Περίεργο πράγμα ο χρόνος: αν γυρίσουμε πίσω στο 1960, έχουν περάσει μόλις 63 χρόνια. Ως ιστορικός χρόνος είναι ελάχιστος. Ως πραγματικός, όμως, τεράστιος. Ειδικά για τις γενιές που διαμορφώθηκαν μέσα σε αυτά τα χρόνια στην Ελλάδα.
Το 1960 έγινε διακρατική συμφωνία Ελλάδας - Γερμανίας: ο Κ. Καραμανλής υπέγραψε στις 30/3/1960 τη διαβόητη «Σύμβαση περί επιλογής και τοποθετήσεως Ελλήνων εργατών εις γερμανικάς επιχειρήσεις». Εκατοντάδες χιλιάδες νέοι και νέες, κυρίως από την επαρχία, επιλέχτηκαν με συγκεκριμένα κριτήρια (αντοχή, σωματική ευρωστία, ηλικία κ.ά.) από Γερμανούς «επιμελητές» και στέλνονταν κατά εκατοντάδες κάθε εβδομάδα στη Στουτγάρδη και σε άλλες γερμανικές πόλεις, όπου υπήρχαν μεγάλα εργοστάσια. Οι Γερμανοί μεγαλοεπιχειρηματίες αποκαλούσαν αυτούς τους νέους «τεμάχια».
Ηδη με το τέλος του Εμφυλίου, αλλά και εξαιτίας της βουλγαρικής κατοχής στη Β. Ελλάδα (σκληρότερης ακόμη και από τη γερμανική), ειδικά οι περιοχές πέρα από τη Θεσσαλονίκη είχαν τεράστια ποσοστά ανεργίας και ανέχειας. Οι βιοτεχνίες είχαν μαραζώσει, οι περισσότεροι κάτοικοι μετανάστευαν για τα αστικά κέντρα και όσοι αγρότες έμεναν, εξαιτίας του «αναπτυξιακού μοντέλου» Καραμανλή και όχι μόνο, ζούσαν στην ανέχεια. Οι «gastarbeiter» («φιλοξενούμενος εργάτης») αυξάνονταν μέρα με τη μέρα.
«Ξεσηκωθήκαμε και φύγαμε». «Ο κόσμος πήγαινε σαν τα πρόβατα στη Γερμανία». «Ενα καράβι γεμάτο νεαρά κορίτσια έφευγε κάθε βδομάδα! Φτάναμε Γερμανία και κατευθείαν στο εργοστάσιο!»... Αυτές είναι κάποιες μόνο από τις μαρτυρίες που κατέγραψε στο νέο της (και πρώτο της μεγάλου μήκους) ντοκιμαντέρ η Κωστούλα Τωμαδάκη. «Η μητέρα του σταθμού» αποτυπώνει στον φακό τις θύμησες των «αόρατων» γυναικών της Β. Ελλάδας που έφυγαν στα 18 και στα 19 τους χρόνια από τα χωριά τους (κυρίως στην Α. Μακεδονία) για να γίνουν gastarbeiter ή αλλιώς «τεμάχια» στην παραγωγική μηχανή της Γερμανίας - που ήταν και ο αρχικός υπεύθυνος αυτής της κατάστασης, μια και ο Β’ Π.Π. ήταν ένας από τους βασικούς παράγοντες που οδήγησε τη χώρα σε αυτή την κατάσταση (αλλά όχι ο μόνος).
Στο ντοκιμαντέρ η κ. Τωμαδάκη μένει στις αφηγήσεις... Μένει όμως; Καταγράφοντας τις μαρτυρίες των νεαρών τότε γυναικών, φτάνει στα παιδιά τους και στα παιδιά των παιδιών τους. Αλλά και στις σύγχρονες γυναίκες, που όχι ως εργάτριες πλέον, αλλά με πτυχία και υψηλή μόρφωση, φεύγουν και πάλι για τη Γερμανία, προς αναζήτηση εργασίας σύμφωνα με τα προσόντα τους.
Ολο αυτό καταδεικνύει μια μεγάλη αλήθεια, που δεν χρειάζεται να την πει «με λόγια» η κ. Τωμαδάκη: το πώς διαμορφώνονται οι γενιές δεν αποτελεί έκπληξη. Το αρχικό τραύμα δύσκολα εξαλείφεται. Οσο για την τελική «κουλτούρα», αυτή είναι μία: της μετανάστευσης. Από μια πατρίδα που σε διώχνει, ακόμη κι αν επιστρέψεις, προς μια πατρίδα που λαχταράς όσο τίποτα μέσα σου, αλλά δεν μπορείς να μείνεις σε αυτήν. Το όνομά της, Ελλάδα.
«Κάποιες φορές οι ιστορίες έρχονται και σε βρίσκουν. Για τη δημιουργία του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ έδρασε μέσα μου μια παιδική θύμηση, ένα γεγονός και ένα βιβλίο» μας λέει η κ. Τωμαδάκη. «Θυμάμαι πως τα καλοκαίρια στο χωριό της μητέρας μου έξω από τα Καλάβρυτα έβλεπα παιδάκια που έρχονταν το καλοκαίρι και τα φώναζαν “γερμανάκια”. Κάποια γύριζαν με τους γονείς τους στη Γερμανία, άλλα έμεναν με τη γιαγιά και τον παππού.
Μου ήταν πολύ δύσκολο να καταλάβω τότε πώς γίνεται οι γονείς να αφήνουν πίσω τα παιδιά τους και να φεύγουν σε μια ξένη χώρα... Αυτό είχε μείνει μέσα μου ως ανάμνηση και επανήλθε όταν το 2011, με τη βαθιά κρίση, έπεσα πάνω σε μια αγγελία που ζητούσαν γιατρούς και νοσηλευτικό προσωπικό από την Ελλάδα για να δουλέψουν στη Γερμανία. Αργότερα διάβασα και το βιβλίο της Ελισάβετ Παπαδοπούλου “Μέρες και νύχτες που δεν ήταν δικές μας” (εκδ. Καστανιώτης) που περιγράφει την ερημιά της ακριτικής ελληνικής επαρχίας τη δεκαετία του ’70.
Αυτά τα τρία με ώθησαν να ξεκινήσω την έρευνα για το ντοκιμαντέρ, που κράτησε δύο χρόνια. Απευθύνθηκα σε φίλους και γνωστούς, καθώς και σε συλλόγους Ελλήνων της Γερμανίας, στα ΑΣΚΙ - ελάχιστο είναι το αρχειακό υλικό που υπάρχει. Το περισσότερο ανήκει στις ίδιες τις οικογένειες των μεταναστών (βίντεο, φωτογραφίες, επιστολές) και δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει κάποια ουσιαστική δουλειά με αυτό, αν και είναι ένα σημαντικότατο κομμάτι της σύγχρονης ιστορίας της χώρας. Κατάλαβα πολύ γρήγορα το μέγεθος του ιστορικού αυτού γεγονότος: από το 1960 και μετά, με τη διακρατική συμφωνία Ελλάδας - Γερμανίας, έφυγαν χιλιάδες νέοι και νέες από την ελληνική ύπαιθρο για να εργαστούν στα γερμανικά εργοστάσια της Siemens και της Βausch. Οι αριθμοί είναι αμείλικτοι: πάνω από το 1/3 των νέων της Β. Ελλάδας έφυγαν εργάτες.
Στην ταινία μιλάνε γυναίκες - κορίτσια τού τότε. Θυμούνται ακόμα όλες τις λεπτομέρειες: πώς τους έκαναν τις εξετάσεις για να δουν αν είναι ικανές να γίνουν gastarbeiter, πώς μπήκαν στο καράβι, πώς επέστρεψαν στην Ελλάδα με το τρένο. Ηταν γυναίκες με τεράστια δύναμη - σχεδόν επαναστατική! Το ένα είναι το πώς έζησαν στα ξένα και το άλλο είναι τι συνέβη μετά: πώς έκαναν οικογένεια, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά τους... Βρήκα τις γυναίκες, βρήκα και τις κόρες. Η δημοσιογράφος Ελεονώρα Ορφανίδου, που είναι μια τέτοια “κόρη”, το λέει υπέροχα: “Θυσιάστηκε μια γενιά για να ζήσει μια άλλη”.
Πράγματι, αυτές οι μανάδες θέλαν όσο τίποτε να σπουδάσουν τα παιδιά τους! Αλλά ακόμα και το σύστημα στα ελληνικά σχολεία στη Γερμανία τότε ήταν φριχτό και το αντίστοιχο στην Ελλάδα βέβαια, σε σχέση με το γερμανικό. Παράλληλα είχαμε τον ρατσισμό από τους Γερμανούς, την κοινωνική απαξίωση, τις άπειρες εργατοώρες, την ανασφάλεια. Πάνω απ’ όλα, όμως, έχουμε ένα δραματικό συναίσθημα να κυριαρχεί: τη νοσταλγία. Και αυτό ισχύει ακόμη και στη σημερινή γενιά όσων έχουν μείνει εκεί... Μιλάμε για μια σύγχρονη μορφή “δουλείας”, με τα καράβια να φεύγουν γεμάτα με τον ανθό της χώρας, τα οποία πού οδήγησαν; Σε μια τεράστια αγάπη για την Ελλάδα οδήγησαν: η γλώσσα, τα τραγούδια, οι μυρωδιές. Μόνο αυτά όμως. Γιατί το πολιτικό σύστημα έδιωχνε και διώχνει ακόμα αυτούς τους ανθρώπους. Αναρωτιέμαι, πραγματικά, πόσες διαφορές έχουμε με το τότε. Το να βλέπουμε την αλήθεια των ανθρώπων, πάντως, είναι ο μόνος δρόμος για την κάθαρση» καταλήγει.
📌 Θα προβληθεί την Τρίτη 7/3, στις 18.30, στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης» του Λιμανιού, στο πλαίσιο του 25ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης. Ηδη, ωστόσο, έχει προλάβει και έχει προβληθεί σε πολλά φεστιβάλ στο εξωτερικό και έχει βραβευτεί.
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας