Η περίοδος από το 1764 μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν καταλυτική για τις σχέσεις χριστιανών και μουσουλμάνων στην Κύπρο. Κατά την περίοδο αυτή καταγράφονται για πρώτη φορά από την έναρξη της οθωμανικής κυριαρχίας τόσο οι πρώτες κοινές εξεγέρσεις κοινωνικού χαρακτήρα, όσο και οι συστηματικά βίαιες εντάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Η χωρίς προηγούμενο συγκέντρωση πλούτου και εξουσίας στα χέρια των μη μουσουλμάνων του νησιού και οι οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις του φαινομένου αυτού διατάραξαν την παραδοσιακή οθωμανική τάξη, σύμφωνα με την οποία η υποτέλεια των κατακτημένων έπρεπε να επικυρώνεται υλικά και συμβολικά, παρά τις όποιες εξαιρέσεις.
Για παράδειγμα, οι ταραχές του 1802 στοχοποίησαν τον δραγομάνο Χατζηγιωργάκη Κορνέσιο, ο οποίος κατάφερε να σκανδαλίσει χριστιανούς και μουσουλμάνους έχοντας προκαλέσει λιμό αποθησαυρίζοντας σιτηρά, τα οποία εξήγε στην Ισπανία. Ιδιαιτέρως κατά τον 19ο αιώνα η υπονόμευση της δεδομένης ιεραρχίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων εντατικοποιήθηκε και διευρύνθηκε εντός του πλαισίου της εποχής των επαναστάσεων.
Τα πολλά πρόσημα της συνύπαρξης
Υπάρχουν δύο κυρίαρχες προσλήψεις σε σχέση με το ιστορικό παρελθόν της επαφής Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων: η πρώτη υποστηρίζει ότι πριν από τη δεκαετία του 1950 οι σχέσεις ήταν ειρηνικές· η δεύτερη ότι ήταν ανταγωνιστικές. Το δίπολο αυτό, εντός του οποίου η συνύπαρξη νοηματοδοτείται είτε ως αρμονική είτε ως συγκρουσιακή, δημιουργεί μια μανιχαϊστικού χαρακτήρα ουσιοκρατία, κατά την οποία οι σχέσεις μπορούν να είναι μόνο θετικές ή μόνο αρνητικές. Υπάρχουν τρία προβλήματα σε σχέση με αυτή την οπτική. Το πρώτο είναι ότι το δίπολο αυτό προϋποθέτει δύο αλληλοαποκλειόμενες καταστάσεις. Το δεύτερο είναι ότι δεν αφήνει χώρο για οποιαδήποτε άλλη συνθήκη. Το τριτο είναι ότι η νοηματοδότηση αυτή στηρίζεται στην παραδοχή πως οι διακοινοτικές σχέσεις καθορίζονται αποκλειστικά από την εθνοθρησκευτική ταυτότητα.
Οι σχέσεις ατομικών και συλλογικών ιστορικών υποκειμένων δεν είναι στάσιμες στον ιστορικό χρόνο. Σε μια συγκυρία άτομα από την κάθε κοινότητα μπορεί να συνεργάζονται και σε μια άλλη να συγκρούονται. Ούτε οι εκφάνσεις των σχέσεων περιορίζονται στο δίπολο ειρήνη/σύγκρουση ή, για να χρησιμοποιήσουμε την εκλαϊκευμένη πολιτική ορολογία, φιλία/έχθρα. Η συνύπαρξη καλύπτει ένα ευρύ φάσμα σχέσεων που μπορεί να περιλαμβάνει την ανεκτικότητα, την ανοχή, την αδιαφορία, την αλληλεξάρτηση, τη συνεργασία, την αλληλοβοήθεια, την αλληλεγγύη, την κατανόηση, την καχυποψία, την ένταση, ή και την άσκηση συμβολικής και σωματικής βίας, για να αναφέρουμε μερικά μόνο παραδείγματα της καθημερινής συνύπαρξης.
Οι σχέσεις αυτές δεν ορίζονται μόνο από την εθνοθρησκευτική ταυτότητα κάθε συλλογικότητας. Υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις κατά τις οποίες χριστιανοί και μουσουλμάνοι όχι μόνο δεν είχαν κανέναν ενδοιασμό να συνεργαστούν μεταξύ τους, αλλά συχνά το κίνητρο για να το κάνουν ήταν να ανταγωνιστούν ομοθρήσκους τους. Ετσι, έχουμε δικοινοτικές εξεγέρσεις ενάντια στην τοπική οθωμανική διοίκηση· κοινές αιτήσεις που καταγγέλλουν στην Υψηλή Πύλη τις καταχρήσεις Κυπρίων αξιωματούχων και από τις δύο κοινότητες· σύναψη συμμαχιών που διαπερνούσαν τα όρια της θρησκευτικής κοινότητας για να αμφισβητήσουν την εξουσία και την ισχύ οικονομικών, πολιτικών ή κοινωνικών αντιπάλων· και μουσουλμάνους και μη μουσουλμάνους αξιωματούχους, οι οποίοι συνεργάζονταν μεταξύ τους, αξιοποιώντας τις δημοσιονομικές τους αρμοδιότητες για να μεγιστοποιήσουν το μερίδιό τους από το οικονομικό πλεόνασμα του νησιού και να αποκομίσουν κέρδη από τη φοροσυλλεκτική διαδικασία.
«Παλληκάρκα μου, αμέτε στην δουλειάν σας, τα σπίτια μου εν βασιλεικά, βρείσκετε τον πελάν σας» | Δραγομάνος Χατζηγιωργάκης Κορνέσιος προς το εξεγερμένο πλήθος (1804)
Ολα τα παραπάνω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι διάφορες εκφάνσεις των διακοινοτικών σχέσεων δεν ήταν αποκλειστικά αποτέλεσμα θρησκευτικών ή ιδεολογικών παραγόντων. Αυτό δεν σημαίνει ότι η θρησκεία ήταν αμελητέος παράγοντας στη συγκρότηση της οθωμανικής κοινωνίας, καθώς σε μεγάλο βαθμό οι θρησκευτικοί κανόνες προσδιόριζαν και οριοθετούσαν αρκετές πτυχές της καθημερινότητας. Το γεγονός ότι το οθωμανικό κράτος ήταν ισλαμικό σήμαινε ότι οι μη μουσουλμάνοι ως υποταγμένοι αναγνώριζαν την ανωτερότητα του Ισλάμ (ή όφειλαν να το κάνουν) όσο βρίσκονταν κάτω από οθωμανική κυριαρχία. Πλήρωναν περισσότερους φόρους, η νομική τους υπόσταση ήταν υποδεέστερη από αυτή των μουσουλμάνων και υφίσταντο συμβολικούς περιορισμούς που σκοπό είχαν να αναδείξουν την ανωτερότητα του Ισλάμ. Απαγορευόταν, για παράδειγμα, οτιδήποτε προσέδιδε κύρος, όπως η κοινωνική επίδειξη, η ίππευση αλόγου, η ενδυμασία με χρώματα του Ισλάμ (πράσινο και λευκό) ή η ύπαρξη καμπαναριού και η κρούση καμπάνας που θα ανταγωνιζόταν τους μιναρέδες στο περίγραμμα των κτιρίων στον ορίζοντα ή στο ηχοτοπίο. Λιγότερο συστηματικά εφαρμοζόταν η απαγόρευση για ανέγερση νέων ναών σε περιοχές όπου κατοικούσαν μουσουλμάνοι, αφού επιτρεπόταν η ανοικοδόμηση ερειπωμένων ναών. Η δημιουργική ασάφεια του τι συνιστά ερείπια παλαιότερου ναού άφηνε αρκετά περιθώρια ευελιξίας στον τοπικό καδή, ο οποίος αποφάσιζε για το ζήτημα, επιτρέποντας στην ουσία την ανέγερση νέων ναών.
Η εντύπωση από τα ιστορικά τεκμήρια είναι ότι συνήθως δεν υπήρχε πρόβλημα. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβαινε πάντοτε και υπάρχουν περιπτώσεις όπου οι αιτήσεις απορρίπτονταν. Σε ό,τι αφορά την Κύπρο, υπάρχουν αρκετά παραδείγματα «εκ βάθρων» ανέγερσης ναών, όπως αναφέρει και ο αρχιμανδρίτης Κυπριανός.
Οι ουσιαστικοί και συμβολικοί αυτοί περιορισμοί και οι διακρίσεις προς επίρρωση του καθεστώτος υποταγής απείχαν παρασάγγας από τη συστηματικά βίαιη αντιμετώπιση της θρησκευτικής ετερότητας στην Ευρώπη του Μεσαίωνα ή της πρώιμης νεωτερικότητας. Ενδεικτικά είναι τα παραδείγματα της Ισπανίας ή των πολέμων και των διώξεων μεταξύ καθολικών και προτεσταντών στη βορειοδυτική Ευρώπη· Το ότι το οθωμανικό κράτος ήταν πιο ευέλικτο από τα σύγχρονά του ευρωπαϊκά δεν σημαίνει ότι ήταν και ανεκτικό, όπως υποστηρίζει ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστοριογραφίας που υπερθεματίζει την πολυπολιτισμικότητα του οθωμανικού κόσμου.
Ο πληθυντικός χαρακτήρας της οθωμανικής κοινωνίας σήμαινε ότι, σύμφωνα με την Γκαρά και τον Τζεδόπουλο, πληθυσμοί «με διαφορετικά αξιακά συστήματα και αντιλήψεις [ζούσαν] ταυτόχρονα μαζί και χωριστά»· αυτό, όμως, δεν είναι το ίδιο με τις πλουραλιστικές κοινωνίες, οι οποίες «εκλαμβάνουν την πολυπολιτισμικότητα ως θετική αξία». Με άλλα λόγια, στον βαθμό που η Οθωμανική Αυτοκρατορία ήταν πολυπολιτισμική, η πολυπολιτισμικότητα αυτή εμπεριείχε ασυμμετρίες, όρια, ιεραρχίες και διακρίσεις οικονομικού, κοινωνικού, θρησκευτικού και έμφυλου χαρακτήρα.
Παρακάμπτοντας τους ιερούς κανόνες
Αν υπήρχαν συγκεκριμένα όρια και θεσμικές διακρίσεις για τις αλλόθρησκες κοινότητες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αυτό δεν σημαίνει πως οι διακρίσεις αυτές εφαρμόζονταν ομοιόμορφα ή ότι όλοι οι μη μουσουλμάνοι είχαν το ίδιο καθεστώς. Το οθωμανικό κράτος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να παρακάμψει τους θρησκευτικούς κανόνες, αν αυτό εξυπηρετούσε την αποτελεσματική αυτοκρατορική διακυβέρνηση. Τούτο δεν είναι πάντοτε εκ πρώτης όψεως προφανές, αφού οι οθωμανικές πηγές, που έχουν έναν έντονα θρησκευτικό λόγο, περιγράφουν την ιδεατή οργάνωση μιας ισλαμικής κοινωνίας. Στην αυτοκρατορική διακυβέρνηση η διαχείριση μεγάλων μη μουσουλμανικών πληθυσμών, ζητήματα, δηλαδή, κοσμικού χαρακτήρα, μπορούσαν να προτεραιοποιηθούν ενίοτε και με τη σύμφωνη γνώμη των νομομαθών του Ισλάμ (ουλεμάδες).
Ενα παράδειγμα είναι ότι ο οριζόντιος διαχωρισμός μεταξύ μουσουλμάνων και μη μουσουλμάνων τεμνόταν από την κάθετη κοινωνική διάκριση μεταξύ ασκερήδων, το στρατιωτικό και διοικητικό προσωπικό της αυτοκρατοριας που απολάμβανε αφορολόγητο καθεστώς, και των ραγιάδων, που ήταν οι φόρου υποτελείς υπήκοοι ανεξαρτήτως θρησκείας. Κάποιοι μη μουσουλμάνοι απολάμβαναν το προνομιακό καθεστώς των ασκερήδων ως σπαχήδες και κάτοχοι τιμαρίων, ιδιαιτέρως κατά την πρώιμη επέκταση των Οθωμανών στα Βαλκάνια, όπου ακολουθούσαν μια πολιτική ενσωμάτωσης των τοπικών ελίτ αποφεύγοντας να επιφέρουν ρήξη με το πρότερο κοινωνικό καθεστώς. Ντόπιοι χριστιανοί προύχοντες ή αριστοκρατικές οικογένειες λάμβαναν τέτοιου είδους προνόμια, των οποίων το μακροπρόθεσμο αποτέλεσμα ήταν η αφομοίωση στο νέο καθεστώς.
Η Κύπρος δεν αποτέλεσε εξαίρεση αυτού που έγινε σε άλλες περιοχές των Βαλκανίων ή της Ανατολίας. Μέλη σημαινουσών βενετικών οικογενειών μπορεί να έχασαν το προνομιακό νομικό καθεστώς της φεουδαρχίας, διατήρησαν, όμως, αρκετά υλικά και συμβολικά προνόμια. Παρότι μη μουσουλμάνοι, έλαβαν τιμάρια στο πλαίσιο της οθωμανικής τάξης πραγμάτων. Αλλοι προτίμησαν να εξισλαμιστούν και να διατηρήσουν τα προνόμιά τους ως ελίτ εντασσόμενοι πλήρως στις τάξεις των επικυρίαρχων.
Παρομοίως, η ισλαμική απαγόρευση οπλοφορίας των μη μουσουλμάνων παραβιαζόταν από τη στρατολόγηση άτακτων μη μουσουλμανικών σωμάτων, όπως οι Αρματολοί ή οι Χαϊντούκοι στα Βαλκάνια. Σε ό,τι αφορά τις ανώτερες κοινωνικά τάξεις των ελληνορθοδόξων, οι Φαναριώτες κατείχαν κάποιες από τις πιο σημαντικές θέσεις εξουσίας στην αυτοκρατορία.
Εξισλαμισμός, το παιδομάζωμα και ο ιερός νόμος
Πριν από το 1821 δεν υπήρξαν περιπτώσεις μαζικών κυμάτων καταναγκαστικού εξισλαμισμού ή καταδίωξης των χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Οπως συμπεραίνει ένας μελετητής του φαινομένου, «όσο περισσότερο μελετάμε το φαινόμενο της μεταστροφής, εντοπίζουμε λιγότερες περιπτώσεις μαζικού και βίαιου εξισλαμισμού κατά τον 17ο αιώνα». Η πιο συστηματική θρησκευτική καταδίωξη της προνεωτερικής εποχής δεν στοχοποίησε χριστιανούς αλλά τους Αλεβί. Οι Αλεβί είναι μια θρησκευτική ομάδα που συνδύαζε το σουνιτικό και το σιιτικό Ισλάμ με χριστιανικά και παγανιστικά στοιχεία, και της οποίας δεκάδες χιλιάδες μέλη σφαγιάστηκαν από τον Σελίμ Α’ το 1514 κατά τη διάρκεια της εκστρατείας του ενάντια στους Σαφαβίδες του Ιράν ή στοχοποιήθηκαν συστηματικά κατά τους αιώνες που ακολούθησαν.
Αν και οι μη μουσουλμάνοι δεν αντιμετώπισαν τέτοιου είδους διώξεις πριν από τον 19ο αιώνα, υπήρχε μία περίπτωση καταναγκαστικού εξισλαμισμού: το παιδομάζωμα. Για τον λόγο αυτό, αποτελεί ένα ακόμα ενδιαφέρον παράδειγμα παράκαμψης των θρησκευτικών κανόνων. Αν και υποδεέστεροι, οι μη μουσουλμάνοι απολαύουν προστασίας σε ένα ισλαμικό κράτος ως «λαός της Βίβλου». Ανάμεσα σε άλλα, η προστασία αυτή περιλαμβάνει και την ανεξιθρησκία. Το Κοράνι ορίζει ότι «δεν υπάρχει καταναγκασμός στη θρησκεία» (2:256), απαγορεύοντας τους βίαιους και καταναγκαστικούς εξισλαμισμούς.
Προϊόν, όμως, μιας προϊσλαμικής παράδοσης, η πρακτική της υποδούλωσης εφήβων αρρένων από κατακτημένες περιοχές είχε έναν διττό σκοπό: από τη μία, την ενσωμάτωση της τοπικής πολεμικής, γεωγραφικής, πολιτικής και πολιτισμικής γνώσης στον αυτοκρατορικό μηχανισμό και, από την άλλη, τη δημιουργία μιας κοινωνικής ομάδας, η οποία ήταν αποκομμένη από τις οικογενειακές ή τις κοινοτικές της ρίζες και άρα δεν είχε οποιαδήποτε αφοσίωση πέρα από αυτήν προς τον Σουλτάνο. Αυτό απέκλειε τον κίνδυνο δημιουργίας δυναστειών και φατριών που θα αμφισβητούσαν τη μοναρχική εξουσία, όπως, για παράδειγμα, συνέβαινε με την ευρωπαϊκή αριστοκρατία.
Ο θεσμός του παιδομαζώματος είχε, παράλληλα, μια άλλη λειτουργία: την (κυριολεκτική) μετάγγιση νέου αίματος στην κρατική στρατιωτική και διοικητική ελίτ. Κάτι τέτοιο συγκροτούσε έναν εξισορροπητικό πόλο απέναντι στα καθεστηκότα συμφέροντα ισχυρών οικογενειών. Αυτό διασφάλιζε τη ροή και την εναλλαγή στις θέσεις εξουσίας όχι μόνο στα ανώτατα αλλά και στα χαμηλότερα στρώματα της διοικητικής και στρατιωτικής ιεραρχίας. Επίσης, αποτελούσε θεσμό κοινωνικής ανόδου, αφού πρόσφερε την πιθανότητα αναρρίχησης στην οθωμανική στρατιωτική και διοικητική ιεραρχία. Από τον 15ο μέχρι τον 17ο αιώνα, οι περισσότεροι Μεγάλοι Βεζύ́ρηδες προέρχονταν από το παιδομάζωμα.
Η αποτελεσματικότητα αυτού του θεσμού σε ό,τι αφορούσε την αυτοκρατορική πολιτική και την αφομοίωση υπήκοων πληθυσμών εξηγεί και για ποιον λόγο οι Οθωμανοί νομομαθείς επέλεγαν να παραβλέπουν μια τέτοια προφανή παραβίαση της κορανικής απαγόρευσης του καταναγκαστικού εξισλαμισμού από τη σουλτανική εξουσία. Τα υλικά, πολιτικά και πολιτισμικά οφέλη από την πρακτική αυτή ήταν αρκετά για τη μη εφαρμογή της θείας εντολής. Ετσι, η δεινότητα στην προσαρμογή στις τοπικές ιδιαιτερότητες για τις ανάγκες της αυτοκρατορικής διακυβέρνησης, ενίοτε ακόμα και σε βάρος του επίσημου θρησκευτικού δόγματος, ήταν ένα βασικό χαρακτηριστικό των Οθωμανών, ιδιαιτέρως κατά τους πρώιμους νεότερους χρόνους.
Ανάμεσα στις δύο κοινότητες
Η μελέτη των σχέσεων μεταξύ και εντός των δύο θρησκευτικών κοινοτήτων που αναγνώριζε επίσημα το οθωμανικό κράτος -μουσουλμάνοι και μη μουσουλμάνοι- δεν κλείνει τη συζήτηση περί κοινοτήτων. Η συνειδητή ή ασυνείδητη παραδοχή ότι όλοι οι μουσουλμάνοι ήταν εθνοτικά Τούρκοι και όλοι οι μη μουσουλμάνοι εθνοτικά Ελληνες έχει μια σειρά από παράπλευρες απώλειες: τις συλλογικότητες που υπερβαίνουν το δίπολο μουσουλμάνοι/μη μουσουλμάνοι. Στην Κύπρο, αυτές ήταν οι Αρμένιοι, οι καθολικοί, οι κόπτες, οι Μαρωνίτες και οι λινοβάμβακοι, μια κοινότητα, η οποία συνδυαζε τις θρησκευτικές ταυτότητες του Ισλάμ και της χριστιανοσύνης μετακινούμενη από τη μία στην άλλη ανάλογα με τη συγκυρία και κρατώντας στοιχεία και από τις δύο θρησκείες. Από τις κοινότητες αυτές θα ασχοληθούμε με τις δύο τελευταίες.
Με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, οι μη ορθόδοξες χριστιανικές κοινότητες της Κύπρου, δηλαδή, οι Αρμένιοι, οι καθολικοί (Λατίνοι) και οι Μαρωνίτες, εντάχθηκαν στην ελληνική κοινότητα της Κύπρου ως «θρησκευτικές ομάδες», στην ουσία μειονότητες οι οποίες υπάγονταν στους Ελληνοκύπριους. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση της μαρωνίτικης κοινότητας, ο χωρεπίσκοπος Ιωάννης Φοραδάρης, βικάριος των Μαρωνιτών, φέρεται να δήλωσε στον Μακάριο τότε: «Ενήστευκες σαράντα μέρες για να βρεις τούτην τη λέξιν, “θρησκευτική ομάδα”».
Στην ουσία, όμως, ο Μακάριος δεν έκανε τίποτε άλλο από το να επαναφέρει την οθωμανική λογική της οργάνωσης των θρησκευτικών κοινοτήτων. Μέχρι το 1848, όταν η Μαρωνίτικη Εκκλησία αυτονομήθηκε, οι Μαρωνίτες θεωρούνταν από το οθωμανικό κράτος κάτω από την εξουσία του ελληνορθόδοξου αρχιεπισκόπου. Το καθεστώς αυτό φαίνεται ότι αποτέλεσε αφορμή για τη συστηματική προσπάθεια αφομοίωσής τους μέσω της άσκησης πίεσης για προσηλυτισμό στο ορθόδοξο δόγμα. Οι πηγές της εποχής δηλώνουν ότι αυτό γινόταν είτε με βίαια μέσα, είτε μέσω της εξοντωτικής φορολογίας από την ορθόδοξη Εκκλησία και τον δραγομάνο Χατζηγιωργάκη Κορνέσιο, σε μια αντίστοιχη λογική της δημιουργίας κινήτρων για εξισλαμισμό μέσω ελαφρύτερης φορολογίας. Αποτέλεσμα ήταν ολόκληρα μαρωνίτικα χωριά να ασπαστούν το ορθόδοξο δόγμα, με τη σιωπηλή ανοχή του οθωμανικού κράτους.
Η αόρατη κοινότητα
Αυτοί που έχουν απασχολήσει περισσότερο την κυπριακή ιστοριογραφία, αλλά είναι εντελώς αόρατοι στις πρωτογενείς πηγές της εποχής, είναι οι λινοβάμβακοι, επισήμως μουσουλμάνοι, οι οποίοι όμως διατηρούσαν κάποια χριστιανικά λατρευτικά στοιχεία ή είχαν μια διπλή θρησκευτική ταυτότητα. Η ετυμολογία του όρου είναι από το λινό/βαμβάκι, μια μικτή, δηλαδή, κατάσταση που χαρακτηρίζεται από θρησκευτικό συγκρητισμό. Το ενδιαφέρον είναι ότι, ενώ οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι διεκδικούν τους λινοβάμβακους ως «δικούς» τους απέναντι στον «άλλο», στο εσωτερικό της κοινότητας η έλλειψη θρησκευτικής καθαρότητας παραμένει καταδικαστέα και πηγή καχυποψίας. Οι λινοβάμβακοι παραμένουν ένα ιδιαιτέρως αμφιλεγόμενο ζήτημα, αφού έχει να κάνει με το ιστορικό πρόβλημα της μεταστροφής, και το οποίο οδηγεί σε μια ιστοριογραφική αντιπαράθεση για τον αριθμό του πληθυσμού της κάθε κοινότητας. Το γεγονός ότι ο όρος λινοβάμβακοι πρωτοεμφανίζεται στα γραπτά ιστορικά τεκμήρια κατά τα μέσα του 19ου αιώνα δεν είναι τυχαίο: η μεταστροφή κάποιων μελών της κοινότητας προς το ελληνορθόδοξο δόγμα αποτέλεσε πηγή ανταγωνισμού μεταξύ των χριστιανών και των μουσουλμάνων, οδηγώντας σε διαμαρτυρίες, εντάσεις και επεισόδια.
Η εθνογραφική έρευνα του Ρόλαντ Μισέλ, ο οποίος υπηρέτησε ως Βρετανός διοικητής Λεμεσού από το 1879 ώς το 1911, παρουσιάζει στοιχεία της καθημερινής ζωής των λινοβαμβάκων που φανερώνουν ότι οι τελευταίοι δεν ήταν ούτε μουσουλμάνοι ούτε χριστιανοί· ήταν και τα δύο. Ορθά ο Κωστής Κοκκινόφτας αναφέρει ότι οι λινοβάμβακοι δεν θα πρέπει να λογίζονται ως κρυπτοχριστιανοί, αφού διατηρούσαν λατρευτικά στοιχεία από το Ισλάμ. Ο συγκρητιστικός χαρακτήρας της κοινότητας σήμαινε ότι η επιλεκτική ενσωμάτωση στοιχείων από τις δύο θρησκείες δεν προϋπέθετε την τήρηση θεμελιωδών κανόνων που θα τους ενέτασσε αυστηρά στο ένα ή στο άλλο δόγμα, παρότι και τα δύο τούς διεκδικούσαν σε συγκεκριμένες συγκυρίες. Για παράδειγμα, τεκμηριώνεται η ύπαρξη μη περιτμημένων λινοβαμβάκων, έστω κι αν επισήμως αυτοί θεωρούνταν μέλη της μουσουλμανικής κοινότητας. Αντίστοιχα, παρότι τηρούσαν μουσουλμανικές θρησκευτικές πρακτικές και είναι άγνωστο αν είχαν βαφτιστεί, λάμβαναν τη θεία κοινωνία. Παράλληλα, υιοθετούνταν ονόματα τόσο από τις δύο γλώσσες όσο και από τις δύο θρησκείες (π.χ. Μουσταφά-Κυριάκος), ενώ συχνά το ένα όνομα ήταν μετάφραση του άλλου (π.χ. Σουλεϊμάν-Σολομών).
Παρά την απουσία ιστορικών τεκμηρίων πριν από τον 19ο αιώνα, οι ιστορικές ρίζες της κοινότητας θα πρέπει να αναζητηθούν στις απαρχές της οθωμανικής κυριαρχίας και, κατά πάσα πιθανότητα, σε συλλογικότητες που ανήκαν στο καθολικό δόγμα και οι οποίες αποτελούσαν απειλή για το νέο στην Κύπρο οθωμανικό καθεστώς, δεδομένης της συνεργασίας κάποιων ορθόδοξων κοινοτήτων κατά τον Οθωμανο-βενετικό πόλεμο για την Κύπρο. Στο πλαίσιο αυτό, η προσχώρηση στο ορθόδοξο δόγμα ή στο Ισλάμ αποτελούσε μια επιλογή επιβίωσης, κοινωνικής ανόδου ή διατήρησης κοινωνικών προνομίων για τις κοινότητες αυτές. Ο εξισλαμισμός στις περιπτώσεις αυτές συνεπαγόταν και τη διατήρηση χριστιανικών λατρευτικών στοιχείων - αυτό που αργότερα έγινε γνωστό ως κρυπτοχριστιανισμός. Οι εξισλαμισμοί των πρώιμων οθωμανικών χρόνων, κατά πάσα πιθανότητα, αφορούσαν καθολικούς πληθυσμούς, δεδομένου ότι αυτοί ήταν οι ηττημένοι του πολέμου και αισθάνονταν τη μεγαλύτερη επισφάλεια.
Πιο διαφωτιστικές είναι οι πηγές για τον ύστερο 19ο αιώνα. Η πρώτη διαθέσιμη γραπτή πηγή από το 1845 αναφέρει ότι ο αριθμός τους ήταν γύρω στις δύο με τρεις χιλιάδες. Μια προξενική αναφορά του 1859 εκτιμά ότι ο αριθμός τους ήταν 2.000, ενώ μία δεκαετία μετά ο Ελληνας πρόξενος αναφέρει ότι ο αριθμός των λινοβαμβάκων, τους οποίους αποκαλεί «δίπιστους», ήταν 10-15.000 άτομα. Μια αναφορά της καθολικής οργάνωσης του Βατικανού Προπαγάνδα Φίδε (Propaganda Fide) του 1902 τους υπολογίζει στις 10.000, κάνοντας λόγο για τις συστηματικές προσπάθειες μεταστροφής τους στον καθολικισμό κατά τις προηγούμενες τρεις δεκαετίες. Αμφιβολίες για τις δύο τελευταίες εκτιμήσεις δημιουργεί το γεγονός ότι και οι δύο συγγραφείς των πηγών είχαν πολιτικούς ή θρησκευτικούς λόγους να αποδεχτούν μεγαλύτερα νούμερα. Οι πέντε πρώτες βρετανικές απογραφές δείχνουν ότι από το 1881 μέχρι το 1921 το ποσοστό των μη μουσουλμάνων αυξανόταν σταθερά εις βάρος των μουσουλμάνων από το 75% στο 80%, κάτι που οπωσδήποτε εξηγείται και από τον εκχριστιανισμό μουσουλμανικών πληθυσμών. Η μαζική μεταστροφή προς τον χριστιανισμό στα τέλη του 19ου αιώνα επιβεβαιώνεται και από οθωμανικές πηγές, όπου μουσουλμάνοι προύχοντες ενημερώνουν την Κωνσταντινούπολη για το φαινόμενο. Αυτές οι πηγές, σε συνάρτηση με εθνογραφικά δεδομένα, στοιχειοθετούν ώς έναν βαθμό κάποιες πτυχές του ζητήματος των λινοβαμβάκων κατά τον ύστερο 19ο αιώνα.
Είναι γνωστό, αλλά όχι επαρκώς αξιολογημένο, το γεγονός ότι η μαρωνίτικη κοινότητα ήταν κομμάτι της διεργασίας της μεταστροφής από το Ισλάμ στον χριστιανισμό. Πέρα από τα θρησκευτικά-ταυτοτικά ζητήματα που προκύπτουν, οι κοινωνικο-οικονομικές πτυχές των φαινομένων αυτών παραμένουν ανεξερεύνητες. Ιδιαιτέρως διαφωτιστική σε αυτό το θέμα είναι η έρευνα του Βενέδικτου Εγγλεζάκη (1947-1992). Αναφερόμενος στον άτυπο πόλεμο για τη διεκδίκηση των Μαρωνιτών από την Ορθόδοξη Εκκλησία κατά τα τέλη του 19ου αιώνα, σημειώνει ότι «για την διάσωση δέκα λινοβαμβακικών χωριών της Λεμεσού από τη λατινική προπαγάνδα και τη διασφάλισή τους για τον Ελληνισμό, ο έπαινος ανήκει στους Λεμεσιανούς τοκογλύφους των 40 και 50%, που, κατά προτροπή της Εκκλησίας, έπαψαν να δανείζουν τους πρώην Τούρκους και τώρα νεόφυτους Μαρωνίτες πελάτες τους, μέχρι που τους ανάγκασαν να γίνουν Ορθόδοξοι».
Με ποιον τρόπο η «λατινική προπαγάνδα» συνιστά οξύμωρο για τη μεταστροφή κρυπτοκαθολικών μαρωνίτικων πληθυσμών αποτελεί ένα ερώτημα, όμως το φαινόμενο της οικειοποίησης από την Ορθόδοξη Εκκλησία μουσουλμανικών κοινοτήτων που διατηρούσαν στοιχεία της πρότερης καθολικής τους πίστης είχε μια έντονη κοινωνικοοικονομική διάσταση.
* Επίκουρος Καθηγητής Οθωμανικής και Τουρκικής Ιστορίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Σχόλια
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας