Αν οι βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023 υπήρξαν οι πιο «βουβές» της μεταπολιτευτικής μας Ιστορίας, οι αυριανές ευρωεκλογές καταγράφονται αναμφίβολα ως η πιο αδιάφορη εκλογική αναμέτρηση από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Και το μεν περσινό φαινόμενο εξηγήθηκε πλήρως από την ετυμηγορία της κάλπης: το μεν ένα τέταρτο των ψηφοφόρων ετοιμαζόταν να ψηφίσει τον Κυριάκο Μητσοτάκη δίχως να νιώθει ιδιαίτερα περήφανο γι’ αυτή του την επιλογή ώστε να το εξωτερικεύσει· από τους δε υπόλοιπους, κάτι παραπάνω από τους μισούς έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια την όλη τελετουργία, θεωρώντας πως η ψήφος τους δεν πρόκειται σε τελική ανάλυση να επηρεάσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση τη ζωή τους.
Ακόμη πιο ευεξήγητη είναι η τωρινή αδιαφορία. Οχι μόνο επειδή η Ε.Ε. εκλαμβάνεται ως μια μακρινή και κυρίως αριστοκρατική εξουσία, που δεν λογοδοτεί παρά μονάχα στον εαυτό της ή το πολύ πολύ στις «αγορές». Ούτε μόνο εξαιτίας του γεγονότος ότι η πρόσφατη συντριβή και η συνακόλουθη αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αμφισβήτησης της ηγεμονίας της Ν.Δ., σ’ ένα πολιτικό σκηνικό όπου οι βασικοί μονομάχοι έχουν πλήρως ενστερνιστεί τη δική της νεοφιλελεύθερη κοσμοθεωρία κι ο καβγάς μεταξύ τους γίνεται πάνω σε δυσδιάκριτα δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις – όταν τον τόνο στην τηλεοπτική πασαρέλα των υποψηφίων δεν τον δίνουν προσωπικές στρατηγικές αυτοπροβολής που θυμίζουν μάλλον «Big Brother» και «Shopping Star», παρά προγραμματική αντιπαράθεση.
Οπως έχουμε επισημάνει και άλλοτε σε τούτη τη στήλη, οι εκλογές δεν είναι παρά αποτύπωση του πολιτικοϊδεολογικού συσχετισμού δυνάμεων που επικράτησε στην κοινωνία το προηγούμενο διάστημα, σε δύο συμπληρωματικά μεταξύ τους πεδία: το κυρίαρχο αφήγημα που επικρατεί στους κόλπους της για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της, αφ’ ενός, και το σύνολο των κοινωνικών αγώνων και συγκρούσεων της αμέσως προηγούμενης περιόδου, των υλικών δεσμών που συγκροτήθηκαν στη διάρκειά τους και της επίπτωσής τους στην ψυχολογία των αντίπαλων κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Και, απ’ αυτή την άποψη, η ηγεμονία της Δεξιάς παρέμεινε την τελευταία χρονιά κάτι παραπάνω από αδιαφιλονίκητη, αφήνοντας ανοιχτό μονάχα το ενδεχόμενο μιας ανατροπής των συσχετισμών στο εσωτερικό της, μεταξύ των κοσμοπολίτικων και των εθνικιστικών/παραδοσιοκρατικών συνιστωσών της. Ερώτημα με περιορισμένη, έτσι κι αλλιώς, πρακτική σημασία, καθώς οι εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών απέδειξαν περίτρανα τη σχετικότητα αυτής της διάκρισης: νεοφιλελεύθεροι κοσμοπολίτες δεν ήταν εκείνοι που εργαλειοποίησαν επανειλημμένα τα λεγόμενα «εθνικά μας θέματα», από το Μακεδονικό μέχρι τα «θαλάσσια οικόπεδα» της Ανατολικής Μεσογείου κι από το προσφυγικό ή το μειονοτικό της Θράκης ίσαμε το Βορειοηπειρωτικό, όποτε έκριναν πως η γαλανόλευκη παρένδυση τους επέτρεπε να παροχετεύσουν τη λαϊκή δυσφορία στη βολική κατεύθυνση κάποιας (διογκωμένης ή και παντελώς φανταστικής) εξωτερικής «απειλής»;
«Για να μην επιστρέψει η λιτότητα» | Προεκλογικό φυλλάδιο του ΣΥΡΙΖΑ, με τίτλο «10 στόχοι»
Αν κάτι άλλαξε από πέρυσι το καλοκαίρι, αυτό είναι άλλωστε η περαιτέρω ενίσχυση της πολιτικοϊδεολογικής ηγεμονίας της Δεξιάς και ο ακόμη μεγαλύτερος αντίστοιχος αφοπλισμός της όποιας αντιπολίτευσης. Η μόνη πραγματική μάχη που δόθηκε στην κοινωνία τους τελευταίους μήνες, ο αγώνας ενάντια στην απροσχημάτιστα αντισυνταγματική ιδιωτικοποίηση της ανώτατης παιδείας, κερδήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, εν μέρει χάρη στην εμφανή απροθυμία της αξιωματικής και της λοιπής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης να στηρίξουν ουσιαστικά τον υποδειγματικό αγώνα των κινητοποιημένων φοιτητών (και κάποιων πανεπιστημιακών): ανεβάζοντας με τη σειρά τους το θεσμικό επίπεδο της αντιπαράθεσης, δρομολογώντας έναν καινούργιο Ανένδοτο αγώνα κι υπενθυμίζοντας σε όλους τους τόνους πως η νομοθέτηση με ρητή παραβίαση του Συντάγματος ισοδυναμεί (κατά το ισχύον Δίκαιο) με εσχάτη προδοσία και θα έχει πολύ συγκεκριμένες έννομες συνέπειες για τους αυτουργούς και τους άμεσους συνεργούς τους, μόλις χάσουν την κυβερνητική εξουσία.
Μια τέτοια αποφασιστική στάση αποτελούσε μονόδρομο προκειμένου οι κυβερνώντες να αναλογιστούν το πιθανό κόστος της πολιτικής τους αλλά και να δημιουργηθεί στην κοινωνία μια δυναμική αντίστοιχη μ’ εκείνη του ιστορικού 1-1-4 των Γεωργίου Παπανδρέου και Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Θα ήταν, ωστόσο, κάτι παραπάνω από ουτοπικό να περιμένουμε κάτι τέτοιο από το κόμμα του Τάιλερ και της Φάρλι, πόσο μάλλον από το ΠΑΣΟΚ που συμφωνεί ρητά με την ουσία των αντισυνταγματικών αλλαγών. Το ΚΚΕ έχει πάλι δείξει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια πως απεύχεται όπως ο διάολος το λιβάνι κάθε επιλογή που εμπεριέχει το παραμικρό ρίσκο· όσο για τις υπόλοιπες δυνάμεις που στήριξαν το κίνημα, ένιωθαν πολύ μικρές ή πολύ καθωσπρέπει για να πάρει κανείς στα σοβαρά παρόμοιες διακηρύξεις τους.
Ακόμη καθοριστικότερη αποδείχτηκε η απουσία δομικής αντιπολίτευσης, πρόταξης δηλαδή ενός πειστικού προγράμματος με συγκεκριμένα οφέλη για τα λαϊκά στρώματα που έχουν κατεξοχήν πληγεί από την πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη – και, κυρίως, συγκεκριμένο κόστος για πολλούς άλλους. Δίχως αυτό το τελευταίο, που θα καθιστά ρεαλιστική την επαγγελία μιας διαφορετικής πολιτικής, και την ιδεολογική επένδυσή του μ’ ένα αξιόπιστο και συνεκτικό ανταγωνιστικό κοινωνικό σχέδιο, οι όποιες αντιπολιτευτικές υποσχέσεις φαντάζουν απλώς απατηλά πυροτεχνήματα, ανίκανα να πυροδοτήσουν την παραμικρή κινητοποίηση. Η ελληνική Δεξιά κερδίζει έτσι την παρτίδα, ως η μόνη πολιτική δύναμη με πραγματικό σχέδιο: την αναίρεση των λαϊκών κατακτήσεων της μεταπολιτευτικής περιόδου και τον θεσμικό αποκλεισμό μιας μελλοντικής επανάληψής τους. Με παράλληλη εναπόθεση της διαχείρισης των κοινωνικά αδύναμων στις προνοιακές λειτουργίες (και τον ασφυκτικό πολιτικό έλεγχο) της Εκκλησίας, όπως τόσο εύγλωττα αποτυπώθηκε στην πρόσφατη, αποκαλυπτική προεκλογική δήλωση του πρωθυπουργού.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας