Αθήνα, 26°C
Αθήνα
Αίθριος καιρός
26°C
26.2° 23.2°
3 BF
46%
Θεσσαλονίκη
Αίθριος καιρός
23°C
23.7° 21.5°
2 BF
70%
Πάτρα
Αίθριος καιρός
25°C
25.5° 23.3°
1 BF
76%
Ιωάννινα
Ελαφρές νεφώσεις
23°C
22.9° 22.9°
1 BF
73%
Αλεξανδρούπολη
Ελαφρές νεφώσεις
21°C
20.9° 20.9°
2 BF
68%
Βέροια
Αίθριος καιρός
21°C
21.0° 21.0°
2 BF
73%
Κοζάνη
Αίθριος καιρός
18°C
18.4° 18.4°
2 BF
42%
Αγρίνιο
Ελαφρές νεφώσεις
25°C
25.2° 25.2°
1 BF
80%
Ηράκλειο
Αίθριος καιρός
25°C
24.9° 24.7°
3 BF
60%
Μυτιλήνη
Αίθριος καιρός
23°C
23.3° 22.9°
4 BF
53%
Ερμούπολη
Αίθριος καιρός
24°C
24.4° 24.4°
4 BF
46%
Σκόπελος
Αίθριος καιρός
22°C
21.7° 21.7°
0 BF
73%
Κεφαλονιά
Αίθριος καιρός
25°C
24.9° 24.9°
0 BF
88%
Λάρισα
Αίθριος καιρός
22°C
21.9° 21.9°
2 BF
64%
Λαμία
Αίθριος καιρός
25°C
25.5° 22.3°
1 BF
60%
Ρόδος
Αίθριος καιρός
27°C
26.6° 25.8°
4 BF
58%
Χαλκίδα
Αίθριος καιρός
20°C
23.3° 19.8°
0 BF
55%
Καβάλα
Αραιές νεφώσεις
24°C
24.4° 21.3°
1 BF
69%
Κατερίνη
Αίθριος καιρός
21°C
21.4° 21.4°
2 BF
91%
Καστοριά
Αίθριος καιρός
17°C
17.5° 17.5°
2 BF
63%
ΜΕΝΟΥ
Σάββατο, 14 Ιουνίου, 2025
Το διυλιστήριο της Motor Oil στους Αγίους Θεοδώρους την εποχή των εγκαινίων του (1972)
Το διυλιστήριο της Motor Oil στους Αγίους Θεοδώρους την εποχή των εγκαινίων του (1972) | Μ. ΧΑΡΗΣ, «ΧΟΥΝΤΑ… ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ» (2002)

Ο άγνωστος πρωταγωνιστής της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης

Η εγχώρια βιομηχανία πετρελαίου, η εμπλοκή των Ελλήνων εφοπλιστών και η διαπλοκή της με την πολιτική κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Ποιο είναι το ελληνικό προϊόν που είναι ταυτισμένο με τη χώρα μας στο διεθνές οικονομικό στερέωμα; Εύκολο το ερώτημα θα έλεγε κανείς και φαινομενικά αυτονόητη η απάντηση, με το ελαιόλαδο να έρχεται μάλλον αυθόρμητα στο στόμα. Κι όμως. Σχεδόν το 30% της αξίας των ελληνικών εξαγωγών προέρχεται από έναν τελείως διαφορετικό κλάδο, αυτόν των πετρελαιοειδών. Η Ελλάδα κατατάσσεται σταθερά ανάμεσα στις δέκα πρώτες χώρες σε διυλιστική ικανότητα στον Ευρωπαϊκό Οικονομικό Χώρο – πάνω από την πετρελαιοπαραγωγό Νορβηγία! Παράδοξοι αριθμοί, ακόμη και για μια χώρα που αρέσκεται μεν στις παραδοξότητες, δεν διαθέτει, ωστόσο, σε αφθονία την απαραίτητη πρώτη ύλη για την παραγωγή προϊόντων πετρελαίου.

Το στοιχείο που διαφοροποιεί την Ελλάδα από τις άλλες μη πετρελαιοπαραγωγούς χώρες που εξαρτώνται από τις εισαγωγές αργού πετρελαίου είναι η κυριαρχία των Ελλήνων εφοπλιστών στις διεθνείς μεταφορές πετρελαίου.

Πολύ νωρίς, οι Ελληνες εφοπλιστές έδειξαν ενδιαφέρον για την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας πετρελαίου και η είσοδός τους στον κλάδο της διύλισης υπήρξε καθοριστική για την άνθηση των ελληνικών εξαγωγών προϊόντων πετρελαίου. Η πτυχή αυτή, παρούσα σε κάθε καμπή της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης της χώρας δεν σφράγισε απλώς τα χαρακτηριστικά του ελληνικού μοντέλου ανάπτυξης, αλλά διαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό ακόμη και κρίσιμες πολιτικές εξελίξεις.

Το πρώτο διυλιστήριο και η ρήξη Καραμανλή - Μποδοσάκη

Ο πρώτος σταθμός σε αυτήν τη συναρπαστική, μα καθόλου ανέφελη, διαδρομή υπήρξε η εγκατάσταση του πρώτου διυλιστηρίου στον Ασπρόπυργο. Μια εξέλιξη που δεν ήταν καθόλου αυτονόητη, καθώς διαδοχικές ελληνικές κυβερνήσεις έπρεπε να παρακάμψουν τις αντιρρήσεις των Αμερικανών ιθυνόντων του Σχεδίου Μάρσαλ και των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών που ήλεγχαν την ελληνική αγορά προϊόντων πετρελαίου.

«Οι αρμόδιοι πιστεύουν ότι το διυλιστήριον ημπορεί να καλύψη τις ανάγκες της χώρας στο σύνολό τους» | «Το Βήμα», 6.11.1958

Για την ακρίβεια, το πρώτο ελληνικό διυλιστήριο τέθηκε σε λειτουργία του στα τέλη του 1958, πολύ μετά το πέρας του Σχεδίου Μάρσαλ, χάρη στην εκπλήρωση δύο προϋποθέσεων. Πρώτον, την αποσύνδεση της κατασκευής από την ανάθεση της διεύθυνσης του διυλιστηρίου. Η λύση αυτή επέτρεψε την άντληση γερμανικών πιστώσεων για την κατασκευή ενός κρατικής ιδιοκτησίας διυλιστηρίου, η ύπαρξη του οποίου έθετε τους Αμερικανούς προ τετελεσμένου. Δεύτερον, την προσέλκυση του ενδιαφέροντος των μεγάλων Ελλήνων εφοπλιστών, οι προσφορές των οποίων για την ανάληψη της διεύθυνσης του διυλιστηρίου υποχρέωσαν, υπό τον φόβο του αποκλεισμού, τις μεγάλες πετρελαϊκές εταιρείες να διεκδικήσουν και εκείνες συμμετοχή, υποβάλλοντας τελικά ανταγωνιστικές προσφορές.

Το σχήμα που ανέλαβε τη διεύθυνση του κρατικής ιδιοκτησίας διυλιστηρίου αντικατόπτριζε όλους αυτούς τους συμβιβασμούς της νέας εποχής της ελληνικής εκβιομηχάνισης: μια κοινοπραξία που περιελάμβανε τον Ομιλο Νιάρχου, τον Ομιλο Μποδοσάκη, την αμερικανική πετρελαϊκή εταιρεία Μόμπιλ Οϊλ, τη γερμανική κατασκευαστική εταιρεία Hydrocarbon (η οποία είχε ηγηθεί του σχήματος που ανέλαβε την ανέγερση), ενώ το κράτος –ως ιδιοκτήτης– διατηρούσε ρόλο εποπτικό.

Ιδιαίτερο παρασκηνιακό ενδιαφέρον παρουσιάζει η σιωπηρή αποχώρηση του ισχυρότερου βιομήχανου της εποχής, του Μποδοσάκη-Αθανασιάδη, από το αρχικό σχήμα λίγες εβδομάδες πριν από την έναρξη της λειτουργίας του διυλιστηρίου. Η αποχώρηση του Μποδοσάκη υπήρξε μια από τις πολλές παράπλευρες επιχειρηματικές απώλειες του πολέμου φθοράς που διεξήγαγε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή εναντίον του Μποδοσάκη μετά την απόπειρα του τελευταίου να ανατρέψει την κυβέρνηση τον Μάρτιο του 1958.

Η ESSO-Pappas στη Θεσσαλονίκη

Η λειτουργία του πρώτου διυλιστηρίου πρόσφερε μια αποφασιστική, αλλά πρόσκαιρη, ανακούφιση του ισοζυγίου πληρωμών, καθώς η παραγωγή του κάλυψε περίπου το 75% της εσωτερικής αγοράς πετρελαιοειδών. Σε μια συγκυρία, ωστόσο, ταχείας βιομηχανικής ανάπτυξης –και, άρα, αύξησης των ενεργειακών αναγκών– η διεύρυνση της διυλιστικής ικανότητας της χώρας αποτέλεσε βασική προτεραιότητα των οικονομικών επιτελείων. Ηδη, το 1962, η κυβέρνηση Καραμανλή υπέγραψε σύμβαση για τη δημιουργία δεύτερου διυλιστηρίου στη Θεσσαλονίκη.

Σε αντίθεση με το περίπλοκο σχήμα του διυλιστηρίου Ασπροπύργου, το διυλιστήριο της Θεσσαλονίκης ανατέθηκε εξολοκλήρου σε κοινοπραξία ιδιωτικών εταιρειών που σχηματίστηκε μεταξύ της αμερικανικής πετρελαϊκής εταιρείας ESSO και του Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Τομ Πάππας.

Η καινοτομία του δεύτερου διυλιστηρίου ήταν η ανάληψη υποχρέωσης πραγματοποίησης παράλληλων βιομηχανικών επενδύσεων εκ μέρους της ESSO-Pappas, στοιχείο το οποίο –σε μια εποχή που η ελληνική οικονομία διψούσε για ξένες επενδύσεις– αποτέλεσε σημαντικό λόγο για την πρόκριση αυτού του σχήματος. Ετσι, η κοινοπραξία, εκτός από το διυλιστήριο, ανέλαβε να προχωρήσει στην εγκατάσταση χαλυβουργείου και εργοστασίου αμμωνίας και μονάδας πετροχημικών.

Οι όροι της συμφωνίας επικρίθηκαν σφόδρα από την Ενωση Κέντρου, η οποία μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης επαναδιαπραγματεύτηκε –χωρίς να ακυρώσει– τη σύμβαση και τελικά το διυλιστήριο τέθηκε σε λειτουργία επί κυβέρνησης Αποστατών το 1966.

Η βεντέτα Ωνάση - Νιάρχου διχάζει τη χούντα

Ηδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, ταυτόχρονα με την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων για το δεύτερο διυλιστήριο, κυβερνητικοί παράγοντες έκαναν λόγο για την ανάγκη κατασκευής και τρίτου ελληνικού διυλιστηρίου. Οι μεσοπρόθεσμες προβολές της ζήτησης πετρελαιοειδών καθιστούσαν σαφές ότι, παρά τη λειτουργία του διυλιστηρίου της Θεσσαλονίκης –η παραγωγή του οποίου, εξάλλου, προοριζόταν εν μέρει για εξαγωγές–, η προσφορά δεν θα επαρκούσε για την κάλυψη των αναγκών της εγχώριας αγοράς. Ετσι, με αφορμή την επικείμενη λήξη της δεκαετούς σύμβασης για τη διεύθυνση του κρατικού διυλιστηρίου που εξέπνεε το 1968, η κυβέρνηση των συνταγματαρχών (που είχαν καταλάβει την εξουσία έναν χρόνο πριν) προχώρησε στην πρόσκληση προσφορών τόσο για την ανάληψη της διεύθυνσης του Ασπροπύργου όσο και για την ανέγερση ενός τρίτου διυλιστηρίου. Η πρόσκληση για το νέο διυλιστήριο θα ακολουθούσε, μάλιστα, το μοντέλο των παράλληλων επενδύσεων που είχε εγκαινιάσει η σύμβαση με την ESSO-Pappas.

Σε αυτή την πρώτη φάση των σχετικών διαπραγματεύσεων, κερδισμένος αναδείχθηκε ο Αριστοτέλης Ωνάσης, ο οποίος ανέλαβε τόσο τη διεύθυνση του κρατικού διυλιστηρίου όσο και τη σύμβαση για την ανέγερση του νέου διυλιστηρίου. Η εξέλιξη αυτή κινητοποίησε τον βασικό ανταγωνιστή του Ωνάση, τον Νιάρχο, ο οποίος, θεωρώντας ότι είχε εξασφαλισμένη την ανανέωση της διεύθυνσης του κρατικού διυλιστηρίου, δεν είχε καταθέσει προσφορά για το νέο διυλιστήριο. Μπροστά στο φάσμα του πλήρους αποκλεισμού, ωστόσο, ο Νιάρχος αποφάσισε να υποβάλει αντιπροσφορά, η οποία περιλάμβανε όρους πολύ ευνοϊκότερους για το Δημόσιο, με την ελπίδα να ανατρέψει, έστω και εκπρόθεσμα, τη συμφωνία Ωνάση.

Ο Μακαρέζος με τον Ωνάση
Ο Μακαρέζος με τον Ωνάση... | ΓΓΤΠ-ΓΓΕΕ
Ο Μακαρέζος με τον Νιάρχο
... και τον Νιάρχο. Η σύγκρουση των δύο εφοπλιστών για το τρίτο διυλιστήριο έληξε 0-0, με τελικούς νικητές τον Βαρδινογιάννη και τον Λάτση. | Ν. ΜΑΚΑΡΕΖΟΣ, «ΠΩΣ ΟΔΗΓΗΘΗΚΑΜΕ ΣΤΗΝ 21η ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967» (2005)

Η βεντέτα των δύο ανταγωνιστών, που αναγόταν στις αρχές της δεκαετίας του 1950, είχε ήδη μεταφερθεί στην Ελλάδα από τα μέσα εκείνης της ίδιας δεκαετίας, όταν οι δυο τους διασταύρωσαν τα ξίφη τους για τη ναυπηγική βιομηχανία και την ελληνική πολιτική αεροπορία, με τον Νιάρχο να αποκτά τον έλεγχο της πρώτης και τον Ωνάση της δεύτερης. Στο γύρισμα της δεκαετίας του 1960, ο ανταγωνισμός τους θα κλόνιζε τη συνοχή του καθεστώτος των συνταγματαρχών. Η σκανδαλώδης υποστήριξη του Γεώργιου Παπαδόπουλου προς τον Ωνάση, παρά την παρελκυστική τακτική του δεύτερου στις διαπραγματεύσεις με το αρμόδιο υπουργείο Συντονισμού, θα προκαλούσε ρήγμα στις σχέσεις της ηγετικής τριανδρίας της δικτατορίας. Η κρίση αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση του υπουργείου και την απομάκρυνση των στενότερων συνεργατών του Νικόλαου Μακαρέζου που ήταν ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός και επικεφαλής της διαπραγματευτικής ομάδας.

Τελικά, στις αρχές του 1970, θα επιτυγχανόταν ένας συμβιβασμός με τη μερική ιδιωτικοποίηση του κρατικού διυλιστηρίου υπέρ του Νιάρχου, την ανάληψη του τρίτου διυλιστηρίου από τον Ωνάση και την υπογραφή συμφωνιών για επενδύσεις συνολικού ύψους 900 εκατομμυρίων δολαρίων εκ μέρους των δύο αναδόχων. Ωστόσο, από τις συμφωνίες αυτές μόνο η σύμβαση Νιάρχου θα προχωρούσε στην υλοποίησή της, αφού ο Ωνάσης θα συνέχιζε να προβάλλει αιτιάσεις που θα τον οδηγούσαν στην οριστική εγκατάλειψη του εγχειρήματος στα τέλη του 1971.

Τα εξαγωγικά διυλιστήρια Λάτση - Βαρδινογιάννη

Η κρίση που προκάλεσε η υπόθεση του τρίτου διυλιστηρίου θα τραυμάτιζε τη μακροπρόθεσμη σταθερότητα της δικτατορίας, οδηγώντας στην υιοθέτηση ανταγωνιστικών στρατηγικών για τη μετεξέλιξη του καθεστώτος. Στο μεταξύ, ωστόσο, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η στασιμότητα της σύμβασης Ωνάση, δόθηκαν σταδιακά άδειες για την εγκατάσταση νέων διυλιστηρίων χωρίς δικαίωμα προμήθειας της εγχώριας αγοράς.

Σε αυτή την κατεύθυνση, το 1971 ο Ιωάννης Λάτσης εγκατέστησε το διυλιστήριο της ΠΕΤΡΟΛΑ στην Ελευσίνα, ενώ το διάστημα 1972-1973 ο Ομιλος Βαρδινογιάννη, οποίος διατηρούσε διυλιστήριο λιπαντικών, έλαβε άδεια εγκατάστασης διυλιστηρίου πετρελαίου στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας.

Μάλιστα, το 1972, μετά την οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου κατασκευής του τρίτου διυλιστηρίου από τον Ωνάση, η ΠΕΤΡΟΛΑ έλαβε άδεια επέκτασης της διυλιστικής της ικανότητας κατά ποσοστό ανάλογο του 1/3 της προβλεπόμενης διυλιστικής ικανότητας του τρίτου διυλιστηρίου.

Οι νέες αυτές άδειες απέδωσαν άμεσα αποτελέσματα, καθώς, σε αντίθεση με το μοντέλο του δεύτερου και του τρίτου διυλιστηρίου, δεν προέβλεπαν παράλληλες βιομηχανικές επενδύσεις που, όπως αποδείχθηκε, περιέπλεκαν τις διαπραγματεύσεις, καθυστερώντας την ανέγερση των μονάδων διύλισης.

Η ΣΤΡΑΝ, το Πολυτεχνείο και οι απαλλοτριώσεις

Ο τρίτος νικητής της περιόδου, Στρατής Ανδρεάδης, αποδείχθηκε τελικά πολύ λιγότερο τυχερός | Μ. ΧΑΡΗΣ, «ΧΟΥΝΤΑ… ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ» (2002)

Η εξέλιξη, ωστόσο, θα ήταν διαφορετική στην περίπτωση του μεριδίου της διυλιστικής ικανότητας που ανέλαβε μετά την αποτυχία του Ωνάση ο Στρατής Ανδρεάδης. Ο Ανδρεάδης, πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών και επικεφαλής του Ομίλου της Εμπορικής Τράπεζας (που ήλεγχε πληθώρα βιομηχανικών, ξενοδοχειακών, τραπεζικών και ασφαλιστικών εταιρειών), διατηρούσε στενή προσωπική σχέση διαδοχικά με τον Καραμανλή και τον Παπαδόπουλο και τελικά ανέλαβε να φέρει σε πέρας το τρίτο διυλιστήριο.

Αρχικά, η ανάληψη της σχετικής σύμβασης προχώρησε ταχύτατα. Ομως, η απόλυτη ταύτιση του Ανδρεάδη με το πρόσωπο του Παπαδόπουλου, τον οποίο η Ενωση Ελλήνων Εφοπλιστών αναγόρευσε επίτιμο πρόεδρό της με πρωτοβουλία του Ανδρεάδη τον Μάρτιο του 1972, λίγες μέρες πριν από το άνοιγμα του φακέλου προσφορών για το διυλιστήριο, δεν έμελλε να τελεσφορήσει. Μετά την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τον Δημήτριο Ιωαννίδη και τη στρατοκρατική αναδίπλωση του καθεστώτος, η πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης ήταν η ακύρωση των απαλλοτριώσεων των εκτάσεων γης στις οποίες θα ανεγειρόταν το διυλιστήριο στην περιοχή της Πάχης Μεγάρων.

Η επιλογή αυτή δεν ήταν τυχαία. Ο συμβολισμός ήταν σαφής: η ακύρωση των απαλλοτριώσεων αντανακλούσε τη διαφοροποίηση του ιωαννιδικού καθεστώτος από την εποχή Παπαδόπουλου και τις στενές σχέσεις του τελευταίου με τις επιχειρηματικές ελίτ της χώρας. Επιπλέον, με τον τρόπο αυτόν, η νέα φρουρά της δικτατορίας ικανοποιούσε τους αγρότες της περιοχής, οι οποίοι είχαν κινητοποιηθεί τόσο νομικά όσο και με την πραγματοποίηση συγκεντρώσεων, ενώ η παρουσία τους κατά την εκδίκαση της υπόθεσης στην Αθήνα είχε συμπέσει με την κατάληψη του Πολυτεχνείου. Σύμπτωση που αποτέλεσε πηγή ανησυχίας για το καθεστώς. Τελικά, η ακύρωση των απαλλοτριώσεων επικυρώθηκε από τη μεταπολιτευτική κυβέρνηση Καραμανλή, εγκαινιάζοντας μια μακρά δικαστική διαμάχη μεταξύ του ελληνικού Δημοσίου και της ΣΤΡΑΝ (της εταιρείας που είχε συστήσει για το διυλιστήριο ο Ανδρεάδης).

Η πετρελαϊκή κρίση του 1973

Οι πολιτικές περιπλοκές των συμβάσεων Ωνάση και Ανδρεάδη δεν θα ήταν χωρίς οικονομικές συνέπειες. Οι άδειες ίδρυσης εξαγωγικών διυλιστηρίων εν μέρει μόνο μπόρεσαν να αντισταθμίσουν το συναλλαγματικό κόστος των καθυστερήσεων. Οι επιπτώσεις του φιάσκου του τρίτου διυλιστηρίου θα γίνονταν αισθητές με την έκρηξη του αραβοϊσραηλινού πολέμου του Γιομ Κιπούρ και την πετρελαϊκή κρίση που ακολούθησε την απόφαση των πετρελαιοπαραγωγών χωρών να ασκήσουν πίεση στη Δύση περιορίζοντας τις εξαγωγές πετρελαίου. Ο τετραπλασιασμός των τιμών του πετρελαίου άσκησε τρομακτικές πληθωριστικές πιέσεις στο ήδη ασταθές νομισματικό περιβάλλον που είχε διαμορφωθεί από την κατάρρευση του Bretton Woods στις αρχές της δεκαετίας του 1970.

Η ελληνική οικονομία που διένυε μια φάση υπερθέρμανσης βρέθηκε εκτεθειμένη στην αύξηση της τιμής του πετρελαίου σε μια συγκυρία εντεινόμενης εξάρτησής της από τις εισαγωγές πετρελαίου και πετρελαιοειδών. Το εμπορικό έλλειμμα εκτινάχθηκε και οι ανισορροπίες του ισοζυγίου πληρωμών έλαβαν εκρηκτικές διαστάσεις. Προκειμένου να μπορέσει να αποσοβήσει τη δημοσιονομική κατάρρευση, το καθεστώς Ιωαννίδη υιοθέτησε μια επιθετικά περιοριστική πολιτική, οδηγώντας σε πρωτοφανή για τα μεταπολεμικά ελληνικά δεδομένα ύφεση. Με τον τρόπο αυτό, έπληξε το εισόδημα της εργαζόμενης πλειοψηφίας και, ταυτόχρονα, αποξενώθηκε από τον επιχειρηματικό κόσμο που καλούνταν πρώτη φορά μετά το πραξικόπημα να λειτουργήσει σε ένα ανοιχτά εχθρικό κλίμα.

Πρωταγωνιστής – θετικός και αρνητικός

Η πετρελαϊκή βιομηχανία αποτέλεσε έναν νευραλγικό τομέα της ελληνικής οικονομίας, η ανάπτυξη του οποίου καθόρισε εν πολλοίς τα χαρακτηριστικά του μεταπολεμικού οικονομικού μοντέλου της χώρας. Η επιλογή των πρώτων μετεμφυλιακών κυβερνήσεων να παρακάμψουν τις αντιρρήσεις των Αμερικανών και των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών και να επιδιώξουν την εγκατάσταση διυλιστηρίου πετρελαίου στη χώρα, προσέλκυσε το ενδιαφέρον του εφοπλιστικού κεφαλαίου για την ελληνική οικονομία, η οποία διψούσε για επενδύσεις που θα επέτρεπαν την υλοποίηση των στόχων της εκβιομηχάνισης. Ταυτόχρονα, όμως, η ασύμμετρη εξάρτηση από έναν κλάδο ευαίσθητο στις διεθνείς διακυμάνσεις κατέστησε την ελληνική οικονομία ιδιαίτερα ευάλωτη σε εξωγενείς οικονομικές κρίσεις – όπως έγινε φανερό κατά τη διάρκεια της πετρελαϊκής κρίσης του 1973 (και αργότερα, του 1979-80).

Επιπλέον, η ίδια η ολιγοπωλιακή δομή του κλάδου και η υπέρμετρη ισχύς των μεγάλων εφοπλιστών –που μέχρι τουλάχιστον τη Μεταπολίτευση παρέμεναν εντελώς ανεξέλεγκτοι– αποτέλεσε διαχρονικό χαρακτηριστικό που σε κρίσιμες καμπές της ελληνικής πολιτικής ιστορίας διευκόλυνε πολιτικές παρεμβάσεις εκ μέρους ισχυρών ιδιωτικών συμφερόντων με αποσταθεροποιητικό αποτέλεσμα.

Γιατί οι Ελληνες εφοπλιστές επένδυσαν στην πετρελαϊκή βιομηχανία

Από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια οι Ελληνες εφοπλιστές διακρίθηκαν στην παγκόσμια μεταφορά πετρελαίου, επενδύοντας στην απόκτηση μεγάλων δεξαμενοπλοίων. Ο Αριστοτέλης Ωνάσης επιχείρησε, μάλιστα, να αποκτήσει μερίδιο στη μεταφορά του σαουδαραβικού πετρελαίου, προκαλώντας την αντίδραση των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών οι οποίες μποϊκόταραν τον στόλο του. Η επάνοδος του Ωνάση στις διεθνείς μεταφορές πετρελαίου κατέστη εφικτή μόνο μετά το κλείσιμο της διώρυγας του Σουέζ το 1956 που εκτόξευσε τη ζήτηση για τη διαθέσιμη χωρητικότητα στον χώρο των δεξαμενοπλοίων. Εκτοτε, οι Ελληνες εφοπλιστές προσπάθησαν να αναβαθμίσουν τη διαπραγματευτική τους ικανότητα έναντι των πετρελαϊκών εταιρειών μέσω της απόκτησης μεριδίου στα υπό ανέγερση διυλιστήρια που πλέον άρχιζαν να μεταφέρονται από τις πετρελαιοπαραγωγούς στις καταναλώτριες χώρες.

Στο νέο περιβάλλον, η νηπιακή πετρελαϊκή βιομηχανία της μετεμφυλιακής Ελλάδας του καχεκτικού κοινοβουλευτικού ελέγχου, του τσακισμένου εργατικού κινήματος και της αυταρχικής διακυβέρνησης, πρόσφερε σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες. Ο έλεγχος της προμήθειας και της διεύθυνσης των διυλιστηρίων διασφάλιζε μια ελάχιστη εγγυημένη κάλυψη της χωρητικότητας των ελληνόκτητων δεξαμενόπλοιων, μειώνοντας έτσι τον βαθμό εξάρτησης των Ελλήνων εφοπλιστών από τις παραγγελίες των μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών.

Χρονολόγιο

🔘 1948-1952 Απόρριψη των ελληνικών προτάσεων για την ίδρυση διυλιστηρίου πετρελαίου στην Ελλάδα στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ.
🔘 1953-1955 Ενταξη της ανέγερσης διυλιστηρίου στις ελληνογερμανικές συμφωνίες για την παροχή δυτικογερμανικών πιστώσεων με στόχο την υλοποίηση βιομηχανικών επενδύσεων στην Ελλάδα.
🔘 1958 Εναρξη λειτουργίας του πρώτου κρατικού διυλιστηρίου στον Ασπρόπυργο.
🔘 1962 Υπογραφή σύμβασης με την κοινοπραξία ESSO-Pappas για την κατασκευή του δεύτερου διυλιστηρίου στη Θεσσαλονίκη.
🔘 1970 Υπογραφή των συμφωνιών της δικτατορίας με τον Αριστοτέλη Ωνάση για την ανέγερση του τρίτου διυλιστηρίου στην Πάχη Μεγάρων και με τον Σταύρο Νιάρχο για τη μερική ιδιωτικοποίηση και την αναβάθμιση του υπάρχοντος κρατικού διυλιστηρίου στον Ασπρόπυργο.
🔘 1971-1973 Ακύρωση της συμφωνίας Ωνάση, ανάληψη μέρους της συμφωνίας από τον Στρατή Ανδρεάδη και εκχώρηση αδειών ίδρυσης εξαγωγικών διυλιστηρίων με την ΠΕΤΡΟΛΑ (Ομιλος Λάτση) στην Ελευσίνα και τη Μότορ Οϊλ (Ομιλος Βαρδινογιάννη) στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας.
🔘 1973-1974 Ακύρωση της σύμβασης Ανδρεάδη και οριστική εγκατάλειψη του σχεδίου ίδρυσης διυλιστηρίου πετρελαίου στην Πάχη Μεγάρων.

Για περισσότερες πληροφορίες

■ Κατερίνα Καπετανάκη-Σηφάκη, «Η διεθνοποίηση του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Η περίπτωση των διυλιστηρίων. Μια ανάλυση των σχέσεων Ελλήνων εφοπλιστών-πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίου», εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 1985.
■ Χρήστος Τσάκας, «Με το βλέμμα στην Ευρώπη. Οι ελληνογερμανικές σχέσεις μετά τον πόλεμο (1953-1981)», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023.
■ Τζελίνα Χαρλαύτη (επιμ.), «Ιστορία των επιχειρήσεων Ωνάση 1924-1975», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2023.

🔴 Το κείμενο εντάσσεται στις δράσεις του προγράμματος «Oil, but not Olive Oil: How Petroleum Products Became Greece’s Top Exports» (επιστημονικός υπεύθυνος: Χρήστος Τσάκας) του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Ερευνας, με χρηματοδότηση του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ).

* ιστορικός, συνεργάτης του ΙΤΕ

Google News ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS
Ο άγνωστος πρωταγωνιστής της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΕ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ

Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.

Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.

Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.

Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.

Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας