Φιλόσοφος και ιστορικός των θρησκειών, ειδικευμένος στην αραβική, εβραϊκή και χριστιανική σκέψη του Μεσαίωνα, ο Ρεμί Μπραγκ (Rémi Brague) είναι ομότιμος καθηγητής στη Σορβόνη (Πανεπιστήμιο Paris I).
Το ακόλουθο κείμενό του είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Sur la religion» (Flammarion 2018)
Aν θέλουμε να ανατρέξουμε στην έννοια των θρησκευτικών φαινομένων, δεν μπορούμε να τα ορίσουμε ξεκινώντας από την αντίθεση ανάμεσα στο φυσικό και στην εξ αποκαλύψεως αλήθεια. Πράγματι, στην πρώτη περίπτωση, η «θρησκεία» που ορίζουμε ως «φυσική» παραπέμπει στη στάση του ανθρώπινου υποκειμένου, στη «θρησκευτικότητα».
Αντίθετα, στη δεύτερη περίπτωση, αυτό που θεωρείται «εξ αποκαλύψεως» παραπέμπει στο περιεχόμενο που προτείνεται στην πίστη. Η νεωτερικότητα έχει ενισχύσει το πρώτο στοιχείο, το υποκειμενικό. Η θρησκεία γίνεται μια θεωρητική έννοια με τον λουθηρανό θεολόγο και φιλόσοφο Φρίντριχ Σλάιερμαχερ.
Στο έργο του «Λόγοι για τη θρησκεία», που δημοσιεύτηκε ανώνυμο το 1802, αντιτίθεται στον ριζοσπαστικό Διαφωτισμό και στις συνέπειές του στη μετεπαναστατική Ευρώπη και αναλαμβάνει την υπεράσπιση της θρησκείας κατανοώντας την όχι ως σκέψη ούτε ως δράση, αλλά ως «ενόραση και συναίσθημα», ως «αίσθηση και προτίμηση για το άπειρο». Αργότερα, όρισε το αντικείμενο ενός τέτοιου συναισθήματος ως την «απόλυτη εξάρτηση».
Ο τρόπος με τον οποίο τονίζει τη θρησκευτική εμπειρία τον οδηγεί να εκφράζει τον παράλογο συλλογισμό σύμφωνα με τον οποίο, αν τα άρθρα του δόγματος μπορούν να θεωρηθούν από τρεις απόψεις –οι συμπεριφορές ενός πιστού, οι θέσεις για την κατάσταση του σύμπαντος και οι θέσεις για τον Θεό–, οι δύο τελευταίες πηγάζουν από την πρώτη και είναι «για να πούμε την αλήθεια, περιττές».
Μετά από αυτόν, πολλοί μελετητές ισχυρίστηκαν ότι είχαν βρει την ουσία της θρησκείας σε ένα ορισμένο συναίσθημα. Αυτό το συναίσθημα έπρεπε να εξηγεί τόσο την προέλευση της θρησκείας όσο και την πρακτική της. Στην αρχαιότητα αυτή η προσέγγιση είχε ένα κριτικό νόημα. Συχνά εντοπίζουμε τις απαρχές της θρησκείας στον φόβο και, για να φωτίσουμε αυτή τη θεωρία, δεν παραλείπουμε να αναφέρουμε έναν λατινικό στίχο του 1ου μ.Χ. αιώνα, που βρίσκουμε στον Στάτιο και στον Πετρώνιο: «Ο φόβος ήταν αυτός που πρώτος δημιούργησε τους θεούς στον κόσμο» (Primus in orbe deos fecit timor).
Υποτίθεται ότι η θρησκεία θα ήταν μια αντίδραση στην αδυναμία του ανθρώπου απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως η βροντή, ο κεραυνός ή και ο θάνατος. Ή ακόμα, πιο εκλεπτυσμένα, η θρησκεία θα αποτελούσε μια πρώτη αδέξια απόπειρα να εξηγηθούν τα αινίγματα της φύσης, ένα είδος στοιχειώδους φυσικής.
Ωστόσο, η εμπειρική μελέτη της κοσμοαντίληψης των λεγόμενων «πρωτόγονων» λαών, στους οποίους οφείλουμε να ανατρέξουμε για να μπορέσουμε να αναχθούμε στην προϊστορία –κοσμοαντίληψη για την οποία μπορούμε μόνο να διατυπώνουμε εικασίες– καταδεικνύει ότι τα μέλη τους ελάχιστα ασχολούνταν με τις αιτίες των φαινομένων, με τον τρόπο με τον οποίο φτιάχτηκε ο κόσμος και, ακόμα λιγότερο, με την ερμηνεία του τρόπου με τον οποίο διαμορφώθηκε. Προσπάθησαν επίσης να περιγράψουν το θεμελιώδες θρησκευτικό συναίσθημα, χωρίς να επιχειρούν να το ανάγουν σε κάποια άλλη διάσταση της συναισθηματικής ζωής, αλλά σεβόμενοι την ιδιαιτερότητά του. Θεώρησαν ότι το ιδιαίτερο αντικείμενό του είναι το ιερό. Ο Ρούντολφ Οτο εξέφρασε τα χαρακτηριστικά του με λατινικούς όρους: mysterium, tremendum et fascinans.
Εκφράζουν την αμφισημία εκείνου του φαινομένου που μας προκαλεί τρόμο και μας ελκύει ταυτόχρονα, που μας φαίνεται καθαρό και ταυτόχρονα ακάθαρτο, που μας προφυλάσσει κι ωστόσο μας εκθέτει σε κίνδυνο κ.ο.κ. Η σχολή της φαινομενολογίας της θρησκείας εμβάθυνε και διαφοροποίησε αυτή τη διαίσθηση, προσανατολίζοντας τις αναλύσεις της στη συνείδηση του θρησκευόμενου ατόμου, στην υπερβατική του εμπειρία, στην πραγματικότητα για την οποία αρνείται μεθοδικά να αποφανθεί.
Η συγκριτική επιστήμη των θρησκειών γεννήθηκε στον 17ο αιώνα, καθώς προέκυψε πιθανόν από τη μελέτη μιας θρησκείας προσχηματικά πρωτόγονης και κοινής σε όλη την ανθρωπότητα, η οποία είχε ήδη χαθεί, του «σαβεϊσμού».
Ο Μαϊμονίδης φαντάστηκε μια τέτοια θρησκεία στο τρίτο μέρος του έργου του «Οδηγός του αμφιβάλλοντος», για να μπορέσει να θεμελιώσει την ερμηνεία που έδινε στις βιβλικές εντολές των οποίων το νόημα παραμένει αινιγματικό. Ορισμένοι ιστορικοί και φιλόλογοι, Αγγλοι οι περισσότεροι, άρχισαν να αναζητούν αυτή τη φανταστική πρωτόγονη θρησκεία, την οποία φυσικά δεν μπόρεσαν να βρουν. Θα σκιαγραφήσουν, ωστόσο, ένα είδος γενικού σχήματος, μέσα στο οποίο μπορούσαν να συγκεντρώνουν τα διάφορα θρησκευτικά φαινόμενα, επινοώντας έτσι εκείνη που θα γίνει η «επιστήμη των θρησκειών».
Τουλάχιστον στην Ευρώπη, έγινε εφικτή μια διαδικασία εκκοσμίκευσης που δρομολογήθηκε και προόδευσε με γιγάντια βήματα. Κι ωστόσο, η αναπαράσταση που έχουμε γι’ αυτό που θα έπρεπε να είναι γενικά μια θρησκεία και για τα χαρακτηριστικά που πρέπει να διαθέτει ένα φαινόμενο προκειμένου να μπορεί να οριστεί ως θρησκευτικό, παραμένει παρ’ όλα αυτά σημαδεμένη από το μοντέλο του χριστιανισμού, που υπήρξε και παραμένει ίσως η κυρίαρχη θρησκεία του δυτικού κόσμου.
Ετσι δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε ότι και ο βουδισμός αποτελεί θρησκεία, παρά την απουσία της ιδέας του θεού. Ή, ακόμα, ότι το σύστημα του ισλαμικού δικαίου –εκείνο που αποκαλείται σαρία– και η προσπάθεια να τηρείται επιμελώς αποτελούν μέρος του Ισλάμ με έναν τρόπο που είναι εξίσου θεμελιώδης με τη δημόσια προσευχή ή το προσκύνημα, και έχουν έναν ρόλο πολύ πιο κεντρικό από τον μυστικισμό του σουφισμού και ακόμα περισσότερο σε σχέση με τη φιλοσοφία αριστοτελικής και νεοπλατωνικής τάσης (falsafa). Από την άλλη μεριά, υποκύπτουμε πολύ συχνά στον πειρασμό να ορίζουμε ως «θρησκείες» φαινόμενα που με κανέναν τρόπο δεν μπορούν να γίνουν κατανοητά ως θρησκευτικά.
Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι και ο αθεϊσμός μπορεί να γεννήσει κάτι παρόμοιο με «μυστικισμό». Αυτή είναι η περίπτωση των ιδεολογιών των ολοκληρωτικών καθεστώτων εθνικοσοσιαλιστικού ή λενινιστικού τύπου στον εικοστό αιώνα, που θεωρούνται μερικές φορές «κοσμικές θρησκείες» ή «πολιτικές θρησκείες».
Αυτές οι εκφράσεις γεννιούνται από το κύρος μεγάλων πνευμάτων, όπως ο Ρεϊμόν Αρόν, που πρώτος τις χρησιμοποίησε το 1943, ο Εριχ Φέγκελιν ή ο Χανς Μάγερ. Η χρήση τους ήταν πολεμική: απέβλεπαν στο να ξεσκεπάσουν, κάτω από τον ορθολογιστικό αθεϊσμό που αυτές οι ιδεολογίες διατυμπάνιζαν, την ανάδυση ανορθολογικών πεποιθήσεων.
Ο Χίτλερ, ωστόσο, προσπάθησε να αντιταχθεί στον πειρασμό να κατασκευάσει μια «γερμανική θρησκεία»: «Ο εθνικοσοσιαλισμός είναι μια ψυχρή θεωρία της πραγματικότητας, βασιζόμενη στις πιο αναπτυγμένες επιστημονικές γνώσεις και στην έκφρασή τους στη σκέψη». Τα ορατά χαρακτηριστικά των ιδεολογιών, όπως οι μαζικές εκδηλώσεις, η «λατρεία» του τοπικού δικτάτορα, η φροντίδα για τη θεωρητική «ορθοδοξία», έχουν κάποια αντιστοιχία με τη θρησκεία. Ωστόσο, δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να την πιθηκίζουν με τρόπο επιφανειακό, ακριβώς όπως παρωδούν την επιστήμη: στον λενινισμό, την πολιτική οικονομία και την ακόμα νεαρή κοινωνιολογία ή, στον ναζισμό, τη δαρβινική βιολογία. Μου φαίνεται πιο ορθό να βλέπουμε στην ιδεολογία μια διπλή διαστρέβλωση της επιστήμης και της θρησκείας. […]
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας