Οι νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων στις 10 Μαΐου μοιάζουν με επανάληψη των γεγονότων που προκάλεσαν τη δεύτερη Ιντιφάντα τον Σεπτέμβριο του 2000. Αφορμή, αυτή την φορά, ήταν η πορεία Ισραηλινών που γιόρταζαν την κατάληψη της Ανατολικής Ιερουσαλήμ το 1967 και η είσοδός τους στον αύλειο χώρο του τεμένους του Αλ Ακσα, πράγμα που οδήγησε σε συμπλοκές Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Η επέμβαση της ισραηλινής αστυνομίας προκάλεσε τον τραυματισμό δεκάδων Παλαιστινίων και η Χαμάς απαίτησε από το Ισραήλ να αποσύρει τις δυνάμεις που είχε αναπτύξει γύρω από το τέμενος, αλλά και από τη συνοικία Σεΐχ Τζάρα, από όπου γίνονται προσπάθειες, από ισραηλινής πλευράς, να εκδιωχθούν οικογένειες Παλαιστινίων που κατοικούν εκεί.
Οπως ήταν αναμενόμενο, η ισραηλινή κυβέρνηση αγνόησε την απαίτηση της Χαμάς, η οποία άρχισε να εκτοξεύει ρουκέτες από τη Γάζα εναντίον του Ισραήλ, το οποίο απάντησε με εντατικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς της Λωρίδας της Γάζας. Εκτοτε, η σύγκρουση κλιμακώθηκε και μέχρι στιγμής τουλάχιστον δέκα Ισραηλινοί έχουν χάσει τη ζωή τους, οι νεκροί Παλαιστίνιοι υπερβαίνουν τους εκατόν ογδόντα, ενώ τραυματίστηκαν περισσότεροι από χίλιοι τριακόσιοι άλλοι. Η Χαμάς συνεχίζει την εκτόξευση ρουκετών προς το Ισραήλ, χωρίς όμως να του επιφέρει σημαντικά πλήγματα. Οσο για τη Γάζα, μετατρέπεται σε σωρούς ερειπίων από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς, όπως ακριβώς συνέβη και το 2014. Ωστόσο, στην εκρηκτική και επικίνδυνη αυτή κλιμάκωση εμφανίστηκε και ένα νέο -και εξαιρετικά ανησυχητικό- φαινόμενο, δηλαδή η έξαρση της βίας, για πρώτη φορά, σε ισραηλινές πόλεις με μικτό πληθυσμό, όπως η πόλη Λοντ, όπου αραβικής καταγωγής πολίτες αλλά και Εβραίοι βρήκαν φρικτό θάνατο στα χέρια του αγριεμένου πλήθους.
Ποια είναι όμως η βαθύτερη αιτία για αυτή τη νέα έκρηξη βίας; Για αρκετούς αναλυτές πρόκειται για την εργαλειοποίηση του ανεπίλυτου παλαιστινιακού προβλήματος, τόσο από την πλευρά του Ισραηλινού απερχόμενου πρωθυπουργού Νετανιάχου όσο και από την πλευρά της Χαμάς, ώστε να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Ωστόσο, η εξήγηση αυτή είναι ανεπαρκής, δεδομένου ότι ναι μεν η Ιστορία μοιάζει να επαναλαμβάνεται αλλά σε ένα τελείως διαφορετικό διεθνές, περιφερειακό και τοπικό πλαίσιο. Οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον η κυρίαρχη υπερδύναμη, η επιρροή τους στη Μέση Ανατολή έχει μειωθεί κατά πολύ και ο πρόεδρος Μπάιντεν δεν έχει δραστηριοποιηθεί, προς το παρόν τουλάχιστον, για την εκτόνωση της κρίσης, ωστόσο καταδίκασε τις επιθέσεις της Χαμάς και επανέλαβε τη σταθερή υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ και στο δικαίωμά του στην αυτοάμυνα.
Παράλληλα, οι περιφερειακές ισορροπίες έχουν διαταραχθεί δραματικά τόσο εξαιτίας των κρίσεων που ξέσπασαν σε αραβικά κράτη μετά τις εξεγέρσεις του 2011 όσο και εξαιτίας των λεγόμενων Συμφωνιών του Αβραάμ, τις οποίες υπέγραψαν τον περασμένο Σεπτέμβριο τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, το Ομάν και το Σουδάν με το Ισραήλ. Ετσι, ο αραβικός κόσμος είναι πιο αδύναμος και κατακερματισμένος παρά ποτέ και οι Παλαιστίνιοι χωρίς καμία ουσιαστική υποστήριξη, παρά τα ρητορικά πυροτεχνήματα του προέδρου Ερντογάν, ο οποίος προσπαθεί να κάνει ελκυστικό το νεο-οθωμανικό του μοντέλο στην αραβική κοινή γνώμη με όχημα το Παλαιστινιακό. Τέλος, η περιβόητη «συμφωνία του αιώνα» την οποία παρουσίασε το 2020 ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ, ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις του Ισραήλ αλλά κανένα από τα νόμιμα αιτήματα των Παλαιστινίων για τη δημιουργία ενός βιώσιμου παλαιστινιακού κράτους. Εξάλλου, η όλη πολιτική Τραμπ, όπως η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως αιώνιας και αδιαίρετης πρωτεύουσας του Ισραήλ, λειτούργησε ως επιβράβευση της κατασταλτικής πολιτικής του Ισραήλ στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη αλλά και της μετατροπής περίπου του 20% του πληθυσμού του Ισραήλ, δηλαδή των πολιτών αραβικής, δηλαδή παλαιστινιακής καταγωγής, σε πολίτες δεύτερης κατηγορίας με νόμο που ψηφίστηκε από την ισραηλινή Βουλή το 2018, βάσει του οποίου το Ισραήλ είναι αποκλειστικά εβραϊκό κράτος-έθνος.
Μέχρι στιγμής, δεν φαίνεται να υπάρχουν ελπίδες για τον άμεσο τερματισμό της νέας αυτής σύγκρουσης στην Παλαιστίνη, πολύ περισσότερο για την έναρξη διαπραγματεύσεων, διότι το Ισραήλ είναι αποφασισμένο να συντρίψει το δυναμικό της Χαμάς και η Χαμάς δεν μπορεί, για προφανείς λόγους, να κηρύξει μονομερή κατάπαυση του πυρός. Επομένως, χρειάζονται διεθνείς πρωτοβουλίες, πράγμα αμφίβολο αφού τα περισσότερα κράτη περιορίζονται στην έκφραση της ανησυχίας τους και σε εκκλήσεις για αποκλιμάκωση της σύγκρουσης, ενώ για τις ΗΠΑ το Παλαιστινιακό δεν φαίνεται να αποτελεί προτεραιότητα αυτή τη στιγμή. Ετσι, γινόμαστε και πάλι θεατές μιας ακόμα άνισης και αιματηρής σύγκρουσης στην Παλαιστίνη, που διαιωνίζει τον φαύλο κύκλο της βίας και ενισχύει τους εξτρεμιστές.
* Καθηγήτρια Διεθνών Σχέσεων στην ευρύτερη Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική, Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Αιγαίου