν πως η ίδια ήταν δυναμική και ερωτική και όμορφη γυναίκα και δεν είχε απολέσει αυτά τα στοιχεία. Ενιωθα, από τους δασκάλους και τους γονείς φίλων, αυτό το «πώς τα καταφέρνει αυτή;
Είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία πως ο ρόλος του “θυσιαζόμενου” περνάει από τον γονιό στο παιδί
Τι κάνει και είναι έτσι;». Για την κοινωνία η μάνα, πόσο μάλλον η μετανάστρια μάνα σαν μεγαλώνει μάλιστα μόνη της τα παιδιά της, πρέπει να είναι «Παναγιά» ή κακομοίρα. Εξοργίζομαι με τέτοιες καταστάσεις... Οπως τώρα και με τα Τέμπη. Διαβάζω και ακούω (ευτυχώς αυτές οι «φωνές» δεν είναι πολλές) γιατί οι γονείς των παιδιών που χάθηκαν χαμογελάνε και γιατί η Καρυστιανού είναι ωραία γυναίκα... και κάτι τέτοιες χυδαιότητες. Είναι δυνατόν; Ξέρει κανείς από εμάς πώς στ’ αλήθεια νιώθουν αυτοί οι άνθρωποι και πόση δύναμη χρειάζεται για τον αγώνα που κάνουν για δικαιοσύνη; Κανείς μας δεν ξέρει! Δύναμη αν μπορούμε να τους δώσουμε, και ώς εκεί. Να είμαστε στο πλάι τους, να μην είναι μόνοι. Ισα ίσα, αν με ρωτάς, το να προσέχεις τον εαυτό σου σε κάθε περίσταση ζωής είναι μία ένδειξη πως και ολοκληρωμένη προσωπικότητα είσαι και επαφή με τα συναισθήματά σου έχεις, εφόσον τα εκφράζεις φυσικά. Και οι άνθρωποι αυτοί το κάνουν με τον υψηλότερο τρόπο: είναι ειλικρινείς, ευγενείς και γενναίοι.
● Ησουν στην πρόσφατη πορεία;
Ναι, φυσικά. Και ζήσαμε κάτι μαγικό και μοναδικό: η συγκίνηση ήταν από όλους προς όλους. Χιλιάδες άνθρωποι νιώσαμε το ίδιο. Καλλιτεχνικά μιλώντας, ήταν ένα υψηλής τέχνης καλλιτέχνημα. Καταλαβαίνω ότι κάποιος μπορεί να έχει κοινωνικό άγχος, να μην μπορεί να έρθει για διάφορους λόγους στην πορεία. Εγώ, λόγω του ότι μπορούσα να πάω εκείνη την ημέρα και ήθελα, πήγα γιατί ήθελα ν’ ακούσω την ομιλία πολλών ανθρώπων, τι θα πούνε, ήθελα να νιώσω αυτόν τον παλμό και είδα με τα μάτια μου τον χαμό που έγινε. Ηταν ανατριχιαστικό το ότι υπήρχε τόσος κόσμος φωνάζοντας όλοι το ίδιο, όλοι για δικαιοσύνη. Η συγκάλυψη είναι έγκλημα και αυτό με θυμώνει. Αυτό που έγινε στην πορεία, αυτό που γίνεται για τα θύματα, είναι πέρα από κόμματα: είναι μια ένωση. Βαθιά.
● Επιστρέφοντας στα όσα λέγαμε πριν, αν η μητέρα για την κοινωνία είναι «Παναγιά», το παιδί τι είναι; Ο «γιος» που πρέπει να θυσιαστεί για χάρη της;
Οσο κριτική ασκούμε στη μητέρα τόσο κριτική ασκούμε και στο παιδί με το που μεγαλώνει. Του ζητάμε να θυσιαστεί για τους γονείς του. Πως πρέπει αυτό να κάνει – οπότε αμέσως φυτεύεται ο σπόρος της ενοχής. Αλλιώς δεν είναι «καλό παιδί»! Είναι σχεδόν τραγική ειρωνεία πως ο ρόλος του «θυσιαζόμενου» περνάει από τον γονιό στο παιδί. Και, εν πάση περιπτώσει, γιατί πρέπει συνέχεια να βάζουμε ταμπέλες στους ανθρώπους; Δεν θέλω άλλες ταμπέλες, για κανέναν άνθρωπο! Πόσο μάλλον για τις μανάδες. Μάνα δεν είναι μόνο αυτή που γεννάει. Μία θεία μου έχει μεγαλώσει το παιδί της δίχως να το έχει γεννήσει – είναι απίστευτη μάνα! Ποια είναι τα παιδιά μας; Μόνο αυτά που βγήκαν από μέσα μας; Και πότε μεγαλώνουμε πραγματικά, που πάντα προσπαθούμε να ξαναμπούμε μέσα από εκεί που βγήκαμε; Πάνω σε όλα αυτά προβληματίζομαι και η παράσταση είναι ο δικός μου ύμνος, το δικό μου τραγούδι, βωβό ίσως, αλλά με «ήχο», πάνω σε όλα αυτά.
● Τελευταία, τόσο από καλλιτέχνες όσο και από πολιτικούς Ελληνες και διεθνώς, επανέρχεται το θέμα της άμβλωσης και του δικαιώματος της γυναίκας πάνω στο σώμα της. Και την ίδια εποχή εσύ ανεβάζεις αυτή την παράσταση...
Θύμωσα τόσο πολύ σαν άκουσα όλα αυτά που ειπώθηκαν. Κανένας δεν έχει δικαίωμα πάνω στο σώμα μιας γυναίκας, εκτός από την ίδια. Σκεφτόμουν αν ήμουν γυναίκα πώς θα άντεχα να ακούω όλα αυτά, πόσο μάλλον να θεσμοθετούνται με νόμο αυτές οι αντιλήψεις; Δεν μπορώ καν να το σκεφτώ! Δηλαδή, γίνεται να ζούμε στο 2025 και αυτό το πράγμα να συζητείται και να υπάρχουν άνθρωποι που να υπερασπίζονται το ότι έχουν λόγο πάνω στο σώμα κάποιου, το τι θα κάνει και τι είναι σωστό και τι είναι λάθος;
● Ειπώθηκε πως η γυναίκα δεν έχει δικαίωμα να κάνει άμβλωση. Ας γεννήσει και ας πετάξει το παιδί, καθώς θα μεριμνήσει ο Θεός γι’ αυτό. Τι λες εσύ;
Εγώ λέω πως ο θεός του κάθε σώματος είναι το ίδιο το σώμα. Ο θεός και η προσευχή του καθενός είναι επιλογή του. Ανήκουν στον ίδιο και μόνο. Στο σώμα, στο μυαλό και στην καρδιά του. Οπότε η κάθε απόφαση ενός ανθρώπου, η ατομική απόφαση ενός ανθρώπου, είναι η πιο σωστή απόφαση. Ειδικά για ένα τέτοιο ζήτημα. Οπότε αν μιλάμε για Θεό, μιλάμε για ένα σώμα, μιλάμε για έναν άνθρωπο.
● Στην παράσταση το «MAMI» είναι και η μαμά και το «μαμ», η τροφή. Που είναι και το «θα σε φάω» που λέμε αγαπησιάρικα, αλλά και το «θα σε φάω» που σκεφτόμαστε εξουσιαστικά.
Ακριβώς έτσι: μιλάω για τη σχέση του συναισθήματος με τη σωματοποίησή του και το πώς αυτό μπορεί να εργαλειοποιηθεί ή να δώσει ευχαρίστηση σε όλους. Σώμα και συναίσθημα, αίμα και ψυχή, να είναι ένα. Το σώμα μπορεί να γίνει υπεραξία, να γίνει ομορφιά, αλλά και βιασμός (εξουσία δηλαδή και κυριαρχία), να γίνει έρωτας. Ειδικά για την τροφή και τη σχέση της με το συναίσθημα έχω εμπνευστεί και από τον πατέρα μου, που είχε εστιατόριο, την «Τaverna Miresia» (miresia στα αλβανικά σημαίνει «καλοσύνη») και από τη μητέρα μου που είχε φούρνο. Οπότε κατευθείαν σαν σκέφτομαι το φαγητό, σκέφτομαι τους γονείς και τη γιαγιά μου και στο μυαλό μου έρχεται η εικόνα από ένα καρβέλι ψωμί. Αμα κλείσω τα μάτια μου, η πρώτη εικόνα που θα μου έρθει στο μυαλό είναι η φροντίδα και μαζί με τη φροντίδα έρχεται κατευθείαν αυτή η μητρική φιγούρα: η εικόνα τού να ανοίγω φύλλο με τη μητέρα μου ή να βλέπω τη γιαγιά μου να μαγειρεύει ή να μυρίζω το ψωμί που ψήνεται. Και αυτή η τροφή, αυτή η φροντίδα, αυτή η φροντιστική αλυσίδα της ζωής, με πάει κατευθείαν στον ρόλο της μητέρας: ως μια φροντίδα όμως για κάθε άνθρωπο, για κάθε παιδί. Ετσι η μητρική φιγούρα δεν έχει πια φύλο. Και στην παράσταση μπαίνει σχεδόν φαντασιακά: ως το ιδανικό κάποιας φροντίδας, ενός «θηλασμού», η ανάγκη για ένα χάδι... Αντε να δούμε πότε θα απογαλακτιστούμε...
♦ «Mami»
Κάθε Πέμπ.-Σάββ. 20.30 και Κυρ. 14.00. Στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφ. Ανδρέα Συγγρού 107, τηλ. 219-2191000). Εως 22/3. Προπώληση/πληροφορίες: www.onassis.org. Είναι κατάλληλο για ηλικίες 16+.
Ερμηνεύουν: Παναγιώτα Γιαγλή, Βασιλική Δρίβα, Δημήτρης Λαγός, Αγγελική Στελλάτου, Ευτυχία Στεφάνου / Ηλια Κουκουζέλη και Φώτης Στρατηγός
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας