Αφορμή για αυτό το άρθρο στάθηκε ένα σημείωμα του 2015 για τη ζωή στην Αθήνα του κέντρου που δημοσιεύτηκε στο doctv, αλλά κυκλοφορεί ξανά αυτές τις μέρες στο facebook. Ο συγγραφέας του, που υπογράφει μόνο με το μικρό του όνομα, σκιαγραφεί την πολυκατοικία στην οποία κατοικεί στο κέντρο των Αθηνών σαν ένα πολυεθνικό παλίμψηστο στο οποίο χωνεύονται οι κοινωνικές εντάσεις, κάπως εξιδανικευμένα. Το αναπαρήγαγα χωρίς να αναρωτηθώ αν είναι πρόσφατο ή παλαιότερο, αληθινό ή ψεύτικο, γιατί αντιμετωπίζω αυτά τα άρθρα σαν πολιτιστικά έργα φτιαγμένα για το Μέσο, όχι σαν δημοσιογραφικά. Όμως, γιατί τώρα; Δηλαδή όχι για ποιο λόγο αλλά γιατί φούντωσε αυτή η σπίθα που μπορεί να προκλήθηκε τυχαία ξανά τώρα; Ισως, γιατί η πόλη έχει υποστεί άλλον ένα μετασχηματισμό πριν προλάβουμε να το καταλάβουμε.
Πέρασα τα περισσότερα χρόνια της εφηβικής και πρώτης νεανικής ζωής μου με τους στενούς μου φίλους ανάμεσα στα Πατήσια και τη Βικτώρια. Τη δεκαετία του 90, παρακολουθήσαμε τους Έλληνες κατοίκους να φεύγουν προς τα προάστια, είδαμε τις περιοχές αυτές να υποβαθμίζονται. Τη δεκαετία του 2000 τις είδαμε να γεμίζουν ξανά με μετανάστες οι οποίοι έφερναν, στην πολυκατοικία και στη γειτονιά, μαζί με τις αποσκευές και το καθεστώς παραμονής που τους επιφύλασσε η πολιτεία. Εκείνοι του πρώτου κύματος προσπαθούσαν να ριζώσουν και να φτιάξουν δεσμούς. Οι επόμενοι ένιωθαν προσωρινοί, πολλές φορές αδιαφορούσαν για τη ζωή στην γειτονιά και προσπαθούσαν να μαζέψουν όσα περισσότερα χρήματα γινόταν και να εξαφανιστούν περνώντας κάτω από το ραντάρ. Οι Αφρικανοί δέχονταν ρατσισμό. Όσοι Έλληνες δεν μπορούσαν να μετακομίσουν σε μεσοαστικά προάστια όπως τα Βριλήσσια και τα Μελίσσια έκαναν προσπάθειες να αναβιώσουν τις γειτονιές τους.
Έτσι ζωντάνεψαν οι εκκλησίες και οι πλατείες που όμως δεν χωρούσαν τους αλλόθρησκους. Νέες εντάσεις δημιουργήθηκαν στην πορεία. Οι γυναίκες από την Ανατολική Ευρώπη απορροφούσαν όλη τη βία και τα αδιέξοδα του ελληνικού μάτσο μικροαστισμού. Μου είπε κάποτε η πρόεδρος της Ουκρανικής κοινότητας πως η πρώτη γενιά αποτελούνταν από γυναίκες σε ποσοστό 80% περίπου: «Παντρεύτηκαν τα χειρότερα καθάρματα. Μπορείς να φανταστείς πόσα προβλήματα κληροδότησαν στην επόμενη γενιά;» Για να ειμαι ειλικρινής, ναι μπορούσα να φανταστώ γιατί και η εσωτερική μετανάστευση είχε προκαλέσει ανάλογα προβλήματα κι ας είχαν πια αυτά ξεχαστεί. Έπειτα ήρθε η κρίση.
Η πόλη κατακερματίστηκε. Έπεσαν οι γέφυρες και χωρίστηκαν οι περιοχές με βάση τα ταξικά τους χαρακτηριστικά. Δεν ήταν ίδια η φτώχεια πάνω και κάτω από την Πατησίων. Τη συνέχεια τη θυμόμαστε όλοι. Εκείνη την εποχή όσοι ήμασταν κοντά στα κινήματα κάναμε ένα λάθος. Νουθετούσαμε και συγκροτούσαμε μέτωπα προτού προτείνουμε τρόπους να διατηρηθούν οι κοινωνικοί δεσμοί. Οι βίαιοι μετασχηματισμοί της πόλης αντανακλούσαν τους μετασχηματισμούς του ελληνικού καπιταλισμού και την πορεία της χώρας μέσα στο μνημόνιο. Μάλλον δεν είχαμε ελπίδα να τα καταφέρουμε, όμως δεν είχαμε και άλλη επιλογή από το να πολεμάμε να κρατήσουμε την πόλη μας, δηλαδή τους ανθρώπους της, τους κοινωνικούς δεσμούς. Όλοι μου οι φίλοι στις περιοχές αυτές έχουν περάσει τη ζωή τους αγαπώντας και παλεύοντας για μια Αθήνα που όλοι οι επίσημοι θεσμοί μισούν.
Μια Αθήνα ρημαγμένη, απαξιωμένη, βίαιη, που δεν άφηνες το παιδί σου να πάει αν κατοικούσες στα προάστια. Μια Αθήνα από την οποία όλοι θα ήθελαν να απαλλαγούν και στη θέση της να βάλουν μια καρτ ποστάλ, μια σκηνή από ταινία της Φίνος, μια ρομαντική αναπαράστασή της, έτοιμη για μια φωτογράφηση για τη Vogue ή το instagram. Μια Αθήνα χωρίς τους Αθηναίους και τις Αθηναίες.
Περάσαμε την εφηβεία μας περπατώντας πάνω-κάτω την Πατησίων από άκρη σε άκρη. Κοιτώντας την Ακρόπολη. Κοιτώντας τα Άνω Πατήσια - την πύλη προς τα προάστια. Ζώντας εκεί και γεμίζοντας με τους δεσμούς μας το κενό ανάμεσά τους. «Αθήνα σ'ακούω» είναι ο τίτλος ενός μεγάλου ποιήματος που διαβάστηκε πρόσφατα στο αυτοσχέδιο φεστιβάλ Λυκαβητού. Το να ακούς είναι κάτι ιδιαίτερα δύσκολο σε μια πόλη που οι κάτοικοι της δεν μιλούν πια την ίδια γλώσσα, δεν τους ενώνει τίποτα πέρα από το παρόν τους. Σε μια πόλη που πρέπει να αγωνίζεσαι ενάντια στον φόβο και το μίσος από όλους προς όλους και ενάντια στην επισφάλεια. Πως να το πω...
Κάπως από νωρίς για τη δική μου γενιά αλλά νομίζω και για τις επόμενες ήταν πιο οικείο να ζούμε με τον δανεικό πλούτο των ξένων από ότι με την πνιγηρή οικειότητα των δικών μας. Δεν ξέρω ποιο από τα δυο είναι πιο βίαιο. Είναι κάποια χρόνια τώρα που γυρνώντας από την ασφάλεια των αστικών Εξαρχείων προς την Κυψέλη και τα Πατήσια όλο σκέφτομαι «νάτη η νέα Αθήνα». Πολυεθνική, μιλάει γλώσσες, λατρεύει πολλούς θεούς, ραπάρει, μαγειρεύει εθνική κουζίνα και σου τη στέλνει με delivery, παραμένει βίαιη αλλά έχει και χαρά, υποδέχεται με έναν νέο τρόπο τους ξένους, τα παίρνει όλα κάπως ελαφριά κατά το ελληνικό πρότυπο και έχει πάντα τεράστια απόσταση από τους επίσημους θεσμούς.
Αυτοί είναι η νέα Αθήνα και οι κάτοικοι της είναι οι νέοι Έλληνες. Μετράνε ήδη δυο ή μπορεί και τρεις γενιές, αποτελούν ήδη έναν πληθυσμό που δεν χαρακτηρίζεται από το αίμα και την καταγωγή του, ό,τι κι αν θέλουν να επιβάλουν οι προστάτες της φυλετικής καθαρότητας (ορισμένοι μας κυβερνούν κιόλας). Και είναι Ελληνίδες και Έλληνες με σημασίες που είναι ελληνικές. Και ενίοτε θριαμβεύουν όπως μας έδειξε ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Δεν θέλω να γίνει λαογραφικό αυτό το κείμενο με αναφορές σε φαλαφελάδικα, αφρικάνικα ταβερνάκια, ωραία μπαράκια και τέτοια. Άλλωστε δεν θα τη γλυτώσουμε - θα το υποστούμε κι αυτό. Θέλω αυτό το κείμενο να παραμείνει ανοιχτό. Έχουν βρει μια νέα ισορροπία πια αυτές οι περιοχές και έτσι όταν σκέφτομαι ότι σε λίγο θα μας διώξουν από τα Εξάρχεια το airbnb και οι επιχειρηματίες του real estate σε συνεργασία με τον Δήμο και τους κυβερνώντες, όλο λέω να αναζητήσω κατοικία προς τα εκεί ξανά. Ίσως είναι και η ταξική νεύρωση, που έλεγε μια παλιά φίλη.
Ήταν δύσκολα τότε, έπρεπε να έχεις πολύ υπομονή και να ανέχεσαι τη διάχυτη βία, να αντιστέκεσαι στον ηθικισμό, τις εύκολες λύσεις, να αγκαλιάζεις την πολυπλοκότητα της ζωής, όμως τώρα μου φαίνεται πως βρισκόμαστε πια σε έναν γόνιμο τόπο και χρόνο. Αντιμετωπίζω την εξιδανίκευση των ανθρώπων που ονειρεύονται μια συμπεριληπτική πόλη σαν να ακούω το όνειρο δίπλα στην αλήθεια. Δεν έχει μεγάλη αξία το ένα χωρίς το άλλο κι ας αποκλίνουν. «Αθήνα η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου» γράφει ο Τσίρκας. Δεν υπήρχε τίποτα πραγματικά ανοιχτό γύρω μας, όπως και τώρα προσπαθούν ξανά να την κρατήσουν κλειστή. Όμως για τη δική μας ζωή αυτή ήταν η μόνη προοπτική. Αν λείπει κάτι από την πόλη σήμερα είναι περισσότεροι ποιητές, συγγραφείς και σκηνοθέτες με το θάρρος να ακούσουν. Και δημοσιογράφοι βέβαια να περιγράψουν και να αφηγηθούν, αλλά όχι τόσο, όσο οι ποιητές.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας