«Eυκταίον θα ήτο ο Πατριάρχης ν’ αντικατασταθή»
Παναγιώτης Πιπινέλης, μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών (21/7/1947)
Το 2018 συμπληρώνονται 70 χρόνια από την πατριαρχική αλλαγή του 1948. Τότε εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης ο μέχρι τότε αρχιεπίσκοπος Βορείου και Νοτίου Αμερικής Αθηναγόρας Σπύρου, διαδεχόμενος τον παραιτηθέντα Μάξιμο Ε'.
Το ιδιαίτερο στοιχείο της συγκεκριμένης εκλογής είναι πως αυτή υπήρξε αποτέλεσμα έξωθεν παρεμβάσεων της Δύσης και δη των ΗΠΑ.
Ηταν η πρώτη φορά που οι ΗΠΑ, όχι μόνο ασχολήθηκαν σε ανώτατο επίπεδο με τα τεκταινόμενα στον χώρο της Ορθοδοξίας, αλλά επενέβησαν καθοριστικά προκειμένου να εξασφαλίσουν τον φιλοδυτικό προσανατολισμό του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αυτό συνέβη κυρίως λόγω του Ψυχρού Πολέμου και των πολιτικών αναγκαιοτήτων της διεθνούς διπλωματίας της εποχής εκείνης.
Συγκεκριμένα, μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε, οι ΗΠΑ υιοθέτησαν την πολιτική της «Ανάσχεσης» (Containment), για να ανακόψουν την επέκταση του κομμουνισμού παγκόσμια μέσω της ανάληψης μιας σειράς κινήσεων σε διάφορες περιοχές του πλανήτη που βρίσκονταν υπό την απειλή της ΕΣΣΔ.
Στη συνάφεια αυτής της πολιτικής, κάθε πεδίο ανθρώπινης δραστηριότητας θεωρήθηκε πεδίο σύγκρουσης των δύο αντιπάλων και η Εκκλησία είχε ιδιαίτερο ρόλο σε αυτό το νέο περιβάλλον.
Οι ΗΠΑ γρήγορα προχώρησαν στην οργάνωση των δυνάμεών τους στο εκκλησιαστικό πεδίο για δύο λόγους: πρώτον, διότι ήδη κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. είχαν επισημάνει την ιδιαίτερη δυναμική της Ρωσικής Εκκλησίας, η οποία βοήθησε το σοβιετικό καθεστώς να αποκρούσει τον ναζιστικό εισβολέα συσπειρώνοντας τον ρωσικό λαό· δεύτερον, διότι ταυτόχρονα οι ΗΠΑ διέγνωσαν μια τάση της σοβιετικής ηγεσίας να χρησιμοποιεί μεταπολεμικά τη Ρωσική Εκκλησία προς όφελος της σοβιετικής εξωτερικής πολιτικής, ιδιαίτερα στον στρατηγικά σημαντικό χώρο της Εγγύς και Μέσης Ανατολής.
Το σχέδιο για την οργάνωση της πολιτικής των ΗΠΑ στο εκκλησιαστικό πεδίο προέβλεπε ότι τρεις θα ήταν οι πυλώνες της Δύσης σε αυτό.
Ο πρώτος και ισχυρότερος ήταν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, που αποτελούσε μια ισχυρή αντικομμουνιστική δύναμη, ο δεύτερος ήταν η συνένωση των Προτεσταντικών Εκκλησιών κάτω από τη φιλοδυτική ομπρέλα του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, που ιδρύθηκε το 1948, και ο τρίτος είναι ο ορθόδοξος χώρος, στον οποίο κυρίαρχο ρόλο διαδραμάτιζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το Φανάρι, οι ΗΠΑ συνειδητοποίησαν πως αυτό αποτελούσε την κορυφή της Ορθοδοξίας και θα έπρεπε να διασφαλίσουν τη συμπαράταξή του στο πλευρό της Δύσης για διαφόρους λόγους: αρχικά θα έπρεπε να κάνουν το παν, ώστε να μην αναδειχθεί σε αυτό φιλορώσος ή Ρώσος Πατριάρχης, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε απώλεια του στρατηγικού χώρου των Στενών και της ευρύτερης περιοχής.
Κατόπιν, εφόσον υπήρχε ένας φιλοδυτικός ιεράρχης επικεφαλής του, θα μπορούσαν να το χρησιμοποιήσουν ενδεχόμενα και σαν όχημα διείσδυσης στις ορθόδοξες χώρες του «Σιδηρού Παραπετάσματος».
Οι πρωταγωνιστές αυτής της υπόθεσης, Μάξιμος και Αθηναγόρας, είχαν τα δικά τους ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ηταν και οι δύο αξιόλογοι ιεράρχες, με αξιολογότατη πορεία στη μέχρι τότε ζωή τους.
Ωστόσο, το αποτύπωμα που άφησαν και οι δύο στην Ιστορία σε μεγάλο βαθμό καθορίστηκε από παράγοντες πέρα από τους ίδιους και την προσωπικότητά τους. Η σύντομη παράλληλη εξέταση της πορείας τους το αποδεικνύει αυτό, ταυτόχρονα όμως επιτρέπει να φανούν και οι αντιφάσεις εκείνης της εποχής.
«Εθνικιστής» και φιλοσοβιετικός;
Ο Μάξιμος Βαπορτζής εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης το 1946 και παρέμεινε σε αυτό το αξίωμα μόνο για δύο χρόνια. Παρ' όλο που ήταν ο επικρατέστερος υποψήφιος για τον πατριαρχικό θρόνο και το 1935, οι τουρκικές αρχές τού έκοψαν τον δρόμο χαρακτηρίζοντάς τον λίγο-πολύ Ελληνα εθνικιστή.
Αυτό που δεν κατάφερε το 1935, ο Μάξιμος το πέτυχε το 1946 και μάλιστα με χαρακτηριστική άνεση. Η ανάρρησή του στον θρόνο θεωρήθηκε φυσιολογική εξέλιξη, καθώς αυτός όλα τα χρόνια της ποιμαντορίας του γηραιού Πατριάρχη Βενιαμίν ήταν ο ιθύνων νους του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Ενώ λοιπόν η πατριαρχία του προοιωνιζόταν λαμπρή, σύντομα τα πράγματα άλλαξαν δραματικά γι’ αυτόν, διότι επέσυρε την μήνιν του τουρκικού κατεστημένου και ειδικά του τουρκικού Τύπου.
Το περίεργο όμως είναι πως αυτός, ο κατά τους Τούρκους «Ελληνας εθνικιστής», σχεδόν συγχρόνως με την εκλογή του, θεωρήθηκε κάτι το τελείως αντίθετο. Συγκεκριμένα, οι τουρκικές εφημερίδες τον κατηγόρησαν πως ήταν ένας «Κόκκινος Πατριάρχης», συμπαθών τον κομμουνισμό.
Ηδη πριν εκλεγεί, ο Τύπος τον κατηγόρησε ότι κατά τη διάρκεια της κηδείας του Πατριάρχη Βενιαμίν όχι μόνο δέχτηκε τον Σοβιετικό πρόξενο στην Κωνσταντινούπολη Groubiakov, αλλά και ότι ακολούθησε τη νεκρική πομπή προς το νεκροταφείο επιβαίνοντας στο αυτοκίνητο του προξένου.
Το γεγονός όμως που αποτέλεσε την αφορμή να δοκιμαστούν σοβαρά οι σχέσεις Μάξιμου και τουρκικών αρχών ήταν ο εορτασμός του Πάσχα στο Φανάρι, στις 21 Απριλίου 1946.
Τότε ο Μάξιμος, θέλοντας να προσδώσει μεγαλοπρέπεια στην τελετή, αναβίωσε ένα παλιό έθιμο, το οποίο τα προηγούμενα χρόνια είχε εγκαταλειφθεί. Συγκεκριμένα, εισήλθε στον πατριαρχικό ναό επικεφαλής πομπής των ξένων προξένων στην Πόλη, ενώ στο πλάι του είχε τους προξένους της Ρωσίας και της Ελλάδας.
Η θέα του Πατριάρχη να μπαίνει στον ναό έχοντας στο πλάι του τον Σοβιετικό πρόξενο ερέθισε τους Τούρκους, καθώς τους θύμισε την εποχή των διομολογήσεων, όταν η Ρωσία ήταν ο προστάτης των ορθόδοξων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Αν και όλες αυτές οι κινήσεις του Μάξιμου επ’ ουδενί δεν σήμαιναν φιλοκομμουνιστική τοποθέτηση, σύμφωνα και με τα όσα ομολογούν Ελληνες και Αμερικανοί διπλωμάτες της εποχής, εν τούτοις αποτέλεσαν την αρχή της διάρρηξης των σχέσεων μεταξύ τουρκικής πλευράς και Πατριάρχη. Εκτοτε οι Τούρκοι προσέβλεπαν στην παραίτηση του Μάξιμου και στην άνοδο στον θρόνο του Αθηναγόρα.
Ελληνοτουρκική σύμπραξη
Στο ζήτημα αυτό είχαν και την υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης, καθώς οι στόχοι των δύο πλευρών συνέπιπταν απόλυτα σε αυτό το ζήτημα. Και αυτό, διότι εφάρμοσαν την πολιτική των ΗΠΑ, η οποία όριζε ότι στο Οικουμενικό Πατριαρχείο θα έπρεπε να είναι επικεφαλής ένας σαφώς φιλοδυτικός ιεράρχης.
Οι δύο χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, μετά τη διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν (1947) και του Σχεδίου Μάρσαλ (1948) είχαν προσδεθεί πλήρως στο άρμα της Δύσης και ακολουθούσαν πρόθυμα τις επιταγές της αμερικανικής πολιτικής, η κάθε μια για τους δικούς της λόγους.
Η μεν ελληνική κυβέρνηση, διότι βρισκόταν στο μέσον ενός σκληρού εμφύλιου πολέμου και χρειαζόταν τη βοήθεια των ΗΠΑ για να νικήσει τους κομμουνιστές αντάρτες· η δε τουρκική, διότι λόγω της επαμφοτερίζουσας στάσης της κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και εξαιτίας του φόβου της για τον επικίνδυνο γείτονά της, την ΕΣΣΔ, είχε κάθε συμφέρον να ταυτιστεί με τις επιταγές των ΗΠΑ.
Από το σημείο αυτό, οι δύο χώρες προσπάθησαν να προωθήσουν το σχέδιο της πατριαρχικής αλλαγής, κυρίως μέσω των εντεταλμένων οργάνων τους που είχαν στην αρμοδιότητά τους τις σχέσεις των κυβερνήσεών τους με το Φανάρι.
Από την ελληνική πλευρά, ιδιαίτερα δραστήριο ρόλο διαδραμάτισε η ελληνική διπλωματική αποστολή στην Τουρκία και ειδικότερα ο πρεσβευτής στην Αγκυρα, Περικλής Σκέφερης. Αυτός πίεσε έντονα τον Μάξιμο να παραιτηθεί. Επειδή όμως θα ήταν πολύ κυνικό να ομολογηθεί δημόσια ότι η παραίτηση ζητούνταν για λόγους εθνικού συμφέροντος, προβλήθηκε ως πρόφαση ένα υπαρκτό πρόβλημα υγείας του Πατριάρχη, το οποίο μεγαλοποιήθηκε.
Συγκεκριμένα, ο Μάξιμος είχε εμφανίσει σημάδια «ελαφράς μελαγχολίας», μια ελαφρά κατάθλιψη, όπως θα λέγαμε με σημερινούς όρους. Η οποία, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει χαρακτηριστικά ο βιογράφος του, π. Φιλάρετος Βιτάλης, οφειλόταν στην υπερκόπωση από την άσκηση των νέων του καθηκόντων και στις «θλίψεις και καταπιέσεις» που δοκίμασε κατά την άσκησή τους, εννοώντας προφανώς την ανηλεή πίεση που του ασκούνταν από Ελληνες και Τούρκους να παραιτηθεί.
Σε κάθε περίπτωση, η ασθένεια του Μάξιμου ήταν το πρόσχημα για να ζητηθεί επιμόνως από αυτόν καθ’ όλο το διάστημα της διετούς πατριαρχίας του να παραιτηθεί.
Η ελληνική κυβέρνηση δεν δίστασε το καλοκαίρι του 1947 να τον καλέσει στην Αθήνα, θεωρητικά για να τον βοηθήσει να θεραπευτεί. Ομως οι πραγματικές προθέσεις της ήταν άλλες.
Συγκεκριμένα, είχε αποφασίσει να μην επιστρέψει ο Μάξιμος στην Κωνσταντινούπολη ως Πατριάρχης, αλλά να παραιτούνταν στην Αθήνα. Μάλιστα, η ελληνική κυβέρνηση συζητούσε ήδη για τον διάδοχό του. Η απόφαση αυτή υπονόμευε ουσιαστικά το αποτέλεσμα της όποιας θεραπευτικής αγωγής του Μάξιμου και προδίκαζε τις μελλοντικές εξελίξεις.
Ωστόσο, η διαχείριση της υπόθεσης έπρεπε να γίνει με διακριτικότητα, διότι η ελληνική Αριστερά διά μέσου του «Ριζοσπάστη» έκανε συχνές αναφορές στο ζήτημα επισημαίνοντας πως η απομάκρυνση του Μάξιμου αποτελούσε αμερικανική βούληση, ενώ δεν παρέλειπε να επιτίθεται στον Αθηναγόρα. Ενδεικτικό είναι το πρωτοσέλιδο άρθρο της 31/7/1947 με τίτλο «Το πατριαρχικό και οι πλεκτάνες των Αμερικανών. Επιδιώκουν να κάμουν Πατριάρχη τον Αθηναγόρα».
Στο θέμα αυτό χαρακτηριστικά είναι τα όσα επισήμανε ο Παναγιώτης Πιπινέλης, τότε μόνιμος υφυπουργός Εξωτερικών και επικεφαλής του Συμβουλίου Πολιτικών Υποθέσεων.

Ο Πιπινέλης είχε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο, καθώς ο ίδιος ήταν θεσμικά υπεύθυνος για τις σχέσεις της ελληνικής κυβέρνησης με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σε συνεδρίαση, λοιπόν, αυτού του οργάνου επέστησε στα άλλα μέλη του συμβουλίου την προσοχή τους στον χειρισμό του θέματος της παραίτησης του Πατριάρχη. Το θεωρούσε «λεπτότατο», καθώς είχε πάρει ευρύτατες διαστάσεις και η κυβέρνηση είχε κατηγορηθεί ανοιχτά, ειδικά από την ελληνική Αριστερά, για προσπάθεια βίαιης απομάκρυνσης του Μάξιμου από τον θρόνο του.
Κατά τον Πιπινέλη, η απομάκρυνση θα έπρεπε να μεθοδευθεί ως εξής: πρώτον, θα έπρεπε να υπάρξει ιατρική κάλυψη, να δηλώσουν δηλαδή οι θεράποντες ιατροί του ότι η βελτίωση της υγείας του ήταν παροδική και ότι δεν αποκλειόταν υποτροπή της ασθένειας. Το δεύτερο ήταν ότι θα έπρεπε να δοθεί η εικόνα πως ο οικουμενικός θρόνος είχε ανάγκη ενίσχυσης και συνεπώς «ευκταίον θα ήτο ο Πατριάρχης ν’ αντικατασταθή».
Οπιο και ηλεκτροσόκ
Σε ένα τέτοιο κλίμα, λοιπόν, ο Πατριάρχης άρχισε τη θεραπευτική του αγωγή. Σε ό,τι αφορά αυτό καθεαυτό το ιατρικό μέρος να αναφέρουμε τα εξής: Στην Αθήνα, όπως τουλάχιστον προκύπτει από τα αρχεία του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών, χορηγήθηκαν στον Μάξιμο το φάρμακο Λουμινάλ και ενέσεις οπίου. Αναφέρεται επί λέξει ότι ο Μάξιμος διατηρούσε «σχετικήν ηρεμίαν μόνον διά δύο ενέσεων οπίου ημερησίως και χρήσεως Λουμινάλ».
Σε ό,τι αφορά το Λουμινάλ γνωρίζουμε, από άλλες πηγές, ότι το έπαιρνε και στην Πόλη, καθώς του το είχε συστήσει ο εκεί θεράπων ιατρός του. Δεν γνωρίζουμε όμως αν η χρήση του οπίου τού συστήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ή στην Αθήνα. Αυτό, όμως, που σίγουρα γνωρίζουμε είναι ότι στην ελληνική πρωτεύουσα ο Πατριάρχης υποβλήθηκε για κάποιο διάστημα σε θεραπείες με ηλεκτροσόκ.
Αν η θεραπεία στην οποία υποβλήθηκε ο Πατριάρχης ήταν ιατρικά η κατάλληλη, είναι δύσκολο να αποφανθεί κάποιος μη ειδικός. Οπωσδήποτε, όμως, μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα. Κατ' αρχάς, το Λουμινάλ ήταν ένα φάρμακο που έφερνε βαριά υπνηλία και κρατούσε σε καταστολή τον Μάξιμο.
Τα ίδια αποτελέσματα είχε και η χρήση του οπίου. Είναι προφανές ότι η χρήση των ουσιών αυτών δεν ήταν η ενδεδειγμένη για το είδος της ασθένειας του Πατριάρχη που ήταν η κατάθλιψη, σύμφωνα με την περιγραφή των συμπτωμάτων της αλλά και τις ιατρικές ομολογίες. Η χρήση επιπλέον του ηλεκτροσόκ, που προκρίθηκε στην Αθήνα, αφήνει αμφιβολίες για την αποτελεσματικότητά της.
Βέβαια, αν ιδωθεί υπό τη σύγχρονη οπτική, η μέθοδος αυτή φαντάζει απαρχαιωμένη και παραπέμπει και σε βασανιστήρια, κρινόμενη όμως στη συνάφεια της εποχής ενδεχομένως ήταν στην ιατρική πρωτοπορία.
Υπάρχει, όμως, ο ισχυρισμός από τον προαναφερθέντα βιογράφο του Μάξιμου, π. Φιλάρετο Βιτάλη, ότι και αυτό το είδος της θεραπείας, που εμφάνιζε επωφελή αποτελέσματα στον Μάξιμο, δεν ολοκληρώθηκε, καθώς διακόπηκε έπειτα από παρέμβαση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών.
Το θέμα φωτίζει ένας λογαριασμός που ο γιατρός Γεώργιος Πιστεύος, νευρολόγος ψυχίατρος και επιμελητής του Αιγινήτειου Νοσοκομείου, έστειλε προς το υπουργείο Εξωτερικών, για να πληρωθεί από αυτό για τις θεραπείες με ηλεκτροσόκ στις οποίες αυτός υπέβαλε τον Πατριάρχη.
Ο Πιστεύος ζήτησε από το υπουργείο το ποσό του 1.300.000 δραχμών για την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του κατά τη χρονική περίοδο από 12 Ιουνίου έως 7 Ιουλίου 1947. Συγκεκριμένα, επισκέφθηκε τον Πατριάρχη στην έπαυλη όπου ο τελευταίος διέμενε στην Κηφισιά και τον υπέβαλε σε 7 θεραπείες με ηλεκτροσόκ, ενώ διφορούμενο είναι αν κατά την επίσκεψη της 24ης Ιουνίου υπέβαλε τελικά τον Μάξιμο και σε μία επιπλέον εφαρμογή ηλεκτροσόκ.
Για την ημέρα αυτή ο γιατρός στο έγγραφό του σημείωσε: «Προετοιμασία εφαρμογής ηλεκτροσόκ και επί δίωρον απασχόλησις, λόγω διεγερτικής καταστάσεως του αρρώστου».
Από τη σημείωση αυτή το σημαντικότερο δεν είναι η εξακρίβωση αν τελικά υπήρξε ένα επιπλέον ηλεκτροσόκ, όσο ο συνειρμός που δημιουργείται από τη μάλλον αξιολύπητη εικόνα ενός ασθενούς Πατριάρχη, ο οποίος από την καταστολή των βαρέων φαρμάκων που του χορηγούνταν, περνούσε στο άλλο άκρο της υπερδιέγερσης από την εφαρμογή του ηλεκτροσόκ.
Επιπλέον συμπεράσματα για την ιατρική φροντίδα που είχε ο Μάξιμος στην Αθήνα μπορούν να εξαχθούν και από ένα υπηρεσιακό σημείωμα του υπουργείου Εξωτερικών, που αφορά την εξόφληση των οικονομικών απαιτήσεων 5 θεραπόντων ιατρών του Πατριάρχη, των Γ. Πιστεύου, Π. Παναγιώτου, Γ. Αναστασόπουλου, Ν. Αρκαλίδη και Γ. Μιχαηλίδη.
Σύμφωνα με αυτό, την ευθύνη της ιατρικής φροντίδας είχε ο καθηγητής της ιατρικής Παμπούκης, ο οποίος πήρε την απόφαση για την εφαρμογή της «ηλεκτροθεραπείας» και επέβλεψε προσωπικά την πραγματοποίησή της.
Πέρα από τον καθηγητή, το υπουργείο θεωρούσε δικαιολογημένη την παρουσία μόνο του γιατρού Ν. Αρκαλίδη, ο οποίος ήταν ο χειριστής του μηχανήματος που παρείχε το ηλεκτροσόκ, και του καρδιολόγου Γ. Μιχαηλίδη. Αλλά και την παρουσία του τελευταίου το υπουργείο τη δέχτηκε χαριστικά, καθώς ο καθηγητής καρδιολογίας Μαρούλης είχε διαβεβαιώσει ότι η συγκεκριμένη θεραπεία δεν παρουσίαζε κανέναν κίνδυνο για την καρδιά του ασθενούς. Επομένως, για το υπουργείο Εξωτερικών η παρουσία των Πιστεύου, Παναγιώτου και Αναστασόπουλου ήταν αδικαιολόγητη.
Ομως, το ίδιο αποφάσισε «κατά γενναιόφρονα κρίσιν» να ικανοποιήσει το αίτημα και των 5 γιατρών, κάνοντας μια αναπροσαρμογή στις απαιτήσεις τους και να τους πληρώσει συνολικά από τα 11.730.000 δραχμές, που αρχικά ζητούσαν, το ποσό των 6.000.000 δραχμών.
Από το έγγραφο αυτό προκύπτουν οι εξής επισημάνσεις.
Πρώτον, ο αριθμός των ηλεκτροσόκ που εφαρμόστηκαν στον ασθενή Μάξιμο δεν ήταν μόνο αυτός του γιατρού Πιστεύου, όπως σημειώθηκε πιο πάνω, αλλά και αυτά του κατ' εξοχήν αρμόδιου να τα κάνει, του επικεφαλής θεράποντος ιατρού Παμπούκη.
Δεύτερον, η θεραπευτική αγωγή που έλαβε στην Αθήνα ο Πατριάρχης, o οποίος σημειωτέον ήταν υψηλός προσκεκλημένος της ελληνικής κυβέρνησης, παρουσίαζε προχειρότητα ή και αναρχία. Δηλαδή, παρατηρήθηκε ότι στον Μάξιμο προσήλθαν διάφοροι γιατροί και του παρείχαν ιατρικές υπηρεσίες, χωρίς να λάβουν εκ των προτέρων την έγκριση ή τη σαφή εντολή των αρμόδιων υπηρεσιακών παραγόντων της ελληνικής κυβέρνησης, που ανήκαν προφανώς στο υπουργείο Εξωτερικών, αφού αυτό τελικά πλήρωσε και τον λογαριασμό.
Το καλοκαίρι του 1947 η ελληνική κυβέρνηση δεν πέτυχε ωστόσο τον στόχο της να τον πείσει να παραιτηθεί, καθώς ο Μάξιμος αντέδρασε και γύρισε πίσω στην Κωνσταντινούπολη. Η απομάκρυνσή του συνέβη σχεδόν έναν χρόνο μετά, τον Οκτώβριο του 1948, έπειτα από απίστευτες πιέσεις.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο πρέσβης Σκέφερης είχε συντάξει από μήνες πριν την επιστολή παραίτησης του Μαξίμου και τον πίεζε να την υπογράψει το συντομότερο δυνατόν, υποσχόμενος ταυτόχρονα ότι η ελληνική κυβέρνηση θα τον εξασφάλιζε οικονομικά μετά την απομάκρυνσή του από τον θρόνο.
Επειδή όμως ο Πατριάρχης κωλυσιεργούσε, η ελληνική κυβέρνηση σταμάτησε να στέλνει τα χρήματα της επιχορήγησής της προς το Πατριαρχείο με αποτέλεσμα το τελευταίο να αντιμετωπίσει προβλήματα ρευστότητας.
Την ίδια στιγμή ο πρέσβης εκβίαζε τον Μάξιμο λέγοντάς του ότι το θέμα της εκλογής του Αθηναγόρα ήταν λυμένο και ότι σύντομα θα του παρουσίαζε και την τελική λίστα με τους άλλους δύο υποψηφίους υπογεγραμμένη από την πλειοψηφία των μητροπολιτών της Συνόδου. Παράλληλα, στα μέσα Οκτώβρη 1948 ζήτησε και πέτυχε την αποστολή ενός τηλεγραφήματος από τον Ελληνα πρωθυπουργό Σοφούλη προς τον Πατριάρχη, όπου ρητά αναφερόταν ότι «η Βασιλική Κυβέρνησις φρονεί ότι επέστη η στιγμή όπως η Α.Θ. Παναγιότητα υποβάλη παραίτησιν… καθ’ ότι πάσα περαιτέρω αναβολή αποβαίνει επιζήμιος. Εκφράζει όθεν την ευχήν… όπως προβή εις την ενέργειαν ταύτην ίνα καταστή δυνατή η υπόδειξις του διαδόχου».
Τη συναίνεση ωστόσο του Μάξιμου να παραιτηθεί, ο Σκέφερης την απέσπασε μόνο έπειτα από μια δραματική επίσκεψή του στον Πατριάρχη στο νησί της Χάλκης, όπου εκείνος είχε μεταβεί για να είναι μακριά από το δυσμενές γι’ αυτόν περιβάλλον της Κωνσταντινούπολης.
Εκεί ο πρέσβης άσκησε φορτική πίεση στον Μάξιμο, κάμπτοντας την αντίστασή του. Στις 18 Οκτωβρίου 1948 ο τελευταίος υπέβαλε την παραίτησή του ανοίγοντας τον δρόμο για τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής.
Η εκλογή του Αθηναγόρα
↳ Ενας υποψήφιος που ήξερε από προπαγάνδα και καλλιέργεια των κατάλληλων σχέσεων. Αριστερά, ο Αθηναγόρας προσέρχεται ως αρχιεπίσκοπος Αμερικής για να παραλάβει την... κάρτα στρατολογίας του στον στρατό των ΗΠΑ, εν μέσω Β' Παγκοσμίου Πολέμου (25/4/1942). Δεξιά, υποδέχεται ως Πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη τον πρόεδρο των αμερικανικών Peace Corps, Σάρτζεντ Σράιβερ – και πενθούν μαζί τον εκλιπόντα κουνιάδο του δεύτερου, Τζον Φ. Κένεντι (11/4/1964). Κάτω: σε μεταγενέστερες στιγμές χαλάρωσης με τον Αριστοτέλη Ωνάση.
Βεβαίως, οι προσπάθειες της εκλογής του Αθηναγόρα στον πατριαρχικό θρόνο συνάντησαν επιπλέον εμπόδια. Από τη φύση της η εκλογή αυτή είχε κάποιες διαστάσεις, πρωτόγνωρες μέχρι τότε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο – συγκεκριμένα, τις παρεμβάσεις εξωφαναριώτικων παραγόντων στη διαδικασία της εκλογής και την κατά συνέπεια μεταφορά του κέντρου των περί το Πατριαρχείο αποφάσεων έξω από αυτό.
Την αλλαγή αυτήν πολλοί από τους ιεράρχες του Φαναρίου δεν την αποδέχτηκαν και προσπάθησαν να αντιδράσουν. Η πατριαρχική αλλαγή του 1948 δεν επιτεύχθηκε τουλάχιστον δύο χρόνια νωρίτερα, όχι τόσο λόγω της ουσιαστικής απροθυμίας του Μάξιμου να απομακρυνθεί από τον οικουμενικό θρόνο όσο κυρίως εξαιτίας αυτής της αντίδρασης των μητροπολιτών του Φαναρίου.
Μια ισχυρή ομάδα από αυτούς προσπάθησε να εκλέξει έναν από τους ίδιους ως αντικαταστάτη του Μάξιμου. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον μητροπολίτη Δέρκων Ιωακείμ Πελεκάνο, που συσπείρωσε γύρω του μια ομάδα απαρτιζόμενη από νέους στην ηλικία μητροπολίτες. Κατά μία έννοια, οι ιεράρχες αυτοί δεν είχαν συνειδητοποιήσει την αλλαγή των καιρών, γι’ αυτό και η αντίδρασή τους συντρίφτηκε με μάλλον άκομψο τρόπο.
Χρειάστηκε η δυναμική παρέμβαση των Τούρκων, οι οποίοι αρχικά κατηγόρησαν και τον Ιωακείμ ως φιλοκομμουνιστή για να τον πλήξουν, ενώ λίγο πριν από την εκλογή ο νομάρχης (βαλής) της Κωνσταντινούπολης δήλωσε με ωμό τρόπο στους υποστηρικτές του Δέρκων ότι επ’ ουδενί η Αγκυρα δεν θα δεχόταν την εκλογή του. Τους ξεκαθάρισε επιπλέον ότι η εκλογή του Αθηναγόρα ήταν κοινή επιθυμία τριών κυβερνήσεων: της ελληνικής, της τουρκικής και της αμερικανικής.
Σημείωσε δε ότι η Τουρκία θα έκανε το παν για να διατηρήσει φιλικές σχέσεις με την αμερικανική κυβέρνηση και ότι η συγκεκριμένη εκλογή είχε και πολιτικό χαρακτήρα, τον οποίο η κυβέρνησή του σε καμία περίπτωση δεν μπορούσε να αγνοήσει, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι Σοβιετικοί μεταχειρίζονταν την Ορθόδοξη Εκκλησία για τους δικούς τους σκοπούς.
Τα λόγια αυτά αποτέλεσαν σοκ για τους αντιπάλους τους Αθηναγόρα, οι οποίοι όμως αντιτάχτηκαν σε αυτόν μέχρι τέλους, καθώς στην τελική ψηφοφορία που ακολούθησε την 1η Νοεμβρίου βρέθηκαν 6 λευκά ψηφοδέλτια έναντι 11 θετικών ψήφων.
Ο κατάλληλος άνθρωπος...
Ο Αθηναγόρας είχε πολλά πλεονεκτήματα: ήταν ιδεολογικά φιλελεύθερος και, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, είχε την ικανότητα να αντιληφθεί τη νέα πολιτική πραγματικότητα και, συνάμα, να ελιχθεί πολιτικά στο νέο περιβάλλον. Οι ικανότητες αυτές βεβαίως προϋπήρχαν, καλλιεργήθηκαν ωστόσο κατά το διάστημα της 18ετούς ποιμαντορίας του στις ΗΠΑ.
Εκεί ο Αθηναγόρας παρουσίασε σπουδαίο έργο: ανασυγκρότησε οργανωτικά και διοικητικά την τοπική Ορθόδοξη Εκκλησία τοποθετώντας τη στο επίκεντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής των ΗΠΑ, και κατόρθωσε να ενώσει την πολιτικά διαιρεμένη σε φιλοβενιζελικούς και φιλοβασιλικούς ελληνική ομογένεια.
Εξίσου σημαντικό όμως είναι και το γεγονός ότι, λόγω της απήχησης της προσωπικότητάς του, εκτιμήθηκε από πολλά σημαίνοντα πρόσωπα της αμερικανικής κοινωνίας και με πολλούς από αυτούς συνδέθηκε φιλικά. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί η σχέση εμπιστοσύνης που ανέπτυξε με τον Αμερικανό πρόεδρο Χάρι Τρούμαν.
Οπωσδήποτε όλα τα παραπάνω αποτελούσαν εχέγγυα για την άνοδό του στον οικουμενικό θρόνο, κάποια από αυτά όμως στη συνάφεια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου απέκτησαν ιδιαίτερη σημασία.
Επιλογικά, θα λέγαμε ότι η πατριαρχική εκλογή του 1948 ήταν ένα γεγονός με πολλά ιδιαίτερα στοιχεία.
Κατ' αρχάς, απομακρύνθηκε ένας άκρως ικανός και πετυχημένος ιεράρχης, ο Μάξιμος Ε', ο οποίος όμως κατηγορήθηκε από τους Τούρκους ως άνθρωπος φιλοαριστερών πεποιθήσεων, διότι στο κλίμα εκείνης της εποχής αυτή ήταν η πιο πρόσφορη κατηγορία για να πληγεί κάποιος. Για λόγους ιστορικούς να επισημανθεί ότι ο ίδιος αρνήθηκε πως ήταν κομμουνιστής και το ίδιο επιβεβαίωσαν και αυτοί που τελικά τον οδήγησαν στην έξοδο, οι Ελληνες και οι Αμερικανοί διπλωμάτες.
Από την άλλη, αναδείχθηκε Πατριάρχης μια ισχυρή προσωπικότητα, η οποία άφησε την προσωπική της σφραγίδα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αν και στην εκλογή του διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο το γεγονός πως θεωρούνταν άνθρωπος αποδεκτός από τους Αμερικανούς, εκείνος μετά την εκλογή λειτούργησε με αποκλειστικό γνώμονα το συμφέρον του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Είναι πάντως γεγονός ότι η εκλογή του, στη συνάφεια του Ψυχρού Πολέμου, σήμαινε ότι το Φανάρι επανατοποθετήθηκε, αποφασιστικά και ξεκάθαρα, στο πλευρό της Δύσης.
*διδάκτορας Ιστορίας του ΑΠΘ
Διαβάστε
► Παύλος Σεραφείμ, Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στη δίνη του Ψυχρού Πολέμου: η εκλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα (1948) (Θεσσαλονίκη 2017, εκδ. Μπαρμπουνάκη). Η δημοσιευμένη μορφή διδακτορικής διατριβής, στην οποία έχει βασιστεί το σημερινό άρθρο. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί ν’ ανατρέξει στις σελίδες της για αναλυτικές παραπομπές σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό από αμερικανικά, ελληνικά και βρετανικά αρχεία, καθώς και στη σχετική βιβλιογραφία.
Επιμέλειας: Τάσος Κωστόπουλος
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας