Το θέατρο «Vault» κλείνει φέτος τα 10 του χρόνια: ένας θεατρικός χώρος που μόνο αυτό δεν είναι και ταυτόχρονα είναι απολύτως. Ο Βαγγέλης Λάσκαρης, σκηνοθέτης στο «Vault» όλα αυτά τα χρόνια και συνεργάτης των δύο υπεύθυνων του χώρου (του σκηνοθέτη και ηθοποιού Δημήτρη Καρατζιά και του συνθέτη Μάνου Αντωνιάδη) το περιγράφει ως πραγματικά έχει: «Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχουν χώροι όπως το θέατρο «Vault».
Οχι μόνο γιατί επιλέγει κυρίως σύγχρονο ρεπερτόριο, όχι μόνο γιατί δίνει ευκαιρίες σε νέους καλλιτέχνες και θεατρικούς συγγραφείς και τους δείχνει εμπιστοσύνη (κάτι εξαιρετικά σπουδαίο και σπάνιο) και είναι δίπλα τους συνέχεια (στην επιτυχία και την αποτυχία), αλλά γιατί έχει αναδείξει και την ίδια τη γειτονιά εδώ στον Βοτανικό. Τα παιδιά έχουν δημιουργήσει ένα στέκι πολιτισμού!»
«Λείπουν τα στέκια σήμερα», συνεχίζει. «Γιατί λείπει και η εμπιστοσύνη. Μάλιστα, αν μπορούσα να δώσω έναν χαρακτηρισμό στη δική μου γενιά σκηνοθετών, θα έλεγα πως είμαστε “οι σκηνοθέτες της κρίσης”: κάνουμε θέατρο με λίγα μέσα, και εξαιτίας των ελάχιστων χρηματοδοτήσεων, είμαστε αναγκασμένοι να βρίσκουμε ευφάνταστες λύσεις στα προβλήματα.
Οπότε βασιζόμαστε στο καλό έργο κατ’ αρχάς, στις καλές ερμηνείες και τις καλές συνεργασίες. Αυτά είναι “σπάνια” υλικά μα πάντα επιτυχημένα». Ο Βαγγέλης Λάσκαρης φέτος σκηνοθετεί τη Ράνια Σχίζα στο έργο «Η μάνα αυτουνού... Ελλη Ζάχου Ταχτσή», έναν συγκλονιστικό πραγματικά μονόλογο σε κείμενο της ηθοποιού, σεναριογράφου και συγγραφέα Κικής Μαυρίδου. «Το έργο μιλάει μεν για μία εποχή που έχει περάσει, αλλά δεν έχει τελειώσει» σχολιάζει ο κ. Λάσκαρης. Το θέατρο είναι κάθε φορά γεμάτο, με θεατές που πάντα φεύγουν γεμάτοι συναισθήματα.
Ο ίδιος υπεραμύνεται της συναισθηματικής αυτής επικοινωνίας, της οποίας βασικός «χορηγός» είναι η θεατρική πράξη. «Ξέρω πολύ καλά τι σημαίνει να νιώθεις στο θέατρο ή το θέατρο. Γιατί έχω περάσει από άλλα επαγγέλματα και έχω βιώσει τη διαφορά», συνεχίζει ο σκηνοθέτης.
«Γεννήθηκα στον Καναδά, μα επιστρέψαμε γρήγορα Ελλάδα. Σπούδασα Κοινωνιολογία στο Πάντειο, με μεταπτυχιακά στα Οικονομικά. Δούλεψα σε τράπεζα, στα επιχειρηματικά δάνεια. Μέχρι που έσκασε η κρίση. Τότε πια δεν άντεξα και παραιτήθηκα. Ενιωθα πως έπρεπε να διαλέξεις πλευρά: ξαφνικά, μικροί επιχειρηματίες, μαγαζάτορες κ.λπ., όλοι δεν άντεξαν κι έκλεισαν τα μαγαζιά τους. Η τράπεζα έπαιρνε σπίτια! Κι εγώ έπρεπε ξαφνικά σε αυτούς τους ανθρώπους να υπερασπιστώ τα αιτήματα της τράπεζας.
Ενιωθα σαν να φοράω στολή. Ε, ώς εκεί ήταν. Τότε, στα 30 μου περίπου, άλλαξα ρότα. Σπούδασα σε δραματική σχολή, επιλέγοντας από νωρίς τη σκηνοθεσία. Είμαι στο Vault από την αρχή του, που ήταν και η δική μου αρχή. Και κατάλαβα με όλους τους τρόπους, τι δύναμη έχει η συλλογικότητα, σαν υπάρχει κοινός στόχος. Και αυτό είναι και πολιτική στάση. Την ιστορία τη γράφουν οι παρέες και τη σφυρηλατούν οι συλλογικότητες.
Παρατηρώ πως γενικά και ειδικά εμείς οι καλλιτέχνες κάπως φοβόμαστε να δηλώσουμε αριστεροί. Καταλαβαίνω την άποψη πως οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να ανήκουν κομματικά κάπου, δεν πρέπει να στρατεύονται και να κοιτάν μόνο τη δουλειά τους.
Από τη άλλη, όταν συμβαίνουν όλα όσα συμβαίνουν σήμερα, όταν έχουμε φτάσει σε τόσο ακραίες καταστάσεις (ως κοινωνία και ως δημοκρατία ακόμα), τότε δεν είναι καθήκον το να δηλώσεις ότι “ανήκω σε ένα προοδευτικό τόξο”, “θέλω μια αλλαγή στα πράγματα”;
Επίσης, επειδή δούλεψα για την προηγούμενη κυβέρνηση (την περίοδο 2018-2019, ως σύμβουλος του Γ. Δραγασάκη), με κόστος επαγγελματικό αλλά και όχι μόνο, καθώς δεν ήταν εύκολα τα πράγματα για την Αριστερά τότε (περάσαμε διαπραγμάτευση, έπρεπε να συμβιβαστούμε κ.λπ), μπορώ να πω πως, πλέον, το να έχω δουλέψει στην πρώτη αριστερή κυβέρνηση (αν εξαιρέσουμε του Βουνού), το φέρω μέσα μου ως “βραβείο”. Και είμαι και περήφανος για τη δουλειά που κάναμε και τη βρίσκουν τώρα έτοιμοι οι επόμενοι και επαίρονται γι’ αυτή, όπως για παράδειγμα η κινηματογραφική πολιτική που προσπαθήσαμε να χαράξουμε. Εγιναν και σημαντικά πράγματα... Δεν αντέχω άλλο την ηττοπάθεια.
Ούτε τη μυστικοπάθεια. Κάποιοι άνθρωποι πρέπει να μπουν πάλι μπροστά και να πούμε “ναι, είμαστε και περήφανοι”. Να δηλώσουμε το “παρών”, να μιλήσουμε. Οχι πια ο καθένας μόνος του... Ηρθε η Μαγδα Φύσσα στο “Vault”. Και θυμάμαι να πηγαίνω κοντά της και να της λέω πως “ακόμα κι όταν νιώθεις μόνη στο δικαστήριο ή αλλού, να ξέρεις ότι χιλιάδες άνθρωποι είναι εκεί μαζί σου, δίπλα σου”. Υπάρχει σύνδεση, καταλαβαίνεις;
Βλέπεις τη Μάγδα Φύσσα και νιώθεις πως συνδέεσαι μαζί της. Αυτή η σύνδεση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη σημερινή εξουσία, ακριβώς γιατί είναι το φιτίλι που μπορεί να ανάψει την οποιαδήποτε φωτιά κι επιτέλους να κουνηθεί λίγο ο κόσμος. Χρειαζόμαστε κάτι που θα ταρακουνήσει. Και δεν ξέρεις ποτέ τι θα το προκαλέσει αυτό!
Οι κοινωνικοί αυτοματισμοί είναι απρόβλεπτοι και μόνο όταν συμβούν, τότε καταρρέει το όποιο σαθρό οικοδόμημα. Και τώρα, κάτι θα συμβεί και ο κόσμος θα ξεχυθεί στους δρόμους γιατί ήδη ξεχειλίζει η οργή. Δεν έχει έρθει ακόμα αυτή η στιγμή (αν και έχουν υπάρξει δεκάδες αφορμές), ωστόσο θα έρθει από εκεί που δεν το περιμένουμε και το σύστημα θα πέσει με κρότο».
📌 «Η μάνα αυτουνού» παίζεται στο θέατρο «Vault» (Μελενίκου 26, Βοτανικός, τηλ. 213-0356472) κάθε Παρ. 21.15, Σάββ. 18.15. Ολο το πρόγραμμα του θεάτρου εδώ: (fb) Vault Theatre Plus και www.viva.gr (Πολυχώρος Vault)
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας