Θα πρέπει κάποια στιγμή να αναγνωρίσουμε στον Γιώργο Παλούμπη τον καταλυτικό ρόλο του στη διαμόρφωση της εικόνας του σημερινού θέατρου μας. Γιατί περιέργως, παρά τις αλλεπάλληλες επιτυχίες και τον επιδραστικότατο χαρακτήρα της συγγραφικής και σκηνοθετικής ματιάς του, η θέση του ακόμη στον χώρο δεν έχει πλήρως αναγνωριστεί. Ευθύνεται γι’ αυτό, πιστεύω, όχι τόσο το ίδιο το βάρος της συμμετοχής του σε ό,τι αδρά ονομάζουμε θέατρο του ωμού ρεαλισμού (και το οποίο άλλωστε φέρει κατά τα τρία τέταρτα τη δική του υπογραφή), όσο η στάση που πλέον επιφυλάσσουμε απέναντι στον ρεαλισμό εν γένει. Ας το παραδεχτούμε λοιπόν. Μπροστά στο κύμα του αντιψυχολογικού, μεταμοντέρνου, μεταμπρεχτικού και εν πολλοίς μεταδραματικού θεάτρου που ενέσκηψε πρόσφατα στο θέατρό μας, ο παλιός καλός ρεαλισμός που έθρεψε κοινό και καλλιτέχνες για χρόνια, κόντεψε να θεωρηθεί η μπαναλιτέ εκδοχή της συστημικής σκηνής. Οχι τόσο σε επίπεδο περιεχομένου ή θεματολογίας, όσο κυρίως σε επίπεδο φόρμας. Με λίγες εξαιρέσεις οι νέοι καλλιτέχνες μας, μαθητές των δραματικών σχολών, δεν διδάσκονται πλέον «ρεαλισμό» στις σχολές τους. Σε σημείο που να πιστεύουν και οι ίδιοι πως το να παρουσιάσουν πειστικά ένα πρόσωπο ή μια κατάσταση στη σκηνή, σε α’ πρόσωπο, δεν θα σημαίνει κάτι άλλο παρά την προσχώρησή τους στις γραμμές του αστικού θεάτρου – ή, ακόμα χειρότερα, στις απαιτήσεις κάποιας τηλεοπτικής σειράς.
Κι αυτά, παρά το αναμφισβήτητο γεγονός που και οι ίδιοι άλλωστε πρόθυμα παραδέχονται στις συζητήσεις επί του θέματος, πως αυτό που λέμε «ρεαλισμός» επιτυγχάνει στην πράξη πολύ περισσότερα από το να γεμίζει με θεατές τα θέατρα. Ανοίγει τους ηθοποιούς σε εκείνο το τεράστιο φάσμα της ανθρώπινης κατάστασης και υπόστασης, μια μέθοδος που τόση σχέση έχει με τον μιμητισμό ή με την κατ’ όνομα «ψυχολογία» όσο και η οποιαδήποτε άλλη ερμηνευτική «αντιαστική» και ποιητική φόρμα. Η κατάκτηση του ρεαλιστικού σώματος στη σκηνή, του ρεαλιστικού νεύματος, του στόχου, της αναπνοής και της επαφής έχει τόσο εξελιχθεί ώστε κανείς διεθνώς δεν μιλάει πλέον για «στερεότυπα». Αντιθέτως ο ρεαλισμός οδηγεί στην κατάρριψη των στερεότυπων, των έτοιμων συνταγών, της πρετ α πορτέ συγκίνησης. Οταν ένας/μια ηθοποιός κατακτά την υψηλή θέση της τεχνικής του εντός του ρεαλισμού, μπορεί να αποδώσει όχι μόνο τους πολλούς εκείνους άλλους στη θέση του, αλλά και τη θέση του μέσα στους πολλούς ακόμη άλλους.
Γι’ αυτό στο θέατρο του Παλούμπη βλέπουμε συνήθως το εξής θαύμα: Ακόμα και έργα μέτρια, με κενά, χάσματα και ασάφειες, παραδίδονται στο κοινό τους ως ακέραια τεχνουργήματα αληθινής ζωής και πολύτιμου βίου. Ο σκηνοθέτης τους σε πείθει να παραδοθείς στο περιβάλλον μιας πραγματικότητας που δεν επιδιώκει ούτε κατά διάνοια να γίνει «θέατρο». Ο ρεαλισμός του καταλήγει σε μια ζωή που παρουσιάζεται ως έχει, με τα κενά, τις χασμωδίες και τις αντιφάσεις της.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που συμβαίνει συχνά σε αυτό το θέατρο και το εξής: Αλλιώς αντιλαμβανόμαστε ένα έργο μόλις βγαίνουμε από το θέατρο, παρασυρμένοι ακόμη από το ρίγος της πραγματικότητας που ζήσαμε. Και αλλιώς το αναλογιζόμαστε μετά, όταν οι αρχικές εντυπώσεις μας έχουν πλέον αδρανήσει και στο «τι είδαμε» αναλαμβάνει ο ψυχραιμότερος λογισμός.
Τα λέω αυτά για να καταλήξω πως οι «Αγριοι» είναι περισσότερο μια σπουδαία παράσταση παρά ένα σπουδαία έργο. Αν είχα την ευκαιρία να τους διαβάσω χωρίς να τους δω ανεβασμένους, η εντύπωσή μου θα ήταν πιθανόν διαφορετική και ίσως περισσότερο καχύποπτη. Οχι γιατί λείπουν από το έργο τα ευρήματα, οι ανατροπές και το σασπένς, δίπλα στο κεντρικό εύρημα της «συνθήκης». Αλλά γιατί χωρίς τη σκηνική απεικόνιση όλων από τον Παλούμπη στο «Καρέζη», αυτά τα ίδια θα έμοιαζαν «φωναχτά» και «στημένα». Ενας καθηγητής διαβάζει σε δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές του τη νέα εργασία του, σε ένα διαμέρισμα της Κυψέλης. Είναι διάχυτη η εντύπωση πως η αξία της υπερβαίνει τα συνήθη και πως μιλάμε πια για ένα έργο πολιτικής επιστήμης που θα μπορούσε να αλλάξει τις κοινωνικές νόρμες και τον κόσμο όλο. Μα στη διάρκεια της νύχτας που θα ακολουθήσει θα συμβούν πολλά... Η δεοντολογία μού φράσσει το στόμα, καθώς η ανατροπή αποτελεί εδώ ουσιώδες στοιχείο της δραματουργίας, μα μπορώ να σταθώ στο εξής: Σύντομα ο καθηγητής θα βρεθεί αντιμέτωπος με τον παρελθόν του, με τις φήμες που κυκλοφορούν σε βάρος του, μα και με το πιο βαθύ και σκοτεινό σύστημα δικαιοσύνης. Κι έτσι, ενώ στην αρχή μιλάμε για αλλαγή του κόσμου προς το καλύτερο, στο τέλος τα πάντα βυθίζονται στο άγριο και βουρκώδες τοπίο της πολύ αληθινής, πολύ ανησυχητικής και ίσως πολύ συνήθους πραγματικότητας.
Εξ αποστάσεως αν κρίνει κανείς το έργο του Παλούμπη, λείπουν αρκετά που παραλείπονται στη μέθη της παράστασης. Ακόμα και αν ξεπεράσω το εύρημα ενός καθηγητή στην Κυψέλη που μέλλει να γίνει ο μελλοντικός Κέινς ή ο Μαρξ του 21ου αιώνα ή των δύο μεταπτυχιακών που συλλαμβάνουν διαμιάς το διακύβευμα της Ιστορίας -εν μέσω βέβαια της ηλικιακής τους ανωριμότητας-, ακόμα κι έτσι είναι δύσκολο να υπερβούμε το γεγονός πως στη συνέχεια για χάρη της ανατροπής το έργο χωρίζεται σε δύο μέρη που εφάπτονται τυπικά μόνο μεταξύ τους. Αυτό στερεί από την υπόθεση την αληθοφάνεια μα και τη λογική συνέπεια (πράγμα που φαίνεται και στο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη μια Πράξη στην επόμενη). Κάπως ξενική μοιάζει ακόμη η σχέση του καθηγητή με τους μεταπτυχιακούς, σαν να έρχεται περισσότερο από την αμερικανική ακαδημαϊκή ζωή παρά την ελληνική.
Μα εδώ παρεμβαίνει η παράσταση, η μιάμιση ώρα πυκνής ζωής στο «Καρέζη» που διαβαίνει χωρίς ανάσα, η απόδοση των ηθοποιών που καταργεί το όριο της αναπαράστασης και αποδίδει σε λόγο και σώμα τη ρευστή υπόσταση του ανθρώπου στις πιο κρίσιμες εκφάνσεις του. Ο Μανώλης Μαυροματάκης «είναι» ο χαρισματικός καθηγητής που εκθέτει φανερά τις σκέψεις του για τον πάνω κόσμο, την ώρα που η σχέση του με τα έγκατά του παραμένει κρυφή. Οι δυο φοιτητές του, Μιχαήλ Ταμπακάκης και Χριστίνα Μαριάνου, «είναι» αυτοί που τον παρακολουθούν σαν ακροατές και τον ακολουθούν σαν κριτές. Οι Φώτης Λαζάρου και Εκτορας Λιάτσος αναλαμβάνουν ρόλους που εναλλάσσονται από το σκοτάδι στο φως. Κι η Δάφνη Λιανάκη μεταφέρει στον ρόλο μιας γειτόνισσας τον κοινό νου, το λαϊκό έρεισμα και τη γενική, μα και κάποτε γενικευμένη, άποψη για όσα κοινωνικά γεγονότα μάς περιβάλλουν. Τα σκηνικά της Νατάσσας Παπαστεργίου γίνονται η επιτομή του ρεαλιστικού θεάτρου, η μια φέτα του αστικού διαμερίσματος καταμεσής ενός αστικού θεάτρου.
Μα για να σχολιαστούν πλήρως τα παραπάνω θα έπρεπε να συμβούν δύο πράγματα όπως είπαμε. Πρώτον, να μιλήσει κάποιος ανοιχτά, πράγμα που αντιβαίνει στη δεοντολογία. Και, δεύτερον, να βγει από τη σαγήνη του ανεβάσματος στο «Καρέζη» - που είναι ίσως ακόμη δυσκολότερο. Παρατηρούσα το κοινό που γέμιζε ασφυκτικά το θέατρο της Ακαδημίας. Προφανώς η επιτυχία των «Αγριων» πέρασε κάτω από τα ραντάρ της κριτικής, κάτω ίσως κι από το βλέμμα της. Κι όμως εδώ επιτελείται κάτι θαυμαστό, που ωστόσο και ο πιο κοινός θεατής μπορεί να συλλάβει. Βλέπουμε κοινούς ανθρώπους να πάσχουν, να φοβούνται και να ελπίζουν. Τους βλέπουμε να συμπλέουν και να συγκρούονται. Να υψώνονται σε κάποιο διαμέρισμα της Ιθάκης. Και έπειτα να καταρρέουν μπροστά μας.
Τα βλέπουμε όλα αυτά, μα στην ουσία κανέναν από αυτούς δεν «βλέπουμε» ακριβώς. Μάλλον κάτι άλλο συμβαίνει. Νιώθουμε μαζί τους την κατάσταση τού να κοιτάς κάτι χωρίς να το βλέπεις. Ενας ρεαλισμός λοιπόν που επιτελεί τη μέγιστη καλλιτεχνική πράξη ζητώντας να κάνει τα αόρατα ορατά.
Η efsyn.gr θεωρεί αυτονόητο ότι οι αναγνώστες της έχουν το δικαίωμα του σχολιασμού, της κριτικής και της ελεύθερης έκφρασης και επιδιώκει την αμφίδρομη επικοινωνία μαζί τους.
Διευκρινίζουμε όμως ότι δεν θέλουμε ο χώρος σχολιασμού της ιστοσελίδας να μετατραπεί σε μια αρένα απαξίωσης και κανιβαλισμού προσώπων και θεσμών. Για τον λόγο αυτόν δεν δημοσιεύουμε σχόλια ρατσιστικού, υβριστικού, προσβλητικού ή σεξιστικού περιεχομένου. Επίσης, και σύμφωνα με τις αρχές της Εφημερίδας των Συντακτών, διατηρούμε ανοιχτό το μέτωπο απέναντι στον φασισμό και τις ποικίλες εκφράσεις του. Έτσι, επιφυλασσόμαστε του δικαιώματός μας να μην δημοσιεύουμε ανάλογα σχόλια.
Σε όσες περιπτώσεις κρίνουμε αναγκαίο, απαντάμε στα σχόλιά σας, επιδιώκοντας έναν ειλικρινή και καλόπιστο διάλογο.
Η efsyn.gr δεν δημοσιεύει σχόλια γραμμένα σε Greeklish.
Τέλος, τα ενυπόγραφα άρθρα εκφράζουν το συντάκτη τους και δε συμπίπτουν κατ' ανάγκην με την άποψη της εφημερίδας