Μπορεί το καθοδηγητικό κέντρο του επιτελικού μας κράτους να έκανε τη συγκεκριμένη πρακτική λάστιχο, παρακολουθώντας ακόμη και τις εκδηλωτικότερες από τις συμβίες βασικών στελεχών της κυβέρνησης και της Ν.Δ., όπως όμως μας θύμισε με την πρωτοχρονιάτικη συνέντευξή του στην «Καθημερινή» ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ, «νόμιμες» παρακολουθήσεις «γίνονταν πάντα, γίνονται και τώρα, θα γίνονται και στο μέλλον». Για «εθνικούς», εννοείται, λόγους ή στο πλαίσιο της διακρίβωσης συγκεκριμένων (και σοβαρών, κατά τεκμήριο) εγκλημάτων.
Φυσικά, τα μηχανήματα των υποκλοπών δεν καταγράφουν μονάχα ό,τι αφορά τη διερευνώμενη κάθε φορά υπόθεση, αλλά και πλήθος άλλες παράπλευρες προσωπικές πληροφορίες, αξιοποιήσιμες όχι μόνο από την πολιτική και υπηρεσιακή ηγεσία αλλά κι από τα ίδια τα εντεταλμένα όργανα. Δεν είναι δύσκολο λ.χ. να φανταστούμε τι είδους γαργαλιστικά στοιχεία οικογενειακής φύσης μπορεί να αντλήθηκαν από τις εκτεταμένες τηλεφωνικές παρακολουθήσεις διαφόρων ανυποψίαστων αθλητικών παραγόντων, κατά την παλιότερη μεγάλη «έρευνα» της ΕΥΠ για τα «στημένα παιχνίδια»· ούτε τον πειρασμό στον οποίο θα μπήκαν κάποιοι επιχειρησιακοί ωτακουστές και λοιποί πράκτορες, να βελτιώσουν τις αποδοχές τους με εκβιαστική αξιοποίηση των σχετικών ευρημάτων και τεκμηρίων.
«Αρσεις απορρήτου γίνονταν πάντα, γίνονται και τώρα, θα γίνονται και στο μέλλον. Το ζήτημα κάθε φορά είναι η σχολαστική τήρηση της συνταγματικής νομιμότητας» | Χρήστος Ράμμος, πρόεδρος ΑΔΑΕ (συνέντευξη στην «Καθημερινή», 31.12.2022)
Για τον ιστορικό του μέλλοντος, πάλι, το υλικό αυτό –στον βαθμό που θα διασωθεί κι αξιοποιηθεί– ενδέχεται ν’ αποτελέσει μια σπάνια πηγή μελέτης, όχι μόνο της πολιτικής ζωής αλλά και των διάχυτων κοινωνικών νοοτροπιών και πρακτικών μιας ολόκληρης εποχής. Από τη στιγμή που το τηλέφωνο αντικατέστησε τη γραπτή αλληλογραφία ως βασικό μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως, η επιστήμη βρίσκεται γαρ μπροστά σ’ ένα δυσαναπλήρωτο κενό, το οποίο θα μπορούσε ενδεχομένως να καλυφθεί (στο μακρινό, εννοείται, μέλλον) από τα υποπροϊόντα της δουλειάς των υπηρεσιών ασφαλείας. Για να θυμηθούμε λίγο την άπαιχτη ειρωνεία του Ανατολικογερμανού Βολφ Μπίρμαν, στο τραγούδι του το αφιερωμένο «στης Ασφάλειας τα φτωχά λαγωνικά» που μετέφρασε ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και μελοποίησε ο Θάνος Μικρούτσικος: «Αδέρφια μου ασφαλίτες εσείς μόνο / το δικό μου ξέρετε τον πόνο. / Λόγια που αλλιώς θα είχανε χαθεί / στα μαγνητόφωνά σας έχουνε γραφτεί». Οι στίχοι αναφέρονταν ως γνωστόν στη Στάζι, θα μπορούσαν όμως να αφορούν οποιοδήποτε ομοειδές ευαγές ίδρυμα.
Προς το παρόν, πρέπει δυστυχώς να αρκεστούμε σε όσα ψιχία έχουν ήδη κατατεθεί στα προσπελάσιμα αρχεία ορισμένων ιστορικών προσωπικοτήτων του παρελθόντος, που σε κάποια στιγμή της ζωής τους χρημάτισαν πολιτικοί προϊστάμενοι των αυτών των μηχανισμών. Μια τέτοια δέσμη τεκμηρίων θα μας απασχολήσει στο σημερινό μας αφιέρωμα: το απομαγνητοφωνημένο περιεχόμενο των τηλεφωνημάτων από και προς τα κεντρικά γραφεία της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) στην Αθήνα, πριν από πενήντα ακριβώς χρόνια, όπως τα κατέγραψε η τότε Ασφάλεια. Τα σχετικά σημειώματα καλύπτουν ένα μονάχα, μάλλον τυπικό διήμερο (12-13.5.1953) και εντοπίστηκαν στο αρχείο του Παυσανία Λυκουρέζου, υπουργού Εσωτερικών του στρατάρχη Παπάγου (19.11.1952-11.4.1954), το οποίο έχει κατατεθεί εδώ και δυο δεκαετίες στο ΕΛΙΑ από τον γιο του (και γνωστό ποινικολόγο) Αλέξανδρο Λυκουρέζο.
Ο λόγος της διατήρησης των συγκεκριμένων ντοκουμέντων παραμένει ασαφής, καθώς δεν αφορούν κάποια συγκεκριμένη υπόθεση, αλλά αποτυπώνουν απλώς την καθημερινή ρουτίνα της συγκεκριμένης μορφής επιτήρησης του εσωτερικού εχθρού. Ισως η ένταξή τους στο προσωπικό αρχείο του τότε υπουργού Εσωτερικών να συνδεόταν με την ίδρυση, ελάχιστες μέρες νωρίτερα (9.5.1953), της Κρατικής Υπηρεσίας Πληροφοριών (ΚΥΠ, νυν ΕΥΠ). Υπαγόμενη απευθείας στον πρωθυπουργό, σε στενή σύνδεση με τα εδώ κλιμάκια της μητρικής CIA, η τελευταία αφαιρούσε, γαρ, από τα παραδοσιακά Σώματα Ασφαλείας (και τους προϊσταμένους τους υπουργούς) το μονοπώλιο αυτής της πολιτικά σημαντικής επιτήρησης. Καθόλου απίθανο, λοιπόν, τα έγγραφα που παρουσιάζουμε σήμερα να χρησιμοποιήθηκαν, σαν τεκμήρια εθνικής προσφοράς ή/και υπηρεσιακής αποτελεσματικότητας, στο πλαίσιο του σχετικού διυπηρεσιακού ανταγωνισμού.
Κατά τη μεταγραφή τους διορθώθηκαν τα (σχετικά λίγα) ορθογραφικά λάθη του πρωτοτύπου και προστέθηκαν κάποια σημεία στίξης. Ανωνυμοποιήθηκαν, επίσης, όσα από τα αναφερόμενα άτομα, προσωπικά δεδομένα των οποίων παραθέτουν οι ασφαλίτες, δεν μπορούν να θεωρηθούν «δημόσια πρόσωπα».
Ο «κονιορτός» των ανωνύμων
Την εποχή που μας αφορά, η ΕΔΑ –νόμιμη έκφραση της Αριστεράς από το 1951– είχε αποσπάσει ένα διόλου ευκαταφρόνητο 9,55% των ψήφων στις πιο πρόσφατες εκλογές (16.11.1952)· δεν διέθετε όμως την παραμικρή κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, λόγω του πλειοψηφικού συστήματος που είχε επιβάλει με δημόσιες παρεμβάσεις της η εδώ αμερικανική πρεσβεία, ως προϋπόθεση της επιθυμητής πολιτικής «σταθερότητας». Οχι μόνο τα οργανωμένα μέλη αλλά και οι απλοί οπαδοί της, εφόσον γίνονταν αντιληπτές οι ιδέες τους, θεωρούνταν δε επίσημα πολίτες β΄ κατηγορίας − θεσμικά αποκλεισμένοι από την άσκηση πολλών συνταγματικών δικαιωμάτων τους, εφόσον η Ασφάλεια αρνούνταν να τους χορηγήσει το απαραίτητο «πιστοποιητικό υγιών κοινωνικών φρονημάτων». Η παρακολούθηση και το φακέλωμά τους από τις αρμόδιες υπηρεσίες δεν ήταν δηλαδή μια σχετικά ανώδυνη γραφειοκρατική υπόθεση, αλλά μια διοικητική πρακτική με άμεσες, οδυνηρές συνέπειες στην καθημερινή ζωή τους.
Στην περίφημη κοινοβουλευτική αγόρευσή του κατά τη θέσπιση του ΛΖ΄ ψηφίσματος (4.12.1947), βάσει του οποίου θα αφαιρούνταν οι ιθαγένειες των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου, ο Γεώργιος Παπανδρέου είχε αντιδιαστείλει καθησυχαστικά τον «ελάχιστον αριθμόν επωνύμων προσώπων» (που στόχευε αρχικά η επίμαχη ρύθμιση) με τον «κονιορτόν των ανωνύμων ανθρώπων» (που, θεωρητικά, δεν επρόκειτο να θιγούν). Οι εξελίξεις των επόμενων χρόνων δεν διέψευσαν αυτή την υπεροπτική διάκριση μόνο σε σχέση με τη συγκεκριμένη μορφή πολιτικής δίωξης.
Όπως διαπιστώνουμε από τη σοδειά της διήμερης τηλεφωνικής παρακολούθησης που σώζεται στο Αρχείο Λυκουρέζου, μεγάλο μέρος της δραστηριότητας των εντεταλμένων οργάνων αποσκοπούσε στην ταυτοποίηση των συστατικών στοιχείων αυτού ακριβώς του «κονιορτού». Περισσότερο από το περιεχόμενο των συνομιλιών, ανάμεσα σε συνδιαλεγόμενους που έτσι κι αλλιώς πρόσεχαν συνήθως τα λόγια τους, διαφωτιστικά αποδεικνύονται έτσι τα υπηρεσιακά ίχνη των πρώτων ενεργειών που ακολούθησαν την καταγραφή τους.
Αρκούντως χαρακτηριστική, μια τυπική καταγραφή τηλεφωνήματος εξερχόμενου από τα γραφεία της ΕΔΑ (13.5.1953, 10.10 π.μ.):
«Ο Τάσος επήρε τον Ιωάννην Χ. και είπε:
− Ο κ. Χ.;
− Ναι… λέγετε.
− Εδώ ο Τάσος.
− Α… γεια στο Τάσο.
− Τι κάνεις, Γιαννάκη;
− Καλά... Τα νέα σου…
− Πώς τα είπες το βράδυ;
− Θα σου πω… Θα περάσω από το σπίτι το μεσημέρι.
− Τι ώρα θα έλθης;
− Θα έλθω κατά τας τρεις.
− Α… τότε σε περιμένω εκεί. Καλημέρα.
− Γεια σου».
Μπορεί να μη γίναμε ούτε εμείς ούτε οι αρχικοί συνακροατές σοφότεροι για το ακριβές αντικείμενο της συνομιλίας των δυο φίλων, γνωστών ή συντρόφων, οι ασφαλίτες ενδιαφέρθηκαν ωστόσο αμέσως να εντοπίσουν ποιος βρισκόταν στην άλλη άκρη του σύρματος. Το κείμενο της απομαγνητοφώνησης, γραμμένο με μολύβι, ακολουθεί μια ποιοτικά διαφορετική σημείωση, από άλλο χέρι και με μελάνι, με τους καρπούς της συνακόλουθης αναζήτησης στους ατομικούς φακέλους φρονημάτων:
«Υπό το ονοματεπώνυμον Χ. Ιωάννης υπάρχουν 7 φ. Εικάζεται ότι θα πρόκειται περί του Χ. Ιωάννου του Ηλία, κατοίκου Καβάλας, καπνεργάτου γεν. 1895, όστις έχει σημειώσει κομμουνιστικήν δράσιν και όστις είναι πολύ πιθανόν να ευρίσκεται κατ’ αυτάς ενταύθα, λόγω της εν Πειραιεί σημειωθείσης απεργίας καπνεργατών, συνυφασμένης με το επάγγελμά του».
Η ίδια ακριβώς πρακτική ακολουθείται στα περισσότερα σημειώματα. Κάποιες φορές, όπως στο πρώτο χρονικά τηλεφώνημα (12.5.1953, 10 π.μ.), εξερχόμενο επίσης, οι ασφαλίτες διαπιστώνουν ότι μένει ακόμη πολλή δουλειά για την πλήρη χαρτογράφηση του εσωτερικού εχθρού:
«Μ. Γεώργιος από ΕΔΑ εζήτησε τον Βασίλη Ντ.
− Εμπρός.
− Ο κ. Ντ. μήπως είναι εκεί ο Βασίλης;
− Μόλις έφυγε. Ποιος τον ζητάει;
− Δεν μου λέτε, μήπως θα επιστρέψη;
− Δεν δουλεύει σήμερα.
− Ούτε πρόκειται να περάση απ’ αυτού;
− Επέρασε και έφυγε, ποιος τον ζητάει, ο Κυριάκος εδώ.
− Ποιος;
− Ο Κυριάκος ο Κ.
− Καλά, αφού δεν θάρθη, γεια σου.
− Γεια σου».
Ο ασφαλίτης σημειώνει από κάτω με εμφανή αμηχανία:
«Μ. Γεώργιος. Αναφέρεται και εις προηγούμενα δελτία. Κομμουνιστής. Εργάζεται εις γραφεία ΕΔΑ. Ντ. ή Δ. Βασίλειος. Δεν έχει φ.»
Ιδια γεύση και στις 6.40 μ.μ. Το τηλεφώνημα αφορά τη στάση ενός δικαζόμενου αριστερού απέναντι στο κατηγορητήριο (ή τα προτεινόμενα υπερασπιστικά επιχειρήματα), οι ασφαλίτες ενδιαφέρονται όμως περισσότερο να φακελώσουν τον ΕΔΑΐτη που είχε διαφύγει μέχρι στιγμής από τα δίχτυα της υπηρεσίας. Η ταυτότητα του δικαζόμενου τους φαίνεται, αντίθετα, μάλλον αδιάφορη – ίσως επειδή βρισκόταν ήδη στα χέρια του νόμου:
«Μπ. από την ΕΔΑ επήρε Μιχαλογιάννη.
Μιχαλογιάννης: Ναι.
Μπ. [με άλλο μολύβι:
“(ή Μπ…)”]: Τον κ. Μιχαλογιάννη.
− Ο ίδιος.
− Μπ. εδώ.
− Γειά σου κ. Μπ.
− Μήπως ξαναείδατε τον κ. Βασιλόπουλο;
− Τηλεφώνησα προ ολίγου και δεν τον βρήκα, θα τον ξαναπάρω και θα τον δω εντός των ημερών.
− Ξέρετε, κ. Μιχαλογιάννη, ο Πολίτης, ο κρατούμενος, του έχει γράψη να μην σταθή σε ορισμένα σημεία που δεν θέλει.
− Ναι. Ακου, είσαι πολύ μακριά;
− Οχι.
− Τότε δεν περνάς μια στιγμή απ’ εδώ;
− Ευχαρίστως. Σε ένα τέταρτο, είκοσι λεπτά.
− Καλώς - καλώς».
Ακολουθεί σημείωση με μελάνι:
«Μπ. ή Μπ… δεν έχει φ.
Μιχαλογιάννης: Ισως πρόκειται περί του δικηγόρου Μιχαλογιάννη Γεωργίου του Ιωάννου εκ Κρήτης, όστις είχε ανάμιξιν και παρίσταται ως συνήγορος Κομμουνιστών. Ηδη εργάζεται εις γραφείον Αδαμοπούλου (Υπουρ. Προνοίας;) Σοφοκλέους 9».
Σε κάποιες περιπτώσεις, η ταυτότητα των εμπλεκόμενων συνάγεται σχεδόν αυτόματα. Οταν ένας άγνωστος άντρας τηλεφωνεί στην ΕΔΑ και ζητά με φορτικότητα τον «κ. Καρκαγιάννη Αντώνιο», περιγράφοντάς τον ως «φοιτητή» και «νεαρό», ο αρμόδιος ασφαλίτης δεν διστάζει ιδιαίτερα: «Η ερώτησις πρέπει ν’ αφορά τον κατ’ επανάληψιν απασχολήσαντα την υπηρεσίαν μας γνωστόν κομμουνιστήν - φοιτητήν Νομικής Καρκαγιάννην Αντώνιον, κάτοικον Σισμάνη 10 Ζωγράφου. Φ. 162043».
Αλλοτε, πάλι, τα λαγωνικά μένουν μετέωρα, δυσκολευόμενα ν’ αποφασίσουν σε ποιον ακριβώς πρέπει να χρεώσουν την επίμαχη κλήση. Το δίλημμα έχει ιδιαίτερη σημασία όταν αφορά υπαλλήλους του Δημοσίου με ΕΑΜικό μεν παρελθόν, πλην «αποχαρακτηρισθέντες», ο «επαναχαρακτηρισμός» των οποίων θα οδηγούσε σε απόλυση λόγω «ελλείψεως νομιμοφροσύνης». Ποιος μπορούσε λ.χ. να θέλει να μιλήσει στον στρατηγό Σαράφη, πάλαι ποτέ αρχηγό του ΕΛΑΣ και μέλος πλέον της Διοικούσας Επιτροπής της ΕΔΑ, στις 10 το πρωί της 13ης Μαΐου;
«Ο Αγγ. Ιωάννης επήρε τα γραφεία της ΕΔΑ και εζήτησε τον Σαράφην.
− Τι είναι εκεί παρακαλώ; ΕΔΑ;
− Ναι, ναι.
− Ο Στρατηγός Σαράφης μήπως είναι εκεί;
− Ναι… αλλά έφυγε προ ολίγου.
− Ερχεται κάθε μέρα από εκεί;
− Βέβαια… έρχεται…
− Πέστε του σας παρακαλώ αύριο… Αγγ…. στο τηλέφωνο.
− Αγγ. Γιάννης;
− Ναι. Πες του σε παρακαλώ ότι τον θέλω να τον δω επειγόντως πάντως. Θα τον πάρω αύριο κατά τις 11 στο τηλέφωνο.
− Εγώ θα του το πω. Αυτήν την ώρα θα βρίσκεται οπωσδήποτε εδώ».
Ο εξερευνητής των φακέλων μπερδεύεται. Σε μια πρώτη φάση σημειώνει στο ίδιο χαρτί: «Υπό τα στοιχεία Αγγ. Ιωάννης υπάρχουν 6 φ. Εκ της ερεύνης μου εικάζεται ότι μάλλον πρόκειται περί του Αγγ. Ιωάννου του Μιλτιάδου, καθηγητή Μαθηματικών Θ΄ Αρρένων, απολυθέντος βάσει Θ΄ Ψηφίσματος και επαναδιορισθέντος βάσει του Ν. 2130/52 (Φ.1350718)»· ο επαναδιορισμός, υπογραμμισμένος με κόκκινο μελάνι. Στη συνέχεια, ωστόσο, καρφιτσώνει στο σημείωμα ένα δεύτερο χαρτάκι, με το ίδιο μελάνι και γραφικό χαρακτήρα, διαφορετική όμως εκτίμηση: «Ισως όμως να πρόκειται και περί του Αγγ. Ιωάννου του Δημητρίου υπαλλήλου ΟΤΕ κατοίκου ενταύθα Λυκαβηττού 9, αποχαρακτηρισθέντος το 1950». Το περιεχόμενο του αρχείου δεν μας διαφωτίζει, τελικά, αν και πού ακριβώς έκατσε η μπίλια.
Η ρουτίνα της καταστολής
Αν τα παραπάνω μας διαφωτίζουν κυρίως για τον τρόπο εργασίας των οργάνων, κάποια άλλα σημειώματα αποτυπώνουν από διαφορετική γωνία το κλίμα μιας εποχής, όπου δεν περνούσε μέρα δίχως συλλήψεις και εκτοπίσεις αριστερών. Αν στις σελίδες της «Αυγής» η καθημερινή αυτή πραγματικότητα αποτυπώνεται συνήθως με συνοπτικά μονόστηλα, οι απομαγνητοφωνήσεις της Ασφάλειας διασώζουν κάτι από την τραγικότητά της για τους ανθρώπους που την υπέστησαν:
«Τετάρτη 13/5/1953, ώρα 17.10, τηλ. 2ον
Γυναίκα επήρε την ΕΔΑ και είπε να κάτωθι.
Μπαρμπαγιώργης: Λέγετε.
Γυναίκα: ΕΔΑ εκεί;
− Μάλιστα.
− Ο κ. Καταιρίνης είναι εκεί;
− Οχι.
− Ο κ. Χαραγκιώνης;
− Ούτε αυτός.
− Ο κ. Βασιλόπουλος;
− Δεν ήρθε κανείς ακόμη, τι θέλετε.
− Ακούστε γιατί επείγει.
− Ναι.
− Επιάσανε μόλις τώρα τον Μαρίνη Καπογιάννη, αδειούχος φυματικός εξόριστος.
− Ποια είστε εσείς;
− Εγώ είμαι… είμαι μια γνωστή του Καπογιάννη.
− Του Μαρίνου.
− Ναι.
− Λοιπόν, τι έγινε.
− Λοιπόν, σας παρακαλώ να φροντίσετε το ταχύτερο, διότι από το πρωί τον ζητούσε η Ασφάλεια, και μόλις τώρα ήρθαν και τον πήραν δύο.
− Καλά, εντάξει.
− Και μου είπε να σας πω ότι κάνει πνευμονοθώρακα.
− Ο Καπογιάννης ο Μαρίνος είπατε.
− Μάλιστα.
− Τον πήρανε.
− Μόλις και εγώ έτρεξα να σας πάρω στο τηλέφωνο.
− Καλά, καλά.
− Σας παρακαλώ φροντίσετε.
− Καλά, καλά».
Ο συλληφθείς ήταν γνωστός, κι επιπλέον στα χέρια των αρχών· τα στελέχη της ΕΔΑ που η ανώνυμη φίλη του αναζήτησε, το ίδιο. Τα όργανα δεν μπήκαν, ως εκ τούτου, στον κόπο να σημειώσουν την παραμικρή διευκρινιστική πληροφορία. Ούτε και, τρεις ώρες αργότερα, όταν ενημερώθηκε επ’ αυτού η κομματική εφημερίδα:
«Τετάρτη 13/5/1953, ώρα 20.15, τηλ. 2ον
Σ. Γεώργιος από την ΕΔΑ επήρε άνδρα εις την ΑΥΓΗ και είπε:
− Βασίλη, εσύ είσαι;
− Ο Βασίλης δεν είναι, έφυγε.
− Ακούστε, ο Σ. είμαι.
− Ναι, λέγετε.
− Ακούστε, υπάρχει η σύλληψις του Καπογιάννη Μαρίνου, την έχετε;
− Πώς λέγεται;
− Καπογιάννης Μαρίνος, συνδικαλιστής φυματικός.
− Καπογιάννης Μαρίνος.
− Αυτός είναι φυματικός με πνευμονοθώρακα και ήρθε εδώ για θεραπεία, είναι εκλεγμένος αντιπρόσωπος για την ανωτάτη συνομοσπονδία συνταξιούχων Ελλάδας και επίσης για την ομοσπονδία φυματικών.
− Μάλιστα.
− Πιάστηκε σήμερα το μεσημέρι κατά τις 4 η ώρα.
− Μάλιστα. Τον διώξανε κιόλας;
− Οχι, τίποτα άλλο».
Στην «Αυγή» της επομένης, η είδηση δημοσιεύθηκε στην 4η σελίδα, μονόστηλη εντός πλαισίου, με τίτλο «Συλλήψεις συνδικαλιστών» και την πρόσθετη πληροφορία για επανεκτόπιση (και) μιας γυναίκας. Λίγο παρακάτω, διαβάζουμε δίστηλη διαμαρτυρία της ΕΔΑ Βορείου Ελλάδος για συλλήψεις και εκτοπίσεις «συνδικαλιστών και εργατών».
Την προηγούμενη μέρα, ένα μικροσκοπικό μονόστηλο μας πληροφορεί για τη σύλληψη κι επανεκτόπιση ενός άλλου «αδειούχου εξορίστου», «τέως προέδρου αγρεργατών». Μια μέρα μετά, πληροφορούμαστε πάλι τη σύλληψη κι επανεκτόπιση κάποιου κατοίκου της Νέας Σμύρνης.
Μια άλλη Ελλη Ιωαννίδου
Η απομαγνητοφώνηση ενός τηλεφωνήματος προς την «Αυγή» μάς μεταφέρει στην καθημερινότητα του δημοσιογραφικού έργου όταν δεν υπήρχε ούτε ίντερνετ ούτε φαξ, τα δε ρεπορτάζ συντάσσονταν και ταξίδευαν κυριολεκτικά στο πόδι:
«Τρίτη 12/5/1953, ώρα 19, τηλ.1.
Μηλιάδης επήρε την Αυγή και εζήτησε τον Τάσο.
Τάσος: Ναι.
Μηλιάδης: Τον Τάσο.
− Ο ίδιος.
− Γεια σου Τάσο, Μηλιάδης εδώ.
− Λέγε.
− Ακου, εβγήκε η απόφασις, ένα χρόνο και πέντε χιλιάδες μεταλλικές.
− Η αυτή…
− Ναι, η Ελλη Ιωαννίδου, ένα χρόνο και πέντε χιλιάδες μεταλλικές. Το προσθέτεις κάτω από τα χειρόγραφα. Ηρθαν τα χειρόγραφα; Πιστεύω να τα πήρες.
− Δεν ήρθαν ακόμη.
− Δεν ήρθαν; Δεν είναι δυνατόν!
− Οχι, δεν ήρθαν, εγώ πάντως θα το προσθέσω. Φρόντισε όμως ναρθούν.
− Του έδωσα στις δυο η ώρα του παλιανθρώπου και ακόμη δεν τα έφερε. Και έφυγε αμέσως…
− Γεια. Κοίταξε να έρθουν σύντομα.
− Καλά. Γεια σου».
Πιστός στο καθήκον, ο προϊστάμενος ασφαλίτης συμπληρώνει: «Θα πρόκειται περί του Μηλιάδη Δημητρίου του Ευαγγέλου, δημοσιογράφου-δικηγόρου, συντάκτου ήδη της Αυγής. Τάσος: θα είναι ο Χαΐνογλου Ανασατάσιος του Ευαγγέλου. Αμφότεροι έχουν φ.».
Η Ελλη Ιωαννίδου του τηλεφωνήματος δεν είχε, πάντως, την παραμικρή σχέση με την ομώνυμη σύντροφο του Μπελογιάννη (μετέπειτα Ελλη Παππά), ούτε η καταδίκη της αφορούσε κάποιο πολιτικό αδίκημα. Οπως διαπιστώνουμε από την «Αυγή» της επομένης, επρόκειτο για τη «γνωστή μαστρωπό Ελλη Βόλτα ή Ιωαννίδου», κατηγορούμενη ότι «διετήρει μυστικό διαφθορείο» στην Κηφισιά, μέσα στο οποίο η χωροφυλακή είχε εντοπίσει «τέσσαρα κορίτσια, μεταξύ των οποίων συγκατελέγετο και μία μαθήτρια μόλις ηλικίας 16 ετών».
Στο ίδιο ρεπορτάζ διαβάζουμε επίσης ότι στο σπίτι της «ευρέθη ένας κατάλογος με τα ονόματα διαφόρων γυναικών και μικρών κοριτσιών, ανάμεσα στις οποίες οι περισσότερες ήταν υπηρέτριες, μικρός αριθμός ήταν παντρεμένες και λιγοστές μαθήτριες». Πληροφορούμαστε, τέλος, πως η ίδια μαστρωπός «κατεδικάσθη προ ημερών σε πολύμηνο φυλάκισιν, μαζί με τον άλλοτε υπαστυνόμο της Γενικής Ασφαλείας Λιόλιο, διότι είχε έλθει σε συμφωνία μαζί του να του δίνει 1 εκατομμύριο το μήνα, για να της επιτρέψει τη λειτουργία άλλου μυστικού διαφθορείου της στην Αθήνα».
Συνδικαλιστικές ζυμώσεις
Ενα άλλο τηλεφώνημα αποδεικνύεται αρκετά εύγλωττο για τους ιμάντες μεταβίβασης της κομματικής γραμμής στον συνδικαλιστικό χώρο. Το ζήτημα αφορά εδώ την αντιμετώπιση μιας επίθεσης φιλίας που ο Αριστείδης Δημητράτος (σοσιαλιστής ηγέτης του Μεσοπολέμου, υπουργός Εργασίας κατόπιν του Μεταξά και μελλοντικά του Καραμανλή), στέλεχος τότε της επίσημης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, είχε εξαπολύσει προς τη βάση της ΕΔΑ, στο πλαίσιο του προσωπικού ανταγωνισμού του με την ηγετική ομάδα της ΓΣΕΕ.
Μολονότι αυτή η τελευταία βρισκόταν από το 1946 στα χέρια του κράτους με μεθοδεύσεις άκρως αντιδημοκρατικές, η ΕΔΑ παραμένει πιστή στο παραδοσιακό αριστερό αξίωμα για πάση θυσία ενιαία συνδικαλιστική εκπροσώπηση των εργαζομένων:
«Τετάρτη 13/5/1953, ώρα 20.10, τηλ. 2ον.
Κατερίνης (πιθανόν από ΕΔΑ Πειραιώς) επήρε τον Χαραγκιώνη Νίκο εις την ΕΔΑ Αθηνών και είπε:
− Εσύ είσαι Νίκο;
− Ναι.
− Εδώ Παναγιώτης από τον Πειραιά, Κατερίνης.
− Α, λέγε Παναγιώτη.
− Δεν μου λες, εκεί ο Δημητράτος έχει αμολύση δικούς του ανθρώπους και ζητάει να πάρη σωματεία και λοιπά εις την διοίκησίν του.
− Εχουμε θέσι εμείς επάνου εις αυτό το ζήτημα, ξέρουνε τα παιδιά.
− Δεν είναι κανένας εδώ, και να, προέκυψε ένα έκτακτο ζήτημα.
− Από τα παιδιά τα δικά μας δεν είναι κανένας εκεί;
− Δεν είναι κανένας. Κανένας.
− Λοιπόν, εμείς αντιτασσόμεθα εις την διασπαστική αυτήν κίνησι.
− Ε;
− Αυτή είναι μια διάσπασις του συνδικαλιστικού κινήματος, είναι μια διασπαστική προσπάθεια του Δημητράτου, που θα βαθύνη ακόμη περισσότερο την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος, Κατάλαβες;
− Ναι.
− Συνεπώς, εμείς αντιτασσόμεθα εις την άποψιν αυτήν, δεν είναι σωστό, θα παλέψουμε κάτω από μια γενική συνομοσπονδία, υπό τον όρον να γίνη ένα συνέδριο ελεύθερο.
− Ναι, ναι.
− Κατάλαβες; Να μη δεχθούν τα παιδιά μια τέτοια λύσι, είναι λάθος, πες τους, λάθος που θα καταλήξη εις βάρος της εργατικής τάξης.
− Εντάξει, εντάξει. Γεια σου.
− Αντε γεια σου».
Ο δεύτερος ασφαλίτης περιορίζεται κι εδώ να σημειώσει πως «ο Κατερίνης Παναγιώτης και ο Χαραγκιώνης Νικόλαος είναι γνωστοί Κομμουνισταί και αναφέρονται και εις προγενέστερα δελτία». Από άλλο έγγραφο του ίδιου αρχείου, συνταγμένο δυο μέρες νωρίτερα (11.5.1953), πληροφορούμαστε πως ο μεν πρώτος –πρώην βουλευτής της ΕΔΑ– «παρακολουθούνταν» απλώς, με την «πρόσφατον δράσιν» του να θεωρείται από την Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας «ουχί ανησυχαστική», ο δεύτερος όμως, «εν εκτοπίσει μέχρι του Ιουνίου 1952», κρινόταν από την ίδια υπηρεσία «επικίνδυνος-εκτοπιστέος».
Τα ντεσού μιας έρευνας
Πέντε τηλεφωνήματα αφορούσαν, τέλος, τις επαφές του Βασίλη Εφραιμίδη, διευθυντή τότε της «Αυγής» και μελλοντικού βουλευτή της ΕΔΑ (1956-1967) και ευρωβουλευτή του ΚΚΕ (1981-1999), με κορυφαίους πολιτικούς του Κέντρου. Αντικείμενό τους ήταν η απόσπαση δηλώσεων, στο πλαίσιο μιας καμπάνιας («έρευνας») της εφημερίδας για τη θέση των «εκπροσώπων του πολιτικού κόσμου» απέναντι στη διατήρηση του εμφυλιοπολεμικού παρασυντάγματος και την περαιτέρω θωράκισή του με νέους μηχανισμούς, όπως η ΚΥΠ («Η Αυγή» 12.5.1953).
Στην πράξη, η καμπάνια ισοδυναμούσε με προσπάθεια σύσφιγξης των σχέσεων με την κεντρώα αντιπολίτευση, σε μια συγκυρία επανοικοδόμησης του βαθέος κράτους της Δεξιάς από τον πανίσχυρο Ελληνικό Συναγερμό, η ακροδεξιά πτέρυγα του οποίου προπαγάνδιζε δημόσια το κλείσιμο της «Αυγής» και την κήρυξη της ΕΔΑ εκτός νόμου. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, ως εκ τούτου, η ατομική στάση κάθε βολιδοσκοπούμενου, όπως αποτυπώνεται στις επαφές τους με τον Εφραιμίδη.
Τις περισσότερες αντιρρήσεις έφερε ο Σοφοκλής Βενιζέλος, πρόεδρος (κι επικεφαλής της δεξιάς πτέρυγας) των Φιλελευθέρων. Ο Εφραιμίδης δεν μίλησε μαζί του αλλά με τον διευθυντή του πολιτικού του γραφείου, Παύλο Βαρδινογιάννη, ενημερώνοντάς τον πως ο ηγέτης της κεντροαριστερής ΕΠΕΚ, στρατηγός Πλαστήρας, είχε ήδη απαντήσει στην εφημερίδα κι ο Γεώργιος Παπανδρέου (που μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχε προσχωρήσει στο Κόμμα Φιλελευθέρων, διαλύοντας το δικό του) ετοιμαζόταν να κάνει το ίδιο.
Στο τρίτο τηλεφώνημά τους, ο Βαρδινογιάννης τον ενημέρωσε πως οι δυο συναρχηγοί θα συνεννοούνταν επ’ αυτού το ίδιο βράδυ· τελικά κανείς τους δεν έστειλε κείμενο, στάση που η εφημερίδα ερμήνευσε σαν «ένοχον σιωπήν» (21.5.1953).
Την ίδια σιωπή κράτησε κι ένας άλλος βολιδοσκοπούμενος, ο στρατηγός Λεωνίδας Σπαής, τέως Γενικός Διοικητής Β. Ελλάδας (1951-52) και υφυπουργός Αμυνας (1944 και 1950-51), παρόλο που στο τηλέφωνο υπήρξε αρκετά θερμός με τον διευθυντή της «Αυγής». Φιλική διάθεση που δεν έκρυβε, πάντως, ένα εμφανές κράτημα πισινής:
«− Επειδή πρόκειται να γράψομε κάτι στην εφημερίδα, σχετικά με την εξέλιξιν της εσωτερικής καταστάσεως, θα σου στείλω ένα ερωτηματολόγιον και ένα συντάκτην. Πήρα πρώτα από τους αρχηγούς κομμάτων και κατόπιν από τους εξέχοντας πρώην υπουργούς. Εχω πάρει απαντήσεις από τον κ. Πλαστήρα και έχω στείλει ερωτηματολόγιον εις κ. Βενιζέλον και Παπανδρέου.
− Πότε θα αρχίσης να δημοσιεύης;
− Από την άλλη Πέμπτη.
− Τότε άρχισε με αυτούς και την Παρασκευή έρχεσαι σε μένα.
− Μα πρέπει να έχω μαζέψει καμιά δεκαπενταριά και να αρχίσω.
− Τότε να γίνη το εξής, να έρθης εσύ διότι θα συνεννοηθούμε καλύτερα οι δυο μας.
− Πότε να έρθω;
− Ελα αύριο το πρωί κατά τις εννέα παρά δέκα, να πιούμε και το καφεδάκι μας και τα λέμε».
Τελικά, αντί για «μια δεκαπενταριά», στην «Αυγή» απάντησαν πέντε όλοι κι όλοι πολιτικοί της Κεντροαριστεράς: ο Πλαστήρας (15.5), ο Αλέξανδρος Σβώλος (16.5), ο κατοπινός δήμαρχος Θεσσαλονίκης Μηνάς Πατρίκιος (17.5), ο Ηλίας Τσιριμώκος (18.5) και ο Ανδρέας Ιωσήφ (19.5). Στέλεχος της ΕΠΕΚ που είχε παραιτηθεί από υφυπουργός Προεδρίας του Πλαστήρα μετά την εκτέλεση Μπελογιάννη, ο τελευταίος πήρε μάλιστα ο ίδιος τη σχετική πρωτοβουλία, όπως διαπιστώνουμε από το τηλεφώνημά του.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας