Την αποκαλούν ριζοσπάστρια (λες και είναι μομφή), αλλά εκείνη απαντά πως «όταν η πιο στοιχειώδης κοινή λογική φαντάζει ριζοσπαστική, τότε είναι ώρα για κοινή λογική». Σε αυτή την κοινή λογική για τα καθημερινά προβλήματα των Πορτογάλων επιδιώκει να στρέψει το κόμμα της η Μαριάνα Μορτάγκουα, που την περασμένη Κυριακή εκλέχτηκε συντονίστρια του Μπλόκου της Αριστεράς. Η 36χρονη βουλεύτρια αναλαμβάνει την πρόκληση να ξανακερδίσει την ψήφο των πολιτών που έστρεψαν την πλάτη τους στον πολιτικό σχηματισμό της στις εκλογές του 2022 αλλά και, όπως η ίδια δήλωσε χαρακτηριστικά, «να αποτρέψουμε τη διολίσθηση της Πορτογαλίας προς στη Δεξιά και την Ακρα Δεξιά».
Η έγκριτη οικονομολόγος παίρνει τα ηνία, ύστερα από 11 χρόνια ηγεσίας της Καταρίνα Μάρτινς, της πολιτικού που στάθηκε ο καταλύτης για την ιστορική εκλογική επίδοση του Μπλόκου 2015 και την «geringonça», τη συμμαχία του Μπλόκου και του Κομμουνιστικού Κόμματος με τους Σοσιαλιστές που έφερε στην εξουσία τον Αντόνιο Κόστα. Αλλά και η ηγέτιδα που επί των ημερών της το κόμμα καταποντίστηκε πέφτοντας από 9,7% στο 4,4% και από 19 σε 5 βουλευτές στην εκλογική αναμέτρηση του 2022.
Το επαναστατικό κληροδότημα
Η Μορτάγκουα είναι διδάκτορας Οικονομικών, δούλεψε ως ερευνήτρια στο Τμήμα Οικονομικών του Πανεπιστημίου της Λισαβόνας, προτού αφοσιωθεί στην πολιτική. Προέρχεται από μια ιστορική οικογένεια αντιστασιακών: ο πατέρας της, Καμίλο Μορτάγκουα, ήταν ένας επαναστάτης που συμμετείχε σε πολλές δράσεις κατά της δικτατορίας του Σαλαζάρ, ανάμεσά τους τη ληστεία της Τράπεζας της Πορτογαλίας και την αεροπειρατεία μιας πτήσης με Πορτογάλους εξόριστους και μετανάστες, το 1961.
Αυτή την παράδοση αντίστασης και πάλης ποτέ δεν απεμπολεί, όσο κι αν αυτό ενοχλεί πολλούς. Μάλιστα, τον περασμένο Απρίλιο, σε συνέντευξή της κατήγγειλε πως δέχεται μια εκστρατεία επιθέσεων και δυσφήμησης, λόγω της ιστορίας της οικογένειάς της, του «χαρίσματός» της να ενοχλεί τους ισχυρούς, της ιδεολογίας της και του γεγονότος ότι είναι λεσβία: τρεις φορές σε έναν χρόνο απαλλάχτηκε από αβάσιμες (ψευδείς) καταγγελίες για υποτιθέμενες ατασθαλίες.
Από τα πανεπιστημιακά της χρόνια, ήταν ένα από τα πλέον ορατά πρόσωπα του κινήματος των ΛΟΑΤΚΙ+ και ήδη από τότε την αποκαλούσαν «ροκ σταρ του Μπλόκου». Αλλά εκεί που έλαμψε το άστρο της ήταν στη Βουλή, όπου μπήκε το 2014, μεταφέροντας τη λαϊκή αγανάκτηση που εκδηλώθηκε στους δρόμους για τη διαφθορά, την κακοδιαχείριση των δημόσιων επιχειρήσεων ή τα «κρυφά» ιδιωτικά προνόμια που οδήγησαν στην οικονομική κρίση της Πορτογαλίας. Οπως άστραψε το χάρισμά της στην Επιτροπή Διερεύνησης τους σκανδάλου της χρεοκοπίας της Τράπεζας Espírito Santo, τόσο για την τεκμηρίωση των θέσεών της όσο και για τα καυστικά της σχόλια.
Η επινίκια ομιλία της έδωσε το στίγμα της πολιτικής που θα ακολουθήσει το Μπλόκο. Επιτέθηκε στο φιλελεύθερο μάντρα ότι «η ζωή των πολιτών δεν είναι καλύτερη αλλά η χώρα πάει πολύ καλύτερα», θεωρώντας πως αυτό ακριβώς ακολουθεί σήμερα η αυτοδύναμη κυβέρνηση του Κόστα.
Μια απάτη
«Η θαυματουργή οικονομική ανάπτυξη της Πορτογαλίας είναι μια απάτη, γιατί υπάρχουν εκατομμύρια παγιδευμένοι στα χρέη των σπιτιών τους, παγιδευμένοι σε χαμηλούς μισθούς, παγιδευμένοι σε επισφαλείς σχέσεις εργασίας, παγιδευμένοι στις βάρδιες και την ατέλειωτη δουλειά, παγιδευμένοι στην άτυπη φροντίδα, παγιδευμένοι στο άγχος και τη μοναξιά».
Κεντρικό σύνθημα στο πρόγραμμά της είναι η «καλή ζωή», που την ορίζει σε όρους καθημερινότητας. «Εχουμε το δικαίωμα, ακόμη και το καθήκον, να αγωνιστούμε για μια καλή ζωή, μια ζωή που δεν θα αναλώνεται για το ελάχιστο: σπίτι, αξιοπρεπής μισθός, φροντίδα στην αρρώστια, όταν έχουμε παιδιά, όταν γερνούν οι γονείς μας ή γερνάμε εμείς. Είναι πολλά αυτά που διεκδικούμε;», ρώτησε ρητορικά στην επινίκια ομιλία της, προσθέτοντας πως η καλή ζωή είναι «η διεκδίκηση των βασικών που μας στερούν: επείγοντα που κλείνουν στα νοσοκομεία, παιδιά χωρίς μαθήματα, υποσχέσεις για σπίτια που ποτέ δεν κατασκευάστηκαν, οι περισσότεροι από 700.000 πολίτες που επιβιώνουν με λιγότερα από 554 ευρώ τον μήνα».
Επέκρινε τη Δεξιά και τη ρητορική του μίσους της Ακροδεξιάς προειδοποιώντας: «Σε αυτήν τη Δεξιά λέμε πως η Πορτογαλία δεν θα είναι η χώρα όπου οι μετανάστες θα ξυλοκοπούνται στα σύνορα κι όπου θα πολλαπλασιάζονται οι Odemiras (όπου οι μετανάστες δουλεύουν σε συνθήκες σκλαβιάς), δεν θα είναι μια χώρα χωρίς δημόσιες υπηρεσίες υγείας και παιδείας, όπως προτείνει το (ακροδεξιό) Chega!, δεν θα είναι μια χώρα χωρίς έναν εθνικό κατώτατο μισθό ή χωρίς την υποχρεωτική 12ετή παιδεία».
Αλλά, όπως επεσήμανε η Publico, το βασικό της μήνυμα δεν ήταν προς το Chega!, αλλά προς τους Σοσιαλιστές, προς τους οποίους απευθύνθηκε λέγοντας ότι «η διάβρωση της δημόσιας ζωής δεν προκαλείται μόνο από τους ταραξίες που κραυγάζουν εναντίον της, προκαλείται και από αυτούς που δυσφημούν τη Δημοκρατία». Οπως επέκρινε και την απόλυτη πλειοψηφία του Κόστα, χαρακτηρίζοντάς τη «βάλτο που δεν προασπίζεται τη δημοκρατία», «ένα δεινό υποβάθμισης και αστάθειας», «μια εθνική αμηχανία» που έχει φέρει έναν νέο κύκλο αβεβαιότητας.
Τώρα καλείται να αναγεννήσει από τις στάχτες του έναν πολιτικό σχηματισμό που, έπειτα από πολλές συμπληγάδες, πέρασε από την τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας σε πέμπτη στις εκλογές του 2022, πολύ πίσω ακόμη και από το ακροδεξιό Chega!. Τα πρώτα στοιχήματά της είναι να πετύχει το Μπλόκο να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση στις προσεχείς εκλογές στη Μαντέιρα και, κυρίως, να πετύχει μια σημαντική άνοδο, φτάνοντας να γίνει τρίτη δύναμη στις ευρωπαϊκές εκλογές του 2024.
Σε όσους γελούν ειρωνικά για την αισιοδοξία της, προπαγανδίζοντας και αναμασώντας πως η Αριστερά είναι μια καταδικασμένη υπόθεση, υπόσχεται πως «τα 24 μας χρόνια είναι η αρχή του Μπλόκου της Αριστεράς. Μας ξέρουν, αλλά ακόμη δεν έχουν δει τίποτα από τη δύναμη που μπορούμε να δημιουργήσουμε, να επανεφεύρουμε, να συσπειρώσουμε (…). Είναι η δύναμη εκείνων που δεν δέχονται να οπισθοχωρήσουν».