«Μακάρι ο ανθρώπινος πόνος να μπορούσε να μετρηθεί με καθαρούς αριθμούς και όχι με αόριστα λόγια. Μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος να ξέρουμε πόσο έχουμε υποφέρει, κι ο πόνος να ’ταν υλικός και μετρήσιμος. Κάθε άνθρωπος συνειδητοποιεί μια μέρα πόσο ασήμαντο ήταν το πέρασμά του από τον κόσμο. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να το αντέξουν· εγώ δε θα το αντέξω ποτέ. Δεν το άντεξα ποτέ». Είναι τα πρώτα λόγια στο βιβλίο «Ορδέσα» του Ισπανού συγγραφέα Μανουέλ Βίλας που κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ικαρος, σε μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.
Ο Μ. Βίλας είναι πολυβραβευμένος ποιητής και πεζογράφος. Γεννήθηκε το 1962 στο Μπαρμπάστρο της Ισπανίας και ζει μεταξύ Μαδρίτης και Αϊόβα Σίτι των ΗΠΑ. Εχει εκδώσει επτά μυθιστορήματα, καθώς και έναν μεγάλο αριθμό ποιητικών συλλογών και δοκιμίων. Το «Ορδέσα» κυκλοφόρησε το 2018 στην Ισπανία, έγινε το απόλυτο best seller, ψηφίστηκε ως ένα από τα καλύτερα βιβλία της χρονιάς και καθιέρωσε τον Βίλας ως έναν από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ισπανούς συγγραφείς, στο ύψος του Χαβιέρ Θέρκας και του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα. Το 2019 τιμήθηκε με το Βραβείο Femina Étranger.
Είναι μια σπαρακτική αυτοβιογραφική αφήγηση, μια ανοιχτή επιστολή σε όλους μας. Μας θέλει μαζί στο ταξίδι. Η Ορδέσα είναι μια πόλη της Ισπανίας πολύ σημαντική για τον συγγραφέα, εκεί έζησε εύκολες και δύσκολες στιγμές με τους γονείς του. Οι συγγραφείς συνήθως καλύπτουν τις προσωπικές ιστορίες τους μέσα από ήρωες κατασκευασμένους. Είναι η άμυνά τους απέναντι στην έκθεση του ψυχικού τους κόσμου.
Το να αποκαλυφθείς αυτοβιογραφούμενος είναι συνάμα επικίνδυνο αλλά και λυτρωτικό. Ο Μανουέλ Βίλας τολμά να αναμετρηθεί με το εγχείρημα αυτό, να αντιμετωπίσει σε δημόσια θέα τα αισθήματά του για την απώλεια, τον θάνατο των γονιών του, την αυτοκριτική του για το διαζύγιο, την αγωνία του για τα παιδιά του και τα αντικρουόμενα συναισθήματά του για την καριέρα του.
Παράλληλα με την προσωπική του ιστορία παρατηρεί με κριτικό μάτι όσα συμβαίνουν στη σύγχρονη Ισπανία. «Κι εγώ ο ίδιος έχω γίνει πολλές φορές άμεσο αντικείμενο, έχω φορτωθεί πάντα το ρήμα, την τυραννία του ρήματος, που είναι η βία της Ιστορίας. Πρέσβευα μια μαρξιστική ερμηνεία του ρήματος. Ενας κωμικός μαρξισμός, βέβαια, που τουλάχιστον μας έκανε να σκάμε στα γέλια. Αλλά ας μην είμαι άδικος· ο μοναδικός πιστός υπέρμαχος της κοινωνικής λύτρωσης των μη προνομιούχων Ισπανών είναι οι καθηγητές. Απέκτησα σπουδαίους φίλους εκεί. Γνώρισα εξαιρετικούς καθηγητές αλλά το εκπαιδευτικό σύστημα ψυχορραγεί, κι αυτό ήθελα να πω: ότι το εκπαιδευτικό σύστημα δεν λειτουργεί πια, έχει απολιθωθεί».
Ομως, εκεί που μεγαλουργεί λογοτεχνικά ο συγγραφέας είναι στις περιγραφές των σχέσεων του με τους γονείς που τολμά να βάλει βαθιά το μαχαίρι στην πληγή. «Η μητέρα μου κυβέρνησε τη ζωή μου και την κυβέρνησε καλά. Η κυβερνητική της ευθύνη ήταν να εξασφαλίσει όχι την ευτυχία μου, αλλά την επιβίωσή μου. [...] Πανάρχαιη μάγισσα που τις νύχτες συλλογιζόταν τη συντήρηση του παιδιού της, που συνωμοτούσε ενάντια στην οξείδωση, την εντροπία, τη φθορά της σάρκας του παιδιού της, που διέφθειρε το πνεύμα του παιδιού της υπό το γλυκό φως της μητριαρχίας, πιο αρχαίας απ’ την Ελλάδα, πιο αρχαίας απ’ την Ιστορία, ζυμωμένης στην προϊστορία απ’ όπου καταγόταν το πνεύμα της μητέρας μου».
Και είναι πραγματικά εξαιρετικά πιθανό να ταυτιστούν μαζί του άνθρωποι που δημιούργησαν οικογένειες που τελικά διαλύθηκαν και προσπαθούν να συνθέσουν τα κομμάτια μιας διαλυμένης ζωής: «Σε καθετί που κάνουμε και οι τρεις μαζί, υπάρχουν απόηχοι όσων κάναμε όταν είμαστε τέσσερις. Δεν είναι νοσταλγία, δεν είναι μεταμέλεια, ούτε ενοχή. Είναι κάτι που δεν ξέρω πώς να το ονομάσω. Είναι έμπνευση. Είναι μελαγχολία. Καλή μελαγχολία».
Το τεράστιο υπαρξιακό ζήτημα της απώλειας των γονιών παρουσιάζεται στο βιβλίο με έναν από τους πιο σωματικούς τρόπους που έχω διαβάσει. Το κορμί πονά, θρηνεί, θυμάται συμμετέχει στον ψυχικό πόνο. Ο αποχαιρετισμός είναι δύσκολος και ο συγγραφέας «κλείνει» το παρελθόν του στον επίλογο με μικρά ποιητικά διηγήματα. Στο «974310439», εικάζω πως είναι ο αριθμός τηλεφώνου του πατρικού, ο γνώριμος αριθμός που δεν θα σε καλέσει ποτέ πια, ο Βίλας εξομολογείται: Και κανείς δε θα μου τηλεφωνήσει, με τόση εμμονή, για να μάθει αν ζω ή πέθανα· θα σου πω εγώ ποιος: κανείς. Οπότε, το μεγάλο μυστικό ήταν αυτό: είμαι πια εντελώς απροστάτευτος, γονατιστός για τον αποκεφαλισμό, για το πολυπόθητο αντίο σ’ αυτό το σώμα, σ’ αυτή την ύπαρξη την καθαρά κοινωνική που φέρει τ’ όνομά μου, τ’ όνομά μας».
Το «Ορδέσα» είναι μια ιστορία που από την πρώτη σελίδα δείχνει ότι προέρχεται από την ψυχή, μας «τσιμπάει» εκεί που πονάμε περισσότερο, στην παιδική μας ηλικία, τις αναμνήσεις μας. Μας θυμίζει πόσο εύθραυστοι είμαστε, τις μεγάλες ήττες της ζωής και τη δύναμη που έχουμε όλοι μέσα μας. Είναι ένα γενναίο βιβλίο που παραδέχεται πως μόνο όταν έχουμε χάσει κάτι που ήταν μέρος μας καταλαβαίνουμε την ύπαρξή μας. Η ιστορία μπορεί να αφορά τη μνήμη μιας ισπανικής οικογένειας, ωστόσο είναι και η μνήμη εκείνων των λέξεων που δεν ειπώθηκαν ποτέ σε όλες τις οικογένειες του κόσμου και κυρίως εκείνων των ερωτημάτων που τις αφορούν και έμειναν για πάντα αναπάντητα.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας