Ο Τζορτζ Οργουελ είναι ένας από τους πιο δημοφιλείς στο ελληνικό κοινό συγγραφείς· και όμως παραμένει κατά το ήμισυ άγνωστος. Πόσοι άραγε Ελληνες αναγνώστες της «Φάρμας των ζώων» και του «1984» γνωρίζουν ότι στην πατρίδα του ο Οργουελ εκτιμάται περισσότερο ως δοκιμιογράφος απ’ ό,τι ως μυθιστοριογράφος;
Θεωρείται μάλιστα από τους σπουδαιότερους δοκιμιογράφους της αγγλικής γλώσσας. Βέβαια δοκίμια του Οργουελ κυκλοφορούν εδώ και κάποιο καιρό στα ελληνικά, πρόκειται όμως για εκείνα τα μικρά βιβλία που εκδίδουν εξίσου μικροί εκδοτικοί οίκοι με βάση τις δικές τους εκκεντρικές προτιμήσεις. Τον Μάιο του 2022, όμως, κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ελληνικά και μάλιστα από μεγάλο εκδοτικό οίκο μια πραγματικά εκτεταμένη συλλογή δοκιμίων του Οργουελ.
Ο τίτλος της είναι «Ο,τι μου κάνει κέφι» και περιλαμβάνει τριάντα πέντε δοκίμια γραμμένα από το 1931 έως το 1949. Οπως υποδηλώνει ο υπότιτλος της έκδοσης, θέμα τους είναι η λογοτεχνία και η πολιτική.
Ηδη από τα πρώτα δοκίμια της συλλογής καταλαβαίνει κανείς πού οφείλεται η τόσο μεγάλη φήμη του συγγραφέα ως δοκιμιογράφου. Οι δύο πασίγνωστες πολιτικές αλληγορίες του μένουν στη μνήμη κυρίως χάρη στη δύναμη της πλοκής και των εικόνων τους (τα γουρούνια στο τραπέζι, η μπότα πάνω στο ανθρώπινο πρόσωπο), ενώ αυτά εδώ τα κείμενα εντυπωσιάζουν πάνω απ’ όλα με το ύφος τους. Ο Οργουελ γράφει περισσότερο λογοτεχνικά όταν δεν προσπαθεί να γράψει καθαυτό λογοτεχνία.
Το ύφος του είναι διάσημα απλό, ώρες ώρες έχεις την εντύπωση ότι ακούς την κουβέντα ενός ντόμπρου, έξυπνου τύπου καθώς κάθεστε δίπλα δίπλα σε μια παμπ και πίνετε μπίρα. Είναι όμως πολύ δύσκολο να γράψει κάποιος απλά, ακόμα κι αν δεν υπήρχε ένα ολόκληρο εκπαιδευτικό σύστημα που τον εμποδίζει (θυμηθείτε πόσο σας πίεζαν οι καθηγητές στην Εκθεση να χρησιμοποιείτε αρχαϊκές λέξεις και εξεζητημένες φράσεις). Ο Οργουελ το κατορθώνει και ακριβώς σ’ αυτή την απλότητα χρωστούν τα καλύτερά του δοκίμια, όπως το αριστουργηματικό «Σκοτώνοντας έναν ελέφαντα», την ποιητική τους δύναμη.
Εκτός όμως από σπουδαίος στιλίστας αποκαλύπτεται και σπουδαίος κριτικός της λογοτεχνίας. Οπως οι Ρώσοι κριτικοί του 19ου αιώνα, προσλαμβάνει το λογοτεχνικό έργο συνολικά, μιλάει για όλες τις σκέψεις που αυτό μπορεί να γεννήσει σε έναν παθιασμένο αναγνώστη και καταλήγει έτσι να μη μιλά ποτέ απλώς για το τάδε ή το δείνα βιβλίο ή συγγραφέα, αλλά για τον εαυτό του, τον κόσμο και την ίδια τη φύση της λογοτεχνίας, όπως δηλαδή κάνει πάντα η καλύτερη λογοτεχνική κριτική.
Για τον Οργουελ κάθε τέχνη είναι προπαγάνδα, εκφράζει πάντα μια οπτική για τον κόσμο, αλλά καμιά τέχνη δεν μπορεί να εκτιμηθεί απλώς ως προπαγάνδα και η καθαρή προπαγάνδα δεν μπορεί να δημιουργήσει τέχνη γιατί στηρίζεται στο ψέμα, στο να λες πράγματα που δεν πιστεύεις ή δεν αισθάνεσαι. Ενα καλό παράδειγμα της προσέγγισής του είναι το δοκίμιο για τον Κίπλινγκ.
Ο Οργουελ μας λέει εξ αρχής ότι ο Κίπλινγκ είναι ένας απολογητής του βρετανικού ιμπεριαλισμού και ότι αυτή του η στάση, που ενυπάρχει στο έργο του, δεν μπορεί ούτε να αγνοηθεί ούτε να υποστηριχθεί. Εν τέλει, όμως, είναι ένας καλός συγγραφέας που αντέχει στον χρόνο γιατί μέσα από αυτή την ηθικά απαράδεκτη οπτική κατάφερε να μας δώσει μια ζωντανή, ρεαλιστική εικόνα της βρετανικής Ινδίας του 19ου αιώνα, τη μόνη που διαθέτουμε, και να εκφράσει γλαφυρά ορισμένες σκέψεις και συναισθήματα που όλοι οι άνθρωποι έχουν μοιραστεί κάποια στιγμή στη ζωή τους.
Το αριστούργημα φυσικά του Οργουελ ως λογοτεχνικού κριτικού είναι η περίφημη μελέτη του για τον Ντίκενς. Ενα κείμενο τόσο όμορφα γραμμένο και τόσο πλούσιο σε ιδέες που αξίζει να το διαβάσει κανείς ακόμα κι αν δεν έχει διαβάσει ποτέ του Ντίκενς, αν και σίγουρα θα του δημιουργήσει τη διάθεση να το κάνει.
Αν κάτι συνέχει τα περισσότερα δοκίμια αυτού του βιβλίου είναι η αξία που ο Οργουελ αποδίδει στην πνευματική ελευθερία. Καταλαβαίνει ότι η υψηλότερη, η πιο επικίνδυνη μορφή λογοκρισίας είναι η αυτολογοκρισία και ότι αυτός ο κίνδυνος μπορεί να προέλθει από τα αριστερά όσο και από τα δεξιά. Καταλαβαίνει επίσης ότι χωρίς πνευματική ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει κανένα άλλο είδος ελευθερίας.
Γι’ αυτό αποδίδει τόσο μεγάλη πολιτική σημασία στη λογοτεχνία και γι’ αυτό αρνείται να την πολιτικοποιήσει. Γι’ αυτό μιλάει με την ίδια παρρησία για τον αντισημιτισμό στη Βρετανία και για τη λογοτεχνική αξία του Κίπλινγκ. Από αυτή την άποψη, το έργο του δεν έχει χάσει τίποτα από την επικαιρότητά του.
*Ιδιωτικός υπάλληλος
Τη σελίδα αυτή δεν τη φτιάχνουν επαγγελματίες κριτικοί βιβλίου. Γράφεται από αναγνώστες που απευθύνονται σε αναγνώστες για να τους μιλήσουν για κάποιο βιβλίο που τους συνεπήρε. Αν θέλετε να μοιραστείτε όσα νιώσατε διαβάζοντας ένα βιβλίο, στείλτε το κείμενό σας (το πολύ 700 λέξεις) στο [email protected]
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας