Το βιβλίο «Η μνήμη και η πόλις» στρέφεται γύρω από τον άξονα της μνήμης και της πόλης και αρθρώνεται σε 40+1 δημόσιες ιστορίες. Η μνήμη του τίτλου αναφέρεται στη συλλογική μνήμη ή ορθότερα στις ποικίλες συλλογικές μνήμες που συγκροτούνται ταυτόχρονα από κοινές αναμνήσεις όλων των ατόμων και των ομάδων που γνώρισαν τα ίδια γεγονότα και τα ίχνη που άφησαν αυτά τα γεγονότα
Συλλογική και δημόσια μνήμη
Ο όρος «συλλογική μνήμη» εισήχθη από τον Γάλλο σοσιαλιστή φιλόσοφο και κοινωνιολόγο Maurice Halbwachs για πρώτη φορά το 1925 στο βιβλίο του Les cadres sociaux de la mémoire (Τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, μτφρ. Ελ. Ζέη, πρόλογος Ρ. Μπενβενίστε, Νεφέλη, 2013). Σύμφωνα με την ανάλυση του Halbwachs, η συλλογική μνήμη δεν αποτελείται από συγκέντρωση ατομικών αναμνήσεων, αλλά διαμορφώνεται και εντάσσεται μέσα σε κοινωνικά πλαίσια. Η γλώσσα, ο χρόνος και ο χώρος, η εμπειρία συνιστούν τα κοινωνικά πλαίσια της μνήμης, εντός των οποίων οργανώνονται οι ατομικές αναμνήσεις. Η συλλογική μνήμη αντιπροσωπεύει μία κοινή εμπειρία στο πλαίσιο της συλλογικότητας, εφόσον αναφέρεται στις κοινές αναμνήσεις, την ιστορία, την κουλτούρα και τις συμπεριφορές μίας κοινωνικής ομάδας ή ενός θεσμού (οικογένεια, εκκλησία, κοινωνική τάξη), ενώ δεν πρέπει να παραβλέπεται και η αμοιβαία επίδραση της ατομικής και της συλλογικής μνήμης.
Η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης αφορά μία δυναμική διαδικασία, καθώς συνεχώς προκύπτουν νέα ερωτήματα και διαφορετικές εκδοχές του παρελθόντος αναδύονται και αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Με την ενσωμάτωση των περιθωριοποιημένων φωνών της ιστορίας και την ανάδειξη διαφορετικών ιστοριών και εμπειριών των υπάλληλων, περιθωριοποιημένων κοινωνικών ή εθνοτικών ομάδων, η συλλογική μνήμη εμπλουτίζεται διαρκώς.
Η συλλογική μνήμη μπορεί να συμβάλει στη διαμόρφωση της κοινής ιστορικής συνείδησης και της κοινωνικής ταυτότητας των μελών μίας κοινότητας, στην κοινωνική συνοχή. Ταυτόχρονα, η μνήμη λειτουργεί ως μέσο διατήρησης της αξιοπρέπειας, της προοπτικής για χειραφέτηση, αλλά και ως έκφραση αντίστασης των κατώτερων τάξεων, των καταπιεσμένων και περιθωριακών ομάδων.
Βεβαίως, η συλλογική μνήμη μπορεί να εξελιχθεί σε δημόσια μνήμη, μέσω αναπαραστάσεων και εκδηλώσεων που πραγματοποιούνται δημοσίως, με σκοπό την ανάδειξη συγκεκριμένων εκδοχών του παρελθόντος. Η επίσημη ή θεσμική μνήμη, η οποία καθιερώνεται ή επιβάλλεται εκφράζοντας μάλλον απλουστευτικές ή επιλεκτικές εκδοχές του παρελθόντος, συνδέεται με τη δημόσια μνήμη, μπορεί, επίσης, να προέλθει από παραλλαγές της συλλογικής μνήμης. Ετσι, λ.χ., η καθιέρωση της επετείου της 25ης Μαρτίου, η οποία μνημονεύει την ιδρυτική πράξη του ελληνικού έθνους-κράτους, την Ελληνική Επανάσταση, υπήρξε από την αρχή αντικείμενο πολιτικής διεκδίκησης και αντίπαλων ερμηνειών. Το ζήτημα έχει μελετηθεί παραδειγματικά στην ελληνική ιστοριογραφία από την Χριστίνα Κουλούρη (Φουστανέλες και χλαμύδες. Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα, 1821-1930, εκδ. Αλεξάνδρεια, 2020).
Η μακροχρόνια συζήτηση για τη σχέση ιστορίας και μνήμης έχει αναδείξει ορισμένα κριτικά σημεία αναφορικά με τη μνημονική στροφή των τελευταίων δεκαετιών. Ο ιστορικός Χάρης Εξερτζόγλου επισημαίνει ότι η σχέση της μνήμης με τις πολιτικές ταυτότητας στο παρόν θεωρείται ότι υποσκάπτει την επιστημονική υπόσταση της ιστορίας (Η δημόσια ιστορία. Μια εισαγωγή, εκδόσεις του εικοστού πρώτου, 2020). Μολονότι η κριτική που έχει ασκηθεί δεν είναι αβάσιμη, η δουλειά των ιστορικών δεν υπονομεύεται εφόσον αξιοποιούν το βασικό εργαλείο των ιστορικών σπουδών, την ιστορικοποίηση, προσεγγίζουν τη μνήμη ως ερευνητικό αντικείμενο και αναγνωρίζουν ρητά την πολιτική και ιδεολογική διάσταση της ιστορικής γραφής.
Οι καθημερινοί πόλεμοι της μνήμης
Οι διαφορετικές ερμηνείες του παρελθόντος, οι αντικρουόμενες ή διαιρεμένες μνήμες και οι αποκλίνουσες αφηγήσεις συχνά καταλήγουν σε διαμάχες, συγκρούσεις, ή/και αποκλεισμό κοινωνικών και εθνοτικών ομάδων. Επιπλέον, ορισμένες φορές κράτη ή ομάδες εξουσίας κατασκευάζουν μία ελεγχόμενη συλλογική επίσημη μνήμη, προκειμένου να δικαιολογήσουν αντεκδικήσεις ή να διατηρήσουν την εξουσία τους. Οι πόλεμοι της μνήμης αφορούν συγκρούσεις ή διαμάχες που έχουν ως αντικείμενο την εξιστόρηση και ερμηνεία του παρελθόντος μέσω της μνήμης. Συχνά αυτές οι διαμάχες εμφανίζονται στο πλαίσιο της πολιτικής ή κοινωνικής διαπάλης και έχουν στόχο την κατάκτηση ή τη διατήρηση της εξουσίας. Οι πόλεμοι της μνήμης αποτελούν πλέον ένα ιδιαίτερο κομμάτι της σύγχρονης επιστημονικής έρευνας σχετικά με τη διαχείριση του παρελθόντος. Και σ’ αυτό το ζήτημα των πολέμων για τη μνήμη αναφέρεται, με τον τρόπο του, το βιβλίο του Χάρη Αθανασιάδη.
Η πόλις του τίτλου του βιβλίου αναφέρεται στον αστικό χώρο ως κατεξοχήν χώρο που περιέχει ποικίλα σημάδια του παρελθόντος (μνημεία, ανδριάντες, οδωνύμια, κτίρια κ.λπ.), κυρίως όμως στο βιβλίο του Αθανασιάδη ως «πόλις» εννοείται η φαντασιακή κοινότητα των πολιτών που διαλέγονται και αντιπαρατίθενται. Οι μικρές ιστορίες που αφηγείται το βιβλίο του Αθανασιάδη είναι «δημόσιες», με την έννοια ότι αφενός απευθύνονται σε ένα ευρύ κοινό, αφετέρου διαπραγματεύονται συλλογικές μνήμες, όπως αυτές διαχέονται, ανασυγκροτούνται και αποτυπώνονται στη δημόσια σφαίρα (μέσα από λόγους, τελετές, επετείους, μέσα μαζικής ενημέρωσης, καλλιτεχνικά έργα κ.λπ.) και οι οποίες συχνά μετέχουν στους πολέμους της μνήμης και στις συγκρούσεις για την ιστορία.
Τα κείμενα του τόμου δημοσιεύθηκαν ως επιφυλλίδες στον Τύπο, από τον Μάρτιο του 2021 ώς τον Ιούλιο 2022, στοιχείο που δείχνει την αρχική έγνοια του συγγραφέα να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό που διαβάζει ακόμα εφημερίδες και να συνεχίσει με τον δικό του τρόπο τη μακρά παράδοση της επιφυλλιδογραφίας που γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στις δεκαετίες του 1970 και 1980 (σε εφημερίδες όπως Τα Νέα, το Βήμα, η Ελευθεροτυπία, η Αυγή, η Καθημερινή). Τα κείμενα έχουν αφεθεί όπως δημοσιεύθηκαν αρχικά, χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές, για να μη «βαρύνουν» το βιβλίο και να επιτρέψουν να διαβαστεί ευκολότερα από το μη ακαδημαϊκό κοινό.
Πρόκειται για ένα βιβλίο διαφορετικό, ένα βιβλίο που έχει προγραμματικά στόχο να απευθυνθεί στο ευρύ κοινό, αλλά δεν είναι μία ακόμα εκλαϊκευτική ιστορία ερασιτεχνικού χαρακτήρα. Αντίθετα, το βιβλίο του Αθανασιάδη στηρίζεται σε γερές επιστημονικές γνώσεις, ο συγγραφέας παίρνει θέση, στρατεύεται θα λέγαμε, αλλά το κάνει αυτό με ήρεμη μετριοπάθεια, χωρίς να προσποιείται ότι είναι «ουδέτερος».
Το βιβλίο του Αθανασιάδη «Η μνήμη και η πόλις» εντάσσεται επιτυχημένα στη δημόσια ιστορία, η οποία έχει συγκροτηθεί ως διακριτό επιστημονικό πεδίο και στην Ελλάδα, εδώ και δύο περίπου δεκαετίες, μέσα από εξειδικευμένες μελέτες, συνέδρια, δράσεις δημόσιας ιστορίας και το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών «Δημόσια Ιστορία» του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου.
Για να αφηγηθεί τις ιστορίες του και να στοχαστεί γύρω από τις συλλογικές μνήμες, ο Χάρης Αθανασιάδης παίρνει αφορμή από την επικαιρότητα: λόγια και πράξεις του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη και των μελών της κυβέρνησής του, συζητήσεις επί νομοσχεδίων, αγορεύσεις βουλευτών στη Βουλή, η πανδημία του covid 19, γνωστές και λιγότερες γνωστές επέτειοι (όπως τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, η επέτειος της εξέγερσης των αγροτών της Θεσσαλίας στο Κιλελέρ το 1910, η επέτειος της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας Μεταξά στις 4 Αυγούστου 1936, η επέτειος της εκτέλεσης του Νίκου Πλουμπίδη στις 14 Αυγούστου 1954, η επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου τον Νοέμβρη του 1973, η επέτειος της ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοπόταμου το 1942), εορτασμοί (όπως η Εργατική Πρωτομαγιά) αλλά και μικρές προσωπικές και οικογενειακές ιστορίες (για τον μετανάστη στην Αμερική παππού, για τον θείο που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο, για το γερμανικό μηχανάκι DKW που απέκτησε ο πατέρας το 1968). Ο συγγραφέας παίρνει αφορμή από τις επετείους ή τους λόγους και τις πράξεις των σύγχρονων πολιτικών, για να στραφεί στη συνέχεια σε ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα ή εκδόσεις και, με έναν δημιουργικό και ευφάνταστο τρόπο, να ανασυνθέσει νέα πλαίσια κατανόησης του παρελθόντος (και του παρόντος), να εξετάσει τους τρόπους δημιουργίας, διάδοσης και οικειοποίησης των ιστορικών συμβόλων από τη Δεξιά και την Αριστερά, μελετώντας τις ποικίλες αναπαραστάσεις τους στον χώρο, στις εφημερίδες, στην ποίηση, στον κινηματογράφο, στη μουσική, στις εικαστικές τέχνες.
Το μνημονικό ίχνος των εξεγέρσεων
Στο πολύ ενδιαφέρον κείμενο που επιγράφεται «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες», ο Αθανασιάδης ανασύρει τη μνήμη της ματωμένης εργατικής διαδήλωσης στη Θεσσαλονίκη, τον Μάη του 1936, και τις καλλιτεχνικές μεταπλάσεις της μέσω της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου και της μελοποίησης και ενορχήστρωσης του Επιτάφιου από τον Μίκη Θεοδωράκη (στα 1959/1960). Η δύναμη της σπαρακτικής φωτογραφίας της μάνας του δολοφονημένου εργάτη Τάσου Τούση, που μοιρολογούσε τον γιο της πεσμένη στα γόνατα, φωτογραφία που δημοσιεύθηκε σε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες Ριζοσπάστης και Μακεδονία, συγκλόνισε τον νεαρό ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έγραψε πολύ γρήγορα, τις επόμενες μέρες, το 1936, το ποίημα του «Επιτάφιος». Σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια μετά, μέσα στο μετεμφυλιακό κράτος, η μελοποίηση του Μίκη Θεοδωράκη στον Επιτάφιο, το 1959, και μια νέα ενορχήστρωση σε ζεϊμπέκικο, με μπουζούκι, το 1960, με τη δωρική φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση (αντί της αρχικής λυρικής ενορχήστρωσης του Μάνου Χατζιδάκι με την ερμηνεία της Νάνας Μούσχουρη), θα διαδώσει το μοιρολόι της μάνας στα στόματα των ηττημένων του Εμφυλίου. Τα μελοποιημένα τραγούδια του Επιτάφιου και ιδίως το «Μέρα Μαγιού μου μίσεψες» «αντλούσαν από τη μνημονική δεξαμενή των ταπεινών και ηττημένων […], σμίλευαν τον κόσμο τους με ήχο και ρυθμό οικείους, αλλά [και] ανύψωναν τον κόσμο τους, προσέδιδαν κύρος στα ως τότε καταφρονεμένα, μετουσιώνοντάς τα σε υψηλή τέχνη». (σ. 60). Με τη μελοποίηση και τη διάδοση στο στόμα των πολλών, από τη δεκαετία του 1960 ώς και σήμερα, το τραγούδι «Μέρα Μαγιού» διαχωρίστηκε από την «αποκλειστική σύνδεσή του» με τον ματωμένο Μάη του 1936, μετέφερε όμως πάντοτε τις αριστερές και λαϊκές συνδηλώσεις του, επισημαίνει εύστοχα ο Αθανασιάδης.
Σε δυο, τρία κείμενα του τόμου, η αναζήτηση της οικογενειακής ιστορίας του ίδιου του συγγραφέα, η ανασύστασή της μέσω σπάνιων μνημών και λιγοστών στοιχείων για τον μετανάστη παππού στην Αμερική ή για τον νεαρό θείο που σκοτώθηκε στον Εμφύλιο συνδυάζουν ωραία το ατομικό με το συλλογικό, τις προσωπικές διαδρομές των ατόμων με τις μεγάλες συλλογικές διαδρομές των πολλών που ξενιτεύτηκαν ή στρατεύθηκαν στον ΔΣΕ.
Στα δύο κείμενα που αφιερώνει ο συγγραφέας στη μνήμη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου («Πολυτεχνείο: ανίσχυροι ισχυρισμοί», «Πολυτεχνείο: ασυνεπείς συλλογισμοί»), τα οποία ανέπτυξε αργότερα σε ένα μεγαλύτερο κείμενό του στον τόμο «Εθνικές επέτειοι. Μορφές διαχείρισης της μνήμης και της ιστορίας», δείχνει με ενάργεια πως «κατά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης αναπτύχθηκε μία συστηματική προσπάθεια αμαύρωσης του Πολυτεχνείου ως τόπου μνήμης και ως πηγής έμπνευσης, η οποία εκκινούσε από δύο διαφορετικές αφετηρίες και είχε δύο διαφορετικούς στόχους. Η πρώτη εκπορεύθηκε κυρίως από πολιτικούς της Ακρας Δεξιάς και αποσκοπούσε στον εξωραϊσμό της δικτατορίας, άρα στην αμαύρωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας. Η δεύτερη οικοδομήθηκε από διανοούμενους του φιλελεύθερου χώρου και στόχευε στην απαξίωση των κοινωνικών κινημάτων, όσων αποσκοπούν στη διεύρυνση των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων αμφισβητώντας την κυριαρχία και πρωτοκαθεδρία των ελίτ. Και οι δύο διαδρομές συνέκλιναν σε ένα διά ταύτα: Οι μνημονικές εκδηλώσεις για την εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι παρωχημένες –άρα ταιριάζει να αφεθούν στη λήθη».
Το βιβλίο «Η μνήμη και η πόλις» αξίζει να διαβαστεί γι’ αυτό που είναι: μια ιδιαίτερη, μεθοδολογικά πρωτότυπη, εύληπτη προσέγγιση των συγκρούσεων για τη μνήμη, της διαμάχης για την οικειοποίηση της σύγχρονης ιστορίας, από έναν ερευνητή που γνωρίζει τα ζητήματα αυτά καλά, που γράφει με σαφήνεια και μετριοπάθεια, χωρίς να καμώνεται τον «αντικειμενικό», όπως πολλοί ιστορικοί, κυρίως της συντηρητικής ιστοριογραφίας, κάνουν.
● Χάρης Αθανασιάδης, «Το Πολυτεχνείο ως πεδίο μάχης, 2011-2019», στο Χ. Αθανασιάδης και Π. Βόγλης (επιμ.), «Εθνικές Επέτειοι. Μορφές διαχείρισης της μνήμης και της ιστορίας», εκδ. Αλεξάνδρεια, 2023, σ. 248.
*Καθηγήτρια Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας