Με το θερμόμετρο των ελληνοτουρκικών σχέσεων να ξανανεβαίνει καλοκαιριάτικα, την προπαγάνδα της κυβέρνησης Μητσοτάκη ν’ αντικαθιστά το φάντασμα του εσωτερικού εχθρού με τον πειστικότερο μπαμπούλα εξ Ανατολών και τη ρητορική της κυβέρνησης Ερντογάν να τρέφει τα πιο παλιομοδίτικα στερεότυπα για τη γειτονική μας χώρα, καλό είναι να θυμόμαστε πως όχι μόνο η τουρκική κοινωνία δεν είναι κοινωνικά κι ιδεολογικά ενιαία, αλλά και πως οι εκεί προοδευτικές δυνάμεις έχουν πίσω τους μια μακρά παράδοση αγώνων ενάντια στο δικό τους κοινωνικό και πολιτικό κατεστημένο. Δεν αναφερόμαστε μονάχα στη συγκλονιστική πολυήμερη εξέγερση του Γκεζί, πριν από εννιά μόλις χρόνια, αλλά και στα παλιότερα κινήματα -φοιτητικό, εργατικό και υπεράσπισης των δημοκρατικών ελευθεριών- που στραγγαλίστηκαν μετά το πραξικόπημα του 1980 από τη «φωτισμένη» (κατά τον τότε πρόεδρο της Ν.Δ., Ευάγγελο Αβέρωφ) χούντα του στρατηγού Εβρέν.
«Η κυβέρνηση ελέγχει όλες τις μεγάλες φοιτητικές οργανώσεις μέσω των οικονομικών τους. [...] Σε ακραίες περιπτώσεις, μπορεί να καλέσει τον στρατό και τα σώματα ασφαλείας» | Τζον Μέριαμ, πρόξενος των ΗΠΑ στην Κωνστ/νούπολη, 7.11.1963
Απ’ αυτή την άποψη, το βιβλίο του τουρκολόγου Νίκου Χριστοφή «Από τον Κεμαλισμό στον Ριζοσπαστισμό. Το Τουρκικό Φοιτητικό Κίνημα, 1923-1980» (Αθήνα 2021, εκδ. Τόπος) έρχεται να καλύψει ένα κρίσιμο κενό της εγχώριας βιβλιογραφίας, προσφέροντας στο ελληνόγλωσσο κοινό μια συνοπτική εξιστόρηση του πρώτου απ’ αυτά τα κινήματα. Το χρονικό του εύρος καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του εικοστού αιώνα, από τις πρώτες ζυμώσεις της ύστερης οθωμανικής περιόδου και την κρατική/παρακρατική κινητοποίηση του φοιτητόκοσμου επί Κεμάλ, μέχρι το ριζοσπαστικό αριστερό κίνημα της δεκαετίας του 1960, τις ένοπλες παραφυάδες του αλλά και την ακροδεξιά αντίδραση Ισλαμιστών και Γκρίζων Λύκων, που οδήγησε στον μίνι εμφύλιο πόλεμο της δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1970 και, τελικά, στο στρατιωτικό πραξικόπημα. Ιστορία εξαιρετικά διδακτική από πολλές απόψεις: ως σκιαγράφηση των αντιφατικών μεταλλάξεων ενός κρατικά υποκινούμενου εθνικισμού μετά τη γείωσή του σε κοινωνικά στρώματα που έχουν κάθε λόγο να δυσφορούν για τις υλικές συνθήκες της ζωής τους, αλλά και ως υπενθύμιση της ριζοσπαστικοποίησης που προκαλεί στους φοιτητικούς χώρους μια αυταρχική κρατική πολιτική ασφυκτικού ελέγχου και πειθαναγκασμού.
Στην περίπτωση της Τουρκίας, εντυπωσιακό υπήρξε έτσι το πέρασμα από τις φασίζουσες παρακρατικές κινητοποιήσεις της κεμαλικής Εθνικής Τουρκικής Φοιτητικής Ενωσης (ΜΤΤΒ) τη δεκαετία του 1940 (με στόχο κυρίως τις αλλοεθνείς μειονότητες) και τις εθνικιστικές διαδηλώσεις της επόμενης περιόδου για το Κυπριακό, στη δημοκρατική φοιτητική εξέγερση του 1956-1960 που προκάλεσε την ανατροπή της δεξιάς κυβέρνησης Μεντερές από τον στρατό, τη θέσπιση του δημοκρατικότερου Συντάγματος που απέκτησε ποτέ η Τουρκία (1961) και την πρωτόγνωρη άνθηση μιας φοιτητικής κι εργατικής Αριστεράς τα επόμενα χρόνια. Εξέλιξη που δεν οφειλόταν μόνο στο διεθνές κλίμα της εποχής, αλλά αντανακλούσε επίσης δομικές αλλαγές στη σύνθεση του φοιτητικού πληθυσμού: ενώ μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1960 στα τουρκικά ΑΕΙ σπούδαζαν κυρίως παιδιά στρατιωτικών ή δημοσίων υπαλλήλων, ιδεολογικά πλήρως ταυτισμένα με τους γονείς τους, η ανάπτυξη της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης άλλαξε στην πορεία σε μεγάλο βαθμό το κοινωνικό προφίλ του μέσου φοιτητή. Το βιβλίο παρακολουθεί λεπτομερώς αυτή τη διαδικασία σταδιακής ριζοσπαστικοποίησης, από τη δημιουργία των αριστερόστροφων «Ομάδων Ανταλλαγής Ιδεών» σε επιμέρους σχολές και τη συγκρότησή τους το 1965 στην «Ομοσπονδία Ανταλλαγής Ιδεών» (FKF), τις κινητοποιήσεις ενάντια στον αμερικανικό Εκτο Στόλο το 1967 και τις καταλήψεις των τουρκικών Πανεπιστημίων τον Ιούνιο του 1968, μέχρι την αντεπίθεση του βαθέος κράτους με όργανο την ισλαμική και φασιστική ακροδεξιά (που επίσης διέθετε πρόσβαση στο φοιτητικό χώρο), τη «ματωμένη Κυριακή» του 1969, τη διάσπαση της FKF και τη δημιουργία της «Επαναστατικής Νεολαίας» (Dev-Genç), το πέρασμα της φοιτητικής πρωτοπορίας στην ένοπλη πάλη, το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1971 και την πρώτη φάση αιματηρής κρατικής καταστολής (με μαζικές συλλήψεις μιας ευρύτατης γκάμας «ανατρεπτικών στοιχείων», συστηματικά βασανιστήρια και αγχόνες).
Το τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου παρακολουθεί τις καταλυτικές εξελίξεις της δεκαετίας του 1970, με τη γενικευμένη επίθεση ισλαμιστών και φασιστικού παρακράτους ενάντια στην ευρύτερη τουρκική πολιτική και κοινωνική Αριστερά, με τελική κατάληξη την αιματηρή επαναφορά της τουρκικής κοινωνίας στην αστική «κανονικότητα» από τη χούντα του Εβρέν.
Για το ελληνικό κοινό, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λεπτομερής σκιαγράφηση της αντιφατικής σχέσης ανάμεσα στον αριστερόστροφο εθνικισμό και τον αντιαμερικανικό διεθνισμό εκείνων των χρόνων. Οι πρώτες αντιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις οργανώθηκαν λ.χ. το 1964, ως πατριωτική απάντηση στην επέμβαση των ΗΠΑ που απέτρεψε τουρκική εισβολή στην Κύπρο για την προστασία των Τουρκοκυπρίων «αδελφών» από τους Ελληνοκυπρίους στρατιωτικούς και παρακρατικούς. Το 1968, πάλι, το ρίξιμο των ναυτών του Εκτου στόλου στα νερά του Κεράτιου Κόλπου παρομοιάστηκε με το ρίξιμο των Ελλήνων εισβολέων στη θάλασσα, τον Αύγουστο του 1922. Οι ιστορικές αυτές αναφορές δεν εμπόδιζαν, ωστόσο, εκδηλώσεις αλληλεγγύης προς τον ελληνικό λαό, που στέναζε κάτω από την αμερικανοκίνητη χούντα με τις ευλογίες του ΝΑΤΟ. Οπως επισημαίνει ο συγγραφέας, από ένα σημείο και μετά η επίσημη κρατική ιδεολογία του κεμαλισμού επιστρατευόταν ως νομιμοποιητικό κέλυφος από παντελώς διαφορετικά (κι εχθρικά μεταξύ τους) συλλογικά υποκείμενα, από την ακροδεξιά μέχρι τη ριζοσπαστική Αριστερά. Φυσικά, η πολιτικοϊδεολογική ηγεμονία ποίκιλλε ανάλογα με τον στόχο κάθε κινητοποίησης: οι αντιαμερικανικές ήταν αποκλειστικό έργο της Αριστεράς, ενώ σ’ εκείνες για το Κυπριακό σαφώς επικρατούσε η γραμμή και η παρουσία της ακροδεξιάς. Από τις τάξεις αυτής της τελευταίας προήλθε, άλλωστε, το μεγαλύτερο μέρος των στελεχών του Ερντογάν.
Καθηγητής σε κινεζικό Πανεπιστήμιο του Σιάν, ο Νίκος Χριστοφής αντλεί το υλικό του από μια εκτενή δευτερογενή τουρκόγλωσση και αγγλόγλωσση βιβλιογραφία, οι αποκλίνουσες οπτικές και προσεγγίσεις της οποίας αντανακλώνται ευκρινώς στην ανάλυσή του. Η απουσία γλωσσικής επιμέλειας του βιβλίου είναι επίσης αισθητή, ιδίως στις περιπτώσεις άκρως αδόκιμης μεταγραφής όρων με μεγάλη προϊστορία στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο. Τις αδυναμίες αυτές εξισορροπούν, από την άλλη, τα χρήσιμα παραρτήματα του βιβλίου με το γενεαλογικό δέντρο και στοιχεία για τις οργανώσεις και σημαντικότερες φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής τουρκικής Αριστεράς.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας