Με μια μεστή αγόρευση περίπου δύο ωρών, ο εισαγγελέας της έδρας Κωνσταντίνος Κούντριας κατέρριψε χθες έναν προς έναν τους ισχυρισμούς του Δημήτρη Λιγνάδη, ότι έχει πέσει θύμα σκευωρίας, και έδειξε ότι αντιθέτως τέλεσε με δόλο ακραίες πράξεις σεξουαλικής βίας και κακοποίησης με σκοπό την ικανοποίηση της γενετήσιας ορμής του με βίαιο τρόπο εναντίον ανήλικων και ανυπεράσπιστων θυμάτων.
«Τα θύματα λόγω της ανηλικότητάς τους και της απουσίας υποστηρικτικού οικογενειακού περιβάλλοντος ήταν εύκολος στόχος για τον κατηγορούμενο, που προηγουμένως καλλιεργούσε σχέση εμπιστοσύνης και τους υποσχόταν ότι θα τους βοηθήσει», σημείωσε ο εισαγγελέας και παρατήρησε ότι «ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι προσωπικό δικαίωμά του, ωστόσο η άσκηση βίας και η κακοποίηση προς ικανοποίηση της γενετήσιας επιθυμίας είναι ποινικό αδίκημα».
Ανέκφραστος
Πρότεινε την ενοχή του Δημήτρη Λιγνάδη για κατά συρροή βιασμούς τριών ανηλίκων, του Αιγύπτιου Αλί το 2011 στο σπίτι του κατηγορούμενου, του επίσης Αιγύπτιου Σ. στην Επίδαυρο τον Ιούλιο του 2015 και του Ουκρανού Π.Φ. τον Μάρτιο του 2015 στο σπίτι του κατηγορούμενου. Ως προς τον βιασμό του ενήλικου Ελληνα Δ.Μ., ο οποίος δεν εμφανίστηκε να καταθέσει στο δικαστήριο, ο εισαγγελέας πρότεινε απαλλαγή, καθώς, όπως είπε, η απουσία του μηνυτή πλήττει την αξιοπιστία του και η αμφιβολία λειτουργεί προς όφελος του κατηγορούμενου.
Ο Δ. Λιγνάδης άκουγε ανέκφραστος την εισαγγελική αγόρευση, η οποία ωστόσο προκάλεσε έντονη συγκινησιακή φόρτιση στους μάρτυρες κατηγορίας. Τόσο οι δυο παρόντες μηνυτές (απουσίαζε ο Αλί που εργάζεται σε εποχική εργασία σε νησί) όσο και οι Β.Κ. και Ν.Σ. που είχαν μιλήσει δημοσίως και είχαν καταθέσει στις Αρχές για τον βιασμό τους από τον κατηγορούμενο τις δεκαετίες 1990 και 2000, παρακολουθούσαν δακρυσμένοι και κάποιες φορές με λυγμούς, καθώς ξαναζούσαν άλλη μια φορά στο δικαστήριο όσα τραυματικά καταγγέλλουν. Αυτή τη φορά, όμως, στη θέση των προσωπικών προσβολών και της ακραίας απαξίωσης που είχαν υποστεί στις προηγούμενες δικάσιμες, κυριάρχησε το λυτρωτικό αίσθημα της δικαίωσης.
Απαντώντας εμμέσως στο γνωστό ερώτημα όσων αμφισβητούν το κίνημα #metoo «γιατί τώρα;», ο εισαγγελέας σημείωσε ότι τα θύματα «μίλησαν το 2020 γιατί τότε ένιωσαν άνετα να γνωστοποιήσουν την οδυνηρή εμπειρία τους». Σχολιάζοντας την παρατήρηση του κατηγορούμενου στην απολογία του, ο οποίος είχε απορήσει που δεν είχε θυμηθεί ο Αλί στις πρώτες καταθέσεις του με ακρίβεια «πότε έγινε ο βιασμός του, το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή του», ο εισαγγελέας αντέτεινε ότι «δεν μπορεί ο βιασμός να θεωρείται το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου, αλλά το πιο σημαντικό τραύμα» και εξήγησε: «Μεσολάβησε μεγάλο χρονικό διάστημα και είναι λογικό να μην προσδιορίστηκε σωστά ο χρόνος. Πρόκειται άλλωστε για επώδυνο γεγονός και στο επίπεδο της ανάκλησης στη μνήμη. Ηταν ένας εφιάλτης που δεν ήθελε να σκεφτεί, πάλευε να δει τι έχει γίνει, κατηγορούσε και τον εαυτό του».
Για τον δεύτερο μηνυτή, τον Σ., ο εισαγγελέας αναγνώρισε ότι προκαλεί εντύπωση ότι κράτησε σχέσεις με τον κατηγορούμενο μετά τον βιασμό παρά την οργή του και μάλιστα ότι πήγε να μείνει μαζί του όταν έμαθαν οι γονείς του τον σεξουαλικό του προσανατολισμό και τον έδιωξαν από το σπίτι. Υπογράμμισε όμως ότι κάτι τέτοιο δικαιολογείται επειδή είχε διωχτεί από το σπίτι του και ένιωθε ότι ο κατηγορούμενος ήταν το μόνο πρόσωπο στο οποίο δεν θα γινόταν βάρος και το οποίο μπορεί να τον αποδεχτεί όπως είναι αναφορικά με τον σεξουαλικό προσανατολισμό του.
«Δεν υπήρξε σκευωρία»
Το ίδιο και για τον Π.Φ.: «Μετά το περιστατικό του βιασμού, ήθελε να φύγει από την οικεία του κατηγορουμένου, αλλά ήταν θέμα επιβίωσης γι’ αυτόν και έτσι παρέμεινε. Κατά τον χρόνο του συμβάντος ο Π.Φ. ήταν ανήλικος, δεν είχε έγγραφα, προερχόταν από κακοποιητικό οικογενειακό περιβάλλον, αισθανόταν προδομένος ακόμα και από τον στενό του φίλο που δεν του στάθηκε τη στιγμή του βιασμού, ήταν εξαρτημένος από τον κατηγορούμενο που του εξασφάλιζε την επιβίωσή του», σημείωσε ο εισαγγελέας. Παρατήρησε ότι οι βιασμοί έγιναν ενώ τα θύματα είχαν εκδηλώσει την αντίθεσή τους και ότι βιασμός μπορεί να γίνει ακόμη κι αν έχουν προηγηθεί σεξουαλικές σχέσεις.
Ως προς τους ισχυρισμούς των μαρτύρων υπεράσπισης και την απολογία του κατηγορούμενου, ο εισαγγελέας είπε ότι δεν ανέτρεψαν τις κατηγορίες, εντόπισε αντιφάσεις και αποδόμησε τη θεωρία της σκευωρίας: «Ακόμα κι αν αληθεύει η δυσαρέσκεια για τη μετονομασία της αίθουσας του Εθνικού σε “Ελενη Παπαδάκη” και για την κατάργηση της πειραματικής σκηνής, δεν αρκούν για να δικαιολογήσουν σκευωρία.
Δεν προέκυψε ισχυρή αντιπαλότητα με το ΣΕΗ, ενώ και ο μάρτυρας υπεράσπισης Δ. Παναγιωτάκης είπε ότι δεν θεωρεί το ΣΕΗ ικανό να οργανώσει σκευωρία. Αν ήθελαν να τον πλήξουν συγκεκριμένα συμφέροντα, κάτι που δεν προέκυψε, θα μπορούσαν να το κάνουν με άλλον τρόπο σχετικό με τη λειτουργία του Εθνικού. Πολύ περισσότερο, δεν προέκυψε σκευωρία κατά της Μενδώνη, ούτε η ίδια κατήγγειλε σκευωρία. Η παραδοχή ότι ο κατηγορούμενος είχε ευρύτερη αποδοχή όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του έρχεται σε πλήρη αντίφαση με τον ισχυρισμό ότι υπήρχε εχθρότητα απ’ όλους με σκοπό να τον πλήξουν», είπε.
■ Ενταση προκλήθηκε μεταξύ των συνηγόρων πολιτικής αγωγής και της προέδρου της έδρας Παναγιώτας Γούπη όταν, μετά την ολοκλήρωση της εισαγγελικής πρότασης, η πρόεδρος κάλεσε τους συνηγόρους να αγορεύσουν. Οι συνήγοροι αντέτειναν ότι δεν είναι έτοιμοι και σημείωσαν ότι η πρόεδρος είχε αφήσει να εννοηθεί ότι θα αγόρευαν την ερχόμενη εβδομάδα. Εντέλει, χθες έγινε η αγόρευση των συνηγόρων Μαρίας Κουρτέση και Γιώργου Μαρίνη, ενώ την Τρίτη θα ακολουθήσει ο Γιάννης Βλάχος και από την υπεράσπιση ο Αλέξης Κούγιας.
■ Οι εξελίξεις στη δίκη μεταδίδονται σε πραγματικό χρόνο από το παρατηρητήριο LignadisTrialWatch.