«Δεν γεννήθηκα διαφορετικός. Εγινα διαφορετικός. Θέλησα να πολιτικοποιήσω τη διαφορετικότητά μου, διότι αυτός είναι ο τρόπος για να ανοίξει η πόρτα προς μια μορφή χειραφέτησης»
Ακούς αυτά τα λόγια και βλέπεις ένα νεαρό αγόρι με καθαρό γαλάζιο βλέμμα, γλυκό χαμόγελο, εφηβικό σουλούπι, σκουλαρικάκι στο αφτί. Και σιγά σιγά αυτό το αγγελικό πρόσωπο παθιάζεται και ξανοίγεται και εκδηλώνει μια ειλικρίνεια καθηλωτική, και εκπέμπει μια δύναμη που δεν επιτρέπει σε κανέναν να αδιαφορεί για τα λεγόμενά του. Και τα λεγόμενά του είναι σκληρά, δύσπεπτα, δεν χαρίζεται σε κανέναν, ανοίγει μέτωπο με το αστικό κράτος και τη διανόηση που το φλερτάρει, καταγγέλλει τους τρόπους των κυρίαρχων.
Επιμένει ότι οι κοινωνίες του δυτικού κόσμου είναι ταξικές, ρατσιστικές, βίαιες, και τάσσεται στο πλευρό των λαϊκών τάξεων κι ας μην είναι ούτε κι αυτές αγγελικές. Τα γραπτά του κουβαλούν μια οδύνη πυκνή, βαριά, ανεξίτηλη, αλλά έχει μάθει πλέον να τη μεταστοιχειώνει σε λογοτεχνία. Ο Εντουάρ Λουί είναι μόλις 27 χρονώ και ανοίγεται στην «Εφ.Συν.».
Συγγραφέας μαχητικός, που ανανεώνει τον ρόλο του δημόσιου διανοούμενου στον χώρο της Αριστεράς, ο Εντουάρ Λουί εισέβαλε στην ελληνική βιβλιοπαραγωγή με δύο μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν τους τελευταίους 14 μήνες από τις εκδόσεις Αντίποδες. Και την περασμένη Τρίτη (10/9/19) συνεπήρε ένα ευρύτατο ακροατήριο μιλώντας επί ένα δίωρο στο καφέ του Public Συντάγματος.
Στο κοινό ήσαν και οι φίλοι και μέντορές του -ο κοινωνιολόγος Ντιντιέ Εριμπόν και ο φιλόσοφος Ζοφρουά ντε Λαγκανιερί- οι οποίοι εμφανίζονται ως δευτεραγωνιστές στο δεύτερο βιβλίο του. Οπως σχολίασε: «Οταν δημιουργείς συλλογικά, διευρύνεται η ικανότητά σου να αντιστέκεσαι».
Το οικογενειακό του επίθετο, «Μπελγκέλ», σημαίνει Ομορφόφατσας ή Ομορφόμουτρο (Bellegueule), αλλά του έλαχε να γεννηθεί σε ένα φτωχό και ξεχασμένο επαρχιακό χωριό της υποβαθμισμένης, φαλλοκρατικής βόρειας Γαλλίας, όπου οι συμμαθητές του τον φώναζαν «αδελφή». Εφυγε για να σωθεί και στα 21 του, το 2013, είχε ετοιμάσει έναν συλλογικό τόμο που επιμελήθηκε για τον ανυπότακτο κοινωνιολόγο Πιερ Μπουρντιέ, καθώς και το πρώτο του μυθιστόρημα. Ηταν το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ», που σκάλιζε το περιβάλλον των παιδικών του χρόνων, κυκλοφόρησε με το νέο του όνομα Εντουάρ Λουί (Αντίποδες, μτφρ. Μιχάλης Αρβανίτης) και έγινε μπεστ σέλερ.
Από τότε έγραψε άλλα δύο αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα που κι αυτά συνδυάζουν τη λογοτεχνική αφήγηση με την κοινωνιολογική ανάλυση. Είναι η «Ιστορία της βίας» (Αντίποδες, μτφρ. Στέλλα Ζουμπουλάκη) με αφορμή τον βιασμό και την παραλίγο δολοφονία του από έναν Αραβα περιστασιακό εραστή, εναντίον του οποίου δεν ήθελε να καταθέσει μήνυση. («Γιατί επιβάλλουμε στους χαμένους της Ιστορίας να γίνονται μάρτυρες – λες και το να είσαι ο χαμένος δεν είναι ήδη αρκετό, γιατί οι χαμένοι να πρέπει κι από πάνω να δώσουν μαρτυρία της ήττας τους, μέχρι να εξαντληθούν;»). Και πέρσι ακολούθησε το αιχμηρό «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου», που ήδη μεταφράζεται.
Μέσα σε 6 χρόνια το έργο του κυκλοφορεί σε 20 γλώσσες, ενώ οι παρεμβάσεις του στη δημόσια σφαίρα έχουν παρουσιαστεί στα σημαντικότερα πολιτικά περιοδικά της Ευρώπης και των ΗΠΑ.
Στο πολιτικό «Μανιφέστο» που υπέγραψαν με τον Λαγκανιερί και δημοσίευσαν στη Λε Μοντ, η Ελλάδα αναφέρεται ως παράδειγμα βάρβαρης εφαρμογής των μέτρων λιτότητας που επέβαλαν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί σε μια χώρα ήδη κατεστραμμένη από τη φτώχεια.
● Καταφέρατε να περάσετε έναν δύσκολο διαγωνισμό και από το χωριό σας να βρεθείτε το 2011 σε μια πανεπιστημιακή σχολή υψηλού κύρους, στην περίφημη Εκόλ Νορμάλ (Έcole Normale Supérieure) που παράγει τα ανώτατα στελέχη της γαλλικής κρατικής εξουσίας. Αλλά πριν τελειώσετε τις σπουδές σας είχατε αρχίσει να γράφετε το πρώτο σας μυθιστόρημα. Τι σας έσπρωξε στη λογοτεχνία;
Οταν μετακόμισα στο Παρίσι για να σπουδάσω φιλοσοφία, ένιωθα τρομερή ντροπή για την καταγωγή μου. Με ρωτούσαν τι δουλειά κάνουν οι γονείς μου κι έλεγα ότι είναι δημοσιογράφοι και πανεπιστημιακοί. Ηταν αδύνατο να πω ότι ο πατέρας μου, μετά από το εργατικό ατύχημα που του τσάκισε την πλάτη, είχε αναγκαστεί να δουλεύει σκουπιδιάρης για να μη χάσει το κρατικό επίδομα αναπηρίας. Ηταν αδύνατο να πω ότι η μάνα μου φρόντιζε ηλικιωμένους, κι ότι ο πατέρας μου, ο κόσμος μας, δεν ήθελε να δουλεύουν οι γυναίκες…
Κι έπειτα κάτι ταρακουνήθηκε μέσα μου κι άρχισα να ντρέπομαι για την ντροπή μου. Τότε ξεκίνησα να αφηγούμαι τα παιδικά μου χρόνια και η κοινωνική ντροπή μου σταδιακά διαλύθηκε. Εγραφα για να κάνω την μπουρζουαζία να ντρέπεται. Ηθελα να είμαι όσο το δυνατό πιο δίκαιος για τον κόσμο των παιδικών μου χρόνων, δεν ήθελα να εκδικηθώ το αστικό κατεστημένο.
Με το «Να τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ» ήθελα να φωνάξω: «Τι κάνετε εσείς ενάντια σε όλη αυτή τη φτώχεια;» «Τι κάνετε ενάντια στην κοινωνική βία; Δεν βλέπετε τα βάσανα των ταπεινών ανθρώπων;» «Δεν ντρέπεστε που ανέχεστε αυτήν την κατάσταση;» Ετσι διαμορφώθηκε το λογοτεχνικό μου στίγμα.
Δεν κάνω «στρατευμένη» λογοτεχνία. Κάνω μια «λογοτεχνία της αντιπαράθεσης». Επιλέγω λογοτεχνικούς τρόπους και εργαλεία που εξαναγκάζουν τους μπουρζουάδες του χρήματος, της κουλτούρας, των πρωτοποριών -τους μπουρζουάδες όπου κι αν βρίσκονται- να με ακούσουν.
● Ο πατέρας σας έλεγε ότι οι γκέι αξίζουν ποινή θανάτου και σας κοίταζε στα μάτια, μικρό παιδί, όταν ήδη είχατε εκδηλώσει μια θηλυπρέπεια και νιώθατε έλξη για αγόρια. Στα βιβλία σας τολμάτε να μιλήσετε για όλα αυτά. Δεν σκέφτεστε μήπως έτσι στιγματίζετε τα λαϊκά στρώματα;
Η αντίληψη του «στιγματισμού» παραπέμπει σε μια μυθοποίηση της εργατικής τάξης με την οποία διαφωνώ απολύτως και η οποία είναι ξεπερασμένη. Υπάρχουν και γκέι, και τρανς, και λεσβίες, και μαύροι, και κακοποιημένες γυναίκες μεταξύ των «από κάτω», όπως υπάρχουν και στους «από πάνω». Δεν με ενδιαφέρει όμως να μιλήσω για την ομοφοβία λ.χ. της μεσαίας τάξης εφόσον αυτή έχει καταγραφεί συστηματικά στη λογοτεχνία. Ούτε με ενδιαφέρει να μιλώ εξιδανικευτικά για τα λαϊκά στρώματα, όπως συνηθιζόταν το ’50.
Στα βιβλία μου μιλώ λοιπόν και για τη βία, και για την ομοφοβία, τον ρατσισμό ή τον αντισημιτισμό των λαϊκών στρωμάτων, όπως μιλώ για την εξαθλίωσή τους και για την οδύνη τους. Εγώ ο ίδιος, όπως το έχω αφηγηθεί, προσπάθησα να μάθω να είμαι σκληρός, να συνηθίσω να μη φοβάμαι, να ενταχθώ στο περιβάλλον των παιδικών μου χρόνων, αλλά απέτυχα. Βρήκα τον δρόμο μου στη λογοτεχνία. Και με συγκινεί που έρχονται νέοι άνθρωποι να μου πουν ότι τα βιβλία μου τους βοήθησαν στο «coming out» τους.
Σήμερα μπορώ λοιπόν να πω ότι με απασχολεί ως συγγραφέα να προσεγγίσω τις λαϊκές τάξεις σε όλο τους το εύρος, να συμπεριλάβω κάθε ετερότητα και να βρω μια γλώσσα σύγχρονη για όλα αυτά. Γι’ αυτό, παραφράζοντας τις πρώτες φράσεις από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, θα πρόσθετα ότι «το φάντασμα του ανδρισμού πλανιέται πάνω από την Ευρώπη και στοιχειώνει τον τρόπο με τον οποίο μιλάμε για τις λαϊκές τάξεις».
● Στις συνεντεύξεις που έχετε δώσει σε ευρωπαϊκά και αμερικανικά ΜΜΕ, υπογραμμίζετε ότι η «Γαλλία των από κάτω», το περιβάλλον των λαϊκών ανθρώπων όπως οι γονείς σας, απουσιάζουν από τη σύγχρονη γαλλική λογοτεχνία. Πώς εξηγείτε αυτή τη συγγραφική μυωπία;
Εγινε μια συντηρητική επανάσταση κατά τις δεκαετίες ’80 και ’90 στα γαλλικά γράμματα, αλλά νομίζω και διεθνώς στα μεγάλα λογοτεχνικά ρεύματα. Παραμερίστηκε η παράδοση της στρατευμένης και πολιτικοποιημένης λογοτεχνίας, αλλά και της λογοτεχνίας που νοιαζόταν για το τι συμβαίνει ευρύτερα στον κόσμο γύρω μας. Αυτό το φαινόμενο δεν μπορούμε να το απομονώσουμε από την αντεπανάσταση που σάρωσε το πολιτικό τοπίο, ούτε από τη σταδιακή απουσία πολιτικού ενδιαφέροντος για ζητήματα όπως οι μειονότητες, η φτώχεια, η βία, η εκμετάλλευση των αδυνάτων, ο αποκλεισμός…
Η αλλαγή αυτή έφερε στο προσκήνιο και μια διαφορετική ρητορική που δεν αναφερόταν πλέον στα ταξικά ζητήματα, στην εξαθλίωση και στην υποτίμηση των ταπεινών, στον κοινωνικό ρατσισμό, αλλά μιλούσε για «διαχείριση», «κέρδη», «αξιοκρατία» κ.ο.κ. Αυτή τη ρητορική την υιοθέτησαν ώς ένα βαθμό και τα παραδοσιακά, τα θεσμικά, αριστερά και σοσιαλιστικά κόμματα -το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, το γερμανικό SPD, το κεντροαριστερό ιταλικό PD κ.ά.- και εγκατέλειψαν τη στοχευμένη αναφορά στα κοινωνικά προβλήματα. Ακόμα και το οπισθοδρομικό Γαλλικό Κ.Κ. μιλούσε αλλιώς. Σ’ αυτή την ίδια εποχή διαμορφώθηκαν οι νέες γενιές των συγγραφέων. Δημιουργήθηκε ένα κοινό «habitus», όπως παρατηρούσε ο Πιερ Μπουρντιέ.
Και αργότερα, με την κρίση, το χάσμα μεγάλωσε. «Κανένας πια δεν ενδιαφέρεται για εμάς» έλεγε ο πατέρας μου και ήταν αλήθεια για την κυρίαρχη πολιτική, τα ΜΜΕ, τον δημόσιο λόγο, τους δημόσιους διανοούμενους. Οι λαϊκές τάξεις αντιμετωπίζονταν «σαν αντικείμενα» έλεγε ο Μπουρντιέ. Και το πιο φοβερό είναι ότι βίωναν αυτήν την εγκατάλειψη ως κάτι φυσικό: ως «κανονικότητα».
● Πώς όμως οδηγήθηκαν οι λαϊκές τάξεις στην αγκαλιά της Ακροδεξιάς; Εξαιρέσεις δεν υπάρχουν σ’ αυτό το σχήμα που περιγράφετε;
Υπάρχουν εξαιρέσεις αλλά και επικίνδυνες ψευδο-εξαιρέσεις. Οι συγγραφείς όπως η Αννύ Ερνό, ο Ντιντιέ Εριμπόν, ο Πατρίκ Σαμουαζό από την Καραϊβική κ.ά., που αγωνίστηκαν ενάντια στον πολιτικό και κοινωνικό αποκλεισμό των εργατικών στρωμάτων, ενάντια στην περιφρόνηση και στην ταπείνωσή τους, είναι λίγοι. Δεν έχουν ακόμα καταφέρει να ανατρέψουν την κυρίαρχη εμμονή ότι οι λαϊκές τάξεις «τραβούν την οικονομία προς τα κάτω».
Παράλληλα έχει καλλιεργηθεί και το αρνητικό φαινόμενο των συγγραφέων που μιλούν μεν για ζητήματα σχετικά με τα λαϊκά στρώματα, αλλά με τρόπο που συσκοτίζει την πραγματικότητα. Το αφήγημά τους βασίζεται σε δύο εναλλακτικά ψεύδη: οι λαϊκοί άνθρωποι είναι είτε «απλοί, αυθεντικοί, άγριοι» είτε «διεφθαρμένοι άγριοι». Ετσι αναπτύσσεται μια συνενοχή των αντιθέτων, που τελικά καθιστά την πραγματικότητα αόρατη. Αυτή ακριβώς η «μη ορατότητα» ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για τη στροφή των λαϊκών τάξεων προς την Ακροδεξιά που τις κολακεύει.
Οταν πήγαινα σχολείο, στις αρχές του 2000, όλη μου η οικογένεια, το χωριό μου που παλιά υποστήριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα, ψήφιζε πλέον Λε Πεν. Ενιωθαν προδομένοι από την Αριστερά. Κι έπειτα ήρθαν τα μεταναστευτικά κύματα και η οικονομική ύφεση και αναπτύχθηκε επιπλέον το ιδεολογικό ρεύμα της «λευκής υπεροχής»…
● Θεωρείτε πως μπορούν σήμερα οι λαϊκές τάξεις να γίνουν ο μοχλός της Ιστορίας;
Δεν ξέρω. Το να είσαι διανοούμενος σημαίνει να αναγνωρίζεις πως υπάρχουν πράγματα που δεν τα γνωρίζεις. Ο Σαρτρ μίλησε για πολλά ευαίσθητα θέματα, αλλά για τις γυναίκες δεν ήξερε να μιλήσει. Μίλησε η Μποβουάρ.
Αυτό λοιπόν για το οποίο εγώ μπορώ να μιλήσω είναι για τη βία που επιβλήθηκε στις λαϊκές τάξεις. Είναι μια βία ολοκληρωτική, αβάσταχτη, την οποία μπόρεσα να συλλάβω με όλες της τις συνέπειες όταν και επειδή βγήκα από αυτόν τον κόσμο.
Ο πατέρας μου συμπεριφερόταν βίαια, ταπείνωνε τη μάνα μου, μιλούσε βίαια, επειδή αναπαρήγαγε τη βία που είχε υποστεί. Είχα πάψει να του μιλάω από τα 15 μου και του ξαναμίλησα μετά από πολλά χρόνια διότι κατάλαβα. Ηταν θύμα των κοινωνικά κυρίαρχων στρωμάτων. Αυτά συζητώ στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» και μέμφομαι την κυρίαρχη τάξη. Δεν έκανε τίποτα για να αλλάξει η ζωή του πατέρα μου. Θέλει να διατηρήσει τα προνόμιά της.
Σ’ αυτό επέμεινε ο Εντουάρ Λουί μιλώντας στην «Εφ.Συν.». «Οταν ανήκετε στην κυρίαρχη τάξη, μπορείτε να μιλάτε αποστασιοποιημένα για τον κόσμο, διότι έχετε προνόμια που σας προστατεύουν από τη βία. Οι λαϊκές τάξεις υφίστανται τη βία και θίγονται πολύ πιο άμεσα από την πολιτική. Οι “από πάνω” έχουν τα χρήματα, τα διπλώματα, το συμβολικό κεφάλαιο, μια σειρά από προνόμια που τους προστατεύουν από τις συνέπειες της πολιτικής. Εχουν και την ευχέρεια να εγκαταλείψουν τον τόπο καταγωγής τους ή ακόμα και τη χώρα».
Και στα τρία μυθιστορήματά του ο συγγραφέας αυτοβιογραφείται και περιγράφει με ωμές λεπτομέρειες τις εμπειρίες της βίας που γνώρισε στην επαρχία και στο Παρίσι, στο σχολείο και στην οικογένεια, ως θύμα ομοφοβίας και ως θύμα βιασμού. Αλλά, ταυτόχρονα και παράλληλα, εξερευνά τους μηχανισμούς του αποκλεισμού και της κυριαρχίας που ορίζουν την ύπαρξη των φτωχών ανθρώπων στη Γαλλία των Κίτρινων Γιλέκων («ένα κίνημα που ώθησε την αστική τάξη να εκδηλώσει το μίσος της για τις λαϊκές τάξεις»).
Ειδικά στο «Ποιος σκότωσε τον πατέρα μου» ο Λουί γίνεται ευθέως πολιτικός, επιρρίπτοντας ευθύνες στις δεξιές και σοσιαλιστικές κυβερνήσεις της τελευταίας 25ετίας. Απευθύνεται σε β πρόσωπο στον πατέρα του και γράφει χαρακτηριστικά: «Ολάντ, Βαλς, Ελ Κόμρι, Χιρς, Σαρκοζί, Μακρόν, Μπερτράν, Σιράκ. Η ιστορία της οδύνης σου έχει ονόματα».
● Συνδυάζετε στα μυθιστορήματά σας τη λογοτεχνική αφήγηση με την κοινωνιολογική ανάλυση. Γιατί επιλέγετε αυτή τη μεικτή προσέγγιση;
Για μένα αυτό είναι φυσικό. Ο συνδυασμός λογοτεχνίας-κοινωνιολογίας μού επιτρέπει να αποδώσω την πραγματικότητα με έναν τρόπο όσο γίνεται πιο αυθεντικό. Σκεφτείτε τους πίνακες με τα κοινωνιολογικά δεδομένα που συγκέντρωνε ο Μπουρντιέ. Μας βοηθούν να συνειδητοποιήσουμε μια αλήθεια που, όταν περνάμε μπροστά της στον δρόμο, δεν μπορούμε να τη συλλάβουμε σε όλες τις διαστάσεις της.
Στην εποχή του Ρουσό, του Μοντένιου αλλά και της Μποβουάρ τα όρια ήταν διάτρητα ανάμεσα στη θεωρία και στα λογοτεχνικά είδη και νομίζω ότι και σήμερα, όταν γράφουμε, πρέπει να αμφισβητούμε τα αυστηρά όρια εάν θέλουμε να πλησιάσουμε την αλήθεια. Με αυτόν τον τρόπο η λογοτεχνική κατασκευή μάς επιτρέπει να μιλήσουμε για πραγματικότητες γύρω μας που δεν μπορούμε να τις δούμε αυθόρμητα.
● Αρα θεωρείτε πως υπάρχουν «αντικειμενικές» πραγματικότητες; Σ’ αυτήν την περίπτωση ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της λογοτεχνίας;
Το πιστεύω ακράδαντα. Και είμαι πολύ δύσπιστος με όσους επιμένουν ότι «όλα είναι σχετικά», ότι «η αντίληψη της πραγματικότητας είναι υποκειμενική», ότι υπάρχει «η πραγματικότητα του καθενός μας» που είναι «ισοβαρής με την πραγματικότητα του άλλου».
Αναρωτιέμαι λοιπόν μήπως αυτές οι απόψεις μάς αποπροσανατολίζουν. Μήπως εκφράζουν μια ιδεολογία που μας επιτρέπει να μην αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα καταπρόσωπο, μια ιδεολογία που εν τέλει μας διευκολύνει να παρακάμπτουμε την πραγματικότητα. Διότι ο πόνος στα χέρια που νιώθει μια ταμίας είναι πραγματικός, ο πόνος μιας κακοποιημένης γυναίκας είναι πραγματικός.
Γι’ αυτό πιστεύω πως η λογοτεχνία έχει έναν ρόλο να παίξει: μπορεί να προσπαθήσει να αποτυπώσει, να ανασυστήσει τις αντικειμενικές πραγματικότητες. Η λογοτεχνία μπορεί να εμποδίσει τους ανθρώπους να αποστρέψουν το βλέμμα τους από την αλήθεια.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας