Είναι μετρημένες οι φορές που η ελληνική Δικαιοσύνη αποφασίζει να σπάσει τον κύκλο της ατιμωρησίας των Σωμάτων Ασφαλείας, να μη δεχτεί τις δικαιολογίες που επιστρατεύει η αστυνομία για να συγκαλύψει τις ευθύνες αστυνομικών οποτεδήποτε κατηγορούνται για υπέρμετρη αστυνομική βία και αυθαιρεσία, αλλά να καταδικάσει τους κατηγορούμενους αστυνομικούς, επικαλούμενη μάλιστα τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Πιο σπάνιες ακόμη είναι οι φορές που η Δικαιοσύνη αποφασίζει να δικαιώσει μέλη της κοινότητας των Ρομά, ιδίως μάλιστα όταν στρέφονται κατά αστυνομικών.
Μια από αυτές τις σπάνιες αποφάσεις, που δικαιολογημένα μπορεί να χαρακτηριστεί ιστορική, είναι η πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας που κάνει εν μέρει δεκτή την αγωγή του Ρομά Αθανάσιου Παναγιωτόπουλου και υποχρεώνει το ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει έντοκα 5.000 ευρώ αποζημίωση για ηθική βλάβη, εξαιτίας του ξυλοδαρμού που υπέστη από αστυνομικούς κατά τη διάρκεια της σύλληψής του και μετά.
Μάλιστα, το Δικαστήριο στηλιτεύει την παράλειψη των Αρχών να διερευνήσουν αποτελεσματικά την καταγγελία του θύματος για τη βία που υπέστη στα χέρια των αστυνομικών, καθώς οι αρχές δεν προχώρησαν στην αναγκαία ιατροδικαστική εξέταση ώστε να εντοπιστούν ευρήματα κακοποίησης και η προέλευση των τραυμάτων των θυμάτων. Κι αυτό μολονότι την ιατροδικαστική εξέταση είχε ζητήσει το θύμα από τις εισαγγελικές αρχές, όπως και μετ’ επιτάσεως η οργάνωση Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ), που υπέβαλε μήνυση κατά των αστυνομικών για ξυλοδαρμό και ενημέρωσε με επιστολές προς τους αρμόδιους υπουργούς και τις εμπλεκόμενες Αρχές και με δημόσιες τοποθετήσεις της.
Ολα ξεκίνησαν περίπου στις 3 τα ξημερώματα στις 8 Οκτωβρίου 2016, όταν δύο περιπολικά εντόπισαν στον Ασπρόπυργο αυτοκίνητο που είχε κλαπεί την προηγουμένη, στο οποίο επέβαιναν ο οδηγός και άλλα τρία άτομα, μέλη της κοινότητας των Ρομά. Στο σήμα των αστυνομικών για έλεγχο του οχήματος, ο οδηγός ανέπτυξε ταχύτητα και διέφυγε, ενώ εντοπίστηκε αργότερα σε άλλο σημείο από τρία αστυνομικά οχήματα που έσπευσαν σε βοήθεια. Ωστόσο, ο οδηγός πέρασε στο αντίθετο ρεύμα, συγκρούστηκε μετωπικά με το πρώτο αστυνομικό όχημα και στη συνέχεια εγκατέλειψε το αυτοκίνητο μαζί με τους συνεπιβάτες του. Τέσσερις αστυνομικοί εντόπισαν και συνέλαβαν τους τρεις επιβάτες λίγο αργότερα στο μπαλκόνι κοντινού διαμερίσματος, η ένοικος του οποίου αντιλήφθηκε την παρουσία τους και ειδοποίησε την αστυνομία.
Την επομένη, ο ενάγων παραπονέθηκε για πόνο στο στήθος και στα γεννητικά όργανα και μεταφέρθηκε στο Θριάσιο όπου νοσηλεύτηκε στην Εντατική της Καρδιολογικής Κλινικής και υποβλήθηκε σε εξετάσεις. Διαπιστώθηκε ότι δεν υπέστη έμφραγμα, όπως είχε φοβηθεί, ωστόσο εντοπίστηκε τραύμα στο όσχεο, προκαρδιακό άλγος και άλλα ευρήματα. Σε φωτογραφία που δημοσιοποίησε το ΕΠΣΕ, ο Βασίλειος Λουκάς, το άλλο θύμα του ξυλοδαρμού, φαίνεται να έχει μώλωπες στο πρόσωπο κάτω από τα μάτια.
Κατά την ποινική διαδικασία που ξεκίνησε ως αποτέλεσμα της μήνυσης κατά των αστυνομικών, οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι άσκησαν μόνο την αναγκαία βία για την αυτοπροστασία τους, καθώς οι συλληφθέντες προέβαλαν αντίσταση και πραγματοποίησαν «σφοδρή επίθεση» κατά των αστυνομικών, προσπαθώντας μάλιστα να τους πετάξουν κάτω από το μπαλκόνι. Αυτούς τους ισχυρισμούς υιοθέτησε και η εισαγγελική πρόταση προς το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών για το ποινικό σκέλος της υπόθεσης. Η εισαγγελική πρόταση ήταν απαλλακτική για τους κατηγορούμενους αστυνομικούς, ενώ το Συμβούλιο δεν προχώρησε στη δίωξή τους.
Αντιφάσεις
Η εισαγγελική πρόταση εντόπιζε αντιφάσεις στους ισχυρισμούς των Ρομά, παρατηρούσε ότι, αν είχαν υποστεί βία, τότε οι γιατροί στο Θριάσιο θα είχαν εντοπίσει και καταγράψει εμφανείς σωματικές βλάβες στο σώμα και στο κεφάλι, επικαλούνταν τις μαρτυρίες των παρευρισκόμενων αστυνομικών και επισήμαινε ότι τα τραύματα στο σώμα των θυμάτων μπορεί να οφείλονταν σε χτύπημα κατά τη διάρκεια της διαφυγής τους, όταν για παράδειγμα συγκρούστηκε το αυτοκίνητο με το περιπολικό, όταν πήδηξαν μια γέφυρα ή όταν πήδηξαν στο μπαλκόνι όπου τελικά συνελήφθησαν. Ωστόσο, το Διοικητικό Πρωτοδικείο δεν πείστηκε από τους ισχυρισμούς των αστυνομικών. Επέμεινε στη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης με βάση τα ευρήματα και τις φωτογραφίες, υπογραμμίζοντας ότι, καθώς δεν έγινε ιατροδικαστική εξέταση, το βάρος της απόδειξης βρίσκεται στην αστυνομία, που πρέπει να αποδείξει με συγκεκριμένα στοιχεία ότι δεν προκάλεσε η ίδια τον τραυματισμό των θυμάτων. Ως προς τις αντιφάσεις των θυμάτων, παρατήρησε ότι όλοι τους συμφωνούν στη βία που δέχτηκαν και μάλιστα αναφέρουν λεπτομέρειες από τη συμπεριφορά των αστυνομικών. Αντιθέτως, οι αναφορές των αστυνομικών υπήρξαν γενικόλογες.
«Στην αφήγηση του αστυνομικού δεν περιγράφονται ειδικότερα η αντίσταση που πρόβαλε ο ενάγων και ο τρόπος αντιμετώπισής της από αυτόν. Πέραν της γενικόλογης αναφοράς στην προσπάθεια του ενάγοντος να τον ρίξει από το μπαλκόνι, αρπάζοντάς τον από το στήθος, και στην πάλη που ακολούθησε μεταξύ τους, δεν εξειδικεύονται οι κινήσεις των δύο αντιπαρατιθέμενων, οι επιθετικές βολές του ενάγοντος και οι τεχνικές αυτοάμυνας και ακινητοποίησης που υιοθέτησε, σε απάντησή τους, ο αστυνομικός […] . Χωρίς μια τέτοια εξήγηση, και με τα δεδομένα που προαναφέρθηκαν, και, συγκεκριμένα, την έλλειψη βλάβης του αστυνομικού […], την απουσία όπλου στον ενάγοντα, την προνομιακή θέση του πρώτου σε σχέση με τον δεύτερο απέναντι στον κίνδυνο πτώσης από το μπαλκόνι και τη συσσώρευση αστυνομικών δυνάμεων στο διαμέρισμα όπου διενεργήθηκε η σύλληψη και κάτω από αυτό, αλλά και ενόψει της υποχρέωσης για επαγγελματισμό και υψηλού επιπέδου εκπαίδευση των οργάνων επιβολής του νόμου, δεν θεμελιώνεται η αναγκαιότητα της βίας που ασκήθηκε στον τελευταίο κατά τη σύλληψή του», σημειώνει η απόφαση 3131/2024, που υπογράφει ο δικαστής Μιχαήλ Μπρούζος.
Και επαναλαμβάνει τις επισημάνσεις της προδικαστικής έρευνας ότι οι Αρχές έχουν την υποχρέωση «αυτεπάγγελτης, επίσημης, πραγματικής, άμεσης και σε βάθος έρευνας κάθε υποστηρίξιμης αιτίασης για υπέρμετρη αστυνομική βία, στα πλαίσια της οποίας οι αρχές θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να σπεύδουν να εξασφαλίσουν τις αναγκαίες για τη διάγνωση της υπόθεσης ιατροδικαστικές μελέτες και πορίσματα».
Για την υπόθεση έχει γίνει προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας