«Και πώς θα ονομάσω αυτά τα ανδροειδή που αντικαθιστούν την ανθρώπινη εργασία;» αναρωτήθηκε το 1920 ο Τσεχοσλοβάκος Καρέλ Τσαπέκ καθώς έγραφε το σενάριο της τελευταίας του θεατρικής παράστασης. «Ονόμασέ τα ρομπότι», του απάντησε βαριεστημένα ο αδερφός του, Γιόζεφ, χρησιμοποιώντας τον τσέχικο όρο για την καταναγκαστική εργασία των σκλάβων.
Εναν χρόνο αργότερα, τα ρομπότ ήταν γνωστά στα πέρατα του κόσμου, καθώς η παράσταση, με τίτλο «Rossumovi Univerzální Roboti (RUR)», γνώριζε διεθνή επιτυχία. Η πλοκή περιέγραφε μια δυστοπική κοινωνία στο μακρινό (τότε) 2020, όπου ένα εργοστάσιο κατασκεύαζε τεχνητούς ανθρώπους, που αναλάμβαναν όλες τις εργασίες. Η παράσταση «RUR» αφουγκραζόταν τους φόβους για τη νέα τεχνολογία, που είχε αφήσει πίσω του ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η εισαγωγή της γραμμής μαζικής παραγωγής του Φορντ. Κυρίως όμως αποτύπωνε έναν προαιώνιο φόβο του ανθρώπου: ότι μια ημέρα οι μηχανές θα μας πάρουν τις δουλειές.
Εκτοτε η συγκεκριμένη πρόβλεψη αναπαράγεται με πομπώδεις, τεχνοφοβικές θεωρίες για «το τέλος της εργασίας», αλλά διαψεύδεται σταθερά. Πρώτα τα ρομπότ, αργότερα οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και σήμερα η Τεχνητή Νοημοσύνη αποτελούν τους καβαφικούς βαρβάρους, οι οποίοι δεν εμφανίζονται ποτέ στο ραντεβού τους, αλλά καταφέρνουν να στρεβλώσουν τη συζήτηση για το μέλλον της εργασίας. Οπως εξηγούσε ήδη από το 1987 ο Αμερικανός οικονομολόγος Ρόμπερτ Σόλοου, «η εποχή των υπολογιστών καταγράφεται παντού εκτός από τις μετρήσεις της παραγωγικότητας».
Πραγματικά στις ΗΠΑ η παραγωγικότητα, δηλαδή η αξία σε δολάρια της παραγωγής ανά ώρα εργασίας μετά την προσαρμογή στον πληθωρισμό, έμεινε καθηλωμένη στα χαμηλά επίπεδα της δεκαετίας του 1970 για δυο δεκαετίες – την εποχή δηλαδή που η ρομποτική και οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έκαναν δυναμικά την εμφάνισή τους. Η εικόνα άλλαξε προσωρινά στα μέσα της δεκαετίας του 1990, αλλά υποχώρησε και πάλι στα προηγούμενα επίπεδα στις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα.
Στην Ευρώπη πρόσφατη έρευνα οικονομολόγων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έδειξε ότι την περίοδο 1995-2015 η εισαγωγή ρομποτικών εφαρμογών στη βιομηχανία όχι μόνο δεν οδήγησε σε μείωση θέσεων εργασίας, αλλά συχνά υπήρχε και μια μικρή θετική συσχέτιση (τα ρομπότ αυξάνονταν μαζί με τους εργαζόμενους). Παρ’ όλα αυτά, πρόσφατη έρευνα του ευρωβαρόμετρου (2017) έδειχνε ότι το 72% των Ευρωπαίων πολιτών πίστευαν ότι «τα ρομπότ και η τεχνητή νοημοσύνη κλέβουν τις δουλειές των εργαζομένων».
Ισως γιατί, όπως εξηγούσε παλαιότερα ο Αμερικανός οικονομολόγος Ντιν Μπέικερ, πολιτικοί και ΜΜΕ χρησιμοποιούν τα ρομπότ σαν εξιλαστήρια θύματα για την άνοδο της ανεργίας και των οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων. Η κραυγή «Ερχονται τα ρομπότ», συμπλήρωνε ο ερευνητής συγγραφέας Νταγκ Χένγουντ, έχει στόχο «να μειώσει την αυτοπεποίθηση της εργατικής τάξης και να κάνει τους ανθρώπους να ευγνωμονούν το σύστημα, ό,τι σκουπίδια και αν τους πετάει».
Με την έλευση της πανδημίας, όμως, ο διεθνής Τύπος γέμισε και πάλι με τρομολαγνικές αφηγήσεις που έμοιαζαν βγαλμένες από τη θεατρική παράσταση του Τσαπέκ. «Μηχανές και τεχνητή νοημοσύνη παίρνουν τις δουλειές που χάνονται λόγω του κορονοϊού» έγραφε το περιοδικό «TIME». «Τα ρομπότ αυξάνονται καθώς οι Αμερικανοί χάνουν θέσεις εργασίας σε επίπεδα ρεκόρ» συμπλήρωνε ο Guardian. Αρκετοί από τους τίτλους ήταν παραπλανητικοί καθώς συσχέτιζαν σε μια πρόταση την τρομακτική απώλεια θέσεων εργασίας που προκαλούσε η πανδημία με μια αναλογικά ελάχιστη αύξηση της αυτοματοποίησης σε ορισμένους κλάδους.
Αντιστρέφοντας τα τεχνοφοβικά επιχειρήματα, ο Ματ Σάιμον έθεσε ένα πολύ απλό ερώτημα στο περιοδικό «Wired»: «Εάν τα ρομπότ κλέβουν τόσες θέσεις εργασίας, γιατί δεν έρχονται να μας σώσουν (στην πανδημία);» Είναι προφανές ότι οι επιχειρηματίες και τα κράτη θα είχαν συμφέρον να συνεχίσουν τις καθημερινές τους δραστηριότητες χρησιμοποιώντας ρομπότ (οι πρώτοι για να διατηρήσουν την κερδοφορία τους και τα δεύτερα για να προστατεύσουν τους εργαζομένους στην πρώτη γραμμή της πανδημίας). Αντίθετα είτε κατέβασαν ρολά ή συνέχισαν να θέτουν σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές καθώς οι μηχανές και η αυτοματοποίηση δεν μπορούσαν να τους αντικαταστήσουν.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η Amazon, που είδε τις δραστηριότητές της να εκτοξεύονται, αυτοματοποίησε ορισμένα τμήματα της εργασίας στις αποθήκες της (με ρομποτικούς βραχίονες που σηκώνουν βαριά πακέτα) αλλά ταυτόχρονα προσέλαβε 100.000 νέους υπαλλήλους. Το πρόβλημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν ότι οι μηχανές αντικατέστησαν τους ανθρώπους αλλά ότι η εταιρεία αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους σαν ρομπότ, στερώντας τους θεμελιώδη εργασιακά δικαιώματα και επιβάλλοντας απάνθρωπες συνθήκες εργασίας. Το σύνθημα «είμαστε εργάτες όχι ρομπότ» που ακούστηκε στις περσινές απεργιακές κινητοποιήσεις εργαζομένων στην Amazon δεν εξέφραζε τον φόβο της ρομποτοποίησης της εργασίας αλλά του εξανδραποδισμού των εργαζομένων.
Για τραγική ειρωνεία, αυτό ήταν το δίδαγμα και από τη ζωή και τον θάνατο του δημιουργού της λέξης «ρομπότ». Σχεδόν δυο δεκαετίες από την ημέρα που επινόησε τον όρο, από την τσέχικη λέξη για την καταναγκαστική εργασία, ο Γιόζεφ Τσαπέκ πέθανε στο ναζιστικό στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας του Μπέργκεν Μπέλσεν. Το πρόβλημά του δεν ήταν ότι τον αντικατέστησαν τα ρομπότ, αλλά ότι οι διώκτες του τον αντιμετώπισαν σαν άψυχο εξάρτημα μηχανής και τον εξόντωσαν σε μια γραμμή μαζικής παραγωγής και θανάτου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας