Αθήνα, 19°C
Αθήνα
Ελαφρές νεφώσεις
19°C
21.2° 15.6°
3 BF
59%
Θεσσαλονίκη
Αίθριος καιρός
19°C
20.3° 17.6°
0 BF
66%
Πάτρα
Αίθριος καιρός
21°C
22.0° 18.2°
3 BF
59%
Ιωάννινα
Αίθριος καιρός
17°C
16.6° 12.9°
1 BF
63%
Αλεξανδρούπολη
Αίθριος καιρός
17°C
16.9° 15.7°
1 BF
63%
Βέροια
Αίθριος καιρός
18°C
17.6° 15.0°
1 BF
68%
Κοζάνη
Αίθριος καιρός
11°C
14.0° 11.4°
2 BF
87%
Αγρίνιο
Αίθριος καιρός
19°C
18.6° 18.6°
2 BF
69%
Ηράκλειο
Ελαφρές νεφώσεις
21°C
21.8° 19.4°
3 BF
70%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
20°C
19.9° 18.5°
3 BF
68%
Ερμούπολη
Αίθριος καιρός
21°C
21.4° 20.8°
4 BF
64%
Σκόπελος
Αίθριος καιρός
17°C
17.3° 17.3°
3 BF
58%
Κεφαλονιά
Αίθριος καιρός
20°C
19.9° 19.9°
0 BF
73%
Λάρισα
Ασθενείς βροχοπτώσεις
14°C
15.1° 13.9°
0 BF
100%
Λαμία
Αίθριος καιρός
18°C
18.3° 14.5°
0 BF
77%
Ρόδος
Αίθριος καιρός
24°C
24.3° 23.8°
2 BF
67%
Χαλκίδα
Ελαφρές νεφώσεις
16°C
20.0° 14.8°
2 BF
78%
Καβάλα
Αίθριος καιρός
19°C
19.4° 13.3°
2 BF
61%
Κατερίνη
Αίθριος καιρός
18°C
18.3° 15.7°
2 BF
70%
Καστοριά
Αίθριος καιρός
13°C
13.5° 13.5°
0 BF
79%
ΜΕΝΟΥ
Τετάρτη, 04 Οκτωβρίου, 2023
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
Αργύρης Φασούλας, Πομόνα,  Εκδόσεις Μάγμα, σελ. 96

Το άχρονο περιβάλλον του Θεσσαλικού Κάμπου

Μια συλλογή με διηγήματα, η «Πομόνα», είναι το έργο με το οποίο μας παρουσιάζεται ο Αργύρης Φασούλας. Η λεγόμενη μικρή φόρμα, ωστόσο, δεν απαιτεί μόνο τεχνική αρτιότητα – μια συλλογή δεν είναι απλώς ένα άθροισμα ιστοριών. Χρειάζεται συνοχή, ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς, ενδεχομένως, στον χώρο ή στον χρόνο. Και αυτό το πετυχαίνει ο συγγραφέας με την ενότητα του ύφους του και με την υπαινικτική τοποθέτηση των διηγημάτων στο αρχέγονο, σχεδόν άχρονο περιβάλλον της θεσσαλικής υπαίθρου. Είναι αναγκαίο, όμως, και κάτι πιο βαθύ, ένας μίτος που διατρέχει τις ιστορίες και τις καθιστά τμήματα, τόσο ανόμοια και τόσο όμοια, του ίδιου μεγάλου, ατελείωτου αφηγήματος.

Φανταστείτε μια εικόνα: ο απέραντος κάμπος, ένα λιβάδι, ένα και μόνο δέντρο και δίπλα στο δέντρο μια πολυθρόνα έρημη. Μια αόριστη συγγένεια ενώνει την εικόνα αυτή με την αίσθηση που αφήνουν οι ιστορίες του Αργύρη, η οποία έχει να κάνει με τα υλικά από τα οποία είναι φτιαγμένο το τοπίο και οι άνθρωποι, καθώς γίνονται ένα, μ’ έναν τρόπο πρωταρχικό και αδιαμφισβήτητο. Δεν έχουμε εδώ απλές περιπτώσεις μεταφοράς, όταν «η νύχτα σκαρφαλώνει πίσω απ’ την πλάτη του παιδιού» ή συναισθησίας όταν «τα λόγια γλιστρούν κλωστές μέλι από το στόμα της». Πρόκειται για μια διαδικασία ποιητική όπου το υλικό της λογοτεχνίας και το μέσον της, η γλώσσα, εκφράζουν την αρχέγονη ενότητα της ζωής, όπου τα μεσάνυχτα και το μεσημέρι ταυτίζονται, ο χρόνος γίνεται άχρονος.

Είναι λοιπόν τα στοιχεία που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά τα διηγήματα. Το νερό σε μια πομόνα ερημική, η βροχή που μουγκρίζει, ο κάμπος που πλημμυρίζει σαν πελώρια κούπα, η Χρύσα που γίνεται χιόνι, τα σπλάχνα των ανθρώπων που γίνονται βούρκος. Είναι η φωτιά, μια φλοκάτη με αναμμένες άκρες, το φεγγάρι που ουρλιάζει όλο στάχτες και φωτιές, κεριά στον επιτάφιο μεγάλα σαν λαμπάδες, σαν άνθρωποι, νάρκες που τσακίζουν σάρκες και κόκαλα, ένας άντρας που καπνίζει τα δάχτυλά του.

Είναι, αρχή και τέλος, το χώμα. Στο χώμα φυτεύει τη μάνα της η ηρωίδα του «Πώς σκότωσα τη μητέρα μου», αφού την έχει σκοτώσει, «πολλά χρόνια πριν εκείνη πεθάνει». Γιατί δεν έχουμε εδώ έναν πραγματικό φόνο, αλλά την προσπάθεια του παιδιού να μετατρέψει την παντοδυναμία του γονιού σε γόνιμο έδαφος. Αν ξεπεράσεις τη φρίκη του εγχειρήματος, βλέπεις ξεκάθαρα ότι η λεκάνη της μάνας είναι η γλάστρα που μπορείς να φυτέψεις – τον εαυτό σου, το μέλλον, ό,τι θες. Είναι το χώμα αυτό που οργώνει ξανά και ξανά ο Γιώργος ο Ζίτσιος, κλαίγοντας για το χαμένο του αρνάκι – μια αλλόκοτη παραλλαγή του καλού ποιμένα. Αλλά στη γη μέσα βρίσκεται και ο άντρας στην «Πομόνα», «χωμένος μες στη γη, μες στο τσακμάκι του Θεού. Αδύνατον να προχωρήσει! […] Ωσπου ν’ αποκοιμηθούν, η νύχτα τους έχει κάνει τα σπλάχνα βούρκο με μια κουτάλα!»

Εναν λόφο βλέπει στον ύπνο της πως ανεβαίνει, κομματιασμένη από τη βία, η Χρύσα. Ενας σβώλος γης χωρίζει το θύμα από τον θύτη. Πέρα από τον λόφο αυτό μπορεί εκείνος να γίνει πάλι παιδί, να μη φταίει πια εκείνος. «Σε μια στιγμή θα βρισκόταν κι εκείνος στην πλευρά τη δικιά της κατεβαίνοντας τον λόφο με αγωνία στα μάτια! Για μια τέτοια απόσταση μιλάμε. Οπου αυτή θα χανόταν κι αυτός θα την έψαχνε». Και οι φαντάροι στην «Καναδέζα»; Πρέπει να προσέχουν τον Κωστάκη, τον αγγελοκρουσμένο. Ο Κωστάκης αξιώθηκε να δει τους συστρατιώτες του να γίνονται άγγελοι και να εκτινάσσονται στον ουρανό – θέαμα που άνθρωπος δεν αντέχει να δει χωρίς να χάσει το μυαλό του: «Κοιμήθηκαν τη νύχτα μέσα στο ναρκοπέδιο και το πρωί σηκώθηκαν να φύγουν. Σηκώθηκαν το πρωί εκείνο με ομίχλη πολλή –πάρα πολλή ομίχλη εκείνο το πρωί– και πατάν πιο δίπλα και τινάζονται στον αέρα!»

Στο χώμα ρίχνεται η Κική, ψάχνοντας να βρει τον άντρα της που πια δεν θα γυρίσει: «Προς τα χωράφια φεύγει – στα οργωμένα εδάφη. […] Σβαρνάει τα βήματά της μες στα χώματα». Πώς τόλμησε ο αγαπημένος να φύγει. Πώς τόλμησε να μην πάρει και τους ζωντανούς μαζί του: «Στα γόνατα, μάτια μου. Σύρσου στα χώματα μπροστά μου. Ολόγιομος κάτω στη γη!» Οι αγροί, οι μηχανές, το στάρι, ο άνεμος, η λάβρα του μεσημεριού γίνονται ένα ανάριο, πύρινο μαύρο χρώμα, το μεσημέρι εκρήγνυται, η γη πλαγιάζει πλάι στις μηχανές που την πληγώνουν: «Τα χωράφια ξαπλώνουν γυμνά πλάι στα βενζινάδικα! Μια ψημένη μαυρίλα σκάει απ’ το στάρι μέσα κι αργοφυσάει στα κατώφλια».

Στους «Επιταφίους», την τελευταία ιστορία του βιβλίου, η κορύφωση της σχέσης του ανθρώπου με το χώμα, σχέση αγαπητική και θανάσιμη, εκφράζεται πια με τη γλώσσα των ανθρώπων του κάμπου, όχι με τη γλώσσα των πρωτευουσιάνων. Ο Αργύρης Φασούλας σ’ αυτό το διήγημα μιλάει με τη λαλιά του ήρωά του, γίνεται ένα μαζί του, όπως γίνονται οι άνθρωποι ένα με τον σταυρωμένο Χριστό και τον παρακαλούν να τους πάρει στον Παράδεισο, όπου παύουν τα βάσανα της ύπαρξης και ο κόσμος όλος έρχεται τα πάνω κάτω, λες και κάποιος σεισμός ράγισε την κρούστα της γης: «Και τότε ένιουσα να βουγγάει από κάτου μ’ του χώμα όλου! […] Επισα στα γόνατα κι αρχίνσα να σκάβου! […] Σκουπός ήταν να χουθώ πιο βάθους, κατά την πόρτα! Μπήκα μι τα χώματα μες στου σπίτ’. […] Δεν βαριέσι, τι τα θες… Αφού όπου να ’νι θα κοιμώμαν».

Οπου να ’ναι θα κοιμηθούμε. Και τελικά, όσο κι αν η φωτιά και το νερό προσπαθούν να νικήσουν την παντοδυναμία του χώματος, δεν μπορούν. Το χώμα είναι αυτό που μας τραβάει αμετάκλητα. Ισως μια μήτρα απ’ όπου κάποτε ξεφύγαμε, ίσως μια κόλαση ως δίκαιη τιμωρία, ίσως απλώς αυτό που μας φέρνει στη ζωή, μας θρέφει και μας καταπίνει ξανά. Ωστε η πολυθρόνα θα μείνει έρημη πλάι στο δέντρο, ενώ ο άνθρωπος θα είναι μια φωτιά που αναλήφθηκε στους ουρανούς, ένα χιόνι που έλιωσε και παιδί που πεινάει – γέννημα σαν το στάχυ.

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Το άχρονο περιβάλλον του Θεσσαλικού Κάμπου

ΣΧΕΤΙΚΑ ΝΕΑ

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ