Κάθε καλοκαίρι γράφονται αμέτρητες αναλύσεις για τις μεταφορές των αρχαίων τραγωδιών και κωμωδιών και τις σύγχρονες εκδοχές τους από ρηξικέλευθους σκηνοθέτες. Παρόμοιες κριτικές, σπανίως υμνητικές, πολύ συχνότερα καυστικές, διαβάζουμε για τη διασκευή λογοτεχνικών έργων που μεταφέρονται σε κόμικς, κινηματογραφικές ταινίες ή θεατρικές παραστάσεις. Πριν από λίγες ημέρες, στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Παρισιού, δόθηκε μια ακόμη αφορμή για να ξανασυζητηθεί το ζήτημα της λεπτής ισορροπίας μεταξύ σατιρικής ή χλευαστικής παρωδίας και φόρου τιμής με επίκεντρο την ιδιοποίηση, την προσαρμογή και την αναπλαισίωση γνωστών εικαστικών έργων τοποθετημένων σε νέα συμφραζόμενα.
Το βέβαιο είναι πως η αποτίμηση κάθε μεταφοράς καλλιτεχνικού έργου από μια μορφή τέχνης σε μια άλλη ή ακόμα και ως διαφορετικής εκδοχής της ίδιας μορφής, απαιτεί άριστη γνώση της ιστορίας και των νοημάτων του πρωτοτύπου και νέα κριτήρια για την πρόσληψη και κατανόηση του παράγωγου έργου. Απαιτείται, επιπλέον, πάντα μια τολμηρή και ριψοκίνδυνη απόφαση των σύγχρονων καλλιτεχνών και καλλιτέχνιδων να «αντιμετωπίσουν» τα πρωτότυπα έργα έχοντας σαφή στόχο ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα τα χειριστούν. Κάτι που γίνεται ακόμα πιο δύσκολο και επικίνδυνο όταν τα πρωτότυπα έργα είναι παλαιά, ευρύτατα γνωστά και πλήρως νοηματοδοτημένα στην κοινή συνείδηση. Κι ως τέτοια μπορούν να θεωρηθούν τα δημοτικά τραγούδια, των οποίων οι διαφορετικές εκδοχές ήταν έτσι κι αλλιώς δεδομένες κατά το παρελθόν αλλά εντός ενός εντελώς διαφορετικού πλαισίου λαϊκής καλλιτεχνικής ελευθερίας.
Από τα πιο γνωστά δημοτικά τραγούδια του τόπου μας είναι το τραγούδι «Του Νεκρού Αδερφού», το οποίο συναντάται σε διάφορες παραλλαγές σχεδόν σε κάθε σημείο των Βαλκανίων, ένα παραδοσιακό ποίημα που θεωρείται κλασικό στην Ελλάδα, έχει γίνει αντικείμενο ποικίλων μελετών και αποτελεί ύλη σχολικών εγχειριδίων. Τα βασικά του θέματα, άλλωστε, πέρα από την αυτονόητη καλλιτεχνική αξία της έμμετρης αφήγησης, είναι διαχρονικά και κοινά, ιδιαίτερα στις λαϊκές, φανταστικές ιστορίες των Βαλκανίων: η ξενιτιά, ο θρήνος για τον θάνατο των παιδιών, η ιερότητα του όρκου, η κατάρα της μάνας, η νεκρανάσταση.
Από το 1886, ο Νικόλαος Πολίτης στη μελέτη του με τίτλο «Το Δημοτικόν Ασμα περί του Νεκρού Αδερφού» (εκδόσεις Αδελφών Περρή) διερευνά τις ρίζες του τραγουδιού και συγκρίνει τις παραλλαγές του, λύνοντας και ορισμένες παρεξηγήσεις που είχαν δημιουργηθεί από παλαιότερες εκδόσεις του και μεταφράσεις του κυρίως στη Γερμανία αλλά και εντοπίζει την κοινότητα του θέματός του με αντίστοιχα τραγούδια σε διάφορα μέρη της Ευρώπης. Στην εισαγωγή του εξηγεί: «Κοινότατον ανά πάσαν την Ελλάδα και γνωστότατον είναι το δημώδες άσμα περί του νεκρού αδελφού, του προς επλήρωσιν υποσχέσεως επανάγοντος εις την μητέρα εκ της ξένης την αδελφήν. Την μεγάλην τούτου διάδοσιν μαρτυρούσιν αι μέχρι τούδε γνωσταί ημίν δεκαεπτά παραλλαγαί αυτού, αι εν τέλει δημοσιευόμεναι. Προέρχονται δ’ αι παραλλαγαί αυταί εκ διαφόρων ελληνικών χωρών, εκ της Πελοποννήσου και εκ της Στερεάς, εκ της Επτανήσου και εκ των Κυκλάδων, εκ της Θεσσαλίας και εκ της Βάρνης, εκ της Κρήτης και εκ της Τραπεζούντος· όθεν εκ τούτου κρίνων, ίσως δύναται τις ειπείν, ότι ουδαμού της ελληνικής γης είναι άγνωστον το άσμα. Περί του άσματος τούτου πολλά εγράφησαν υπό αλλοδαπών μάλιστα λογίων».
Το τραγούδι έχει πιθανώς τις ρίζες του στη Μικρά Ασία του 9ου αιώνα και κατ’ επανάληψιν έχει δραματοποιηθεί από λογοτέχνες του παρελθόντος όπως ο Φώτος Πολίτης, ο Αργύρης Εφταλιώτης και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Σε έκδοση του «Ορκου του Πεθαμένου» του τελευταίου, μάλιστα (1932, εκδόσεις Δημητράκου), ο Νικόλαος Λάσκαρης, προλογίζοντας την έκδοση, επισημαίνει ότι «Ολοι σχεδόν οι βαλκανικοί λαοί έχουν το τραγούδι του νεκρού αδερφού. Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Αλβανοί, Ελληνες. Είναι, θα ’λεγε κανείς, ένα πνευματικό αγώνισμα των λαών στον Αίμο. Οσο βέβαια κι αν αποφύγωμε τον σωβινισμό και αν απομακρύνωμε κάθε πεζή ιδέα βαλκανικής διαμάχης σε τέτοιο λεπτό ζήτημα, είναι αδύνατο να μην πούμε την αλήθεια. Η αλήθεια είναι πως το ελληνικό τραγούδι δεν συγκρίνεται με κανένα από τα άλλα».
Με μια τέτοια πλούσια ιστορία, δεν είναι εύκολη η αναμέτρηση με το τραγούδι. Και όμως, η Εύα Πουλοπούλου, αρχιτεκτόνισσα και εικαστική καλλιτέχνιδα, όχι μόνο το τόλμησε αλλά και τα κατάφερε περίφημα. Η δική της εκδοχή «Του Νεκρού Αδερφού» (εκδόσεις Jemma Press, 72 σελίδες), μάλιστα, προσφέρει κάτι που απουσίαζε μέχρι σήμερα στη συνολική κατανόηση του έργου, την εικονοποίησή του μέσω στατικών εικόνων. Πώς να ήταν άραγε ο Κωσταντής και η Αρετή; Και πώς η χαροκαμένη μάνα τους; Σε ποιο σπίτι κατοικούσαν; Και πώς έμοιαζε η ξενιτιά; Η ίδια, στο εισαγωγικό της σημείωμα, εξηγεί τους λόγους που επέλεξε το συγκεκριμένο έργο: «Για πρώτη φορά το άκουσα μικρό παιδί, σαν παραμύθι. Ενα μυστηριώδες σκοτεινό παραμύθι σε οικείο έδαφος, με φόντο το διαχρονικό τοπίο της ελληνικής υπαίθρου. Οπως συχνά συμβαίνει με τα πρώιμα ακούσματα, αποθήκευσα την ιστορία στο μυαλό μου, “για αργότερα”, όπου έμεινε σε κατάσταση ύπνωσης για τρεις περίπου δεκαετίες. Αφορμή για να ασχοληθώ ξανά μαζί της στάθηκε η εμπειρία της ξενιτιάς. Ύστερα από είκοσι χρόνια εκτός Ελλάδας, ζώντας συχνά από απόσταση πίκρες και χαρές κι έχοντας αποκτήσει έντονους προβληματισμούς περί ταυτότητας, ανέσυρα το ποίημα στη σφαίρα του συνειδητού. Τόσο η ζωντάνια του λόγου του δημοτικού τραγουδιού όσο κι ο πλούτος της αφήγησης σε εικόνες ενός χαμένου αλλά ωστόσο γνώριμου κόσμου, μου έδωσαν την ιδέα για τη διασκευή του σε κόμικς».
Αυτή η διασκευή της Πουλοπούλου είναι ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα και μαγνητίζει τον αναγνώστη από την πρώτη σελίδα τόσο με τα βυζαντινότροπα σχέδια αναφορικά με τις μορφές των προσώπων, όσο και με τις επιλογές των χρωμάτων που παραπέμπουν σε μελανόμορφα και ερυθρόμορφα αγγεία της αρχαιότητας. Εξαιρετικά επιτυχημένες είναι επίσης και οι αναφορές της σε πίνακες της ιστορίας της τέχνης όπως τον «Θρήνο για τον Νεκρό Χριστό» του Αντρέα Μαντένια με τις χαρακτηριστικές βραχύνσεις, τα τοπία του Πίτερ Μπρίγκελ του Πρεσβύτερου με τους αγρότες ως σκιές να θυμίζουν τις φιγούρες της «Εβδομης Σφραγίδας» του Μπέργκμαν, την «Πυραμίδα των κρανίων» του Σεζάν, τον «Ναπολέοντα διασχίζοντας τις Αλπεις» του Νταβίντ κ.ά.
Τα σχέδια έχουν τέτοια δύναμη να απορροφήσουν τον θεατή τους που μετά από λίγο ξεχνά ότι διαβάζει ένα δημοτικό τραγούδι και μάλιστα στην πρωτότυπη γλώσσα, χωρίς καμιά λεκτική παρέμβαση ή τροποποίηση σε σχέση με την πιο διαδεδομένη εκδοχή του. Εξίσου σύντομα, επίσης, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πίσω από την έμμετρη αφήγηση μιας ιστορίας με μεταφυσικά στοιχεία από τις δοξασίες μιας άλλης εποχής που μοιάζει πολύ μακρινή, αναδύονται συμβολισμοί και συναισθήματα που δεν θα ξεπεραστούν ποτέ καθώς αποτελούν θεμέλια της ανθρώπινης φύσης.
Οπως γράφει και η Πουλοπούλου: «[…] ελπίζω ότι οι αναγνώστες θα επιχειρήσουν να κοιτάξουν πέρα από την επιφάνεια και τα κομμάτια της ιστορίας που με τα σημερινά κριτήρια μπορεί να φαντάζουν απαρχαιωμένα, στην καρδιά της αφήγησης και της ψυχολογίας των ηρώων. Εκεί ακριβώς, μέσα στον βαθιά συμβολικό χαρακτήρα της ιστορίας, μπορεί κανείς να ανακαλύψει την αξία της, τον λόγο για τον οποίο επιβίωσε ανά τους αιώνες εντός κι εκτός των ελληνικών συνόρων. Το τραγούδι “Του Νεκρού Αδερφού” είναι μια λαϊκή τραγωδία που αντλεί στοιχεία από παραδόσεις τόσο αρχαίες όσο κι ο μύθος της Δήμητρας και της Περσεφόνης. Είναι η κάθοδος της κόρης στον Αδη –ας μην ξεχνάμε ότι η ξενιτιά παλιότερα βιωνόταν σαν θάνατος–, αλλά και μια ιστορία κάρματος κι ενηλικίωσης. Ενα ταξίδι μύησης της νεαρής άμαθης ηρωίδας στον έξω κόσμο αλλά κι επιστροφής στις ρίζες μέσα από συμφορές κι απώλειες, με τελικό στόχο τη μεταμόρφωση».
Μεγάλο μέρος των δημοτικών τραγουδιών, άλλωστε, αφορούσαν τέτοια ζητήματα περί της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης. Τότε, οι τραγικές καταστάσεις οφείλονταν σε εντελώς διαφορετικές συνθήκες. Αυτές οι συνθήκες άλλαξαν, αλλά η τραγικότητα παραμένει. Αυταπατώμεθα όταν αντιμετωπίζουμε αυτά τα έργα ως ξεπερασμένα και φολκλόρ. Αποτελούν την καλλιτεχνική λαϊκή έκφραση αιώνων και, ουσιαστικά, συνιστούν ένα βαθύ ιστορικό αποτύπωμα που οφείλουμε να μη θάψουμε στην άβυσσο της αυταρέσκειάς μας.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας