H χρονική απόσταση καθιστά συχνά τη συλλογική μνήμη ακόμη περισσότερο επιλεκτική απ’ ό,τι συνήθως, αποσυνδέοντας πρόσωπα και πράγματα, η διασύνδεση των οποίων θεωρούνταν από τους σύγχρονούς τους λίγο-πολύ αυτονόητη. Το διαπιστώσαμε ακόμη μια φορά, επισκεπτόμενοι την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα έκθεση «Τομή ’74. Από τη δικτατορία στη δημοκρατία», που οργάνωσαν για την 50ή επέτειο της Μεταπολίτευσης τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ), η ΕΡΤ και η Εθνική Βιβλιοθήκη και φιλοξενήθηκε την περασμένη χρονιά στον τωρινό χώρο της τελευταίας, στο «Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος» (ΚΠΙΣΝ).
Η ίδια η έκθεση ήταν από κάθε άποψη εξαιρετική. Ιδίως το τμήμα της που οργανώθηκε από τα ΓΑΚ και την ΕΡΤ, με επιμέλεια του Γιάννη Γκλαβίνα και της Αγγελικής Σαπλαούρα, αποτύπωσε ευκρινώς με πλήθος τεκμηρίων τόσο την προπαγανδιστική όσο και την αμιγώς κατασταλτική πλευρά της «εθνοσωτηρίου» (λογοκρισία, βασανιστήρια, αλλεπάλληλες εκκαθαρίσεις «μη νομιμοφρόνων» κ.ο.κ.). Τη συλλογική, επίσης, μέθη της ελευθερίας που ακολούθησε την κατάρρευση της χούντας στις 23 Ιουλίου 1974 αλλά και το σταδιακό ξήλωμα των μηχανισμών αυτής της τελευταίας τους επόμενους μήνες.
Ενα προσεκτικό μάτι διαπίστωνε λ.χ. ότι το φύλλο της «Εφημερίδος της Κυβερνήσεως» με τη συντακτική πράξη «αποκαταστάσεως της δημοκρατικής νομιμότητος» (1/8/1974), εννιά ολόκληρες μέρες μετά την ορκωμοσία του Καραμανλή ως πρωθυπουργού και τον σχηματισμό της κυβέρνησης εθνικής ενότητας, έφερε ακόμη ως προμετωπίδα του το «πουλί» της 21ης Απριλίου – και πως το κάψιμο των εμβλημάτων της χούντας, με το οποίο επισφραγίστηκε στο συμβολικό επίπεδο η αλλαγή καθεστώτος, πραγματοποιήθηκε μόλις στις 23 Οκτωβρίου. Εξίσου αποκαλυπτική ήταν η διαχρονική επικαιρότητα της αμήχανης διάψευσης από τους τότε Ελληνες διπλωμάτες, ως «προϊόντων νοσηρώς προκατειλημμένης φαντασίας και ψευδομαρτυριών», των (επώνυμων και συγκεκριμένων) καταγγελιών για «τρομερά βασανιστήρια και όλως απάνθρωπον μεταχείρισιν κρατουμένων, εις διαφόρους αστυνομικάς και στρατιωτικάς υπηρεσίας»…
Αρκετά ενδιαφέρον ήταν και το τμήμα της ίδιας έκθεσης που οργάνωσε η Εθνική Βιβλιοθήκη, με επιμέλεια του Φίλιππου Παππά: ένα πανόραμα της εκδοτικής παραγωγής της δεκαπενταετίας 1967-1981 σε όλα τα επίπεδα, από αμιγώς πολιτικές εκδόσεις ή περιοδικά της μεταπολίτευσης μέχρι τις κάθε είδους εγκυκλοπαίδειες ή τα βιβλία τσέπης του Ζεράρ ντε Βιλιέ. Οι νεότεροι επισκέπτες διαπίστωναν έτσι τόσο τη σημασία της τομής του 1974, με τη συνακόλουθη άνθηση της ελεύθερης και πολύμορφης έκφρασης που ακολούθησε (κατακλυσμός της ίσαμε τότε απαγορευμένης μαρξιστικής φιλολογίας, κίνημα χειραφέτησης των γυναικών και -προς το τέλος της περιόδου- απελευθέρωσης της ομοφυλόφιλης επιθυμίας) όσο και την υπόγεια σχετική άνοιξη που προηγήθηκε, με καινοτόμες εκδόσεις που σχοινοβατούσαν στα όρια της νομιμότητας κατά την προτελευταία φάση της δικτατορίας (1972-1973). Οι δε μεγαλύτεροι δοκίμαζαν συχνά μια ευνόητη (και αμφίσημη) συγκίνηση, διαπιστώνοντας πως τα νεανικά διαβάσματα και οι τότε βιβλιοθήκες τους ανήκουν πια στον χώρο των ιστορικών τεκμηρίων…
Πού έγκειται, λοιπόν, το πρόβλημα της επιλεκτικής μνήμης που επισημάναμε στην αρχή του άρθρου; Μα, πολύ απλά, στο γεγονός πως η ενδιαφέρουσα αυτή και καλοστημένη έκθεση για τη δικτατορία του 1967-1974 και τη μεταπολίτευση φιλοξενήθηκε σ’ έναν χώρο που φέρει την ονομασία «Σταύρος Νιάρχος» – το όνομα, μ’ άλλα λόγια, ενός από τους μεγάλους εφοπλιστές της εποχής που αποτέλεσαν τα σημαντικότερα στηρίγματα του δικτατορικού καθεστώτος σε οικονομικό επίπεδο και όχι μόνο. «Λεπτομέρεια» κρίσιμη, που δεν ήταν δυνατό παρά να αφήσει και το αποτύπωμά της στο ίδιο το περιεχόμενο της έκθεσης, με τη διακριτικότητα που αντικειμενικά υπέβαλλε στο συγκεκριμένο πεδίο. Ενώ η προπαγάνδα της χούντας για τον «φιλολαϊκό» χαρακτήρα της πολιτικής της (όπως το χάρισμα των προδικτατορικών αγροτικών χρεών το 1968) εικονογραφήθηκε πλήρως, δεν συνέβη το ίδιο και με το δεύτερο σκέλος της ίδιας προπαγάνδας: τις ένθερμες σχέσεις της χούντας με το εφοπλιστικό κεφάλαιο, επιφανείς εκπρόσωποι του οποίου μετέφεραν εκείνη την εποχή την έδρα τους στην Αθήνα και δεν τσιγκουνεύονταν τους ύμνους τους για το στρατοκρατικό καθεστώς. Οχι μόνο ο Σταύρος Νιάρχος, αλλά ούτε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο Γιάννης Λάτσης, ο Νίκος Βαρδινογιάννης ή ο Στρατής Ανδρεάδης αξιώθηκαν κάποια θέση σ’ αυτό το πλούσιο, εμπεριστατωμένο πανόραμα.
Οι εφοπλιστές και η χούντα
Στην πραγματικότητα, η διαπλοκή των εφοπλιστών με τη χούντα υπήρξε μια από τις κομβικότερες πτυχές του επτάχρονου στρατιωτικού καθεστώτος, που βάσισε σε μεγάλο βαθμό τη μακροημέρευσή του στην υποστήριξη των πρώτων αλλά και στη διάχυτη καλλιέργεια στην κοινή γνώμη της προσδοκίας πως οι επενδύσεις τους στην εγχώρια οικονομία θα επέφεραν δραστική βελτίωση της ζωής των πολιτών.
«Θα εκπληρώσωμεν οτιδήποτε μας εζητούσατε, έστω και αν αυτό ήτο η θυσία της ζωής μας», δήλωνε χαρακτηριστικά ο δικτάτορας Παπαδόπουλος σε έκτακτη γενική συνέλευση της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών, έχοντας στο πλευρό του τους συμπραξικοπηματίες του Στυλιανό Παττακό και Νικόλαο Μακαρέζο (19/3/1968). «Θα σας παράσχω ως Κράτος παν το οποίον θα εζητούσατε. Δώσατε όμως, κύριοι, την δύναμιν εις την Ελλάδα να πετάξη εις το όνειρον των Ελλήνων, την Μεγάλην Ελλάδα. Δεν είναι πολύ, δεν είναι δύσκολον. Δεν νομίζω ότι είναι συνέπεια προς την ιστορίαν της Ελλάδος να επιτρέπωμεν, κράτος και εφοπλισταί, να κυματίζουν επί ελληνικής ιδιοκτησίας πλοίων άλλαι σημαίαι πλην της ελληνικής. [...] Ελθετε προς ημάς και θέσατέ μας τι θέλετε. Εκ προτέρου σας διαβεβαιώ ότι η Κυβέρνησις θα σας το δώση» («Το Πιστεύω μας», τ.Β΄, Αθήναι 1968, σελ.52-53, και «Το Βήμα», 20/3/1968, σ.1).
«Συνοψίζοντας, ο Νιάρχος τόνισε ξανά πως οι ΗΠΑ πρέπει να αποδεχθούν το γεγονός της παρούσας κυβέρνησης της Ελλάδας, να συνεργαστούν μαζί της και να επιδείξουν κατανόηση και συμπάθεια για τα προβλήματά της» | (Φίλιπς Τάλμποτ, Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα, 24/8/1967)
Η διαθεσιμότητα αυτή δεν ήταν μόνο λόγια: με τον Α.Ν.465/68 και τις συνακόλουθες τροποποιήσεις του (Ν.Δ. 509/70 και Β.Δ. 800/70) καταργήθηκε εντελώς η φορολογία των νεότευκτων πλοίων, ηλικίας μέχρι 10 ετών, και μειώθηκε εξαιρετικά εκείνη των υπολοίπων· με τους ίδιους νόμους, το κράτος δεσμεύτηκε επίσης να καταβάλλει στους εφοπλιστές το 80% του κόστους όσων πλοίων κατασκεύαζαν στα ελληνικά ναυπηγεία (ιδιοκτησίας κυρίως του Νιάρχου, των Γουλανδρήδων και του Ανδρεάδη) κι εγγυήθηκε το 30% του κόστους κάθε ναυπήγησης. Το αποτέλεσμα ήταν πως, ενώ η χωρητικότητα των πλοίων με ελληνική σημαία τριπλασιάστηκε μέσα στη χούντα (από 7,7 εκατομμύρια κόρους το 1967 σε 22,7 το 1974), τα φορολογικά έσοδα του ελληνικού Δημοσίου από τη ναυτιλία κυριολεκτικά καταβαραθρώθηκαν: από 3,6 εκατομμύρια δολάρια το 1968 σε μόλις 1,3 την επόμενη χρονιά, 0,98 το 1971 κι 1,4 το 1974, για να εκτιναχθούν ξανά μετά τη Μεταπολίτευση σε 33 εκατομμύρια το 1975 (Gelina Harlaftis, «Greek Shipowners & Greece, 1945-1975», Λονδίνο 1993, σελ.143-4, 94-5 & 173).
Οι παραλήπτες αυτής της γενναιοδωρίας δεν παρέλειψαν, φυσικά, να εκφράσουν ως κλάδος την ευγνωμοσύνη τους στους τότε κυβερνήτες. «Από της σκοπιάς της Ναυτιλίας, η διαρρεύσασα τριετία υπήρξεν ιστορικός σταθμός», αποφάνθηκε λ.χ. στις 31/5/1970 ο πρόεδρος της Ενώσεως Ελλήνων Εφοπλιστών (και μεγαλοτραπεζίτης) Στρατής Ανδρεάδης, απευθυνόμενος στον Παπαδόπουλο κατά τη διάρκεια σχετικής τελετής. «Εστεγάσθημεν υπό το ακλονήτως θεμελιωθέν και συνεχώς τελειοποιούμενον οικοδόμημα μιας λαμπράς Ναυτιλιακής Πολιτικής, η οποία ήσαν τόσον αναγκαία […]. Ευχαριστούμεν θερμώς Υμάς και τους εν τη Εθνική Κυβερνήσει συνεργάτας σας, διά το υπέρ της Ναυτιλίας ενδιαφέρον αυτών» (Ελεύθερος Κόσμος, 2/6/1970, σελ.9).
Ιδιάζουσα σημασία στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής κατείχαν οι συμφωνίες-μαμούθ που η χούντα υπέγραψε το πρώτο εξάμηνο του 1970 με τον Σταύρο Νιάρχο και τον Αριστοτέλη Ωνάση, για την εξαγορά των 2/3 του κρατικού διυλιστηρίου Ασπροπύργου, από τον πρώτο, και τη δημιουργία του τρίτου διυλιστηρίου της χώρας, από τον δεύτερο. Η έκβαση της σχετικής διαπραγμάτευσης, εξηγεί μια πρόσφατη σχετική μελέτη, «φαινόταν σαν εντυπωσιακή επιτυχία των συνταγματαρχών, καθώς οι συμφωνίες ανέρχονταν σε 900 εκατομμύρια δολάρια σε μια εποχή που το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν περίπου 7,2 δισ. δολάρια. Την επαύριο της αναγκαστικής αποχώρησης της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης τον Δεκέμβριο του 1969, αυτές οι συμφωνίες χρησίμευσαν ως επίδειξη διεθνούς εμπιστοσύνης στο στρατιωτικό καθεστώς. Αυτός ο διακανονισμός αποδείχθηκε όμως εύθραυστος. Και οι δυο ανταγωνιστές είχαν κάνει υπερβολικά υψηλές προσφορές, δεν είχαν όμως την πρόθεση να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους δίχως περαιτέρω διαπραγματεύσεις» (Christos Tsakas, «Shipping Tycoons and Authoritarian Rulers: Doing the Oil Business with the Greek Dictatorship, 1967-1974», Journal of Modern Greek Studies, 38 [2020], σελ.195).
Η απροθυμία αυτή ουδόλως αναιρούσε, βέβαια, την προπαγανδιστική αξία των επίμαχων συμφωνιών: «Η δημοσιευθείσα σύμβασις μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου και του μεγαλοεφοπλιστού κ. Σ. Νιάρχου ανήκει εις το κύκλωμα των γιγαντιαίων επενδύσεων που θα μεταβάλουν την μορφήν της χώρας και την μοίραν του ελληνικού λαού», διακήρυξε χαρακτηριστικά το ημιεπίσημο δημοσιογραφικό όργανο της χούντας. «Η κοινή γνώμη είναι βεβαία ότι ο κ. Νιάρχος δεν θα ενεργήση μόνον ως επιχειρηματίας, αλλά και ως Ελλην, πράγμα το οποίον απέδειξεν άλλωστε και εις το παρελθόν» («Η σύμβασις Νιάρχου», «Ελεύθερος Κόσμος», 3/6/1970).
Ο άγριος ανταγωνισμός των δύο εφοπλιστών και η απροθυμία ή αδυναμία τους να τιμήσουν τις υπογραφές τους κατέληξαν τελικά στην ακύρωση της συμφωνίας με τον Ωνάση και στο ψαλίδισμα των περισσότερων από τις υποσχέσεις του Νιάρχου. Οπως έχουμε δε αναλύσει παλιότερα σε τούτην εδώ την εφημερίδα, η όλη διαμάχη μεταφυτεύθηκε στο εσωτερικό της χουντικής ηγεσίας, ως σύγκρουση του δικτάτορα Παπαδόπουλου (που υποστήριζε τον Ωνάση, στη βίλα του οποίου στο Λαγονήσι έμενε αντί συμβολικού ενοικίου) με τον υποστηρικτή του Νιάρχου, υπουργό Συντονισμού Νικόλαο Μακαρέζο («Οι ξεχασμένοι εμφύλιοι της χούντας», «Εφ.Συν.», 21/4/2018).










Ενα αποκαλυπτικό έγγραφο
Αυτά όσον αφορά τους εφοπλιστές και τις μπίζνες τους με το δικτατορικό καθεστώς. Θα μπορούσε, φυσικά, να υποστηριχθεί πως αυτού του είδους η διαπλοκή, μολονότι αναμφίβολα έπαιξε ρόλο στη μακροημέρευση της δικτατορίας, στην πραγματικότητα δεν ήταν παρά μια φυσιολογική πτυχή καπιταλιστικής δραστηριότητας, δίχως να συνεπάγεται κάποια ουσιαστικότερη ταύτιση με το στρατιωτικό καθεστώς. Ο ίδιος ο Νιάρχος, στις σπάνιες εμφανίσεις του στον δημόσιο χώρο, φρόντιζε άλλωστε να εμφανίζει την όποια δραστηριότητά του σαν αμιγώς οικονομική: «Εγώ δεν κάνω πολιτική», δήλωσε λ.χ. στους δημοσιογράφους, κατά τη διάρκεια δεξίωσης των ναυπηγείων του στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» («Το Βήμα», 8/6/1972), παρουσία του Αμερικανού πρέσβη Χένρι Τάσκα και τριών μελών του υπουργικού συμβουλίου («Μακεδονία», 8/6/1972).
Την εικόνα αυτή διαψεύδει ωστόσο πλήρως το ντοκουμέντο που αποκαλύπτουμε σήμερα, από τα διπλωματικά αρχεία των ΗΠΑ (NARA RG59/Records Relating to Greece, 1963-1974, κουτί 8, φ.2400773). Ο λόγος για το «μνημόνιο συνομιλίας» (Memorandum of Conversation) που συνέταξε -σε τρίτο πρόσωπο- ο πρώτος πρέσβης των ΗΠΑ επί χούντας, Φίλιπς Τάλμποτ, για την εμπιστευτική κουβέντα του με τον Νιάρχο στις 24 Αυγούστου 1967, κατά τη διάρκεια γεύματός τους στο γιοτ «Κρεολή» του εφοπλιστή. Ο Νιάρχος εμφανίζεται εκεί ως ένθερμος υποστηρικτής των δικτατόρων, τονίζοντας ότι δεν έπρεπε ούτε να απομονωθούν ούτε να πιεστούν για να επαναφέρουν «πρόωρα» τη χώρα στον κοινοβουλευτισμό, και ασκώντας κριτική στις ΗΠΑ για το προσωρινό εμπάργκο που είχαν επιβάλει -για τα μάτια του κόσμου- μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου στην αποστολή βαρέων όπλων στην Αθήνα. Οι απαντήσεις του συνομιλητή του σ’ αυτή την κριτική αποδεικνύονται επίσης εξαιρετικά εύγλωττες όσον αφορά την πραγματική στάση της επίσημης Ουάσινγκτον απέναντι στο καθεστώς.










Η συγκεκριμένη συγκυρία ήταν από κάθε άποψη καθοριστική: βρισκόμαστε στη μέση της οκτάμηνης συγκατοίκησης του βασιλιά Κωνσταντίνου με τους πραξικοπηματίες, συγκατοίκησης που τερματίστηκε ως γνωστόν με το αποτυχημένο βασιλικό κίνημα της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και την άδοξη φυγή του Κοκού στην Εσπερία, απέχουμε δε λίγες μόνο μέρες από την «ιδιωτική» επίσκεψή του στη Βόρεια Αμερική και τη συνάντησή του με τον πρόεδρο Τζόνσον (11/9/1967), απ’ τον οποίο ζήτησε την αποστολή… πεζοναυτών προς υποστήριξή του («Οπερέτα με ανθρωποθυσίες», «Εφ.Συν.», 16/12/2017). Ο Τάλμποτ, απ’ την πλευρά του, προεξοφλούσε πως τα δικά του παράπονα, για τη συμπεριφορά κάποιων συνεργατών του δικτάτορα απέναντι στην πρεσβεία, θα μεταφέρονταν πάραυτα από τον Νιάρχο στον Παπαδόπουλο, προς γνώση και συμμόρφωση.
Η οικειότητα μεταξύ πρέσβη κι εφοπλιστή, που αποτυπώνεται στην περιγραφή της συνομιλίας τους, επιβεβαιώνει απλώς τις προϋπάρχουσες στενές σχέσεις του Νιάρχου με τους κρατικούς μηχανισμούς της υπερδύναμης. Είναι γνωστό λ.χ. πως ο σταθμάρχης της CIA στην Αθήνα το 1953-1955, Αλφρεντ Ολμερ, μετά την αποχώρησή του από την υπηρεσία ανέλαβε το 1962 διευθυντής των κεντρικών γραφείων του Ομίλου Νιάρχου στο Λονδίνο («Ελευθερία», 3/10/1962).
Εν έτει 1967, πάλι, ένας από τους επιφανέστερους Αμερικανούς δημοσιογράφους επικαλούνταν ως πιθανή ερμηνεία της «προνομιακής μεταχείρισης» του Νιάρχου από τις φορολογικές υπηρεσίες των ΗΠΑ «την πληροφορία πως ο Νιάρχος επέτρεψε σε πράκτορες της CIA να ταξιδεύουν με τα πλοία του διαμέσου της διώρυγας του Σουέζ και σε άλλα ταραχώδη σημεία μεταμφιεσμένοι σαν μέλη του πληρώματος» (Jack Anderson, «Taxpayer Loses in Niarchos’ Tax Deal», Washington Post, 15/2/1967).
Το πλήρες κείμενο
Το πλήρες κείμενο του ντοκουμέντου της συνομιλίας Τάλμποτ-Νιάρχου έχει ως εξής:
«ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ
ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑΣ
ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ:
κ. Σταύρος Νιάρχος
Εντιμότατος Φίλιπς Τάλμποτ, Αμερικανός πρέσβης
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ / ΤΟΠΟΣ: 24 Αυγούστου 1967
ΑΝΤΙΓΡΑΦΑ ΣΕ: DCM [Υπαρχηγό Αποστολής], POL [Πολιτικό Τμήμα], ECON [Οικονομικό Τμήμα], NEA/GRK [Τμήμα Μέσης Ανατολής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ / Ελληνικό Τμήμα]
Κατά τη διάρκεια γεύματος πάνω στο γιοτ “Κρεολή”, ο κ. Νιάρχος διηγήθηκε πτυχές των πρόσφατων συνομιλιών του με τον βασιλέα Κωνσταντίνο και τις απόψεις του για την γενική κατάσταση στην Ελλάδα. Ηταν ένας απ’ αυτούς που απαίτησαν από τον βασιλιά να συντομεύσει την επίσκεψή του στις ΗΠΑ και τον Καναδά. Ανησυχούσε ότι διαδηλώσεις στη Ν. Υόρκη μπορεί να έπλητταν τη θέση του βασιλιά. Αναρωτήθηκε αν η αναταραχή του φετινού καλοκαιριού γύρω από το ζήτημα των Νέγρων αυξάνει την πιθανότητα διαδηλώσεων κατά του βασιλιά. Απάντησα πως αυτό είναι αμφίβολο· τα συμφέροντα που εμπλέκονται στις δυο περιπτώσεις είναι εντελώς διαφορετικά.
Ο Νιάρχος κατέβαλε προσπάθειες ν’ απαιτήσει να παραμείνουν οι ΗΠΑ σε στενή επικοινωνία με μέλη της ελληνικής χούντας. Η περικοπή της στρατιωτικής βοήθειας και η άρνηση συνάντησης μαζί τους το μόνο που μπορεί να καταφέρει είναι να τους οδηγήσει σε πικρή απομόνωση, υποστήριξε. Οπως είχε πει στον βασιλιά, καλό είναι να τους αποσπάσει υποσχέσεις για αναθεώρηση του Συντάγματος και δημοψήφισμα, σ’ αυτή τη φάση όμως δεν πρέπει να υπάρξει πίεση για πρόωρες εκλογές. Πολλά μέλη της χούντας, ιδίως τα νεότερα, θεωρούν την κουβέντα για τις εκλογές ανάθεμα. Εφόσον σε κάθε περίπτωση χρειάζονται πολλά βήματα για την αποκατάσταση μιας εκλεγμένης κυβέρνησης, [ο ίδιος] θα απαιτούσε επικέντρωση σε ένα βήμα κάθε φορά. Μ’ αυτόν τον τρόπο οι άνθρωποι μπορούν να κερδηθούν προς τη σωστή πορεία, ενώ είναι υπερβολικά στενοκέφαλοι, αμυντικοί και φιλοπόλεμοι για να πιεστούν επιτυχώς.
Τον διαβεβαίωσα πως η πρεσβεία επιδιώκει καλή επαφή με τους ηγέτες του πραξικοπήματος. Είχε την εντύπωση πως ο συνταγματάρχης Παπαδόπουλος αισθάνεται πως η πρεσβεία τον σνομπάρει. Του περιέγραψα την εντύπωσή μου ότι συμβαίνει το αντίθετο: ο βοηθός του συνταγματάρχη Παπαδόπουλου, ταγματάρχης Λαμπρόπουλος, είπε σ’ έναν από τους ανθρώπους της πρεσβείας μας που τηλεφώνησε για λογαριασμό μου πως αιτήσεις για συνάντηση με τον συνταγματάρχη Παπαδόπουλο πρέπει να κατατίθενται στην Υπηρεσία Πρωτοκόλλου του Υπουργείου Εξωτερικών. Ο Νιάρχος αντέδρασε με έκπληξη. Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία πως αυτό θα φτάσει στον Παπαδόπουλο και πως δεν είναι πιθανό να ξαναπάρουμε αυτού του είδους την απάντηση.
Ο Νιάρχος έκρινε πως η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας δεν είναι κακή. Το εισόδημα από τη ναυτιλία κατά το δεύτερο μισό του 1967 θα είναι αυξημένο κατά 30%, εκτίμησε, αντισταθμίζοντας έτσι τις απώλειες από το τουριστικό εισόδημα. Τα δικά του ναυπηγεία έχουν αναδουλειές, αλλά με τα έσοδα από τη λειτουργία των πλοίων να έχουν πρόσφατα ανέβει, του έρχεται μία η άλλη.
Ο Νιάρχος περιέγραψε τον εαυτό του ως όχι ιδιαίτερα σίγουρο για το ποιοι είναι “τα αληθινά αφεντικά” στη χούντα. Η καταδίκη του τέως υπουργού Εξωτερικών Αβέρωφ σε πέντε χρόνια για μια ελάσσονα παράβαση έδειξε την απουσία κατεύθυνσης και την επιθυμία ορισμένων ατόμων της χούντας να κάνουν επίδειξη της δύναμής τους. Η ανατροπή αυτής της ενέργειας μέσω του κυβερνητικού αιτήματος για βασιλική χάρη προκάλεσε εξαιρετικά δυσμενείς αντιδράσεις μεταξύ των νεότερων μελών της χούντας.
Ο Νιάρχος είχε ανακαλύψει τούτη την εβδομάδα ότι, μετά το επεισόδιο του Αβέρωφ, κάποια νεότερα μέλη της χούντας άρχισαν να επιδεικνύουν νευρικότητα για την αύξηση της δύναμής τους, ο Παπαδόπουλος διαβεβαίωσε όμως ότι μπορεί να τους κρατήσει υπό έλεγχο. Ο Νιάρχος συμβούλευσε τον βασιλιά να καταβάλει προσπάθειες κατά την επιστροφή του να γνωρίσει τους νεότερους που επηρεάζουν εμφανώς την πολιτική της χούντας.
Συνοψίζοντας, ο Νιάρχος τόνισε ξανά πως οι ΗΠΑ πρέπει να αποδεχθούν το γεγονός της παρούσας κυβέρνησης της Ελλάδας, να συνεργαστούν μαζί της και να επιδείξουν κατανόηση και συμπάθεια για τα προβλήματά της. Μ’ αυτόν τον τρόπο, η αμερικανική επιρροή θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εποικοδομητικά για να τραβήξει τη χώρα ξανά προς την κανονικότητα. Η άλλη προσέγγιση, του να αγνοούν ή να χαστουκίζουν διαρκώς αυτή την κυβέρνηση, μπορεί να έχει μονάχα δυσμενείς συνέπειες για τα βέλτιστα ελληνικά και αμερικανικά συμφέροντα. Τον διαβεβαίωσα πως ενδιαφερόμαστε να διατηρήσουμε ισχυρές ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Είπα επίσης ότι κανείς στις ΗΠΑ δεν επιθυμεί να επαναφέρει το ρολόι ξανά στην κατάσταση προ της 21ης Απριλίου. Αν αυτή η κυβέρνηση επικεντρωθεί στο συγύρισμα της ακαταστασίας που κληρονόμησε και στον σχεδιασμό ενός ασφαλούς συνταγματικού μέλλοντος, θα κερδίσει την υποστήριξη τόσο των ΗΠΑ όσο και των δυτικοευρωπαϊκών χωρών του ΝΑΤΟ. Αν υπάρξουν προσπάθειες για πλήρη στρατιωτικοποίηση της κυβέρνησης ή παραμερισμό του βασιλιά, τότε φοβάμαι για το μέλλον των σχέσεων της Ελλάδας με τη Δύση καθώς οι αντιδράσεις στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ευρώπη θα είναι πολύ επικριτικές.
Μετά το γεύμα και προς το τέλος της συνομιλίας μας, ο ανιψιός του Νιάρχου, Κωνσταντίνος Δρακόπουλος, ανέβηκε στο πλοίο. Κι αυτός επίσης είχε δει τον βασιλιά μέσα στο τελευταίο εικοσιτετράωρο. Μεταξύ άλλων αντικειμένων είχαν συζητήσει για την ασφάλεια των επικοινωνιών κατά την παραμονή του βασιλιά στη Βόρεια Αμερική. Ο Δρακόπουλος μου έδωσε την εντύπωση πως ήταν ύστερα από δική του εισήγηση που ο Κωνσταντίνος ζήτησε αν μπορούμε να βοηθήσουμε επ’ αυτού».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας