Η αλήθεια είναι πως η διαδικασία με την οποία η «Βεγγέρα» του Καπετανάκη κατέληξε στη σκηνή του Εθνικού καταμεσής Μαΐου, κατόπιν ακυρώσεως ενός έργου του Γιάννη Μαυριτσάκη, δεν προϊδεάζει ίσως για κάτι ιδιαίτερα φιλόδοξο. Το αποτέλεσμα όμως έχει τελικά το ενδιαφέρον του. Αν μη τι άλλο καθώς σημαίνει αρχικά την επιστροφή της σκηνοθέτριας Σοφίας Μαραθάκη στο κλίμα ενός συγγραφέα, που ήδη από το 2017 και από το ανέβασμα του «Γενικού Γραμματέα» στην Πειραματική Σκηνή του κρατικού θεάτρου μοιάζει να αποτελεί μέρος της σκηνικής έρευνάς της.
Το ενδιαφέρον όμως για το ανέβασμα του Καπετανάκη απλώνεται πλατύτερα από την πορεία της συγκεκριμένης δημιουργού. Είναι μέρος τής ολοένα και πιο συχνής «βεγγέρας» των νέων σκηνοθετών/τριών μας στην οικία της δραματουργικής μας παράδοσης. Δεν είναι η πρώτη φορά που επισημαίνω τη συλλογική αυτή απόπειρα επιστροφής, που αν την εξετάσουμε κάποτε στο μέλλον μεθοδικά και στο σύνολό της, θα μας αποκαλύψει πιθανόν τα χαρακτηριστικά ενός αληθινού «κύματος». Ολοένα και περισσότεροι νέοι δημιουργοί μας, που ας σημειωθεί ελάχιστη σχέση έχουν με τη γλώσσα, την ιστορία, τους τρόπους ή τους κώδικες της σκηνής του 19ου αιώνα και εκείθεν, τολμούν την εμβάπτισή τους σε πεζά (κατόπιν διασκευής) ή σε θεατρικά έργα της εποχής. Μπορεί πιθανόν το κύμα αυτού του «εσμού» να χαρακτηρίζει όλη τη διάρκεια της Μεταπολίτευσης, ξεκινώντας από το 1970, με τις όποιες εξάρσεις ή υφέσεις. Μα μόλις τα τελευταία χρόνια διακρίνουμε κοντά στο τυπικό πλέον ανέβασμα του λαϊκού θεάτρου της ιθαγένειας και κάτι εξίσου σημαντικό. Οι νέοι δημιουργοί ζητούν να επιστρέψουν «εκεί», στο παρελθόν, για να ανακαλύψουν εκ νέου τις ρίζες μιας παλιάς ταυτότητας που προβληματίζει όμως με νέο τρόπο. Βουτούν στην καθαρεύουσα (σε όλες τις εκδοχές της) ή στη μαλλιαρή δημοτική, βαδίζουν τον ομοιοκατάληκτο στίχο, φορούν τη στάση και το ήθος των προ-παππούδων τους για να αναζητήσουν στις απαρχές ενός προβλήματος τα στοιχεία της σημερινής κρίσης. Αν αληθεύει αυτό, πρόκειται για κάτι πολύ διαφορετικό από μια ακόμη «νοσταλγική» αναδρομή. Εδώ βρίσκονται τα σημεία μεταφοράς του παρελθόντος στο σήμερα, ώστε οι άκρες της συνέχειας να αντικριστούν και να αναμετρηθούν μεταξύ τους με βάση κοινά και διαφορές.
Πιθανόν η μονόπρακτη κωμωδία του Καπετανάκη να βρίσκεται ως προς αυτό ψηλότερα και από τον «Γενικό Γραμματέα» ακόμη… Ο «Γραμματέας» είναι μια ιδιοφυής σάτιρα της ρωμαίικης διοικητικής μηχανής -χωρίς να λείπουν βέβαια από αυτόν τα στοιχεία της αντίληψης, του ήθους ή της συμπεριφοράς των κατοίκων της μικρομέγαλης οντότητας, ό,τι γενικά ονομάζουμε «ηθογραφία», που ήταν η Ελλάδα στα τέλη του 19ου αιώνα. Μα αυτό που τελικά κινεί την πλοκή και δίνει τον τόνο στον «Γραμματέα» του Καπετανάκη είναι η πολιτική σημείωση. Στη «Βεγγέρα», αντίθετα, δεν μιλούμε ακριβώς για «πολιτική». Στη θέση της έχουμε την ανατομία μιας κοινωνιολογικής νόσου των αρχών του αιώνα, του μικροαστισμού, της κοινωνικής υποκρισίας, της κούφιας αντήχησης των συμπεριφορών μιας κομψευόμενης διαγωγής, πάνω στο σώμα μιας νεόκοπης ακόμη μικρομεσαίας τάξης, που δεν μπορεί να σηκώσει μα ούτε και να υποστηρίξει αυτό το βάρος.
Το τυπικό μιας «βεγγέρας», μιας δηλαδή αστικής τελετουργίας που τελείται στον χώρο του «σαλονιού», φανερώνει όλα τα παραπάνω. Η μια αστική οικογένεια επισκέπτεται σύμφωνα με το τυπικό μιαν άλλη, εξίσου αστική. Η πρώτη έχει μαζί της έναν ανιψιό της παντρειάς που γλυκοκοιτάζει τις κόρες των οικοδεσποτών. Υπάρχει πάντα κάπου μεταξύ σαλονιού και κουζίνας η «δούλα», που θα απελπίζει με την ανικανότητά της -πάντα- την απαιτητική κυρά. Υπάρχει πολύς διάλογος και άφθονη κενολογία, πράγματα που λέγονται φανερά και άλλα που ψιθυρίζονται κατ’ ιδίαν.
Μα υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη σε αυτή τη βεγγέρα, ένα στοιχείο κάπως παράταιρο για το θέατρο της εποχής. Ενα δεκάχρονο αγόρι, ο Πίπης, που οι σκανταλιές του θα φέρουν χάος στη συνάντηση. Και που με αυτές θα αρχίσει το ξήλωμα του υφαντού του αστικού σουαρέ, αποκαλύπτοντας τη ρηχότητα και προσωρινότητα των συμβάσεων. Ας μην το ξεχνάμε. Η «Βεγγέρα» του Καπετανάκη ξεκινάει στο πλήρες σκοτάδι και τελειώνει κατά κάποιον τρόπο σε αυτό, βάζοντας τον Πίπη να κραυγάζει στο τέλος της βραδιάς το επιμύθιό της. «Α! μαμά, σκιάζουμαι!... Α! σκιάζουμαι!», θα πει. Μια αστική σύναξη που προκαλεί τρόμο.
Οπως και μια καθόλα εξωφρενική βραδιά θεάτρου... Δεν είμαι ο πρώτος που συνδέει συνειρμικά το μονόπρακτο του Καπετανάκη με τον «Βίκτωρα» του Βιτράκ. Μα βιάζομαι να διακόψω κάθε άλλη μεταξύ τους σχέση. Υπάρχει πράγματι ομοιότητα στη δραματουργία των δυο έργων -που απέχουν περίπου 30 χρόνια μεταξύ τους-, μα τα βήματα που χωρίζουν το ένα από το άλλο, τη μονόπρακτη σάτιρα του ενός από τη σουρεαλιστική φάρσα του άλλου, κι αν είναι βήματα βαδισμένα, παραμένουν πελώρια. Αν ήθελα να φέρω οπωσδήποτε κοντύτερα τον Καπετανάκη με κάποιο πρότυπο, θα επέλεγα να βαδίσω αντί για εμπρός προς τα πίσω και να κινηθώ ανατολικότερα. Στον τρόπο απόδοσης των προσώπων του, στο γκροτέσκο και στη σάτιρα, όσο φέρνει η «Βεγγέρα» στο νου μας τον Βιτράκ άλλο τόσο η λοξή ηθογραφία του θυμίζει κάποιον μακρινότερο Γκόγκολ ή έναν κοντινότερο Τσέχοφ.
Ετσι κι αλλιώς το ίδιο το ανέβασμα της «Βεγγέρας» στον «Χώρο» του Εθνικού μοιάζει να κοιτά και προς τους δύο πόλους. Από τη μια είναι φανερό ότι η Μαραθάκη έχει εντάξει στη σκηνοθεσία της την ιδέα του υπερρεαλιστικού «σκανδάλου», βάζοντας το αστικό μονόπρακτο του Καπετανάκη δίπλα στο φαρσικό παιχνίδι του Βιτράκ. Σε αυτό οδηγούμαστε αν μη τι άλλο από την εμφάνιση του Πίπη με την όψη υπερφυσικού μπεμπέ, που άλλο δεν κάνει στη διάρκεια της σύναξης παρά να σκατολογεί και να δημιουργεί επεισόδια. Εδώ μας φτάνει η σκηνική γειτνίαση της κωμωδίας με την άναρχη υπερρεαλιστική γραφή. Εδώ μας φτάνουν τα κοστούμια και οι περούκες των προσώπων της Αλεξάνδρας Ντεληθέου ή τα σκηνικά του σαλονιού –αφαιρετικά και γι’ αυτό τόσο σημαίνοντα- του Κωνσταντίνου Ζαμάνη. Κι εδώ προφανώς καταλήγει η απόδοση των ηθοποιών που φτάνει μέχρι τη μούτα και την ανατροπή.
Μα, όπως είπαμε, αν από τη μια έχουμε τον Βιτράκ, από την άλλη έχουμε τον Γκόγκολ. Κυρίως τον πρόσφατο Γκόγκολ του θεάτρου μας. Μέσα στο δικό του ενυδρείο σάτιρας, με τα σημάδια της υπαρξιακής αλλοτρίωσης και την ένταση της σιωπηρής κραυγής, η Μαραθάκη ανεβάζει τη «Βεγγέρα». Χρησιμοποιεί τη γλώσσα του κειμένου σαν μελέτη της σχιζοφρενικής κατάστασης της πρώιμης ελληνικής κοινωνίας. Μελετά τα σκαμπανεβάσματα και τους σολοικισμούς, το σφίξιμο του κορσέ της αρχαΐζουσας και τις ανάσες μιας δημοτικής «βρόμικης» ακόμη και «χυδαίας». Φανερώνει το πνευματικό σάστισμα, τους γλωσσικούς λαβύρινθους και τους ερωτικούς ακκισμούς της εποχής. Και βάζει, στο τέλος, ένα μικρό αγόρι να διακόπτει τη ροή της υποκρισίας με τους δικούς του ακατάλληλους στίχους. Πράγματα όχι μόνο γνωστά αλλά και κοντινά μας.
Στο σύμπαν του «οδοστρωτήρα» του Καπετανάκη η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή και οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανασούλα γίνονται πολύτιμοι οδηγοί. Οι ηθοποιοί του συνόλου αποδίδουν πέρα από τη βεγγέρα ένα δείγμα της παλαβής κανονικότητας των τότε και τώρα ημερών. Η Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου δημιουργεί μια πιστή καρικατούρα της Κυρίας Στενού και ο Γιάννης Κλίνης του Κύριου Στενού. Ο Γιώργος Κριθάρας είναι ο ανιψιός τους, Νίκος, και η ίδια η σκηνοθέτρια, η Σοφία Μαραθάκη, η υπηρέτρια Δημήτρω. Αντίστοιχα, στην οικία του Νερουλού, η Δανάη Σαριδάκη διογκώνει τη σύζυγο Ελένη και ο Γιώργος Σύρμας τον Κύριο Νερουλό. Τον ρόλο του Πίπη αναλαμβάνει ο Χρήστος Σταθούσης. Στο ανανεωμένο δίδυμο των παλαιών εκείνων «αδελφών Τατά», η Ειρήνη Μπούνταλη και η Κατερίνα Πατσιάνη παραδίδουν σήμερα καρυκευμένες τις «Μαρίκα και Κατίνα». Η Οδύσσεια Μπουγά υποδύεται τη μυστηριώδη ξαδέλφη Φρόσω. Ολοι και όλες βρίσκονται συντονισμένοι στο μήκος κύματος της γκογκολικής σάτιρας και της υπερρεαλιστικής φάρσας.
Με αυτούς τους ρόλους για οικοδεσπότες, και με τους θεατές σαν φιλοξενούμενους, η «Βεγγέρα» του Καπετανάκη έχει καθώς φαίνεται ακόμη τα παράθυρά της ανοικτά προς τον δρόμο.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας