Σχεδόν συμπληρώνεται το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα, αλλά μόλις πριν από ένα μήνα δημοσιεύτηκε η πρώτη έρευνα για την αποτελεσματικότητα διαφορετικών προϊόντων εμμηνορρυσίας που έγινε με πραγματικό αίμα κι όχι με κάποιο υποκατάστατο, όπως το μπλε υγρό που εμφανίζεται στις σχετικές διαφημίσεις.
Η έρευνα τεσσάρων επιστημονισσών της Ιατρικής Σχολής της Πανεπιστημίου του Ορεγκον στο Πόρτλαντ, που δημοσιεύτηκε στην ιατρική επιθεώρηση BMJ Sexual & Reproductive Health, αποτελεί σταθμό στην επιστημονική κατανόηση της εμμηνορρυσίας και του αντίκτυπού της στην καθημερινή ζωή. Και μαζί καταδεικνύει πως αν η επιστήμη σε αυτό τον τομέα εμφανίζει εικονικά τις γυναίκες σαν... γαλαζοαίματες, αντιμετωπίζει συχνά το σώμα τους σαν ανάξιο προς ιδιαίτερη έρευνα.
Οπως εξηγούν οι ερευνήτριες, η χρήση υποκατάστατων που δεν έχουν καμία σχέση με την υφή, την πυκνότητα και το περιεχόμενο του αίματος έχει σοβαρές συνέπειες καθώς μπορεί να υπερεκτιμούν την πραγματική απορροφητικότητα αυτών των προϊόντων δυσχεραίνοντας έτσι τη διάγνωση της μηνορραγίας ή υπερβολικής ροής αίματος. Αν και η μία στις τρεις Ευρωπαίες πάσχουν από μηνορραγία, μόνο οι μισές από αυτές συμβουλεύονται έναν γυναικολόγο, θεωρώντας πως είναι κάτι φυσιολογικό, παρότι μπορεί να έχει ως συνέπεια σοβαρή αναιμία και άλλα ιατρικά προβλήματα.
Προκαταλήψεις φύλου στην έρευνα
«Το πρόβλημα είναι πως η επιστήμη συνεχίζει να σιχαίνεται την εμμηνορρυσία. Η περίοδος ήταν πάντα ένα θέμα ταμπού στην κοινωνία και αυτό έχει μεταφερθεί στα εργαστήρια δημιουργώντας προκαταλήψεις στην έρευνα για αυτό το θέμα», έλεγε στην εφημερίδα Periódico η ενδοκρινολόγος Κάρμε Βαλς, από τις πρωτοπόρες στην έρευνα για την υγεία της εμμηνορρυσίας. Αλλά και από τις λίγες, αφού υπάρχει μια τεράστια έλλειψη ερευνών για το αίμα μιας απόλυτα φυσιολογικής διαδικασίας που βιώνει ο μισός πληθυσμός του πλανήτη: περισσότερες από 800.000 γυναίκες έχουν καθημερινά περίοδο, αλλά διαιωνίζεται το στίγμα και η κανονικοποίηση του πόνου.
«Στη διάρκεια της ιστορίας έχουν γίνει ελάχιστες έρευνες για το αίμα της εμμηνορρυσίας, ενώ επί δεκαετίες δεν έχει αναζητηθεί πώς μπορεί αυτό να επηρεάσει βιολογικές διαδικασίες, νόσους και φάρμακα», συνεχίζει η συγγραφέας του βιβλίου «Γυναίκες, αόρατες για την ιατρική».
Αυτό το τεράστιο κενό επιστημονικής γνώσης για μια ζωτική σωματική λειτουργία καταδεικνύεται από ανάλυση που δημοσιοποίησε τον περασμένο Ιούλιο το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ με τίτλο: «Πηγαίνοντας με τη ροή: η ανάδυση της επιστήμης της εμμηνορρυσίας». Σύμφωνα με αυτή την έκθεση, κάνοντας αναζήτηση στην πλατφόρμα PubMed θα βρει κανείς ότι πριν από το 1950 είχε γίνει μόλις μία έρευνα για το αίμα της εμμηνορρυσίας. Τις επόμενες δεκαετίες δημοσιεύτηκαν 400 έρευνες για την εμμηνορρυσία έναντι 10.000 για τη στυτική δυσλειτουργία –που παρεμπιπτόντως αφορά ένα μικρό ποσοστό του άλλου μισού του πληθυσμού. Κι έχουν γίνει κάπου 24.000 έρευνες για την εμμηνορρυσία, τη στιγμή που μέσα σε τρία χρόνια έγιναν 376.000 για την Covid-19, «Αυτό δείχνει έως ποιο σημείο οι γυναίκες έχουν περιφρονηθεί από την επιστήμη και πόσο δεν προσμετρώνται στα ιατρικά δοκίμια», έλεγε στην Guardian ένας εκ των ερευνητών του Στάνφορντ, ο γυναικολόγος Πολ Μπλούμενταλ.
Το «γιατί;» αλλά και τις πολλές προκαταλήψεις για τη σχετική έρευνα δείχνει η εμπειρία της Κριστίν Μετς, ερευνήτριας του Ινστιτούτου Ιατρικών Ερευνών Feinstein της Νέας Υόρκης, που μιλώντας στο ASBMB Today, το περιοδικό της Αμερικανικής Ενωσης Βιοχημείας και Μοριακής Βιολογίας, έλεγε πως όταν πριν 8 χρόνια αποφάσισε να κάνει έρευνα για την ενδομητρίωση ρώτησε γιατρούς αν θα μπορούσαν να ζητήσουν από ασθενείς τους να συμμετάσχουν και εκείνοι απάντησαν πως δεν μπορούν να τους ζητήσουν «αυτό το πράγμα».
«Αυτό το πράγμα» που δεν καταδέχονταν καν να ονοματίσουν ήταν να προσφέρουν οι ασθενείς τους δείγματα του αίματος της εμμηνορρυσίας τους. Οπως αποκαλυπτική είναι ανάλογη εμπειρία που μοιράστηκε στο ίδιο περιοδικό η λέκτορας του Πανεπιστημίου Στάνφορντ, Σάρα Νασέρι: όταν πριν από επτά χρόνια ξεκίνησε να ερευνά τις διαγνωστικές δυνατότητες του αίματος της εμμηνορρυσίας αντιμετωπίστηκε με ένα «αυτό είναι βρόμικο» από συνάδελφό της που εκείνη την εποχή ερευνούσε... περιττώματα.
Αλλά αυτό το «βρόμικο» της έρευνάς της έδειξε πως το αίμα της εμμηνορρυσίας έχει κάποιες διαγνωστικές ικανότητες ανάλογες με αυτές του αίματος που ρέει στις αρτηρίες μας, ανιχνεύοντας από τη χοληστερίνη ώς και τον HPV, τον ιό των ανθρώπινων θηλωμάτων που μπορεί να προκαλέσει καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
«Το αίμα της εμμηνορρυσίας δεν είναι σκουπίδι. Είναι τρομερό που οι περισσότεροι επιστήμονες δεν το ερευνούν», προσθέτει η Μετς, τονίζοντας πως οι λίγες έρευνες που σήμερα διεξάγονται γι’ αυτό θα μπορούσαν να συμβάλλουν στη διάγνωση γυναικολογικών νόσων, του διαβήτη, ακόμη και της έκθεσης σε τοξικές ουσίες. Αλλωστε πρόσφατες μελέτες έχουν αναλύσει τη δυνατότητα να πάρουμε βλαστοκύτταρα από τα υγρά της εμμηνορρυσίας, όπως και να ανιχνεύσουν χημικές ουσίες που υπάρχουν στο σώμα των γυναικών και μπορεί να προκαλέσουν ορμονικές διαταραχές κι άλλες νόσους.
Γιατί λοιπόν αυτή η άρνηση (όταν δεν είναι αποστροφή); Γιατί είναι έκφραση της αδιαφορίας με την οποία η επιστήμη αντιμετωπίζει το σώμα των γυναικών, απαντά η Κάρμε Βαλς, αποκαλύπτοντας πως στην Ισπανία στις ιατρικές σπουδές αφιερώνουν μόλις μία ώρα στον έμμηνο κύκλο και οι γυναίκες που πάσχουν από ενδομητρίωση (το 10% περίπου του συνόλου) προτού βρουν μια λύση περνούν κατά μέσον όρο οκτώ χρόνια περιφέροντας τον οξύ πόνο, τις ζαλάδες και τους εμετούς τους από ιατρείο σε ιατρείο όπου ακούν συχνά πως είναι υπερβολικές ή «εφευρίσκουν» παθήσεις που δεν υπάρχουν.
Τώρα που μια νέα γενιά γυναικών έβγαλε την εμμηνορρυσία από το ντουλάπι, όπου επί χιλιετίες την είχαν θάψει οι πατριαρχικές αντιλήψεις, προκαλώντας ηχηρή είσοδο και στις δημόσιες πολιτικές, φτάνοντας να υιοθετηθεί ακόμη και η εργασιακή άδεια περιόδου, η Βαλς τονίζει: «Η περίοδος δεν θα έπρεπε να συνεπάγεται προβλήματα υγείας κι όμως οι μισές σχεδόν γυναίκες βιώνουν εντονότερους πόνους και ροή από το φυσιολογικό [...]. Οι γυναίκες δεν θέλουμε άδειες επειδή πονάμε, αλλά να μην πονάμε και προτεραιότητα θα έπρεπε να είναι να υπάρξει έρευνα για τις αιτίες και τις λύσεις».
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας